Μάγια Λυμπεροπούλου: Μια μεγάλη κυρία του Θεάτρου δεν είναι πια εδώ
Η Μάγια Λυμπερόπουλου δεν ήταν απλώς ηθοποιός και σκηνοθέτις, ήταν το θέατρο.
Μια σπάνια υποκριτική δύναμη, με βαθιά σκέψη και γνώση της τέχνης της, έκανε το καθετί πάνω στη σκηνή με τρόπο μαγικό και ουσιαστικό.
Μαθήτρια του Κουν, έγινε από τους στυλοβάτες του Θεάτρου Τέχνης, στη συνέχεια έφυγε για το Παρίσι, και, επιστρέφοντας στην Ελλάδα, σε εποχές δύσκολες, εκείνη άρχισε να ασχολείται με τη σκηνοθεσία, επιβάλλοντας με την προσωπικότητα και το κύρος της τη γυναικεία δημιουργία.
Γεννήθηκε στα Πατήσια το 1940. Οι γονείς της που ασχολούνται με το εμπόριο σιτηρών δεν ήθελαν με τίποτα να ακούσουν πως η κόρη τους θα γινόταν ηθοποιός. Ως μαθήτρια στο Αμερικανό Κολέγιο Πιρς, ήρθε σε επαφή με τον μαγικό κόσμο του θεάτρου. Μάλιστα, όταν είδε τον Λόρενς Ολιβιέ να ερμηνεύει τον Ερρίκο τον Ε’ είχε πια πάρει την απόφασή της.
Βέβαια, υπακούοντας στις επιθυμίες των γονιών της, γράφτηκε στη Νομική, την οποία και τελείωσε, αλλά κρυφά παρακολουθούσε μαθήματα στη Δραματική σχολή του Θεάτρου Τέχνης. Η μητέρα της ποτέ δεν κατάλαβε την απόφασή της κι όταν αργότερα της έδιναν συγχαρητήρια για την κόρη της, εκείνη απλώς απαντούσε: «Εμείς δεν θέλαμε να βγει στο θέατρο, ο κύριος Κουν επέμενε».
Και πράγματι, ο Κουν ήταν ένα από τα μεγάλα κεφάλαια της ζωής της. Το 1958, κι ενώ ήταν ακόμα μαθήτρια στη Σχολή, της εμπιστεύτηκε τον ρόλο της Κάθριν στο «Ξαφνικά πέρυσι το καλοκαίρι». Το κοινό και οι κριτικοί την υποδέχτηκαν και την αποθέωσαν: «Η νέα πρωταγωνίστρια του Θεάτρου τέχνης είχε μόλις γεννηθεί». Η ίδια τότε ακόμα δεν μπορούσε να αντιληφθεί τι της συνέβαινε. «Μετά από πέντε χρόνια κατάλαβα γιατί ο Κουν στεκόταν στην κουίντα, είκοσι λεπτά μετά την έναρξη του έργου, και με κράταγε από τους ώμους» είχε πει σε συνέντευξή της.
Για δώδεκα χρόνια έμεινε στο πλευρό του, παίζοντας πάνω από 40 παραστάσεις. Κάποια στιγμή, όμως, το ανήσυχο πνεύμα της την έκανε να αναζητήσει κι άλλους δρόμους. Έτσι, έφυγε για τη Γαλλία όπου σπούδασε κινηματογράφο. «Όταν πήγα στη Γαλλία το 1971 πίστεψα ότι δεν θα ξανακάνω θέατρο. Έφυγα από τον Κουν τριάντα χρόνων, που είναι και η καλύτερη εποχή για μια γυναίκα ηθοποιό. Αισθάνθηκα ότι αναπαρήγαγα τη σκηνική εικόνα του εαυτού μου. Όσο και να αγαπούσα το θέατρο, δεν μου έλειψε καθόλου. Οφείλω πολλά στη Γαλλία, γιατί αυτή η εξαετία μετέτρεψε την εμπειρία του Θεάτρου Τέχνης από βιωματική σε συνείδηση».
Ανεξάρτητη και δυναμική, εκείνα τα χρόνια δούλευε στην Ολυμπιακή για να πραγματοποιήσει τα σχέδιά της κι έγινε, όπως είχε πει, «επαγγελματίας θεατής». Στη συνέχεια επέστρεψε στην Ελλάδα, φέρνοντας μαζί της τις νέες ιδέες και τάσεις που κυκλοφορούσαν στην Ευρώπη κι αφοσιώθηκε στο θέατρο.
Συνεργάστηκε με το Εθνικό, το Θέατρο Τέχνης, στο οποίο πάντοτε επέστρεφε, το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας, με πολλούς σκηνοθέτες, σε εξαιρετικά απαιτητικούς ρόλους, καταθέτοντας ερμηνείες που έχουν μείνει αξέχαστες στο κοινό.
Σημαντική περίοδος για την καριέρα της ήταν όταν ανέλαβε τη καλλιτεχνική διεύθυνση του ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας,το οποίο η ίδια με τον Βίκτωρα Αρδίττη δημιούργησαν. Η εναρκτήρια παράταση έγινε το 1988 με το έργο «Η Μαρκησία ντε Σαντ» του Μισίμα, σε δική της σκηνοθεσία. Στις 29 Ιουνίου του 1989 το θέατρο μετεξελίχθηκε σε ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Πάτρας, διατηρώντας αρχικά και τους δύο καλλιτεχνικούς διευθυντές του ως την αποχώρησή του Αρδίττη έναν χρόνο μετά, που άφησε τη Λυμπεροπούλου μόνη της στο τιμόνι του θεάτρου μέχρι το 1993.
Η εναρκτήρια παράσταση του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. «Γυάλινος Κόσμος» του Τενεσί Ουίλιαμς, από τη Μάγια Λυμπεροπούλου ξεχώρισε για την ποιότητά της, όπως και οι «Μικροαστοί» του Μαξίμ Γκόργκι και η «Τριλογία των παραθεριστών» του Κάρλο Γκολντόνι.
Ισχυρή προσωπικότητα και τελειομανής, ήξερε πως οι συνεργάτες της τη θεωρούσαν «απόλυτη». Η ίδια μάλιστα είχε σχολιάσει σε συνέντευξή της στα «Νέα»: «Ναι, συνεχίζω να είμαι απόλυτη. Διαφορετικά, δεν έχει νόημα αυτή η δουλειά. Δεν είμαι ποτέ απόλυτη στις κρίσεις μου για τους ανθρώπους, αλλά πάνω στη δουλειά, ως προς το ζητούμενο, είμαι».
Στην προσωπική της ζωή ήταν μια γυναίκα ανεξάρτητη και μαχητική, παντρεύτηκε με τον Γιώργο Λοζάνη επειδή δεν ήθελε να ακούει γκρίνιες από το περιβάλλον της, επειδή συζεί χωρίς να είναι παντρεμένη.
Αυστηρή, αλλά δίκαιη και γενναιόδωρη απέναντι στο ταλέντο, ασχολούνταν με την ουσία της τέχνης της, δεν την ενδιέφεραν τα βραβεία και η δόξα. Το δικό της Όσκαρ, όπως έλεγε, ήταν μείνει στη μνήμη έστω κι ενός θεατή. Κατάφερε πολύ περισσότερα, αφού όποιος την έχει δει στη σκηνή, μπορεί να ανακαλέσει ακόμα και ατάκες της, ακόμα και τις πιο μικρές κινήσεις των δαχτύλων της...
Τελευταία της παράσταση ήταν «Η Τριλογία του παραθερισμού» του Κάρλο Γκολντόνι, σε σκηνοθεσία του Νίκου Μαστοράκη, που παρουσιάστηκε το 2011 στην κεντρική σκηνή του Εθνικού Θεάτρου.
Έκτοτε, αποφάσισε να αποσυρθεί από το θέατρο και την κοινωνική ζωή. Είχε επιλέξει τη μοναξιά της. Όπως η ίδια είχε εξομολογηθεί, είχε κουραστεί να παίζει, ενώ την πλήγωνε «η απόπειρα μετάλλαξης του θεάτρου του σε μίντια. Και το απεμπλουτισμένο κοινό». Φοβόταν την αρρώστια και πικραινόταν βαθιά για τη φτήνια και την ευτέλεια. Τα πρότυπά της ήταν πάντα ο Κουν, ο Γκάτσος, ο Ελύτης, ο Χατζιδάκις, ο Χρήστου, «οι έξι ορφάνιες», όπως τους έλεγε.
Στο θρυλικό διαμέρισμά της στην Ερεσσού στα Εξάρχεια, όπου έμενε χρόνια, συνεργάτες φίλοι και μαθητές της συχνά την επισκέπτονταν για να ακούσουν τις συμβουλές της, γιατί η Λυμπερόπουλου μπορεί να άφησε τη σκηνή για κάποια χρόνια, όμως μέχρι τέλους δεν μπορούσε να μείνει μακριά από το θέατρο.
Πέθανε από έμφραγμα το μεσημέρι της Πέμπτης 22/7 σε ηλικία 81 ετών, αφήνοντας ένα τεράστιο κενό στο ελληνικό θέατρο. Ο Τσαρούχης στην κηδεία του Κουν τής είχε πει: «Μάγια, μη λυπάσαι, να θυμάσαι». Ίσως το ίδιο να έλεγε κι εκείνη σήμερα...