Ο Issey Miyake δεν ήθελε να είναι μόνο «ο σχεδιαστής που επέζησε από την ατομική βόμβα»
Ο Ιάπωνας σχεδιαστής μόδας που έγινε γνωστός για τα καινοτόμα πλισέ ρούχα του, αλλά και για τα πανομοιότυπα ζιβάγκο του Steve Jobs, πέθανε σε ηλικία 84 ετών.
Ο καταξιωμένος και πολύ δημοφιλής Ιάπωνας σχεδιαστής μόδας Issey Miyake σίγουρα δεν είχε την πιο εύκολη ζωή, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς την παιδική του ηλικία. Γεννήθηκε στη Χιροσίμα της Ιαπωνίας, στις 22 Απριλίου 1938. Όταν ήταν 7 ετών, κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου έγινε μάρτυρας μιας μαύρης σελίδας της σύγχρονης ιστορίας, της ρίψη ατομικής βόμβας, με πρωτοβουλία των ΗΠΑ, στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι. Ο Miyake που εκείνη την ώρα ήταν στο σχολείο του, επέζησε -σε αντίθεση με 70.000 συμπολίτες του που σκοτώθηκαν ακαριαία. Λίγα χρόνια αργότερα όμως έχασε τη μητέρα του, η οποία ήταν ένα από τα δεκάδες χιλιάδες θύματα της πυρηνικής ακτινοβολίας. Όταν πλέον ο Miyake ήταν δημόσιο πρόσωπο οι δημοσιογράφοι που του έπαιρναν συνεντεύξεις γνώριζαν πολύ καλά πως ο ίδιος δεν ήθελε να μιλάει για αυτό το τραυματικό συμβάν, που καθόρισε όχι μόνο την πορεία ενός έθνους, αλλά και τον ίδιο ως άνθρωπο. Το 2009 όμως, στο πλαίσιο μιας εκστρατείας που είχε ως σκοπό της να επιτραπεί στον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ, Μπάρακ Ομπάμα, η είσοδός του στην πόλη της Χιροσίμα, ο καινοτόμος σχεδιαστής έγραψε μια ανοιχτή επιστολή στους New York Times. Εκεί μεταξύ άλλων ανέφερε: «Ο Πρόεδρος Ομπάμα δεσμεύτηκε να επιδιώξει την ειρήνη και την ασφάλεια σε έναν κόσμο χωρίς πυρηνικά όπλα», έγραφε. «Ζήτησε όχι απλώς μείωση, αλλά εξάλειψη. Τα λόγια του ξύπνησαν κάτι βαθιά θαμμένο μέσα μου, κάτι για το οποίο μέχρι τώρα ήμουν απρόθυμος να συζητήσω».
Λίγα χρόνια μετά τον θάνατο της μητέρας του ο νεαρός Miyake μετακόμισε στο Τόκιο για να να σπουδάσει γραφιστική στο Πανεπιστήμιο Τέχνης Tama. Σύντομα όμως αντιλαμβάνεται πως το πάθος του δεν είναι απλά η σχεδιαστική δημιουργία, αλλά κάτι πολύ πιο συγκεκριμένο: το πάθος του είναι η μόδα. Έτσι, μετά την αποφοίτησή του αρχίζει να κυνηγάει το όνειρό του. Ταξιδεύει στο Παρίσι, γίνεται μαθητευόμενος στον Guy Laroche και στη συνέχεια εργάζεται στον Hubert de Givenchy -την εποχή που η Audrey Hepburn φορούσε τα φορέματά του.
Το 1968, ήταν μάρτυρας των φοιτητικών εξεγέρσεων που πέρασαν στην ιστορία ως ο Μάης του '68. Μέσα από την επαφή του με το κίνημα της εποχής ο Miyake δηλώνει απογοητευμένος από τη βιομηχανία της μόδας που σχεδίαζε ρούχα μόνο για τους πλούσιους, καθώς όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Guardian «δεν ενδιαφερόταν να ντύνει αστές κυρίες που γευμάτιζαν». Το 1970 ίδρυσε το Miyake Design Studio και παρουσίασε την πρώτη του συλλογή στη Νέα Υόρκη έναν χρόνο αργότερα. Τα καινοτόμα σχέδιά του απέσπασαν επαίνους στην αναπτυσσόμενη σκηνή της μόδας της Ιαπωνίας και η εταιρεία του Miyake σύντομα παρήγαγε μια μεγάλη γκάμα γυναικείων ενδυμάτων με αναγνώριση τόσο στην χώρα του όσο και στο εξωτερικό. Ένα από τα πρώτα του κομμάτια ήταν ένα φανελάκι, ζωγραφισμένο στο χέρι με παραδοσιακές ιαπωνικές τεχνικές τατουάζ, που απεικόνιζε το πορτρέτο του Jimi Hendrix και της Janis Joplin. Από το 1976 ο Miyake άρχισε να παρουσιάζει και ανδρικά ρούχα παράλληλα με τη γυναικεία συλλογή. Η σταδιακή αναγνώριση του τον οδήγησε στο να λανσάρει μια πλήρη συλλογή το 1978. Οι πολιτικές και κοινωνικές του ανησυχίες αποτυπώνονται και στις δημιουργίες του.
Σε μια συνέντευξη στο Village Voice το 1983, ο Miyake περιέγραψε την αντίθεσή του με τον υπερκαταναλωτισμό και το εφήμερο στοιχείο της μόδας: «Θέλω ο πελάτης μου να μπορεί να φορέσει ένα πουλόβερ που σχεδίασα πριν από 10 χρόνια και να το συνδυάσει με ένα φετινό παντελόνι». Άλλωστε, τα πιο διάσημα και πιο προσιτά ρούχα του, η σειρά Pleats Please, κυκλοφόρησαν το 1993 ως απάντηση τόσο στην ακρίβεια, αλλά και τη μη-πρακτικότητα της high-end μόδας. Πρόκειται μια σειρά ρούχων πλισέ που δεν χάνουν ποτέ το πτυχωτό σχήμα τους, ενώ προσφέρουν πλήρη ελευθερία κινήσεων –εξυπηρετούν μέχρι και επαγγελματίες χορευτές. Μπορούσαν να πλυθούν στο πλυντήριο, να τυλιχθούν αντί να διπλωθούν, ενώ ήταν και μια από τις πρώτες gender-free σειρές που κυκλοφόρησαν.
Ο Mikyake ήταν ένας βαθιά καινοτόμος σχεδιαστής, ο οποίος αναζήτησε (και βρήκε) στην τεχνολογία τη λύση στο πρόβλημα της υπερπαραγωγής που τον προβλημάτιζε. Δοκίμασε μεταξύ άλλων να κατασκευάζει ρούχα από έναν και μόνο «σωλήνα υφασμάτων» –η ιδέα του ονομάστηκε One Piece Clothe. Και οι φιλίες του άλλωστε ήταν εξίσου ενδιαφέρουσες με την προσωπικότητά του. Ήταν στενός φίλος του συνιδρυτή της Apple Inc, Steve Jobs, και ήταν γνωστός για το σχεδιασμό των παγκοσμίου φήμης μαύρων ζιβάγκων που φορούσε ο Jobs σε καθημερινή βάση. Αφού ο Jobs ζήτησε ένα ζιβάγκο για να το φοράει κατά τη διάρκεια των παρουσιάσεων του, ο Miyake του δημιούργησε εκατοντάδες από αυτά και τα έστειλε απευθείας με το ταχυδρομείο στον Jobs, εξασφαλίζοντας πως θα έχει αρκετά ζιβάγκο που θα του κρατούσαν για το υπόλοιπο της ζωής του. Ήδη από τη δεκαετία του '90 ο Mikyake αποσύρθηκε σταδιακά από τον σχεδιασμό των collection της Issey Miyake, καθώς ήθελε περισσότερο χρόνο για την έρευνα και τη δημιουργία.
Πολλά από τα σχέδιά του βρίσκονται σε μουσεία, συμπεριλαμβανομένης της μόνιμης συλλογής του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης. Το 2010 έλαβε το παράσημο του Πολιτισμού το 2010 και το 2016 τιμήθηκε ως Commandeur de l'Ordre National de la Légion d'honneur.
Στο άρθρο του στους New York Times, κάνοντας έναν μικρό απολογισμό έγραφε: «Προσπάθησα, αν και ανεπιτυχώς, να τα αφήσω πίσω μου, προτιμώντας να σκέφτομαι πράγματα που μπορούν να δημιουργηθούν, όχι να καταστραφούν, και που φέρνουν ομορφιά και χαρά. Στράφηκα προς τον τομέα του σχεδιασμού ρούχων, εν μέρει επειδή είναι μια δημιουργική μορφή που είναι μοντέρνα και αισιόδοξη. Δεν ήθελα να με χαρακτηρίσουν “ο σχεδιαστής που επέζησε από την ατομική βόμβα”».