Μαίρη Σέλλεϋ

Μαίρη Σέλλεϋ: Η γυναίκα που έγραψε «την πιο τρομακτική ιστορία του κόσμου», όταν την προκάλεσε ο Λόρδος Βύρων

Το όνομά της είναι συνυφασμένο με το πιο διάσημο τέρας που δημιουργήθηκε ποτέ από την πένα ενός συγγραφέα, τον Φρανκεστάιν. Όμως παρόλο που το δημιούργημά της είναι γνωστό σε όλο τον κόσμο, η πολυδιάστατη προσωπικότητα της ξεχωριστής Μαίρης Σέλλεϋ παραμένει ακόμα αινιγματική για τους περισσότερους.

Η Μαίρη δεν ήταν ένα κορίτσι όπως όλα τα υπόλοιπα της εποχής της. Είχε την τύχη να γεννηθεί από δυο λόγιους γονείς, τον φιλόσοφο Ουίλλιαμ Γκόντγουιν και τη συγγραφέα Μαίρη Γούλστονκραφτ, η οποία έγραψε ένα από τα πρώτα «εγχειρίδια του φεμινισμού», τη «Διεκδίκηση των Δικαιωμάτων της Γυναίκας». Το αντισυμβατικό αυτό το ζευγάρι που κόντρα στις συμβάσεις δεν παντρεύτηκε ποτέ, δεν ήθελε η κόρη τους να είναι απλώς σύζυγος και νοικοκυρά.

Δυστυχώς όμως η μητέρα της πέθανε νωρίς από αιμορραγία και την ανατροφή της ανέλαβε εξ ολοκλήρου ο Γκόντγουιν. Από μικρή, η Μαίρη ζούσε σε ένα περιβάλλον όπου λάμβαναν χώρα φιλοσοφικές συζητήσεις, μυήθηκε στις ριζοσπαστικές ιδέες, απέκτησε κριτικό πνεύμα -άλλωστε η επιθυμία του πατέρα της ήταν να την κάνει να σκέφτεται σαν τους φιλοσόφους- και ανατράφηκε με ελευθερίες που δεν είχαν οι υπόλοιπες γυναίκες. Απέκτησε λοιπόν την αυτοπεποίθηση και τη σιγουριά μιας αυτοκράτειρας. Το πρώτο ποίημά της το δημοσίευσε όταν ήταν ακόμα παιδί, το 1807, από την εκδοτική εταιρία με την οποία συνεργαζόταν ο πατέρας της.

Το 1801 όμως ο πατέρας της ξαναπαντρεύτηκε, αλλά οι σχέσεις της Μαίρης με τη μητριά της δεν ήταν καλές. Εξαιτίας της μάλιστα δεν έλαβε ποτέ μια «κανονική» εκπαίδευση. Έβρισκε όμως καταφύγιο στη βιβλιοθήκη και στις παρέες του πατέρα της. Εκεί συνάντησε τον νεαρό ποιητή Πέρσι Σέλλεϋ, ο οποίος θαύμαζε ιδιαίτερα τον Γκόντγουιν, τον οποίο και χρηματοδοτούσε.

Ο Σέλλεϋ αν και είχε αριστοκρατική καταγωγή, εναντιωνόταν στις επιθυμίες της οικογενείας του και μοίραζε μεγάλο μέρος της περιουσίας του στους φτωχούς. Οι γονείς του φυσικά δεν συμφωνούσαν με τις αποφάσεις του και σταμάτησαν να του δίνουν χρήματα, οπότε εκείνος αναγκαστικά έπαψε να χρηματοδοτεί τον Γκόντγουιν. Εν τω μεταξύ όμως ο νεαρός ποιητής είχε ήδη ερωτευτεί την δεκαεφτάχρονη Μαίρη, που ξεχώρισε στο σαλόνι του πατέρα της με το πνεύμα της. Οι δυο τους αποφάσισαν να φύγουν μαζί στην Ευρώπη, γεγονός που έκανε έξαλλο τον Γκόντγουιν. Ο λόγος ήταν πως ο ποιητής ήταν ήδη παντρεμένος μάλιστα η γυναίκα του τότε ήταν έγκυος.

Η Μαίρη όμως ακολουθώντας την παρόρμησή της φεύγει μαζί του και με την ξαδέρφη της για την Αγγλία, θεωρώντας αυτό το ταξίδι ως την «ενσάρκωση του ρομαντισμού». Η οικονομική ανέχεια όμως τους αναγκάζει να επιστρέψουν πίσω μετά από λίγους μήνες. Η Μαίρη είναι ήδη έγκυος, αλλά ο πατέρας της αρνείται να τους βοηθήσει. Εκείνη γεννάει πρόωρα και χάνει το παιδί της. Ο Σέλλεϋ εκείνη τη μοιραία νύχτα την έσωσε βάζοντάς την έγκαιρα στην μπανιέρα. Ο γιατρός είπε αργότερα ότι αν δεν είχε δράσει ακαριαία, θα είχε πεθάνει. Σε σύντομο χρονικό διάστημα όμως ξαναμένει έγκυος, ενώ ο Σέλλεϋ κληρονομεί τον παππού του και τα οικονομικά τους βελτιώνονται αισθητά. Λίγους μήνες αργότερα, έρχεται στον κόσμο ο γιος τους, Ουίλλιαμ.

Το καλοκαίρι του 1816 νοικιάζουν μια βίλα στην Ελβετία. Εκεί φιλοξενούν την ξαδέρφη της Μαίρη, που είναι ζευγάρι με τον ποιητή Λόρδο Βύρωνα. Οι τέσσερις τους μένουν κλεισμένοι μέρες μέσα λόγω των συχνών βροχοπτώσεων και περνούν την ώρα τους παίζοντας διάφορα παιχνίδια. Κάποιο βράδυ, ο Λόρδος Βύρων προτείνει να γράψει ο καθένας τους μια τρομακτική ιστορία. Η Μαίρη περνούσε τα βράδια άυπνη και σκεφτόταν τι θα μπορούσε να καταπλήξει την ομήγυρη. Ώσπου μία μέρα, άρχισαν να συζητούν για την πιθανότητα ο ηλεκτρισμός να επαναφέρει έναν άνθρωπο στη ζωή. Έτσι γεννήθηκε μέσα της ο «Σύγχρονος Προμηθέας», ο Φρανκενστάιν.

Η Μαίρη και ο Σέλλεϋ παντρεύονται τον Δεκέμβριο του 1816, μετά από δύο χρόνια εξωσυζυγικής σχέσης. Η σύζυγος του Σέλλεϋ είχε αυτοκτονήσει και εκείνος για να πάρει την κηδεμονία των παιδιών τους, έπρεπε να επιδείξει μια σωστή εικόνα και συμπεριφορά. Ο γάμος όμως δεν τον σώζει κι έτσι χάνει την κηδεμονία των παιδιών του, αλλά η Μαίρη έρχεται και πάλι κοντά με τον πατέρα της.

Το 1818 η κόρη τους πεθαίνει και ακολουθεί έναν χρόνο μετά και ο γιος τους, ενώ η Μαίρη αποβάλλει στην τρίτη της εγκυμοσύνη. Πλέον βυθίζεται σε κατάθλιψη. Ο έρωτας πια δεν είναι αρκετός για να γιατρέψει τις πληγές τους. Ο Σέλλεϋ αρχίζει να φλερτάρει με διάφορες γυναίκες και η Μαίρη στρέφεται στους φίλους της. Ένας από αυτούς είναι ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος. Γνωρίστηκαν στην Πίζα, και αφορμή για να έρθουν κοντά ήταν τα μαθήματα ελληνικών που ήθελε να κάνει εκείνη. Ο Σελλεϋ μάλιστα είχε την ιδέα να αναλάβει ο Μαυροκορδάτος την εκπαίδευση της γυναίκας του, γιατί τον είχε σε ιδιαίτερη εκτίμηση -σε εκείνον άλλωστε έχει αφιερώσει το ποίημά του, «Ελλάς». Αργότερα όμως αντιλαμβάνεται ότι οι σχέσεις του με την Μαίρη είναι κάτι παραπάνω από φιλικές, και εκφράζει τη δυσαρέσκειά του. Τελικά ο Μαυροκορδάτος αποχωρεί, και η Μαίρη για μια ακόμα φορά πέφτει σε θλίψη.

Το καλοκαίρι του 1822 την περιμένει μια ακόμα τραγωδία. Ο Σέλλεϋ πνίγεται στα ανοιχτά του Λιβόρνο, όπου είχε πάει για ιστιοπλοΐα με έναν φίλο του -στην τσέπη του είχε ένα βιβλίο με έργα του Σοφοκλή. Εκείνη συγκλονίζεται, οπότε πλέον αποφασίζει να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στον γιο τους, Πέρσι. Μαζί επιστρέφουν στο Λονδίνο, όπου συνεχίζει να εργάζεται ως συγγραφέας. Η επιτυχία της δεν αργεί, αν και κανένα της βιβλίο δεν μπόρεσε ποτέ να φτάσει τον «Φρανκεστάιν» ενώ προσπαθεί να προωθήσει και τη δουλειά του αδικοχαμένου συζύγου της. Αρνείται όλες τις προτάσεις γάμου που της κάνουν, ακόμα και από τον Αμερικάνο ηθοποιό Τζον Χάουαρντ Πέιν, λέγοντάς του ότι αφού είχε παντρευτεί ήδη μία ιδιοφυΐα, μπορούσε να ξαναπαντρευτεί μόνο μία άλλη ιδιοφυία.

Μετά από πολλές περιπέτειες με την υγεία της, έφυγε από τη ζωή την 1η Φεβρουαρίου του 1851, στα 53 της χρόνια. Ο γιατρός της είχε υποψίες πως έπασχε από όγκο στον εγκέφαλο. Ένα χρόνο μετά από τον θάνατό της, ο γιος της άνοιξε το κουτί που είχε πάντα στο γραφείο της. Μέσα βρήκε τούφες μαλλιών από τα νεκρά παιδιά της. Βρήκε επίσης, ένα σημειωματάριο που διατηρούσε με τον Σέλλεϋ, ένα αντίγραφο του ποιήματός του «Άδωνις» και ένα μεταξωτό μαντήλι, μέσα στο οποίο είχε λίγες απ’ τις στάχτες του άνδρα της.