Ένα αντίο στον Κώστα Καζάκο
Με ένα τσιγάρο και ένα χαμόγελο πάντα στα χείλη, ο Κώστας Καζάκος, ακάματος εργάτης, όπως ήθελε να αποκαλεί τον εαυτό του, του θεάτρου, ήταν και ένας από τους «μεγάλους» μιας γενιάς, που αγάπησε με ιερότητα την τέχνη του και δόθηκε ολόψυχα σε ό,τι κι αν έκανε.
Δεν μιλούσε για τις επιτυχίες του, είχε όμως πάντα μια ωραία ιστορία να πει, μια ιστορία που χωρίς να διδάσκει, έλεγε και σήμαινε πολλά: ειπωμένη πάντα τη σωστή στιγμή και στον σωστό χρόνο. Με βλέμμα ανήσυχο και στραμμένο προς το μέλλον, αγαπούσε με πάθος τη νέα γενιά, απλόχερα τους μοίραζε τα «μυστικά» του και έστεκε στο πλευρό τους με μια φροντίδα βαθιά συγκινητική.
Στη σκηνή έλαμπε, ένα ιερό τέρας, αν και εκείνος πάντα είχε μια αγωνία να τον τρέφει. «Θα τα καταφέρουμε άραγε με αυτό το θηρίο;», τον θυμάμαι να λέει, όταν έκανε πρόβες για τον «Οιδίποδα επί Κολωνώ». Ποτέ δεν αρκούταν σε βεβαιότητες, πάντα έψαχνε με περιέργεια παιδιού, που εξερευνά σαν πρώτη φορά, αυτό που γνώριζε με κάθε του κύτταρο.
Αυτός ήταν ο Κώστας Καζάκος, ένας μεγάλος καλλιτέχνης, που προτιμούσε να θυμάται τους «δασκάλους» του, παρά να επαίρεται για τον εαυτό του, που αποκάλυπτε με θάρρος τα δικά του «λάθη» για να μιλήσει για το «άπιαστο» της τέχνης, που έδωσε αγώνες για την ελευθερία, αλλά ποτέ δεν θεώρησε ότι έκανε κάτι παραπάνω από αυτό που απαιτούσε η στιγμή, ένας άνθρωπος θαρραλέος, με ευαισθησίες, που ποτέ δεν παραπονέθηκε ότι «κουράστηκε» και τιμούσε το δώρο της ζωής με όλο του το είναι.
Ηθοποιός, δάσκαλος, σκηνοθέτης, αγωνιστής με πολιτική συνείδηση, πατέρας, σύζυγος και αξιαγάπητος παππούς, είναι από αυτούς που δεν εγκατέλειψαν, έμειναν ως το τέλος στις επάλξεις κι έγιναν με την ίδια τους την ύπαρξη ένα μάθημα για τις γενιές που θα έρθουν. Θα τον θυμάμαι πάντα να πηγαίνει στην Πράξη Επτά, τη δραματική σχολή που ήταν καλλιτεχνικός διευθυντής, πριν από τα παιδιά και να τα περιμένει με έναν καφέ και μια ζεστή αγκαλιά. Κι αν αργούσαν, ήταν πρόθυμος να τα καταλάβει, χωρίς ποτέ να τα μαλώνει γιατί εκείνος, αν και μεγαλύτερος, είχε ξυπνήσει πρώτος. Ή στις παραστάσεις του να καταθέτει όλη του την ψυχή, χωρίς να επαναπαύεται στην άριστη τεχνική που είχε κατακτήσει. Ένας σκηνικός σίφουνας, συνδεόταν με τον λόγο και το πνεύμα του κάθε συγγραφέα, προσθέτοντας μαζί τη δική του οπτική, χωρίς έπαρση, αλλά με εκείνη τη σοφία, την κατακτημένη μετά από ατελείωτες ώρες μελέτης και σκληρής δουλειάς.
Ο Καζάκος έκανε πράξη όλα όσα τον δίδαξαν τα μεγάλα κείμενα που ερμήνευσε και επέβαλλε με τη στάση του και την καλοσύνη του όλα όσα σήμερα διεκδικεί η πολιτική ορθότητα με αφοπλιστική απλότητα. Γιατί για εκείνον όλοι οι άνθρωποι ήταν ίσοι, με ίσα δικαιώματα, κάθε άποψη είχε αξία, κάθε ψυχή είχε έρθει σε αυτόν τον κόσμο για έναν σκοπό, που εκείνος σεβόταν χωρίς να το διατυμπανίζει.
Ήξερε να μιλάει και να μαγεύει, αλλά ήξερε -και κυρίως ήθελε- να ακούει, με βλέμμα καθαρό και καρδιά ανοιχτή. Συνηθίζεται να λέμε πολλά για όσους φεύγουν, μα για τον Κώστα Καζάκο, όσα και να πεις ποτέ δεν φτάνουν. Κι αν όντως οι λέξεις σχηματίζουν πραγματικότητες, όπως έλεγε ο Φουκώ, τότε η λέξη «σπάνιος» είναι η μόνη πραγματικότητα για εκείνον.
Γεννημένος στον Πύργο Ηλείας, πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια. Ο πατέρας του, στατιστικός υπάλληλος της Νομαρχίας, εξορίστηκε λόγω των αριστερών του φρονημάτων κι έτσι η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα. Εκείνος σε ηλικία δεκατριών χρόνων δούλευε για να συντηρήσει τους δικούς του, ενώ παράλληλα φοιτούσε στο Νυχτερινό Γυμνάσιο Παγκρατίου. Τελείωσε το σχολείο το 1952 «από μανία», όπως έλεγε, πέφτοντας με πάθος σε ό,τι καταπιανόταν, ένα πάθος που δεν τον εγκατέλειψε ποτέ. Η μητέρα του ήθελε να γίνει φιλόλογος, όμως δεν μπορούσε να γραφτεί στο πανεπιστήμιο εξαιτίας των πολιτικών πεποιθήσεων του πατέρα του. Ο νεαρός Κώστας όμως δεν το έβαζε εύκολα κάτω. Γράφτηκε στη σχολή του Λυκούργου Σταυράκου και γνώρισε σημαντικές προσωπικότητες της εποχής: τον Καμπανέλλη, τον Βολανάκη, τον Θεοδωράκη, τον Τσαρούχη...
Το 1956 έπαιξε για πρώτη φορά στον κινηματογράφο στη σατιρική ταινία του Γρηγόρη Γρηγορίου με τίτλο η «Αρπαγή της Περσεφόνης», σε σενάριο Καμπανέλλη. Έτσι, γνώρισε τον Κάρολο Κουν και βρέθηκε στο μαγικό Υπόγειο. Ο δάσκαλός του διέκρινε το ταλέντο του, εκτίμησε την εργατικότητά του και την αφοσίωσή του στο θέατρο και του έδωσε τον πρώτο του μεγάλο ρόλο στον «Κύκλο με την κιμωλία» του Μπέρτολντ Μπρεχτ σε το 1957. Ακολούθησαν πολλά μερόνυχτα στο θέατρο Τέχνης, πολλές σημαντικές στιγμές μέχρι που έφτιαξε μαζί με τον Λεωνίδα Τριβιζά το «Ελεύθερο Θέατρο».
Στη συνέχεια μπήκε δυναμικά στον χώρο του σινεμά, πρωταγωνιστώντας σε πληθώρα ταινιών ανάμεσα στις οποίες το «Μπλόκο» του Άδωνι Κύρου (1965), το «Παρελθόν μιας γυναίκας» (1968) του Γιάννη Δαλιανίδη, το «Μια γυναίκα στην Αντίσταση» (1970) του Ντίνου Δημόπουλου, τη «Λυσιστράτη» (1972) του Γιώργου Ζερβουλάκου, ή η την «Ιφιγένεια» (1977) του Μιχάλη Κακογιάννη.
Στα γυρίσματα του πολεμικού δράματος του Ντίνου Δημόπουλου «Κοντσέρτο για πολυβόλα» ερωτεύτηκε την Τζένη Καρέζη. Παντρεύτηκαν το 1968, απέκτησαν αμέσως την επόμενη χρονιά τους γιο τους Κωνσταντίνο, έκαναν το δικό τους θέατρο, έδωσαν αγώνα ενάντια στη δικτατορία, χωρίς να υπολογίζουν το κόστος και την καριέρα τους, ανεβάζοντας μάλιστα τη θρυλική παράσταση το «Μεγάλο μας Τσίρκο» και έμειναν μαζί ως το τέλος της Καρέζη το 1992.
Στην τηλεόραση, πρωτοεμαφανίστηκε μαζί της το 1973 στη σειρά «Μαρίνα Αυγέρη», σε σενάριο της ίδιας, το οποίο υπέγραψε με το ψευδώνυμο Παυλίνα Μπόταση. Συνέχισε με τις σειρές «Η μεγάλη περιπέτεια» (1976) και «Μαύρη χρυσαλλίδα» (1990) –και οι δύο με την Τζένη Καρέζη–, και με τον «Μεγάλο Ξεσηκωμό (1977). Η τελευταία του εμφάνιση ήταν στην καθημερινή σειρά «Βέρα στο δεξί».
Μετά από τον θάνατο της Καρέζη, συνέχιζε την πορεία του σφραγίζοντας με τις θηριώδεις ερμηνείες του μεγάλα έργα, όπως τον «Θάνατο του εμποράκου» (1993) του Άρθουρ Μίλερ, την «Όπερα της πεντάρας» (1993) του Μπέρτολτ Μπρεχτ σε σκηνοθεσία Ζιλ Ντασέν, την «Αντιγόνη» (1995) του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Μίνωα Βολανάκη, τον «Βασιλιά Λιρ» (1996) του Σαίξπηρ, το «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Σάμιουελ Μπέκετ (1997) και όσα άλλα, αποδεικνύοντας κάθε φόρα το υποκριτικό του μέγεθος.
Πολιτικά ενταγμένος στο ΚΚΕ, διετέλεσε πρόεδρος της Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης (ΠΑΠΟΚ), ενός καλλιτεχνικού οργανισμού που προσέφερε αξιόλογο πολιτιστικό έργο από τα μέσα της δεκαετίας του '70 έως και τις αρχές της δεκαετίας του ’90, ενώ από το 2007 έως το 2012 υπήρξε βουλευτής Επικρατείας του ΚΚΕ.
Ήταν επίσης αντιπρόεδρος του Ελληνικού Κέντρου του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου, ιδρυτικό μέλος του Ελληνοαραβικού Συνδέσμου και θεμελιωτής του ιδρύματος «Τζένη Καρέζη», ενώ έχει τιμηθεί με το Βραβείο της Ένωσης Θεατρικών Συγγραφέων και Κριτικών για το σύνολο της προσφοράς του. Από το 1997, ήταν παντρεμένος με την ηθοποιό Τζένη Κόλλια, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά.