Κλαούντια Καρντινάλε: Η «καλύτερη εφεύρεση των Ιταλών μετά το σπαγγέτι»
Σήμερα, στα 83 της, η Κλαούντια Καρντινάλε θεωρείται μια από τις μεγαλύτερες σταρ της χρυσής εποχής του ιταλικού κινηματογράφου.
Έκανε την εμφάνισή της λίγο μετά από τη Σοφία Λόρεν, και παρόλο που οι Ιταλοί τη θεωρούσαν τη δική τους Μπριζίτ Μπαρντό εξαιτίας της θηλυκότητας και του ερωτισμού της, εκείνη αποφάσισε να τραβήξει έναν δρόμο διαφορετικό. Έτσι, συνεργάστηκε με μερικούς από τους πιο σημαντικούς auter της εποχής της (Βισκόντι, Φελίνι, Λεόνε, Χέρτζογκ κ.ά.), κάνοντας σινεφίλ επιλογές, που μπορεί μεν να μην της χάρισαν εμπορικές επιτυχίες, αλλά της έδωσαν μια θέση στο πάνθεον των σημαντικών ηθοποιών.
Η ακαταμάχητη γοητεία της, η βραχνή ερωτική φωνή της και τα λαμπερά κατάμαυρα μάτια της αποτελούσαν έναν ιδανικό συνδυασμό. «Είναι το όνειρο του κάθε καμεραμάν -ένα τέλειο κομμάτι της φύσης- δεν υπάρχουν πολλά που μπορείς να κάνεις λάθος στη φωτογράφισή της» είχε δηλώσει για εκείνη ο σπουδαίος διευθυντής φωτογραφίας Κόνραντ Χολ. Όμως η Καρντινάλε, εκτός από την εξωτερική εμφάνιση, διέθετε τεράστιο υποκριτικό ταλέντο: εύπλαστη και με μεγάλη γκάμα μπορούσε να υποδυθεί σχεδόν όλους τους ρόλους με μια ποιότητα που δύσκολα μπορεί να βρει κανείς.
Η Κλοντ Ζοζεφίν Ροζ Καρντινάλε, όπως ήταν ολόκληρο το όνομά της, γεννήθηκε στις 15 Απριλίου 1938, στην Τύνιδα του τότε Γαλλικού Προτεκτοράτου της Τυνησίας. Ο πατέρας της, σιδηροδρομικός το επάγγελμα, ήταν ιταλικής καταγωγής, ενώ η μητέρα της καταγόταν από γαλλική οικογένεια. Εκείνη μεγάλωσε σε γαλλόφωνο περιβάλλον και μέχρι τα 18 της σχεδόν δεν μιλούσε ιταλικά.
Η καριέρα της, όπως και για πολλές ακόμα σταρ του καιρού της, άρχισε από έναν διαγωνισμό ομορφιάς, όπου κέρδισε τον τίτλο «Το πιο όμορφο κορίτσι της Τυνησίας», αν και δεν είχε δηλώσει συμμετοχή. Εκείνη απλώς καθόταν στο κοινό, όμως οι υπεύθυνοι την εντόπισαν και θαμπωμένοι από την ομορφιά της, την έχρισαν νικήτρια. Το έπαθλό της ήταν ένα ταξίδι στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας. Εκεί της πρότειναν να σπουδάσει κινηματογράφο. Πράγματι, γράφτηκε στην Ακαδημία της Ρώμης, αλλά μετά από μερικούς μήνες τα παράτησε όλα και επέστρεψε στην Τύνιδα.
Τότε συνειδητοποίησε ότι ήταν έγκυος. Πατέρας του παιδιού της ήταν ένας αεροπόρος, που όπως η ίδια έχει εξομολογηθεί σε γαλλικό περιοδικό, τη βίασε. Εκείνη όμως αποφάσισε να κρατήσει το παιδί και να το παρουσιάζει ως αδερφό της. Ο Πάτρικ μεγάλωνε στην Τύνιδα με τους παππούδες του, ενώ εκείνη προσπαθούσε να κάνει τα πρώτα της βήματα στο κινηματογραφικό στερέωμα.
Σε αυτό τη βοήθησε ο παραγωγός Φράνκο Κριστάλντι, ο οποίος θα την αναδείξει σε σύμβολο του σεξ. Η σχέση τους θα εξελιχθεί σε γάμο και ο Κριστάλντι τελικά θα αναγνωρίσει τον γιο της ως δικό του παιδί.
Η Καρντινάλε έμαθε τα βασικά του σινεμά στο «Πειραματικό Κέντρο Κινηματογράφου» (Centro Sperimentale di Cinematografia) της Ρώμης και το 1958 έκανε το ντεμπούτο της στη μεγάλη οθόνη με τη βραβευμένη στις Κάννες κωμωδία του Ζακ Μπαρατιέ «Goha», με πρωταγωνιστή τον Ομάρ Σαρίφ. Την ίδια χρονιά κέρδισε έναν μεγαλύτερο ρόλο στην κλασική κωμωδία του Μάριο Μονιτσέλι «Ο κλέψας του κλέψαντος», που ακροβατεί στα όρια της κομέντια ντελ άρτε και του νεορεαλισμού.
Το περίεργο είναι πως, αν και η φωνή της ήταν εξαιρετικά ερωτική, στις πρώτες ταινίες την ντούμπλαραν, εξαιτίας της βραχνάδας και της προφοράς της. Εκείνη με χιούμορ έλεγε πως από μικρή τσακωνόταν με τους άντρες και ίσως γι' αυτό ακουγόταν σαν αγόρι!
Με τον Κριστάλντι, ο οποίος υπήρξε ιδιαίτερα χειριστικός μαζί της, θα χωρίσει το 1975. Το ανεξάρτητο πνεύμα της δεν μπορούσε πια να ανεχτεί ούτε την καταπίεση, ούτε τους επαχθείς όρους που της έβαζε σε κάθε συμβόλαιο. Κάποια από αυτούς της απαγόρευαν να κόψει τα μαλλιά της, ή να χάσει βάρος, ενώ αν και ήταν πρωταγωνίστρια, πληρωνόταν με τον μήνα και μάλιστα με ελάχιστα χρήματα, σε αντίθεση με άλλες συναδέρφους της.
Όσο όμως ήτανε μαζί τους συμμετείχε σε σημαντικές παραγωγής, που εκτόξευσαν τη φήμη της, όπως στο δράμα μυστηρίου του Πιέτρο Τζέρμι «Είμαστε όλοι ένοχοι» (1959), στο πολεμικό έπος του Αμπέλ Γκανς «Η Μάχη του Αούστερλιτς» 1960), στο δράμα του Λουκίνο Βισκόντι «Ο Ρόκο και τ’ αδέλφια του» (1960) και στην κωμική περιπέτεια του Φιλίπ Ντε Μπροκά «Cartouche» (1962). Το 1963 έπαιξε τον εαυτό της στο αριστούργημα του Φεντερίκο Φελίνι «Οκτώμισι», υποδυόμενη αυτό που ήταν για όλους τους Ιταλούς: το αντικείμενο των φαντασιώσεων του συμπρωταγωνιστή της, Μαρτσέλο Μαστρογιάνι. Σε αυτή την ταινία για πρώτη φορά το κοινό άκουσε την πραγματική της φωνή. Άλλωστε ο Φελίνι την είχε διαλέξει ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο.
Την ίδια χρονιά εμφανίστηκε σε άλλη μία σημαντική ταινία, στο δράμα του Λουκίνο Βισκόντι «Ο Γατόπαρδος», δίπλα στον Μπαρτ Λάνκαστερ και τον Αλέν Ντελόν. Σε εκείνα τα γυρίσματα, που την εξάντλησαν λόγω των απαιτήσεων του Βισκόντι, ο Ντελόν έβαλε στοίχημα με τον σκηνοθέτη πως θα κατάφερνε να την ξελογιάσει. Μάλιστα, ο Βισκόντι- κρυφά ερωτευμένος μαζί της- συνέδραμε τις προσπάθειές του γόη Ντελόν, ζητώντας της να είναι όσο πιο πειστική γίνεται στις ερωτικές σκηνές. Η Καρντινάλε όμως δεν υπέκυψε, καταρρακώνοντας τον συμπρωταγωνιστή της, με τον οποίο τελικά έμεινε φίλη μέσα στα χρόνια.
Το Χόλυγουντ φυσικά, που πάντα είχε το βλέμμα του στραμμένο στην Ευρώπη, αναζητώντας νέες πρωταγωνίστριες, δεν έμεινε ασυγκίνητο από την προσωπικότητά της. Το 1963, λοιπόν, εμφανίστηκε ως κόμισσα στην κωμωδία του Μπλέικ Έντουαρντς «Ο Ροζ Πάνθηρ». Συνεπαρμένος από τη γοητεία της, ο πρωταγωνιστής της ταινίας και γνωστός καρδιοκατακτητής Πίτερ Σέλερς είχε δηλώσει: «Η Κλαούντια είναι η πιο όμορφη εφεύρεση μετά τα σπαγγέτι».
Στα πρώτα της βήματα στην Αμερική της στάθηκε ο Πολ Νιούμαν, αφού εκείνη δεν ήξερε κυριολεκτικά κανέναν, εκτός από τον Μάρλον Μπράντο που τον εκθείαζε σε κάθε συνέντευξή της. Η έκπληξή της λοιπόν, όταν ο μεγάλος ηθοποιός της χτύπησε την πόρτα ένα βράδυ για να της πει πως ταιριάζουν αστρολογικά, ήταν μεγάλη. Παρ' όλα αυτά τον έδιωξε ευγενικά, για να παραδεχτεί με χιούμορ πως ήταν «απλώς ηλίθια».
Έως το τέλος της δεκαετίας του ’60 συνέχισε να μοιράζεται τον χρόνο της ανάμεσα στο Χόλυγουντ και την Ευρώπη, παίζοντας σε διάφορες ταινίες, που κυμαίνονταν από το δράμα του Λουκίνο Βισκόντι «Τα Μακρινά Αστέρια της Άρκτου» (1965) μέχρι το γουέστερν του Ρίτσαρντ Μπρουκς «Οι Επαγγελματίες» (1966). Το 1968 συμμετείχε στο κλασικό γουέστερν-σπαγγέτι του Σέρτζιο Λεόνε «Κάποτε στην Δύση, δίπλα στους Χένρι Φόντα, Τζέισον Ρόμπαρντς και Τσαρλς Μπρόνσον.
Η Universal τότε της πρόσφερε ένα μεγάλο συμβόλαιο, όμως εκείνη αποφάσισε να επιστρέψει στην Ευρώπη. Το 1971 συμπρωταγωνιστεί με την «αντίπαλό της» της Μπριζίτ Μπαρντό στην ταινία «Δύο λησταρχίνες σαρώνουν το Γουέστ», ένα ανώδυνο γουέστερν, που όμως ένωσε τις δυο μεγάλες σταρ.
Ο σκηνοθέτης Πασκουάλε Σκουϊτιέρι θα είναι το επόμενο κεφάλαιο της ζωής της, «ο άνδρας της ζωής της», όπως εκείνη λέει. Θα ζήσουν πολλά μαζί, χωρίς ποτέ να παντρευτούν και θα αποκτήσουν μία κόρη.
Τα επόμενα χρόνια, η Καρντινάλε επικεντρώθηκε κυρίως σε ευρωπαϊκές παραγωγές για να επιστρέψει το 1978 στις ΗΠΑ για τη συνέχεια του «Ροζ Πάνθηρα». Έναν χρόνο αργότερα, θα παίξει στην τηλεοπτική σειρά του Φράνκο Τζεφιρέλι «Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ», στον ρόλο της μοιχαλίδας, ενώ το 1979 συμμετείχε στην πολεμική περιπέτεια του ελληνοαμερικανού Τζορτζ Κοσμάτος «Απόδραση στην Αθήνα». Το 1982 πρωταγωνιστεί στο «Φιτζκαράλντο, ο Τυχοδιώκτης του Αμαζονίου» του Βέρνερ Χέρτζογκ.
Παραδόξως, αν και θεωρήθηκε σύμβολο του σεξ ποτέ δεν εμφανίστηκε γυμνή στον φακό, ούτε και σε καμία από τις αμέτρητες φωτογραφίσεις. «Το πιο ερωτικό πράγμα είναι η υπόσχεση ενός γυμνού σώματος, παρά η ίδια η γύμνια. Να αφήνεις πολλά στη φαντασία, κάνοντας τον άλλο να ονειρεύεται», είχε κάποτε πει, μένοντας στην Ιστορία ως το «sex symbol που δεν γδύθηκε ποτέ». Σήμερα κόντρα στο ρεύμα αρνείται να κάνει πλαστικές επεμβάσεις, διατηρώντας την κομψότητα και τη γοητεία της.
Το 2002 τής απονεμήθηκε η «Χρυσή Άρκτος» του Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου για το σύνολο της καριέρας της και το 2011 η «Χρυσή Λεοπάρδαλη» του Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Λοκάρνο για τη συνολική προσφορά της στο σινεμά. Έχει παρασημοφορηθεί δύο φορές (το 1995 και το 2002) από την Ιταλική Δημοκρατία για την προσφορά της στην Έβδομη Τέχνη και έχει τιμηθεί με το παράσημο του Ιππότη και του Αξιωματικού της Λεγεώνας της Τιμής από τη Γαλλική Δημοκρατία.
Η ίδια έχει πει: «Συνήθως ζεις μια ζωή, αλλά εγώ έζησα 154, αφού σε κάθε ταινία δεν είσαι εσύ, είσαι κάποιος άλλος, είναι κάτι άλλο». Από το 2000 είναι Πρέσβειρα Καλής Θέλησης της Unesco και ασχολείται ενεργά με την προστασία των δικαιωμάτων των γυναικών, δηλώνοντας φεμινίστρια.