Kλαρκ Όλοφσον: Ο εγκληματίας που ενέπνευσε το «Σύνδρομο της Στοκχόλμης»
Ο Κλαρκ Όλoφσον είναι αδιαμφισβήτητα μια από τις πλέον αμφιλεγόμενες περιπτώσεις στην Ιστορία του εγκλήματος: όμορφος και γοητευτικός, πνεύμα ανεξάρτητο και ελεύθερο που δεν ανεχόταν τις κοινωνικές νόρμες, ο Σουηδός μικροαπατεώνας, που εξελίχθηκε σε έναν από τους μεγαλύτερους κακοποιούς κι έγινε έως και ποπ ίνδαλμα, αποτέλεσε αντικείμενο μελέτης ψυχολόγων κι ερευνητών. Ο λόγος είναι ότι ένα από τα πιο διάσημα σύνδρομα, το «σύνδρομο της Στοκχόλμης», οφείλει την ύπαρξή του στη δική του προσωπικότητα.
Χαρακτηριστικό του εν λόγω συνδρόμου είναι ότι το θύμα αισθάνεται για τον κακοποιητή του βαθιά έλξη, έρωτα, ακόμα και αγάπη. Μερικές φορές μάλιστα τα θύματα φτάνουν στο σημείο να υπερασπίζονται, ή να δικαιολογούν τους θύτες τους για τις πράξεις, τους, ενώ συμφωνά με το FBΙ σε περιπτώσεις απαγωγής, το 8% των ομήρων νιώθουν ευγνωμοσύνη για τον απαγωγέα τους, επειδή δεν τους έβλαψε σωματικά.
Ο πρώτος λοιπόν που προκάλεσε θετικά συναισθήματα στα θύματά του, τουλάχιστον σύμφωνα με τις καταγεγραμμένες περιπτώσεις, είναι Κλαρκ Όλοφσον, ο οποίος δικαιωματικά θεωρείται και «πατέρας» αυτού του ιδιαίτερου φαινομένου, που βρήκε ένα όνομα μετά από την περιβόητη ληστεία στο υποκατάστημα της σουηδικής τράπεζας Kreditbanken στη Στοκχόλμη στις 23 Αυγούστου του 1973.
Στην πραγματικότητα σε αυτή την υπόθεση, ο Όλφσον αναμείχθηκε με απόφαση των Αρχών. Ιθύνων νους της επίθεσης ήταν ο Γιαν-Έρικ Όλσσον, ο οποίος εισέβαλε ένοπλος στην τράπεζα, κρατώντας ομήρους υπαλλήλους και πελάτες. Εκείνος ζήτησε από την αστυνομία να φέρει ως διαμεσολαβητή τον παλιό του συγκρατούμενο Όλοφσον, ο οποίος τότε ήταν στη φυλακή.
Για έξι μέρες, ο Όλφσον βρισκόταν κλειδωμένος μαζί με τους ομήρους στο θησαυροφυλάκιο της τράπεζας. Φαίνεται πως μαζί τους ανέπτυξε μια ιδιαίτερη σχέση, σε σημείο που οι ίδιοι αργότερα όχι μόνο να αρνηθούν να καταθέσουν εναντίον του, αλλά μάζευαν έως και χρήματα για να τον βοηθήσουν να ξεμπλέξει. Μάλιστα πολλοί εξ αυτών είχαν δηλώσει πως περισσότερο φοβούνταν την αστυνομία, παρά τους εγκληματίες, με τους όποιους ένιωθαν μεγαλύτερη ασφάλεια. Μέχρι και ο πρωθυπουργός της Σουηδίας ο Όλουφ Πάλμε δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που συνέβαινε.
Τελικά, ο Όλοφσον καταδικάστηκε, αλλά αργότερα αθωώθηκε. Ο ίδιος ισχυριζόταν πως είχε ενεργήσει με εντολή των Αρχών και στόχος του ήταν να προστατεύσει τους ομήρους. Γι' αυτό όταν οδηγήθηκε πίσω στη φυλακή, ζήτησε χάρη από την κυβέρνηση. Η αίτησή του όμως απορρίφθηκε, μαζί με το αίτημά του να σπουδάσει νομικά.
Όμως ο Όλφσον ήταν ήδη διάσημος και ασκούσε μεγάλη επιρροή στην κοινή γνώμη. Μην ξεχνάμε άλλωστε πως χιλιάδες γυναίκες τον ερωτεύτηκαν –πράγμα που σαφώς τον ικανοποιούσε απολύτως, μιας και ο ίδιος δήλωνε πάντα λάτρης του γυναικείου φύλου.
Ο Όλοφσον γεννήθηκε το 1947 στο Τρολχάταν της Σουηδίας. Μεγάλωσε σε μια διαλυμένη οικογένεια, με έναν πατέρα αλκοολικό και πάντα απών, και μια μητέρα, που αφού του έδωσε το όνομα Κλαρκ από τον Κλαρκ Γκέιμπλ, ζούσε χαμένη στον δικό της κόσμο, μέχρι που εισήχθη σε ψυχιατρείο.
Τότε ο Κλαρκ και οι αδερφές του δόθηκαν σε ανάδοχες οικογένειες. Ο νεαρός Όλοφσον όμως από μικρός αναζητούσε την ελευθερία του. Στα 14 του πλαστογράφησε την υπογραφή της μητέρας του κι έτσι κατάφερε να μπει στο Ναυτικό. Αργότερα, καταλαβαίνοντας ότι η ενηλικίωση σήμαινε ευθύνες που δεν ήθελε να αναλάβει, αποφάσισε πως ο κόσμος της παρανομίας τού ταίριαζε περισσότερο. Στα 18 του διέρρηξε το σπίτι του τότε πρωθυπουργού Τάγκε Ερλάντερ και έτσι βρέθηκε στο σωφρονιστικό ίδρυμα. Έκτοτε, η «καριέρα» του στο έγκλημα συνεχίστηκε με μεγάλη επιτυχία: ναρκωτικά, οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ και επιθέσεις ήταν μόνο μερικά από τα «ανδραγαθήματά του».
Ενώ ήταν στη φυλακή το 1979 άρχισε να σπουδάζει δημοσιογραφία στο Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης. Μάλιστα, έκανε πρακτική άσκηση στην εφημερίδα «Arbetaren». Κατά τη διάρκεια όμως μιας άδειας το καλοκαίρι του 1980, συνεπλάκη με έναν ψαρά και καταδικάστηκε σε δυόμισι χρόνια για επίθεση, οπότε οι σπουδές του διακόπηκαν. Τελικά όμως αποφοίτησε από τη δημοσιογραφία το 1983.
Στην προσωπική του ζωή, υπήρξε εξίσου ταραχώδης. Είχε αμέτρητες ερωμένες, ενώ συχνά έμπλεκε σε παράλληλες σχέσεις. Στις 7 Ιουλίου 1967, αρραβωνιάστηκε τη Madiorie Britmer, αν και φυλακισμένος, ενώ το 1976 παντρεύτηκε τη Marijke Demuynck από το Βέλγιο. Ο γάμος τους έληξε το 1999.
Έχει έξι παιδιά και αυτή τη στιγμή είναι αρραβωνιασμένος ξανά, σύμφωνα με τα σουηδικά μέσα ενημέρωσης «Expressen» και «Aftonbladet». Το 2018, αποφυλακίστηκε και έκτοτε διατηρεί καθαρό ποινικό μητρώο.
Η σειρά του Netflix, που αποτελείται από έξι επεισόδια, ερευνά τη ζωή του από τα πρώτα του βήματα στο έγκλημα τη δεκαετία του 1960 μέχρι τα γεγονότα του 1973, φτάνοντας στο σήμερα, όπου πλέον ζει ως ελεύθερος άνθρωπος. Ο σκηνοθέτης Γιόνας Όκερλουντ βασίζεται σε μια αυτοβιογραφία του ίδιου του Όλοφσον, όπου περιλαμβάνονται «αλήθειες και ψέματα», όπως μαθαίνουμε ήδη από τους τίτλους, άλλα και στο ομώνυμο ντοκιμαντέρ που κυκλοφόρησε το 2020. Οπότε σίγουρα μιλάμε για ένα biopic, που αν και δεν δικαιολογεί, σίγουρα ωραιοποιεί τον βίο και την πολιτεία ενός ανθρώπου, ο οποίος επέλεξε να ζει στην παρανομία.
Συνδυάζοντας πολλά κινηματογραφικά είδη -από τον βωβό κινηματογράφο μέχρι τον Ταραντίνο- ο Όκερλουντ με χιούμορ και σκωπτική διάθεση καταγράφει τα «κατορθώματά» του Όλοφσον, ανάμεσα στα οποία συμπεριλαμβάνονται επιθέσεις, μικροκλοπές, μία απόπειρα δολοφονίας, διακίνηση ναρκωτικών και φυσικά πολλαπλές ληστείες τραπεζών, ασκώντας παράλληλα κριτική σε ένα σύστημα εξίσου σαθρό.
Ο Όλοφσον βέβαια δεν υπήρξε δολοφόνος, πλην όμως οι σκοτεινές πλευρές της ζωής αποσιωπώνται, όπως το γεγονός ότι πέρασε τα παιδικά του χρόνια σε ιδρύματα, ή το ότι μαχαίρωσε, και μάλιστα χωρίς λόγο, έναν μεσήλικα. Οπότε η σειρά εστιάζει περισσότερο στην ελευθεριάζουσα φύση του, που τον έκανε να υπερβαίνει κάθε όριο, αλλά και στο γεγονός ότι λάτρευε μέχρι θανάτου όλες τις γυναίκες, χωρίς διακρίσεις, πράγμα που τον καθιστά -τηλεοπτικά τουλάχιστον- άκρως ελκυστικό.
Ο Μπιλ Σκάρσγκαρντ -της γνωστής οικογένειας- αναλαμβάνει τον κεντρικό ρόλο και με την αθωότητα ενός κακομαθημένου παιδιού, ερμηνεύει τον Όλοφσον ως μια περίπτωση που δεν άντεχε να συμβιβαστεί, ως ένα πλάσμα έτοιμο να πέσει ακόμα και στη φωτιά για να νιώσει την αδρεναλίνη του να ανεβαίνει, σε βαθμό που γι' αυτόν η φυλακή ήταν μια ευκαιρία «να κάνει διακοπές».
Με γρήγορο ρυθμό και σπιντάτο μοντάζ, ο Όκερλουντ λοιπόν μάς ταξιδεύει στη ζωή μιας αμφιλεγόμενης προσωπικότητας, που σε κάθε περίπτωση παραμένει άξια παρατήρησης. Η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο που επιλέγει και ο τρόπος που ο Σκάρσγκαρντ στέκεται απέναντι στον κεντρικό ήρωα, ελαφρύνουν το κλίμα και προσφέρουν μια διασκεδαστική περιπέτεια, που αν ξεχάσετε ότι περιστρέφεται γύρω από έναν εγκληματία, θα σας κάνει να περάσετε καλά μια βραδιά αφιερωμένη στο binge watching.