Αν ήταν η Αρλέτα εδώ σήμερα, θα μας κερνούσε τσάι γιασεμιού
Η Αρλέτα των μπουάτ, η Αρλέτα των Εξαρχείων, που τα θεωρούσε πατρίδα της, η Αρλέτα των σκωπτικών στίχων που αποθέωνε την ομορφιά των μικρών στιγμών της ζωής, η Αρλέτα που έλεγε πάντα την αλήθεια, η Αρλέτα που χωρίς να το διατυμπανίζει βοηθούσε πάντα όποιον είχε ανάγκη, η Αρλέτα που από μόνη της ήταν μια ολόκληρη εποχή.
Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 3 Μαρτίου του 1945 και το πραγματικό της όνομα ήταν Αργυρώ-Νικολέτα Τσάπρα, όμως Αρλέτα την φώναζαν όλοι από μικρή. Μεγάλωσε στο «τρίγωνο του θανάτου», όπως έλεγε η ίδια: Μεταξουργείο, Εξάρχεια, Κυψέλη.
Από μικρή είδε με τα μάτια της τη φτώχεια και τη δυστυχία που άφησε ο πόλεμος. Το πατρικό της σπίτι ήταν κέντρο διερχομένων και καταφύγιο των απελπισμένων. Εφτά φορές τη μέρα χτυπούσε το κουδούνι και η μητέρα της πάντα φρόντιζε να έχει ένα καρβέλι ψωμί για να φιλέψει όσους πεινούσαν.
Έτσι μεγάλωσε η Αρλέτα, βλέποντας από κοντά τον πόνο και μαθαίνοντας να δίνει. Ο πατέρας της ήταν γιατρός, αλλά τραγουδούσε μοναδικά και δίπλα του εκείνη δειλά δειλά έκανε τα πρώτα της βήματα στη μουσική. Όμως πήρε καιρό να τραγουδήσει μόνη της μπροστά σε κόσμο. Η πρώτη που την άκουσε να τραγουδάει σόλο ήταν η μητέρα της…
Τελειώνοντας το γυμνάσιο, παρόλο που λάτρευε τη μουσική, αποφάσισε να γραφτεί στη Σχολή Καλών Τεχνών. Εκεί γνώρισε σημαντικές προσωπικότητες που υπήρξαν δάσκαλοί της και σημαντικές επιρροές στη διαμόρφωση της προσωπικότητά της, όπως ο Μόραλης, ο Σαραφιανός και ο Πρεβελάκης. Εκείνα τα χρόνια σε μια φοιτητική εκδρομή την άκουσε ο Γιώργος Παπαστεφάνου να τραγουδά το «Άξιον Εστί». Ενθουσιάστηκε μαζί της και την παρακίνησε να κάνει τον πρώτο της δίσκο.
Στα πρώτα της δισκογραφικά βήματα συνεργάστηκε με αρκετούς γνωστούς συνθέτες, όπως ο Γιάννης Σπανός, ο Μάνος Χατζιδάκις, και ο Μίκης Θεοδωράκης. Ο πρώτος δίσκος της το 1966 με τίτλο «Αρλέτα» περιελάμβανε τραγούδια των Γιάννη Σπανού, Νότη Μαυρουδή, Νίκου Χουλιαρά και Γιώργου Κοντογιώργου, από τα οποία ξεχώρισαν το «Μια φορά θυμάμαι», «Τις άδειες νύχτες» και «Το πέτρινο χαμόγελο». Την ίδια περίοδο εμφανίζεται σε γνωστές μπουάτ της Πλάκας και γίνεται μια από τις εκπροσώπους του Νέου κύματος, αν και η ίδια δεν αγαπούσε ποτέ τις ταμπέλες. Η δικτατορία, όμως, τη λογόκρινε κι εκείνη σταμάτησε το τραγούδι.
Τρία χρόνια αργότερα, δέχτηκε ένα τηλεφώνημα εκ μέρους του Ζορζ Μουστακί. Στην αρχή νόμιζε ότι κάποιος της έκανε φάρσα, όμως τελικά πείστηκε. Έτσι βρέθηκε στις Σπέτσες στο σπίτι της Ναταλίας Μελά, που ήταν φίλη με τον Μουστακί. Εκείνος την κάλεσε να τραγουδήσει στο Bobino, στο Παρίσι.
Συνεσταλμένη και ντροπαλή, η Αρλέτα δεν μπορούσε να εύκολα να αντιμετωπίσει το τρακ της. Τη μέρα που θα έκανε το ντεμπούτο της στη γαλλική πρωτεύουσα, πάγωσε. Κάποιος, όμως, της έδωσε μια κλωτσιά και την πέταξε στη σκηνή. Τότε ανακάλυψε πού τελικά ανήκε. Έμεινε για ένα διάστημα στη Γαλλία, αλλά της έλειπε η γειτονιά της. Κι έτσι επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου συνέχισε τη δισκογραφία της.
Η συνεργασία που στάθηκε καθοριστική για τη ζωή της ήταν με τον Λάκη Παπαδόπουλο. Οι δυο τους μαζί με την Μαριανίνα Κριεζή έκαναν δύο δίσκους, το «Περίπου» και το «Τσάι Γιασεμιού». Σε αυτούς, η Αρλέτα τραγουδούσε με το προσωπικό της ύφος την ιστορία της «Σερενάτας», μιλούσε για «Τα ήσυχα βράδια» κι έπινε στην υγειά μας ένα «Βatida de coco» .
Αντισυμβατικό και ελεύθερο πνεύμα, ποτέ δεν υποτάχθηκε στο λεγόμενο star-system. Αδιαφορούσε για την εμφάνισή της, δήλωνε πως είναι ανίκανη να κάνει δημόσιες σχέσεις και αποστρεφόταν τα φώτα της δημοσιότητας.
Ήθελε να τραγουδάει μόνο με την κιθάρα της συντροφιά -σιγανά και ήσυχα- και να μιλάει για όσα έκρυβε η ψυχή της. «Αν δεν μπορεί το τραγούδι να σταθεί με ένα όργανο και μια φωνή, δεν νομίζω πως είναι τραγούδι», είχε άλλωστε δηλώσει σε συνέντευξή της.
Η Αρλέτα, όμως, δεν εγκατέλειψε ποτέ την πρώτη της αγάπη τη ζωγραφική. Είχε κάνει ατομικές εκθέσεις, ενώ η ίδια είχε σχεδιάσει όλα τα εξώφυλλα για τους δίσκους της. Παράλληλα ασχολήθηκε και με την συγγραφή. Το ’97 κυκλοφόρησε το βιβλίο «Από πού πάνε για την άνοιξη;» με ποιητικά και πεζά κείμενα, αλλά και με δικά της σχέδια.
Από 23 χρονών έχει αντιμετωπίσει πολλά προβλήματα υγείας και έχει κινδυνεύσει πολλές φορές. Στις 11 Φεβρουαρίου του 2008 ελάχιστα λεπτά πριν από μια προγραμματισμένη της συναυλία στο Βόλο, υπέστη εγκεφαλική αιμορραγία. Υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση και παρέμεινε στην εντατική σε καταστολή, ωστόσο κατάφερε να αναρρώσει.
«Όταν συνήλθα ήμουν τελείως παράλυτη και δεν πίστευα ότι θα μπορέσω να ξαναστηθώ στα πόδια μου.. Το ότι σώθηκα είναι σίγουρα θαύμα. Έκανα έναν χρόνο να σταθώ στα πόδια μου μετά από έξι μήνες στα νοσοκομεία. Ήταν μια τρομακτική εμπειρία...» είχε εξομολογηθεί.
Έκτοτε, όμως, και για μια δεκαετία περίπου η κατάσταση της υγείας της επιδεινώθηκε. Τελικά έφυγε σε ηλικία 72 ετών, στις 8 Αυγούστου 2017 στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» της Αθήνας, όπου νοσηλευόταν στη Μονάδα Αυξημένης Φροντίδας.
Στη συμβολή των οδών Ιουστινιανού και Καλλιδρομίου, απέναντι από το σπίτι της, στη γειτονιά που αγάπησε, σήμερα πια στέκει το άγαλμά της, που έχει φιλοτεχνήσει ο Κυριάκος Ρόκος, γλύπτης και συμφοιτητής της στη Σχολή Καλών Τεχνών.