Χρήστος Στέργιογλου: «Οταν πας να βρεις το δίκιο του ρόλου, ο καλός γίνεται καλύτερος κι ο κακός χειρότερος»
Ο Χρήστος Στέργιογλου γεννήθηκε στο Διδυμότειχο. Αγάπησε το θέατρο και τον κινηματογράφο απ΄τους θιάσους που έβλεπε να περνούν και τις ασπρόμαυρες ταινίες. Ηθοποιός με ερμηνείες που διαγράφουν μεγάλη γκάμα εντός και εκτός συνόρων, ήταν ο πατέρας στον «Κυνόδοντα» του Λάνθιμου και τώρα είναι η μάνα στο «Σπίτι της Μπερνάρντα Αλμπα» του Λόρκα στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης.
«Γεννήθηκα στο Διδυμότειχο. Δεν είχε καθόλου θέατρο εκεί, αλλά περνούσαν θίασοι, αρκετοί. Εχω δει απ΄το Κρατικό Θέατρο παραστάσεις που έρχονταν και έπαιζαν στο γήπεδο, στο προαύλιο του σχολείου. ‘Η στον μοναδικό κινηματογράφο που υπήρχε, τον “Ορφέα”, στον οποίο μάλιστα κάναμε εμείς εγκαίνια ως χορωδία του δήμου, τότε που ήμουν πιτσιρίκος. Είδα τον “Υπηρέτη δύο Αφεντάδων”, και σκέφτηκα ότι θα΄θελα να παίξω κι εγώ τον ρόλο που έπαιζε τότε ο Βλαχόπουλος -και τον έπαιξα χρόνια μετά στο ΔΗΠΕΘΕ Καλαμάτας. Είδα “Η ζωή είναι όνειρο” του Καλντερόν, “Βασιλιά Ληρ”, “Ρωμαίο και Ιουλιέτα”. Είδα την Σμαρούλα Γιούλη με τον Κώστα Βουτσά, επιθεωρήσεις… Δεν ήξερα ότι θέλω να γίνω ηθοποιός.
»Αυτό που μ΄έσπρωξε όμως ήταν ο κινηματογράφος. Πρώτη φορά είδα ταινία στο προαύλιο του δημαρχείου που ερχόταν ένα συνεργείο με μια μπομπίνα -άθλιες συνθήκες. Ηταν μια ταινία με την Ειρήνη Παππά ή την Ρένα Βλαχοπούλου, δεν θυμάμαι. Ηταν πάντως έγχρωμη και μου΄κανε φοβερή εντύπωση. Περισσότερο όμως μαγεύτηκα με τον ασπρόμαυρο κινηματογράφο. Αυτά ήταν τα πρώτα ερεθίσματα. Βέβαια έπαιζα συνέχεια στο σχολείο και έλεγα ποιήματα σε κάθε εθνική εορτή. Ημουν και στην μπάντα του Δήμου Διδυμοτείχου, έπαιζα σαξόφωνο.
»Πήγα πριν δύο χρόνια στο Διδυμότειχο. Εχουν αλλάξει όλα -είχα αφήσει επίτηδες τα χαρτιά μου για να πηγαινοέρχομαι. Δεν έχω συγγενείς εκεί, μόνο γείτονες. Αλλά οι γείτονες ήταν σαν συγγενείς. Οι πόρτες ήταν ανοιχτές, δεν τις κλειδώναμε, δεν υπήρχε κλειδαριά. Δεν ήταν καθόλου καχύποπτοι οι άνθρωποι. Τώρα κοιτάνε τον εαυτό τους, δεν κοιτάνε καθόλου τους άλλους. Τους νοιάζει να “προκόψουν” -τι θα πει προκοπή, τι θα πει επιτυχία. Ακολουθούν ό,τι τους λέει το κεφάλαιο, δεν είναι “μαζί”. Κι εγώ αυτό επιθυμώ σ΄ όλες τις δουλειές μου, το “μαζί” -όχι το εγώ. Γιατί το εγώ σκοτώνει τον έρωτα, που λέει και ο λαός.
»Το σπίτι μου δε είχε καμία σχέση με το θέατρο. Η μόνη σχέση που είχαμε ήταν ένα τζανζίστορ με μπαταρίες που κέρδισα εγώ απ΄τον μπακάλη με κάτι κουπόνια. Ημουν συνέχεια με το τρανζίστορ στο αφτί -η πρώτη μου επαφή ήταν με το “Θέατρο της Δευτέρας”. Έχω ακούσει, την “Στρίγγλα που έγινε αρνάκι» με την Αρώνη, την Ελλη Λαμπέτη, νομίζω σε σειρά, στην “Τζειν Εϊρ”, θυμάμαι την φωνή της. Τα παρακολουθούσα σαν τρελός… Και στο σχολείο, πολλά σκετς. Εχω παίξει τον Ιωσήφ στην Γέννηση του Χριστού, τον Ηρώδη, τον κακό άνθρωπο που σκότωνε τα παιδάκια, σαν παιδάκι ki εγώ. Εχω παίξει τον Αγαμέμνονα στην “Ιφιγένεια εν Αυλίδι” στην διασκευή μιας δασκάλας. Επίσης έχω ρίξει και κλάμα σ΄ένα ποίημα, μια προσευχή της μητέρας. Ημουν 6-7 ετών, φορούσα την ποδίτσα μου και μου΄ρθε να γονατίσω, κι όπως έπεσα στα γόνατα ένιωσα έναν πόνο… Αλλά δεν ήθελα να τον κρύψω κι έβαλα τα κλάματα και το εξέλαβαν σαν πόνο για το ποίημα. Επίσης με την αδερφή μου χορεύαμε και τραγουδάγαμε πάρα πολύ -εγώ πήγαινα πίσω απ΄το ραδιόφωνο για να μην φαίνομαι και έκανα δεύτερη φωνή. Κάναμε πολύ ωραία ντουέτα στα τραγούδια της Τζένης Βάνου και του Γιάννη Βογιατζή.
»Αυτό με τον πόνο έχει μεγάλη σημασία. Ας πούμε όταν πονάμε κάνουμε ότι δεν πονάμε, δυστυχώς. Θέλουμε να είμαστε αξιοπρεπείς. Στο θέατρο δεν πρέπει να είμαστε αξιοπρεπείς. Πρέπει να δείχνουμε ακριβώς αυτό που αισθανόμαστε, γιατί αυτός που ήρθε για να μας δει θέλει να δει την αλήθεια, όχι καμώματα. Αυτό είναι το προνόμιο που έχουμε εμείς οι ηθοποιοί, έχουμε την ευκαιρία να είμαστε ανοιχτοί. Στη ζωή μας δεν νομίζω ότι το κάνουμε εύκολα. Εγώ προσπαθώ να είμαι και στη ζωή έτσι. Αλλά στο θέατρο, δεν γίνεται, γιατί τότε δεν κάνεις καλά την δουλειά σου.
»Στην Θεσσαλονίκη πήγα για σπουδές, οικονομικά. Ευτυχώς πέρασα στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και έφυγα. Βλέπω ακόμα τους συμμαθητές μου, κάνουμε reunion, είμαστε πολύ αγαπημένοι.
»Ο κινηματογράφος με μάγευε. Ακόμα και έξι ταινίες την ημέρα έβλεπα, όπως έβλεπα κι όλες τις παραστάσεις - του Κουν με τη Μάγια Λυμπεροπούλου, τον “Αλί Ρέτζο” απ΄το Ελεύθερο Θέατρο. Όπως είδα, απ΄τον εξώστη του θεάτρου Αυλαία τις πτυχιακές εξετάσεις της Σχολής του Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης με την “Παρέλαση” της Αναγνωστάκη -έπαιζαν ο Μιχάλης Μητρούσης και η Τάνια Τσανακλίδου. Και είπα, “εδώ είμαστε”.
»Παρά τα τρία χρόνια στο Πανεπιστήμιο, και τις δύο υποτροφίες που πήρα, πήγα στο χωριό και είπα στους δικούς μου ότι θέλω να γίνω ηθοποιός. Και τους χρωστώ ευγνωμοσύνη γι΄αυτό, γιατί όταν τους το είπα, ο ένας μου΄πε “Παιδάκι μου, εσύ ξέρεις καλύτερα από μας” και ο άλλος “Να κάνεις αυτό που σ΄αρέσει”. Δύο άνθρωποι από χωριό, χωρίς μόρφωση αλλά με μεγάλο πνεύμα και μεγάλη σοφία. Το λένε εύκολα αυτό οι γονείς σήμερα; Θα πρέπει να ντρέπονται αν δεν αφήνουν τα παιδιά τους να κάνουν αυτό που θέλουν -δώσε απλόχερα την ευχή σου στο παιδί σου.
»Δεν είναι τυχαίο ότι εγώ αισθάνομαι ισορροπημένος -επιτυχημένος ή αποτυχημένος δεν έχει σημασία, ούτε μ΄ενδιαφέρει καν. Αλλά αισθάνομαι μια ισορροπία. Αυτό οφείλεται σ΄αυτούς τους δύο ανθρώπους. Η επιτυχία είναι το τελευταίο πράγμα που πρέπει να σκέφτεται κανείς. Γιατί αν σκέφτεσαι την επιτυχία δεν κάνεις καλά αυτό που κάνεις τώρα, γιατί σκέφτεσαι τι θα προκύψει απ΄αυτό, κι αυτό δεν είναι ωραίο. Αρκεί ν΄αγαπάς αυτό που κάνεις. Όταν αγαπάς αυτό που κάνεις πάντα βρίσκεις διόδους να κάνεις αυτό που σ΄αρέσει. Το πιστεύω ακράδαντα. Κι εγώ βρέθηκα σε πάρα πολύ δύσκολη θέση. Χωρίς λεφτά, χωρίς δουλειά, έκανα άλλες δουλειές. Πήγα στην Αμερική, επιβίωσα. Έκανα χιλιάδες δουλειές. Ποτέ δεν ξέχασα όμως ότι εγώ αυτό θέλω να κάνω, αυτό αγαπώ. Είναι θέμα πίστης και αγάπης και ελπίδας -μαζί πάνε αυτά. Αν το αγαπάς, το συνεχίζεις. Ποτέ δεν απογοητεύεσαι.
»Ποτέ δεν σκέφτηκα να κάνω αυτή τη δουλειά για να πάρω βραβεία, χειροκρότημα, ρόλους -κι όλα αυτά ήρθαν. Αυτό που μ΄ενδιαφέρει είναι αυτή τη στιγμή που βρίσκομαι μ΄αυτούς τους ανθρώπους εδώ πέρα ή με τους προηγούμενους. Να γίνει ωραία συνεννόηση, καλή συνάντηση και εγώ να είμαι εξ ολοκλήρου διαθέσιμος, να κάνω αυτό που μπορώ εκείνη τη στιγμή. Αυτό, μπορεί να φέρει κάτι άλλο…
»Το ΄87 κάναμε στην Καλαμάτα μια παράσταση με τεράστια επιτυχία και γίναμε γνωστοί στον θεατρικό χώρο -δεν ήταν αυτός ο στόχος. Στην επόμενη, που ήμασταν σίγουροι ότι θα σκίσουμε, δεν συνέβη. Δεν είχαμε καμία τύχη, δεν είχαμε καμία ταπεινότητα. Ε, αυτό ήταν το μεγαλύτερο μάθημα που πήρα στη ζωή μου. Ευτυχώς έγινε νωρίς και κατάλαβα τι σημαίνει να νιώθεις επιτυχημένος ή αποτυχημένος. Τίποτα απ΄αυτά δεν υπάρχει.
»Η Αννέζα Παπαδοπούλου ήταν η αδελφή μου, η θεατρική, η πνευματική, της ζωής μου, πορευτήκαμε μαζί. Με τον Θόδωρο Τερζόπουλο κάναμε πολλές δουλειές όταν ήρθε στην Θεσσαλονίκη. Υστερα χωριστήκαμε και ξανασμίξαμε στο ΚΘΒΕ, όπου ήμουν βοηθός του. Και τα πρώτα, ας πούμε, δικά του σκιρτήματα, η πρώτη φλόγα που είχε μέσα του, τα δοκίμασε πάνω μας, σε μένα και την Αννέζα, που ήμασταν πολύ διαθέσιμοι. Του είπαμε “κάνε μας ό,τι θες”… Κι αυτό έχει πολλή σημασία στην δουλειά. Γιατί εμπιστεύεσαι και αφήνεσαι. Εγώ το χαρακτηρίζω σαν έρωτα -είναι θέμα διαθεσιμότητας. Αφήνομαι στα χέρια σου, αλλά συγχρόνως μου δίνεις και ελευθερία, την ελευθερία της έκφρασης της δικιάς μου. Κάναμε μαζί το “Κεκλεισμένων των θυρών”, την “Γέρμα” -άρα δεύτερη φορά τώρα, και το “Μάνα Κουράγιο” του Μπρεχτ. Μετά η Αννέζα κι εγώ είπαμε ότι δεν θέλουμε άλλο -είχαμε δουλέψει επτά χρόνια με τον Θόδωρο. Ευτυχώς το διαζύγιο έγινε κοινή συναινέσει. Κι έτσι η Αννέζα κι εγώ τα παρατήσαμε όλα και φύγαμε για την Αμερική. Μείναμε δύο χρόνια, ένα τεράστιο σχολείο. Εκεί καταλαβαίνεις τα όριά σου, μέχρι πόσο κάτω μπορείς να πας, αλλά επειδή το καταλαβαίνεις, σταματάς. Ποτέ δεν σκέφτηκα να μείνω εκεί -πολλά τα εμπόδια, με πρώτο την γλώσσα.
»Ωστόσο, ναι, δούλεψα και δουλεύω στο εξωτερικό, δεν χρειάζεται να το διατυμπανίζουμε κιόλας. Αλλά δεν σκέφτομαι ποτέ την καριέρα, δεν με νοιάζει. Καταρχάς είναι πολύ αγχωτικό -δεν μπορώ να κολυμπήσω σ΄αυτά τα νερά.
»Ο κινηματογράφος μου προέκυψε σχεδόν στα 50. Πρώτη φορά έπαιξε στα 48, τόσο αργά. Κι ήταν αυτός ο νέος κινηματογράφος στον οποίο πρωτοστάτησα και χαίρομαι πολύ. Ολα είναι θέμα συναντήσεων.
»Απ΄τον Λάνθιμο και τον “Κυνόδοντα” έχουν περάσει 13 χρόνια. Περίμενε κανείς αυτό που έγινε μετά; Ούτε εγώ, ούτε ο Λάνθιμος. Μόλις διάβασα το σενάριο κι ενώ ήταν να πάω διακοπές, είπα “οι διακοπές αναβάλλονται”. Και καλά έκανα. Κάναμε μια συνάντηση με τον Γιώργο στο Φίλιον κι αυτό ήταν. Μέσα σε δύο μέρες το αποφάσισα. Το σενάριο ήταν καθοριστικό.
»Την ταινία την είδα πρώτη φορά στις Κάννες. Θυμάμαι αρχίζει η ταινία, μένω άγαλμα και λίγο μετά είχα ξεχάσει ότι παίζω εγώ…
»Όχι, δεν παίζω μόνον κακούς, έχω κάνει και καλά πράγματα. Δεν φοβάμαι να πηγαίνω στα άκρα, και ελπίζω να πηγαίνω. Αυτοί οι αρνητικοί άνθρωποι, τα φασιστοειδή, όλα, έχουν μια δικαιολογία, ένα δίκιο. Κι εγώ προσπαθώ να το βρω και να το πάω στα άκρα. Με μια ακραία συμπεριφορά, που έχω όλο το δικαίωμα να κάνω, γίνεται ακόμα πιο τερατώδες το αποτέλεσμα. Και φυσικά δεν συμφωνώ καθόλου μαζί τους. Οταν δεν σκέφτεσαι ότι κάνεις έναν κακό, έναν αρνητικό ήρωα, γίνεται ακόμα πιο τέρας. Κι αυτό ισχύει για όλους τους ρόλους, θετικούς και αρνητικούς. Όταν πας να βρεις το δίκιο του, ο καλός γίνεται καλύτερος και ο κακός γίνεται χειρότερος. Αλλά δεν σημαίνει ότι το ένα έχει πιο ενδιαφέρον απ΄το άλλο, όλοι οι ρόλοι έχουν τη δύναμη τους.
»Δεν φοβάμαι τα άκρα, ούτε το φύλο του ρόλου, καθόλου, γιατί δεν υπάρχει. Τι να πεις γι΄αυτό το ποίημα του Λόρκα, “Το σπίτι της Μπερνάρντα Αλμπα”, ένα βαθιά πολιτικό έργο. Και η Μαρία (σ.σ. Πρωτόπαππα) με την Ελένη (σ.σ. Σπετριώτη) έκαναν πολλή δουλειά με την διασκευή. Και κράτησαν το θέμα το πολιτικό γιατί δεν τους ενδιέφερε καθόλου το φολκλόρ του χωριού. Η Ισπανία έχει περάσει τόσα πολλά και ακόμα περνάει, όπως κι όλα τα κράτη, γιατί το κεφάλαιο είναι αδυσώπητο. Δεν ξέρουμε ποιος διοικεί, τα΄χουμε χαμένα, τα λεφτά λειτουργούν, δέκα άνθρωποι καθορίζουν τον κόσμο…
»Στον Λόρκα δεν έχουμε να κάνουμε με μια μάνα που δεν αφήνει τις κόρες τις ελεύθερες, αλλά με μια χώρα που προσπαθεί να επιβιώσει, να τα΄χει καλά με τους γείτονες, να προστατευτεί. Εκεί να δεις πόσα δίκια έχει. Αλλά ο τρόπος της δεν οδηγεί πουθενά. Γιατί όταν πας ενάντια στην φύση για να επιβιώσεις, η φύση θα σ΄εκδικηθεί -το βλέπουμε τώρα με τις οικολογικές καταστροφές. Και το έργο έχει πολλά να κάνει μ΄αυτά που τραβάμε όλοι οι άνθρωποι ενώ παράλληλα έχουμε να κάνουμε με μια ελεγεία, ένα ποίημα. Κι ένα ποίημα έχει δικαίωμα να το πει και άνδρας και γυναίκα.
»Δεν σκέφτηκα ποτέ ότι πάω να κάνω μια γυναίκα στο “Σπίτι της Μπερνάρντα Αλμπα”. Σε κανέναν ρόλο δεν το σκέφτομαι -έχω κάνει δύο γυναίκες, και δύο παρενδυτικούς.
»Με την Μαρία Πρωτόπαππα είπα ό,τι και νεώτερος με τον Τερζόπουλο, “πάρε με και κάνε με ό,τι θες”. Το ίδιο και πέρυσι στην “Αντιγόνη”. Εμπιστεύτηκα το πνεύμα της, την στάση της στο θέατρο και στη ζωή. Κι αυτό όταν συμβαίνει είναι μια μεγάλη ευτυχία και δεν έχει σχέση με την επιτυχία. Λέω “σ΄εμπιστεύομαι, και πάμε να ρισκάρουμε”.
»Η γυναίκα είναι ακόμα δακτυλοδεικτούμενη σε πράγματα στα οποία, αντιστοίχως, δεν είναι ένας άνδρας. Στην απιστία, για παράδειγμα, είναι άλλη η προσέγγιση. Δεν ξέρω πόσα χρόνια θα περάσουν για να ξεπεραστούν όλα αυτά. Γίνανε βέβαια κάποια βήματα -όπως με τον γάμο ομοφύλων, αλλά εγώ θάθελα να φτάσουμε, στο σημείο η ελληνική κοινωνία, να μην τα έχει πια σαν θέματα.
»Εγώ δεν θα πάψω να μιλάω για την αδικία ούτε να πολεμάω ανθρώπους που εκμεταλλεύονται άλλους ανθρώπους, δεν θα πάψω να είμαι υπέρ του αδυνάτου. Θα συνεχίσω -μακάρι να πιάσει.
»Η βία, μόνο η βία, με φοβίζει, ο βίαιος τρόπος που έχω το δικαίωμα να κάνω ό,τι θέλω απάνω σου, να πάρω από σένα ό,τι θέλω χωρίς να σε ρωτήσω -αυτό είναι πολύ μαύρο.
»Συνεννόηση είναι όταν δέχεσαι τον άλλον έτσι όπως είναι, με την προϋπόθεση ότι δεν θα σου κάνει κακό. Η βία χαλάει όλη την ισορροπία της ανθρωπότητας -απ΄την βία πέθανε κι ο Λόρκα και απ΄τις προκαταλήψεις. Και η Μαρία σεβάστηκε τον Λόρκα, πήρε την ουσία του. Χαίρομαι πάρα πολύ που είμαι σ΄αυτή την παράσταση.
»Με ρωτάς αν τα έκανα όλα όπως ήθελα; Όχι τα δέχτηκα όπως ήρθαν. Ήθελα να κάνω αυτή τη δουλειά κι απ΄τη στιγμή που το αποφάσισα τα δέχομαι έτσι όπως έρχονται, τα καλοδέχομαι, όλα. Ούτε θυσίασα τίποτα, τίποτα απολύτως. Οικονομικά είχα προβλήματα πάρα πολλά αλλά δεν ήθελα να ζω άνετα. Το μόνο ας πούμε που μ΄αρέσει πολύ είναι να κερνάω. Κι όταν δεν είχα λεφτά για να κεράσω, δεν περνούσα πολύ καλά. Τώρα τελευταία δεν έχω κανένα πρόβλημα, ευτυχώς, γιατί έχω δουλειές έξω που μου φέρανε και αρκετά χρήματα. Εδώ οι αμοιβές δεν είναι τόσο καλές, εκεί είναι καλύτερες.
»Η διαφορά με το εξωτερικό είναι τεράστια. Δεν υπάρχει καμία σχέση, όλες οι συνθήκες είναι καλύτερες, αρκεί να είσαι συνεπής και να κάνεις καλά τη δουλειά σου. Ας πούμε δεν υπάρχει περίπτωση να πας στο γύρισμα χωρίς να΄ρθει να σε πάρει αυτοκίνητο. Εδώ πας μ΄όποιο μέσον θες. Επίσης δεν υπάρχει περίπτωση να μην έχεις το δικό σου χώρο -ή ένα τρέιλερ για καμαρίνι σου. Εδώ πας στο γύρισμα και δεν έχεις καρέκλα να κάτσεις. Ούτε υπάρχει περίπτωση να μην πληρωθείς στην ώρα σου. Οι αμοιβές είναι, μην σου πω, δεκαπλάσιες… Αλλά δεν υπάρχει περίπτωση να καθυστερήσεις εσύ το γύρισμα, να είσαι δηλαδή εσύ η αιτία να πάει πίσω μια σκηνή γιατί αυτό πάει πίσω την παραγωγή. Η οργάνωση είναι τέτοια που δεν υπάρχει περίπτωση να μην τελειώσουν οι σκηνές που είναι προγραμματισμένες. Ακόμα εκεί υπάρχει μια γενναιοδωρία με την έννοια ότι όταν γίνεται μια σκηνή κι εσύ την κάνεις καλά, έρχονται όλοι σχεδόν να σου πουν “τι ωραία που την έκανες” και “σ΄ευχαριστούμε πάρα πολύ”. Εδώ δεν υπάρχει γενναιοδωρία. Συχνά συνηθίζουμε να λέμε ότι έξω είναι απρόσωπα τα πράγματα ενώ εδώ, ανθρώπινα. Τι θα πει αυτό; Παίζεις με τον άλλον, δεν τον παντρεύεσαι…».
«Το σπίτι της Μπερνάρντα Αλμπα» του Λόρκα σε σκηνοθεσία Μαρίας Πρωτόπαππα, στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης Κάρολος Κουν