Τρεις μαμάδες σε τηλεργασία στα πρόθυρα νευρικής κρίσης
Με την εισβολή του κορωνοϊού στη ζωή μας μπήκαν στο λεξιλόγιο και στην καθημερινότητά μας κι άλλες, πρωτόγνωρες για τους περισσότερους, έννοιες: καραντίνα, lockdown, τηλεκπαίδευση, τηλεργασία.
Η τελευταία δεν μας ήταν άγνωστη τα τελευταία χρόνια, όμως η διάδοση της εκτοξεύτηκε για λόγους αποφυγής του συγχρωτισμού όπου είναι δυνατόν.
Φυσικά η τηλεργασία αφορά κατά βάση τους εργαζόμενους σε γραφεία, γιατί σίγουρα δεν μπορείς να οδηγείς το ταξί σου από το σπίτι σου ούτε να δουλεύεις σε οικοδομή μέσω υπολογιστή. Αλλά και όσοι εργαζόμενοι ήταν πρακτικά δυνατόν να απασχοληθούν από το σπίτι τους μέσω τηλεργασίας έπρεπε να προσαρμόσουν την καθημερινότητά τους στα νέα δεδομένα, και μαζί με αυτούς να προσαρμοστούν και οι οικογένειες τους.
Πόσο εύκολο όμως είναι να εξηγήσεις στα παιδιά σου ότι η μαμά τώρα δουλεύει οπότε δεν μπορείς να της αποσπάς την προσοχή; Και πόσο εύκολο είναι για ένα παιδί να μην αποζητά την προσοχή της μητέρας του, ειδικά όταν είναι σε ηλικία που αυτό είναι το μόνο που το ενδιαφέρει;
Από την προσωπική μου εμπειρία που δεν περιλαμβάνει παιδιά αλλά έναν πολύ επίμονο γάτο που όταν θέλει να παίξει κυλιέται πάνω στο πληκτρολόγιο και όταν πεινάει νιαουρίζει λες και ήρθε το τέλος του κόσμου καταλαβαίνω πόσο δύσκολα είναι τα πράγματα όταν ένα νήπιο βάζει τα κλάματα γιατί η μαμά του κοιτάει την οθόνη αντί για το ίδιο ή όταν ένας έφηβος προτιμά να ξεκλέψει χρόνο από την τηλεκπαίδευση για να παίξει ηλεκτρονικά.
Τρεις μαμάδες αφηγούνται τις δικές τους ιστορίες καθημερινής τρέλας σε ένα σπίτι όπου πρέπει ταυτόχρονα να τελειώσεις το report για το γραφείο, να ταΐσεις το μωρό και να σιγουρευτείς ότι ο μεγάλος έχει συνδεθεί με επιτυχία στην τηλεκπαίδευση και δεν λαγοκοιμάται στον καναπέ.
Γιώτα: «Δεν είναι ο χρόνος που δεν μου φτάνει αλλά τα χάπια»
Ξεκίνησα τηλεργασία αρχές Νοέμβρη. Στην πρώτη καραντίνα είχα πάρει άδεια ειδικού σκοπού γιατί ο σύζυγος δούλευε κανονικά. Τώρα είμαστε και οι δύο σε τηλεργασία. Μία μέρα πάω στη δουλειά και δύο δουλεύω από το σπίτι. Το ίδιο και ο σύζυγος και έχουμε φροντίσει να μην συμπίπτουν τα ωράριά μας ώστε κάποιος να είναι πάντα με τα παιδιά. Δύο παιδιά, τεσσάρων χρονών και τα δύο καθότι δίδυμα.
Δουλεύω στο Δημόσιο. Η τηλεργασία είναι πρωτοφανής για τον κλάδο μου. Δεν υπάρχει εμπειρία, ούτε τεχνογνωσία, ούτε εξοπλισμός. Στην πρώτη καραντίνα όλα έγιναν σε μια νύχτα βεβιασμένα και χωρίς σχέδιο. Άρον άρον «οικοδομήθηκαν» κάποια προγράμματα και εφαρμογές για να μπορούν οι δημόσιοι υπάλληλοι να δουλεύουν από το σπίτι, σε κάθε περίπτωση όμως τον πρώτο καιρό η τηλεργασία περιοριζόταν σε αποστολές και λήψεις email και στο κουβάλημα από το γραφείο στο σπίτι χαρτώου αρχείου για έλεγχο και επεξεργασία.
Στο δεύτερο «κύμα» τηλεργασίας, που ξεκίνησε τον Νοέμβριο, είμαστε πιο οργανωμένοι. Και άμεση σύνδεση με τον υπολογιστή σου στο γραφείο - με όλες τις δυνατότητες που έχεις εκεί-και τηλεδιασκέψεις (σχεδόν καθημερινές, αν είσαι και επιτελικός) και τηλεκπαιδεύσεις. Μάλιστα τηλεκπαιδεύσεις.
Και όλα αυτά έχοντας δύο τετράχρονα μες στα πόδια σου.
Γιατί όσο ήταν τα σχολεία ανοιχτά κάπως έβγαινε. Ξύπναγα το πρωί (με ξύπναγαν αυτά), άνοιγα τον υπολογιστή, τσέκαρα email, έντυνα τα παιδιά, έδινα πρωινό, φεύγαμε πάντα καθυστερημένοι για το προνήπιο, γύριζα σπίτι τρέχοντας (μην τυχόν και πάρουν τηλέφωνο από τη δουλειά και ζητήσουν κάτι), έβγαζα το σκύλο (με απίστευτο άγχος για το πόσο θα του πάρει να κάνει την ανάγκή του) και γύριζα επιτέλους οριστικά σπίτι γύρω στις 09:00. Η δουλειά μου ξεκινά στις 07:00. Με δύο ώρες καθυστέρηση λοιπόν ξεκινούσα να απαντήσω όσα πιο πολλά email μπορούσα και όσο πιο πολλά έγγραφα. Παράλληλα να κάνω διαλείμματα για να σκουπίσω, να στρώσω κρεβάτια, να ετοιμάσω κάτι για φαγητό, να καπνίσω στο μπαλκόνι (ξαναξεκίνησα το κάπνισμα κανονικά εδώ και δύο μήνες). Όταν έφτανε η ώρα δύο παρά ξεκινούσα να πάω να πάρω τα παιδιά. Πάντα τρέχοντας, μην λείψω πολύ ώρα από το σπίτι και με πάρουν τηλέφωνο από το γραφείο.
Αποτέλεσμα; Δεν μου έφτανε ο χρόνος, γιατί ξέχασα να σας πω ότι δίνουμε γραπτώς την απόδοση της εβδομάδας και για να βγάλω την απόδοση έπρεπε να έχω όλη μέρα τον υπολογιστή ανοιχτό και να κάθομαι όποτε ξεκλέβω λίγο χρόνο, ακόμα και τα σαββατοκύριακα.
Τώρα που έκλεισαν τα σχολεία, τις μέρες που δουλεύω από το σπίτι έχω ταυτόχρονα και δύο τετράχρονα να πεινάνε, να θέλουν τσίσα, να θέλουν αγκαλιά, να βαριούνται, να θέλουν παιδικά, να θέλουν να παίξουμε, να θέλουν βόλτα και όλα ταυτόχρονα.
Αποτέλεσμα; Τώρα δεν είναι ο χρόνος που δεν μου φτάνει αλλά τα χάπια.
Αντί επιλόγου: Η τηλεργασία είναι βάρβαρη για τις μητέρες. Επιβαρύνομαι ψυχολογικά και σωματικά πολύ περισσότερο. Σαφώς υπάρχουν παράγοντες όπως η φύση της εργασίας που καλείσαι να κάνεις, η ηλικία των παιδιών που έχεις, η σχέση σου με την εργοδοσία κλπ, αλλά δεν πιστεύω ότι μια μητέρα μπορεί να δουλέψει σπίτι της μένοντας αυστηρά στα πλαίσια που ορίζει η εργασία της και μη συμμετέχοντας παράλληλα και εις βάρος της σε υποχρεωτικές δραστηριότητες νοικοκυριού και parenting.
Γεωργία: «Τρώγε το φαΐ σου, αγάπα το κελί σου, διάβαζε πολύ, έλεγε ο Μαντέλα, ως συνταγή επιβίωσης»
Τα πρωινά, τις καθημερινές, η κατάσταση έχει ως εξής: Πρώτα ξυπνάω τον μεγάλο (17 χρονών), σιγουρεύομαι πως άνοιξε το κινητό και καλημέρισε τον/την καθηγητή/τρια του πριν αλλάξει πλευρό. Τα κορίτσια (15 χρονών, δίδυμες) σηκώνονται και πιάνουν θέση, η μία στο δωμάτιο η άλλη στο καθιστικό, με τα λάπτοπ. Ταυτόχρονα με το webex ανοίγουν youtube, είτε για να ακούσουν μουσική, είτε για να κάνουν γυμναστική, είτε για να δουν τους youtubers τους Εγώ, συνδέομαι στο webex για τηλεκπαίδευση, στο pc στο υπνοδωμάτιο. Ευτυχως το wifi μας δεν μας έχει προδώσει. Πόρτες κλειστές, αλλιώς ακούγονται όλα τα μαθήματα ταυτόχρονα. Η φάση πλέον –στην αρχή ήταν κάπως καλύτερα – είναι ότι μιλάμε μόνοι μας, οι καθηγητές. Φαντάζομαι τους μαθητές και τις μαθήτριές μου ακριβώς όπως τα παιδιά μου, να λαγομοιμούνται κουκουλωμένοι στα παπλώματα μέχρι να ακούσουν το όνομά τους, να βλέπουν βιντεάκια, να ακούνε μουσική, να τσιμπολογάνε πρωινό, ενώ εγώ δείχνω, με ολοένα και μειούμενη όρεξη, τα ωραία μου power point, που φτιάχνω ειδικά για την τηλεκπαίδευση. Κάθε λίγο κάνω ερωτήσεις για να τους ενεργοποιώ, ερωτήσεις που δεν απαντάει κανείς, και όταν αρχίσω τα «Μαρία…», «Μαρία μ’ ακούς;», «Μαρία είσαι εδώ;», «Μαρία θα πάρεις απουσία», η Μαρία ανοίγει μικρόφωνο «εδώ είμαι κυρία, είχα πάει μέχρι την κουζίνα μισό λεπτό».
Ματαιότης ματαιοτήτων με συνέπεια μεγάλη ψυχική κούραση.
Με την τηλεργασία βέβαια, μπορείς ταυτόχρονα να μαγειρεύεις, να βάζεις πλυντήρια, να απλώνεις στο διάλειμμα, να στύβεις πορτοκάλια για τα παιδιά. Μπορείς να είσαι άνετα και ζεστά, με τις πυτζαμούλες σου, με την κούπα το ζεστό καφέ στα χέρια. Να μην έχεις τις εφημερίες στην αυλή, τα «σβήσε το τσιγάρο», το κρύο, τη φασαρία του σχολείου. Και μαζί, βέβαια, να μην έχεις τη ζωντάνια των παιδιών, την χαρά της επικοινωνίας τους, το γέλιο τους που σου δίνει ζωή, την μεταδοτική τους ενέργεια. Και κυρίως, να μην έχεις την αίσθηση του νοήματος, που είναι το πιο σημαντικό στοιχείο αυτής της δουλειάς. Κάθε δουλειάς.
Το θέμα είναι ότι συνηθίζουμε όλο και περισσότερο σ’ αυτή τη νέα κανονικότητα. Προσαρμοζόμαστε. Μιλάμε περισσότερο με τα παιδιά μου, έχουμε έρθει πιο κοντά, κάνουμε τις γυμναστικές μας, καμιά βολτίτσα στη γειτονιά, βλέπουμε ταινίες τα βράδια. Φαίνεται να πραγματοποιείται ένας από τους φόβους μου σχετικά με την παρατεινόμενη καραντίνα: βολευόμαστε σε μια κατάσταση που δεν τη λες και φυσιολογική. Στην άνετη πυτζαμούλα, το ζεστό φαγάκι, στον καναπέ - όσοι έχουμε το προνόμιο να τα έχουμε αυτά. Και στην απώλεια του νοήματος.
«Τρώγε το φαΐ σου, αγάπα το κελί σου, διάβαζε πολύ» έλεγε ο Μαντέλα, ως συνταγή επιβίωσης.
Όταν, κάποτε, γυρίσουμε στην κανονική ζωή, που δεν θα μας φαίνεται πια και τόσο κανονική, τίποτα δεν θα είναι το ίδιο. Αλλά, θέλω να πιστεύω, θα προσαρμοστούμε και πάλι.
Μαρία: «Οι εργαζόμενοι γονείς χρειάστηκε να περάσουμε μια μακρά, δύσκολη και αγχωτική περίοδο προσαρμογής»
Με λένε Μαρία Κ. Είμαι μονογονέας, μητέρα δύο αγοριών -10 και 12 ετών- εργαζόμενη ως διοικητική υπάλληλος σε δημόσιο νοσοκομείο και είμαι καλά! Αυτό είναι από αλλού, τελευταία όμως νιώθω, όλο και συχνότερα, πως πρέπει να μου το υπενθυμίζω.
Όπως όλοι, τους τελευταίους, πολλούς, μήνες τ’ αγόρια κι εγώ βιώνουμε μια πρωτόγνωρη και δύσκολη πραγματικότητα. Από την πρώτη φορά που έκλεισαν τα σχολεία λόγω κορωνοϊού εργάζομαι υπό καθεστώς τηλεργασίας καθώς η εναλλακτική της χορήγησης άδειας ειδικού σκοπού, τουλάχιστον για τους περισσότερους εργαζόμενους σε φορείς του υπουργείου Υγείας, δεν δόθηκε ποτέ. Επίσης πηγαίνω στο γραφείο όποτε αυτό είναι απαραίτητο.
Την περίοδο που πρωτοεφαρμόστηκε η τηλεργασία και σχεδόν ταυτοχρόνως έκλεισαν τα σχολεία οι εργαζόμενοι γονείς χρειάστηκε να περάσουμε μια μακρά, δύσκολη και αγχωτική περίοδο προσαρμογής. Τα αγόρια στα «ντουζένια» τους κι εγώ προσπαθούσα να βρω χρόνο, ησυχία και ηρεμία να δουλέψω και παράλληλα να εφευρίσκω τρόπους να απασχολούνται δημιουργικά ώστε να μη χαζεύουν όλη ημέρα στα ηλεκτρονικά και να μην τσακώνονται.
Τελικά αποφάσισα, λες και υπήρχαν εναλλακτικές, να λειτουργήσω ευέλικτα όσον αφορά το ωράριο εργασίας. Τι σήμαινε αυτό; Να δουλεύω σε όλη τη διάρκεια της ημέρας, κυρίως τις ώρες που δεν έπρεπε να κάνω τον διαιτητή ή τη μαγείρισσα ή τη σερβιτόρα. Όλο αυτό συνέβαινε μολονότι τους εξήγησα την κατάσταση και παρά τις φιλότιμες προσπάθειες από πλευράς τους να προσαρμοστούν. Αλλά πώς να απαιτήσεις από παιδιά τέτοιας ηλικίας να κλειστούν μέσα, να μη τσακώνονται, να μην πεινάνε όλη ημέρα και να κάνουν ησυχία γιατί η μαμά πρέπει να εργαστεί;
Την πρώτη, λοιπόν, περίοδο που έκλεισαν τα σχολεία, δεν είχε εφαρμοστεί η τηλεκπαίδευση (στα δημοτικά δεν γίνονταν καθόλου μαθήματα, στα γυμνάσια 2-3 φορές την εβδομάδα από 2-3 ώρες). Έτσι η τηλεργασία αποδείχτηκε κουραστική αλλά πολύ αποδοτική καθώς δεν χάνεις τον χρόνο σου σε μετακινήσεις και ετοιμασίες, μπορείς να έχεις ευέλικτο ωράριο, να εργάζεσαι ώρες διαφορετικές από αυτές τις αιχμής -τις ώρες αιχμής τα ηλεκτρονικά συστήματα/πλατφόρμες συχνά δυσλειτουργούν και οι σέρβερς «κρασάρουν».
Το μόνο μειονέκτημα της τηλεργασίας όπως εγώ τουλάχιστον διαπίστωσα, υπήρξε η αύξηση, κάποιες φορές, των ωρών εργασίας.
Μεγάλη αλλαγή στις συνθήκες της εργασίας από το σπίτι, επέφερε η επιβολή της τηλεκπαίδευσης σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες, ξαφνικά κι εν μια νυκτί από τον προηγούμενο Οκτώβριο. Στη δική μας περίπτωση η αλλαγή σήμαινε πρωινά διαδικτυακά μαθήματα για το «πρωτογυμνασιάκι» μας, απογευματινά για το «δημοτικάκι» μας διαδικτυακά φροντιστήρια σε αντίστροφα ωράρια, μέχρι το βράδυ. Είμαι πεπεισμένη ότι όλοι οι «τηλεργαζόμενοι» γονείς με παιδιά σε δύο βαθμίδες, λόγω περιορισμένων ηλεκτρονικών μέσων και επιβάρυνσης του διαδικτύου ζήσαμε μεγάλες στιγμές. Ακόμη περισσότερο, όσοι έχουμε παιδιά σε μικρές ηλικίες και κληθήκαμε να αναλάβουμε νέους ρόλους ώστε να επιλύουμε καθημερινά ζητήματα του τύπου: «με πετάει έξω» ή «δεν με ακούει ο δάσκαλος». Φυσικά, υπό τέτοιες συνθήκες η δυνατότητα τηλεργασίας μου περιορίστηκε χρονικά στις νυχτερινές ώρες και συχνά στις πρώτες πρωινές. Αυτό μου προκάλεσε μεγαλύτερη κούραση και μου στέρησε ώρες ύπνου, όμως δεν μείωσε την αποτελεσματικότητα της εργασίας μου από το σπίτι και κυρίως τη δυνατότητα να είμαι περισσότερες ώρες με τα παιδιά μου, έστω κι έτσι.
Θεωρώ πως η τηλεργασία, με τις κατάλληλες νομοθετικές ρυθμίσεις, μπορεί να προσφέρει πλεονεκτήματα και να αποτελέσει πολύ αποδοτική μορφή εργασίας. Αυτό όμως με την προϋπόθεση, πάντα, της ορθής εφαρμογής των νόμων και της ελαχιστοποίησης της δυνατότητας κατάχρησης άσκησης δικαιωμάτων είτε από την πλευρά του εργοδότη, είτε από αυτήν του εργαζόμενου.