Κολέτ: Η λιμπερτίνα που έγινε σύμβολο της γυναικείας χειραφέτησης
Για τη φιλόσοφο Σιμόν ντε Μποβουάρ, η Κολέτ ήταν «η μοναδική σπουδαία συγγραφέας της Γαλλίας».
Πολυγραφότατη, με περίπου ογδόντα έργα στο ενεργητικό της, αγωνίστρια, μια λιμπερτίνα της εποχής της, υπήρξε σύμβολο του φεμινιστικού κινήματος, αλλά και μια γυναίκα που έζησε τη ζωή της με πάθος.
Η Συντονί Γκάμπριελ Κολέτ, όπως ήταν το πλήρες όνομά της, γεννήθηκε το 1873 σε ένα χωριουδάκι της Βουργουνδίας, που έχει εμπνεύσει και πολλά από τα βιβλία της. Η μητέρα της, μια δυναμική γυναίκα, τη μεγάλωσε με ελευθερία, διαμορφώνοντας τον ανεξάρτητο χαρακτήρα της.
Στα δεκαέξι της θα γνωρίσει τον Ανρί Γκαουγιέρ Βίλαρς, γνωστό με το ψευδώνυμο Γουίλι, μεγαλοεκδότη, συγγραφέα και μουσικοκριτικό, που την εισήγαγε στα παριζιάνικα σαλόνια και τη μύησε στο γράψιμο, αλλά και στην ηδονή. Οι απόψεις διίστανται για το αν ο Γουίλι, ο οποίος είχε την ίδια ηλικία με τον πατέρα της, αποσκοπούσε στο συγγραφικό της ταλέντοντο, μιας και είχε αρκετούς συγγραφείς στον κύκλο του των οποίων στην ουσία έκλεβε τα βιβλία υπογράφοντάς τα ο ίδιος, ή αν την αγαπούσε τόσο βαθιά που της επέτρεπε να κάνει αυτό που λαχταρούσε η ψυχή της, σε μια εποχή που το να είναι μια γυναίκα συγγραφέας θεωρούταν έως και απαράδεκτο.
Οι δυο τους παντρεύτηκαν, όταν εκείνη ήταν είκοσι χρόνων. Με τα πρώτα τέσσερα βιβλία της, που είχαν την υπογραφή του Γούλι, η Κολέτ σύστησε τον χαρακτήρα της ατίθασης Κλοντίν, κάνοντας μεγάλη επιτυχία. Όμως μονό μετά από το διαζύγιό τους κατάφερε να τον κάνει να παραδεχτεί πως εκείνη ήταν η πραγματική συγγραφέας των βιβλίων της, αν και ο Γουίλι διατήρησε τα πνευματικά δικαιώματα.
Ελεύθερο πνεύμα και ανατρεπτική, η Κολέτ δεν άντεχε τα δεσμά του γάμου, και σύντομα παράλληλα με τις περιπέτειες του συζύγου της, άρχισε κι εκείνη να έχει εραστές και ερωμένες. Είναι γνωστό πως το εκκεντρικό ζευγάρι μοιραζόταν εναλλάξ μία εξ αυτών, τη Ζορζ Ραούλ –Ντουβάλ, μια κληρονόμο από την Λουιζιάνα, και μάλιστα με συμφωνία: ένα βράδυ κοιμόταν ο Γουίλι μαζί της και ένα η Κολετ.
Την ίδια περίοδο, μέσω του συζύγου της, γνώρισε την Μαρκησία ντε Μπαλμπέφ, την περιβόητη Μίσσι, μια ζάμπλουτη γαλαζοαίματη, ανιψιά του Ναπολέοντα Βοναπάρτη και υποτιθέμενα παράνομο παιδί του Τσάρου Νικολάου της Ρωσίας, η οποία ντυνόταν με ανδρικά ρούχα και σόκαρε με τη συμπεριφορά της την κοινωνία της εποχής. Οι δυο γυναίκες μετά από το διαζύγιό της Κολέτ δούλευαν για τα προς το ζην στο Μουλέν Ρουζ. Σε μια από τις εμφανίσεις τους, τόλμησαν να φιληθούν παθιασμένα μπροστά στους θεατές, που σκανδαλισμένοι από το θέαμα άρχισαν να τις γιουχάρουν και να τους πετούν νομίσματα και σκόρδα. Για πολλούς άλλωστε η ασυμβίβαστη Κολέτ ήταν απλώς το «νυμφίδιο της μπουρζουαζίας», όπως την αποκαλούσαν, ενώ για άλλους εκπροσωπούσε το πρότυπο της νέας γυναίκας, που διεκδικεί το δικαίωμά της στην επιθυμία και στον έρωτα.
Εκείνη, αδιαφορώντας για τα κουτσομπολιά, άρχισε να φοράει ένα ασημένιο βραχιόλι που είχε χαραγμένη τη φράση: «Ανήκω στην Μίσσι», ενώ εμφανιζόταν στη σκηνή ημίγυμνη, καλύπτοντας το σώμα της με ένα διάφανο πέπλο, προκαλώντας ακόμα και την αντίδραση της προοδευτικής μητέρας της. Η ίδια για την απόφαση της έγραψε σε ένα μυθιστόρημά της: «Τι άλλο θα μπορούσα να κάνω; Να κεντάω, να δακτυλογραφώ, να κάνω βόλτες; Ο χορός στις αίθουσες χορού είναι ένα επάγγελμα για όσους δεν έχουν μάθει να κάνουν καμία δουλειά».
Ο δεσμός της με τη μαρκησία έληξε, όταν η Κολέτ αποφάσισε να ξαναπαντρευτεί τον Ανρί ντε Ζουβενάλ, διευθυντή του «Le Matin», μιας ηγετικής πρωινής εφημερίδας του Παρισιού. Η Καθολική εκκλησία βέβαια δεν αποδέχτηκε τον δεύτερο γάμο, όμως εκείνη μαζί του απέκτησε μια κόρη σε ηλικία σαράντα ετών, την οποία έστειλε να ζήσει με μια Αγγλίδα νταντά. Τελικά ο γάμος της κράτησε μόνο τέσσερα χρόνια, καθώς η Κολέτ αποπλάνησε τον δεκαεξάχρονο γιο του συζύγου της, μια εμπειρία που έχει αποτυπώσει στο βιβλίο της Cheri».
Άλλωστε, οι ερωτικές της περιπέτειες ήταν σταθερή πηγή έμπνευσής, όπως και οι εμπειρίες της από τα παρασκήνια των βαριετέ και της υψηλής κοινωνίας, που εκείνη απέδιδε λεπτομερώς, με αισθησιακό τρόπο, σκανδαλίζοντας το συντηρητικό κοινό. Χαρακτηριστικό της γραφής της ήτανε ότι μιλούσε ανοιχτά για το σεξ, περιγράφοντας απενοχοποιημένα, ενίοτε και πορνογραφικά, σκηνές που άλλοι ντρέπονταν ακόμα και να σκεφτούν.
Το 1924 γνώρισε τον τρίτο σύζυγό της, τον Μορίς Γούδεγκετ, έναν έμπορο μαργαριταριών, που ήταν δεκαέξι χρόνια μικρότερός της. Καθώς ήταν Εβραίος, την περίοδο της Γερμανικής Κατοχής του Παρισιού, τον έκρυβε σε μια σοφίτα για να γλιτώσει τη σύλληψη από τη Γκεστάπο. Τελικά όμως, οι Ναζί τον ανακάλυψαν και τότε εκείνη έδωσε πραγματικά μάχη για να τον απελευθερώσει.
Η Κολέτ έζησε και τους δύο παγκόσμιους πολέμους, έχοντας ως διέξοδο το γράψιμο (εν μέσω πολέμου έγραψε και την περίφημη «Ζιζί», διαλέγοντας μάλιστα την άγνωστη τότε Όντρεϊ Χέπμπορν ως πρωταγωνίστρια για τη θεατρική παράσταση του 1951) και παρά τα σκάνδαλα που προκαλούσε, έλαβε αναγνώριση και τίτλους ασυνήθιστους για γυναίκα: έγινε μέλος τόσο της βελγικής Βασιλικής Ακαδημίας, όσο και της γαλλικής Ακαδημίας, αλλά και Αξιωματικός της Λεγεώνας της Τιμής, διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στο κίνημα της γυναικείας χειραφέτησης και αναγνωρίστηκε από τους σύγχρονούς της ως μια από τις πιο δυναμικές φωνές της λεγόμενης γυναικείας λογοτεχνίας.
Ήταν επίσης η πρώτη γυναίκα που πέταξε με αερόπτερο και από τις πρώτες που υποβλήθηκαν σε facelift. Διάσημη για την εξωτερική εμφάνιση και τη γοητεία της, είχε πάντα κυματιστά χτενισμένα τα μαλλιά της, ενώ διατηρούσε ένα σαλόνι ομορφιάς και γυμναστήριο μέσα στο σπίτι της.
Πέθανε το 1954 εξαιτίας της αρθρίτιδας, που τη βασάνιζε κα τη κρατούσε για χρόνια καθηλωμένη σε αναπηρικό αμαξίδιο, στο διαμέρισμά της στην Παλαί Ρουαγιάλ. Κοντά της ήταν ο Μορίς και οι γάτες της. Η Εκκλησία λόγω των γάμων της δεν επέτρεψε να γίνει επικήδεια ακολουθία, αλλά ήταν η πρώτη γυναίκα των γραμμάτων που κηδεύτηκε με τιμές αρχηγού κράτους επί προεδρίας Κοτί. Η ίδια προς το τέλος είχε δηλώσει: «Τι υπέροχη ζωή που έζησα. Μακάρι να το είχα αντιληφθεί νωρίτερα».
Πολλά από τα έργα της έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο και στο θέατρο, ενώ η βιογραφία της έγινε ταινία με τον τίτλο «Collette» και την Κίρα Νάιτλι στον ομώνυμο ρόλο.