Κατίνα Παξίνου

Κατίνα Παξινού: Το «ιερό τέρας» της ελληνικής υποκριτικής σκηνής

Η Κατίνα Παξινού δεν ήταν απλώς μια  μεγάλη ηθοποιός, είναι η ίδια η Ιστορία του ελληνικού Θεάτρου, μια γυναίκα με θείο χάρισμα, μαγική φωνή -άλλωστε υπήρξε  βαγκνερική τραγουδίστρια πριν στραφεί στην υποκριτική- επιβλητική εμφάνιση και  αστραφτερή προσωπικότητα, που σε εποχές πολύ δύσκολες και κάτω από αντίξοες συνθήκες, κατάφερε όχι απλώς να κάνει το όνειρό της πραγματικότητα, αλλά να ξεπεράσει τα σύνορα της χώρας και να γίνει η πρώτη μη Αμερικανή ηθοποιός που κέρδισε Όσκαρ.

Γεννημένη στις 17 Δεκεμβρίου 1900, ως Αικατερίνη Κωσταντοπούλου, μεγάλωσε σε μια πλούσια οικογένεια, με προκαθορισμένο μέλλον: ένας καλός γάμος, παιδιά και μια ζωή τακτοποιημένη και άνετη ήταν αυτό που ήθελαν οι δικοί της. Η Κατίνα όμως δεν άντεχε τις νόρμες. Ήδη στα εννιά της κάνει την πρώτη της επανάσταση και αποβάλλεται από τη Σχολή Καλογραιών, όπου φοιτούσε. Η μητέρα της τότε τη στέλνει στο Κονσερβατουάρ της Γενεύης. Εκεί σπούδασε μουσική και κλασικό τραγούδι και στη συνέχεια παρακολούθησε μαθήματα στο Βερολίνο και στη Βιέννη. Πρωτοεμφανίστηκε στη Σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά το 1920, ερμηνεύοντας τον βασικό ρόλο στην όπερα «Αδελφή Βεατρίκη» του Δημήτρη Μητρόπουλου.

Στα 18 της γνωρίζει τον πρώτο της σύζυγο, τον βιομήχανο Ιωάννη Παξινό, το επίθετο του οποίου διατήρησε ως το τέλος. Μαζί του απέκτησε δυο κόρες, αλλά δυστυχώς η μία πέθανε πολύ νωρίς, γεγονός που δεν ξεπέρασε ποτέ. «Είμαι ένας άνθρωπος όπως όλοι. Έζησα. Έκανα παιδιά. Έθαψα παιδιά. Και πόνεσα, θάβοντας αυτά τα παιδιά», θα έλεγε αργότερα. Έξι χρόνια μετά,ζητάει διαζύγιο από τον άνδρα της και συνεχίζει την πορεία της στον χώρο του λυρικού θεάτρου. Το 1929 απογοητευμένη, αποφασίζει να κάνει στροφή και εμφανίζεται για πρώτη φορά στο θέατρο με τον θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη, παίζοντας στο έργο του Ανρί Μπατάιγ «Η Γυμνή Γυναίκα». Εκεί γνωρίζει τον Αλέξη Μινωτή, τον ερωτεύεται και τον παντρεύεται.

Το 1931 το ζευγάρι μπαίνει στον Συνεταιρικό Θίασο του Αιμίλιου Βεάκη, που παρουσιάζει σημαντικά έργα του διεθνούς ρεπερτορίου, όπως το «Πόθοι κάτω από τις λεύκες» του Ευγένιου Ο' Νιλ, «Ο Πατέρας του Αυγούστου» του Στρίντμπεργκ και «Ο θείος Βάνιας» του Τσέχωφ. Από το 1932 έως το 1940 εμφανίζεται στο Εθνικό Θέατρο, ερμηνεύοντας σημαντικούς ρόλους, που την καταξιώνουν ως την απόλυτη πρωταγωνίστρια της ελληνικής σκηνής και μαζί με τον Μινωτή εγκαινιάζουν το θέατρο της Επιδαύρου.

Τον Μάιο του 1940 θα βρεθεί στο Λονδίνο για τις πρόβες της παράστασης «Βρικόλακες» του Ίψεν. Την ημέρα της πρεμιέρας, τον Ιούνιο, άρχισαν οι μεγάλοι βομβαρδισμοί. Ο μάνατζερ επέμενε να μην αναβληθεί παράσταση κι εκείνη έπαιξε, χωρίς να χάσει στιγμή την ψυχραιμία της. Η ίδια γράφει για εκείνες τις μέρες: «Λέγαμε αστεία, διηγούμασταν ανέκδοτα και πλέκαμε, όλα αυτά δεν είχαν καμία σχέση με την εγγλέζικη εθιμοτυπία, όπως δεν είχαν σχέση μ’ αυτή και οι βομβαρδισμοί. Οι άνδρες φορούσαν πάντοτε τα φράγκα και τα σμόκιν τους και οι κυρίες τις έξωμες εσθήτες τους. Και η τζαζ έπαιζε πάντα τα εύθυμα κομμάτια της».

Λίγο αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1941, αποφάσισε να ταξιδέψει στην Αμερική. Το πλοίο που θα τη μεταφέρει στη Νέα Ήπειρο τορπιλίζεται από γερμανικό υποβρύχιο. Εκείνη, αφού παρέμεινε 18 ώρες σε μια βάρκα στη μέση του ωκεανού, κατάφερε να επιβιώσει. Μαζί τους υπόλοιπους επιζώντες, τους περισυλλέγει ένα αντιτορπιλικό και τους αποβιβάζει στη Σκωτία. Στις 13 Μαΐου του 1941 τελικά καταφέρνει να φτάσει στη Νέα Υόρκη, όπου αρχίζει να παίζει στο θέατρο. Εκεί την ανακαλύπτουν οι κινηματογραφικοί μάνατζερ.

Την περίοδο που ερμηνεύει την «Έντα Γκάμπλερ» την επισκέπτεται ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ στο καμαρίνι της. Ήδη η Paramount είχε ξεκινήσει τη διαδικασία της κινηματογραφικής μεταφοράς του  μυθιστορήματος «Για ποιον χτυπά η καμπάνα». Ενώ οι υπεύθυνοι της παραγωγής είχαν κλείσει τον Γκάρι Κούπερκαι την Ίνγκριντ Μπέργκμαν για τους πρωταγωνιστικούς ρόλους, ακόμα δεν μπορούσαν να βρουν το ιδανικό πρόσωπο που θα ερμήνευε την Πιλάρ. Ο Αμερικανός συγγραφέας ήταν αυτός που επέμενε να κάνει η Παξινού δοκιμαστικό. Εκείνη όμως δεν ήθελε.  «Κατάγομαι από γενιές ανταρτών. Η γιαγιά μου έμαθε το αλφάβητο από έναν οπλαρχηγό των ανταρτών σε μια σπηλιά. Την ξέρω την Πιλάρ. Την ξέρω καλά, αλλά δοκιμαστικό δεν κάνω». Οι άνθρωποι της παραγωγής συμφώνησαν. Επίσης, φρόντισε εξαρχής να ενημερώσει γα τον τρόπο με τον οποίο ήθελε να δουλεύει: «Είμαι ηθοποιός του θεάτρου, παίζω το ρόλο εξελικτικά και σε συνέχεια χρόνου. Το σπάσιμο σε μικρά, ανεξάρτητα κινηματογραφικά πλάνα με αποδιοργανώνει». Έτσι, αναγκάστηκαν να γυρίσουν ολοκληρωμένες τις σκηνές, χρησιμοποιώντας τρεις διαφορετικές κάμερες για τα κοντινά, τα γενικά και τα υπόλοιπα πλάνα της. Η ερμηνεία της ήταν τόσο καθηλωτική, που όλοι στο σετ τη χειροκροτούσαν.

Φωτογραφία: Getty Images

Η ταινία κάνει την πρεμιέρα της το 1943 και οι κριτικοί την αποθεώνουν. Η Παξινού όμως παθαίνει γενική περιτονίτιδα και οι εφημερίδες της εποχής γράφουν ότι κινδυνεύει να πεθάνει. Τον Ιανουάριο του 1944 πραγματοποιούνται οι πρώτες Χρυσές Σφαίρες στην ιστορία του θεσμού και γίνεται η πρώτη γυναίκα που κερδίζει το βραβείο Β’ Γυναικείου Ρόλου. Η ίδια δεν καταφέρνει να παραβρεθεί στην τελετή, επειδή νοσηλευόταν στο νοσοκομείο. Μετά από λίγους μήνες, στις 2 Μαρτίου, κερδίζει και το Όσκαρ και μαζί το δικό της αστέρι στη Λεωφόρο της Δόξας. Όταν ανακοινώνουν το όνομά της στην απονομή, εκείνη δεν το ακούει. «Ο Γκάρι Κούπερ που καθόταν δίπλα μου άρχιζε να με σπρώχνει. “Εσύ είσαι! Εσύ είσαι!” μου φώναζε. “Πήγαινε στη σκηνή!”», θα διηγιόταν με το χιούμορ που τη διέκρινε αργότερα. Στον ευχαριστήριο λόγο της τότε είχε πει: «Επιτρέψτε μου να μοιραστώ την μεγάλη τιμή που απονέμεται απόψε σε μένα με τους συναδέλφους μου του Εθνικού Θεάτρου Αθηνών. Είτε σε αυτούς έφυγαν, είτε σε όσους ακόμα βρίσκονται στη ζωή, μια που η μοίρα με όρισε να τους αντιπροσωπεύω εδώ».

Πλέον, θεωρείται ένα από τα πιο δυνατά χαρτιά του Χόλιγουντ. Ο Αλέξης Μινωτής εν τω μεταξύ είχε ήδη φτάσει στην Αμερική. Οι δυο τους έμεναν σε μια υπερπολυτελή βίλα στους λόφους του Λος Άντζελες, κάνοντας παρέα με όλους τους μεγάλους σταρ της εποχής. Στις κινηματογραφικές επιλογές τηςόμως η Παξινού υπήρξε επιλεκτική, και γι' αυτό αν και οι προτάσεις έπεφταν βροχή, εκείνη γύρισε ελάχιστες ταινίες. Μεταξύ άλλων, συνεργάστηκε με τον Όρσον Γουέλς («Ο κύριος Αρκάντιν», 1955) και τον Λουκίνο Βισκόντι («Ο Ρόκο και τ' αδέλφια του, 1960). Μάλιστα, ο Γουέλς έλεγε για εκείνη: «Η Κατίνα Παξινού, δεν είναι μόνο μεγάλη, είναι μοναδική». 

Το 1949 τιμήθηκε με το Βραβείο Κοκτό στο Φεστιβάλ Μπιαρίτς για την ερμηνεία της στην ταινία του Ντάντλεϊ Νίκολς «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα», αλλά το 1950 αποφασίζει να επιστρέψει στην Ελλάδα. Εμφανίζεται πάλι μαζί με τον Αλέξη Μινωτή στη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, με το οποίο περιοδεύει στις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Από το το 1957, πλέον εμφανίζεται μόνιμα στη Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, ερμηνεύοντας έργα του αρχαίου Θεάτρου και του σύγχρονου διεθνούς ρεπερτορίου.

Το 1968  με τον Μινωτή συγκροτούν θίασο, που εμφανίζεται στο Θέατρο «Αυλαία» της Θεσσαλονίκης και στο Θέατρο «Διάνα» της οδού Ιπποκράτους. Στο «Σινεάκ», το κινηματοθέατρο που αργότερα θα μετονομαστεί σε «Θέατρο Παξινού», παίζει στα έργα «Η Ήρα και το παγώνι» του Σον Ο' Κέιζι, «Οι παλαιστές» του Στρατή Καρρά, οι «Βρικόλακες» του Ίψεν, «Ματωμένος Γάμος» του Λόρκα.

Αν και καμία δεν υπήρξε τόσο μεγάλη σταρ όσο εκείνη, η ίδια ποτέ δεν έδειχνε να την ενδιαφέρει η διασημότητα. Κάπνιζε, έδινε τις περιβόητες συνταγές της λίγο πριν βγει στην ορχήστρα της Επιδαύρου για να μαγέψει τα πλήθη και αδιαφορούσε εντελώς για την εικόνα της. Ο εγγονός της Αλέξανδρος Αντωνόπουλος, ο οποίος ήταν και η μεγάλη της αδυναμία, θυμάται: «Όταν ήμουν μικρός με ενοχλούσε το ότι δεν ήταν κοκέτα. Βγαίναμε έξω κι ήταν ένα χάλι. Και της έλεγα: “Βρε Παξινού, σε γνωρίζουν. Πώς θα βγεις έτσι με τα μαλλιά αχτένιστα, τους πόντους να λείπουν από τις κάλτσες, με μια τρισάθλια ζακέτα, με παπούτσια μπαλέτου;” - επειδή δεν μπορούσε να υποφέρει τα τακούνια. Και μου απαντούσε, όπως ήταν αθυρόστομη. “Κάνε τη δουλειά σου, εγώ είμαι η Παξινού. Όπως θέλω θα βγαίνω. Και το βρακί μου ανάποδα να βάλω, κανείς δεν θα πει τίποτα”. Αλλά νομίζω ότι το έκανε και λιγάκι από σχέδιο. Το έπαιζε».

Πέρα όμως από τη σπουδαία υποκριτική της καριέρα, η Παξινού έκανε πολλές μεταφράσεις θεατρικών έργων του Ευγένιου Ο' Νιλ, έγραψε τη μουσική για την παράσταση «Οιδίπους Τύραννος» του Σοφοκλή και παρασημοφορήθηκε με τον Χρυσό Ανώτερο Ταξιάρχη Γεωργίου Α' και με τον Ανώτερο Ταξιάρχη της Δυτικής Γερμανίας. Τιμήθηκε ακόμη με τον τίτλο της Αξιωματούχου Γραμμάτων και Τεχνών της Γαλλίας και με το Βραβείο «Ιζαμπέλλα Ντ' Εστέ».

Το 1969 έμαθε ότι πάσχει από καρκίνο, αλλά δεν το έβαλε κάτω. Την ίδια χρονιά πήρε μέρος στην ταινία «Το νησί της Αφροδίτης» - τη μοναδική ελληνική κινηματογραφική παραγωγή που συμμετείχε ποτέ- κι ενώ κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων υπέφερε από τρομερούς πόνους, δεν σκέφτηκε ούτε για μια στιγμή να παραιτηθεί.

Την περίοδο 1971 - 1972 ερμηνεύει στο Θέατρο «Πάνθεον», τη «Μάνα Κουράγιο» του Μπέρτολντ Μπρεχτ. Καταβεβλημένη από την αρρώστια, δεχόταν στο καμαρίνι τη φροντίδα δυο νοσοκόμων για να τα βγάλει πέρα, όμως τη σκηνή έλαμπε. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί την κατάσταση της υγείας της.

IMDb

Τα τελευταία χρόνια της ζωής της άρχισε να έχει κάποια κενά μνήμης και να ξεχνάει τα λόγια της. Μάλιστα, κάποια στιγμή στις πρόβες ένιωθε να καταρρέει: αυτή ήταν η αρχή του τέλους. Αποσύρθηκε από την ενεργό δράση, αλλά βρέθηκε για τελευταία φορά στην Επίδαυρο το καλοκαίρι του  1972 ως θεατής, κλέβοντας την παράσταση.Το κοινό την αναγνώρισε και όρθιο τη χειροκροτούσε για ώρα. Οι τουρίστες αναρωτιόταν αν πρόκειται για κάποια βασίλισσα, και τότε κάποιος είπε: «Ναι, είναι η βασίλισσα Άτοσσα, είναι το φαινόμενο της ιστορίας του ελληνικού θεάτρου».

Λίγο πριν πεθάνει, ζήτησαν από τον Μινωτή να την επισκεφθούν στο νοσοκομείο τρεις σπουδαστές της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου. Εκείνος αρχικά αρνήθηκε, αλλά αυτοί επέμεναν υπερβολικά μέχρι που ενέδωσε. Τότε έμαθε ότι η Παξινού είχε δωρίσει τον μισθό της και τον μοιράζονταν τρεις άποροι νεαροί, ώστε να μπορέσουν να συνεχίσουν τις σπουδές τους, γεγονός που γνώριζε μόνο ο γραμματέας της σχολής.

Η Κατίνα Παξινού έφυγε από τη ζωή στις 22 Φεβρουαρίου του 1973, αφήνοντας όμως πίσω τον θρύλο της και μια πλούσια παρακαταθήκη για τον πολιτισμό της χώρας μας.