Λίνα Βερτμίλερ

Λίνα Βερτμίλερ: Μια σπουδαία κυρία της μεγάλης οθόνης

Την τελευταία της πνοή σε ηλικία 93 ετών άφησε η σπουδαία Ιταλίδα σκηνοθέτης και σεναριογράφος Λίνα Βερτμίλερ.

Σε εποχές δύσκολες για τις γυναίκες δημιουργούς, όταν το να τολμήσει απλώς μια νεαρή κοπέλα να ξεστομίσει ότι θέλει να σκηνοθετεί και να ηγείται ενός ανδροκρατούμενου συνεργείου, εκείνη κατάφερε να υπερασπιστεί το καλλιτεχνικό της όραμα. Έτσι έγινε το 1977 η πρώτη, που ήταν υποψήφια για Όσκαρ σκηνοθεσίας, αν και Ιταλίδα, και παρόλο που τότε έχασε, συνέχισε ακάθεκτη την πορεία της, αφήνοντας το δικό της στίγμα στη μεγάλη οθόνη.

Η Λίνα Βερτμίλερ δεν ήταν ένα συνηθισμένο κορίτσι. Γεννήθηκε το 1928 στη Ρώμη και το πλήρες όνομά της ήταν Αρκάντζελα Φελίτσε Ασούντα Βερτμίλερ φον Ελγκ Εσπανιόλ φον  Μπραουάιχ. Ο πατέρας της, δικηγόρος στο επάγγελμα, και η Ελβετή μητέρα της, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, έκρυβαν παρτιζάνους στο σπίτι τους, αντιστεκόμενοι στον φασισμό. Έτσι, μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον δημοκρατικό και φιλελεύθερο, μαθαίνοντας από μικρή να εκφράζει τις απόψεις της με κάθε τίμημα. Στην εφηβεία της ανέπτυξε μια αγάπη για τα κόμικς, και κυρίως το «Flash Gordon», αλλά και για το ρωσικό θέατρο.

Ατίθαση και απείθαρχη, αντιτάχτηκε σε όλη της τη ζωή στην πατριαρχία, αμφισβήτησε τους θεσμούς και πήγε κόντρα στο κατεστημένο, διατηρώντας πάντα το υπέροχο χαμόγελό της. «Πολύ γρήγορα στη ζωή μου κατάλαβα ότι ζούμε σε μια πατριαρχική κοινωνία και επομένως για να καταφέρω κάτι, έπρεπε να γκρεμίσω τους κανόνες του πατέρα μου και να δημιουργήσω τους δικούς μου. Μόνο έτσι μπορούσα να αφήσω το δικό μου ίχνος», έχει δηλώσει η ίδια σε παλαιότερη συνέντευξή της.

Στα μέσα της δεκαετίας του ’40, και αφού είχε ήδη αποβληθεί από δεκατέσσερα  σχολεία λόγω «ανάρμοστης συμπεριφοράς» βρίσκεται να φοιτά σε ένα καθολικό γυμνάσιο. Οι καλόγριες την παραμονή των Χριστουγέννων ζήτησαν από τις άτακτες μαθήτριες να μην καπνίσουν για δύο εικοσιτετράωρα, κάνοντας έτσι μια καλή πράξη. Εκείνη, αν και δεν ήταν καπνίστρια, αποφάσισε να μην υπακούσει σε αυτόν τον παραλογισμό. Έτσι άναψε το πρώτο της τσιγάρο.

Μια από τις συμμαθήτριές της ήταν η Φλόρα Καραμπέλα, που αργότερα παντρεύτηκε τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, με την οποία έγιναν καλές φίλες. Πρώτη εκείνη γράφτηκε στην Ακαδημία Δραματικής Τέχνης κι έπεισε και τη Λίνα να την ακολουθήσει. Η υποκριτική όμως  εν την πολυενδιαφέρει, αντίθετα από την αρχή τη γοητεύει η σκηνοθεσία. Αυτό είναι ανεπίτρεπτο για ένα κορίτσι εκείνη την εποχή. Η Βερτμίλερ  όμως δεν αντέχει τους κανόνες. Δουλεύει μεν για ένα διάστημα ως ηθοποιός, αλλά παράλληλα γράφει και σκηνοθετεί κουκλοθέατρο, διασκευάζοντας έργα του Κάφκα και άλλων σημαντικών συγγραφέων. Την ίδια περίοδο γνωρίζει και τον Τζιανκάρλο Τζιανίνι, ο οποίος θα πρωταγωνιστούσε αργότερα σε πολλές από τις ταινίες της.

Λίνα Βερτμίλερ, 1978

Το 1963 μέσω κοινών  φίλων έρχεται επαφή με τον Φεντερίκο Φελίνι και γίνεται βοηθός του στην ταινία « 8½». «Όταν γνώρισα τον Φελίνι άλλαξαν όλα. Είδα έναν τρόπο να κάνεις ταινίες που έμεινε μέσα μου για πάντα», θα εξομολογηθεί η ίδια χρόνια αργότερα για τον σκηνοθέτη που αποκαλούσε με νόημα «μάγο των εικόνων» και μέντορά της.

Την ίδια χρονιά κάνει το σκηνοθετικό της ντεμπούτο με το φιλμ «I basilischi», καταγράφοντας τη βαρετή ζωή της νεολαίας σε μια επαρχιακή ιταλική πόλη. Οι κριτικές που αποσπά είναι εξαιρετικές, όλοι μιλούν για ένα μεγάλο ταλέντο και κερδίζει το Βραβείο Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο.

Παράλληλα δουλεύει στο θέατρο, ενώ συναντιέται συχνά και με τον Φράνκο Τζεφιρέλι.  Ακολουθεί η πρώτη της δουλειά στην τηλεόραση, με την κωμική σειρά  «Il giornalino di Gian Burrasca».

Τα επόμενα χρόνια, η Βερτμίλερ σκηνοθέτησε και έγραψε τρεις ταινίες, ενώ συνέχισε να δημιουργεί για το θέατρο, συχνά σε συνεργασία με τον Τζεφιρέλι, ενώ παράλληλα  ασχολούταν και με το ραδιόφωνο.

Την δεκαετία του '70 θα αφοσιωθεί στον κινηματογράφο και θα διαπρέψει υπογράφοντας εξαιρετικές ταινίες, όπως ο «Μίμης ο σιδεράς» (1972), που σατιρίζει την τοξική αρρενωπότητα-ίσως πριν ακόμα εφευρεθεί ο όρος- η «Ιστορία έρωτα και αναρχίας», μια αντιφασιστική ιλαροτραγωδία, που προτάθηκε για Χρυσό Φοίνικα (1973), «Η κυρία και ο ναύτης »(1974), «Ο Πασκουαλίνο και οι 7 καλλονές»(1975) που σημείωσε τεράστια εμπορική επιτυχία και το «Μια νύχτα γεμάτη βροχή» (1978) που τής χάρισε την υποψηφιότητα για το Όσκαρ Σκηνοθεσίας. Βέβαια πολλοί τότε την κατηγόρησαν ότι απεικόνιση των στρατοπέδων συγκέντρωση δεν ήταν ακριβής κι έτσι έχασε το Χρυσό Αγαλματάκι από τον Τζον Αβιλντσεν για να τιμηθεί τελικά πολλά χρόνια αργότερα, συγκεκριμένα το 2019, για το σύνολο της προσφοράς της από την Ακαδημία.

Το βραβείο αυτό το αφιέρωσε στον σύντροφο της ζωής και σταθερό συνεργάτη και στην κόρη της Μαρία. Παραλαμβάνοντας το Όσκαρ της, εκφώνησε τον λόγο της στα ιταλικά με «μεταφράστρια» την Ιζαμπέλα Ροσελίνι, στέλνοντας με χιούμορ το δικό της φεμινιστικό μήνυμα. «Θα ήθελα (το βραβείο) να πάρει το όνομα 'Άννα. Γυναίκες στην αίθουσα, φωνάξτε παρακαλώ όλες μαζί: "Θέλουμε την Άννα, τον θηλυκό Όσκαρ!"», είπε, προκαλώντας ενθουσιασμό στην αίθουσα.

Λίνα Βερτμίλερ Βραβείο όσκαρ

Μαζί πήρε και το δικό της αστέρι στη Λεωφόρο της Δόξας του Χόλυγουντ. Όμως εκείνη η υποψηφιότητα το ’77  θεωρείται ορόσημο, αφού άνοιξε τον δρόμο για πολλές μετέπειτα δημιουργούς και κυρίως κατέστησε σαφές στην κοινή γνώμη ότι και οι γυναίκες μπορούν να βρίσκονται πίσω από την κάμερα.

Οι επόμενες ταινίες της δεν γνώρισαν την ίδια επιτυχία, με εξαίρεση την «Καμόρα»  (1986), που προτάθηκε για τη Χρυσή Άρκτο και απέσπασε τρία Βραβεία Νταβίντ ντι Ντονατέλο και τέσσερα Βραβεία Νάστρο ντ' Αρτζέντο.

Τις δεκαετίες του 1990 και 2000, σκηνοθέτησε και έγραψε αρκετές κινηματογραφικές ταινίες, όπως το «Sabato, domenica e lunedì» (1990), με πρωταγωνίστρια τη Σοφία Λόρεν,που προτάθηκε για Χρυσό Χιούγκο στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σικάγο, ενώ τα τελευταία χρόνια είχε αφιερωθεί κυρίως στο θέατρο και στην τηλεόραση.  Η τελευταία της μεγάλου μήκους ταινία ήταν το «Too Much Romance… It's Time for Stuffed Peppers», το 2004, ενώ το 2014 γύρισε ένα τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ μικρού μήκους με τίτλο «Roma, Napoli, Venezia... in un crescendo rossiniano», που αφορούσε στον Τζοακίνο Ροσίνι.

Λίνα Βερτμίλερ Ρώμη

Η ίδια δήλωνε ότι δεν γνώριζε ποια ήταν η αγαπημένη ταινία της για την ίδια και όπως τόνιζε και η κόρη της «η μητέρα μου το έχει δηλώσει πως όλες της είναι παιδιά της».

Ασυμβίβαστη καλλιτεχνικά και πάντα ρηξικέλευθη, στην προσωπική της ζωή κρατούσε  χαμηλούς τόνους. Ήταν παντρεμένη επί σαράντα χρόνια με τον ζωγράφο Ενρίκο Τζομπ, ο οποίος ήταν, όπως η ίδια είχε αποκαλύψει, ο πρώτος που διάβαζε τα σενάρια της και ο πρώτος που της ασκούσε κριτική.

Ο θάνατος την τρόμαζε, όμως είχε φτιάξει γι' αυτόν τη δική της εκδοχή, όπως έκανε για τα πάντα. «Θα ήμουν πραγματικά ευτυχής αν μετά από τον θάνατο, πάνω σε απαλά συννεφάκια μπορούσα να ξανασυναντήσω όλα τα άτομα, που αγάπησα και πλέον έχουν φύγει. Τα αγαπημένα μου και τα οικεία πρόσωπα, τους φίλους μου και βέβαια θα ήμουν ευτυχέστατη να συναντήσω και άλλα άτομα, όπως τον Δάντη, ή τον Ντοστογέφσκι, ή τον Χίτσκοκ, ή τον Σωκράτη...», είχε πει χαρακτηριστικά.