Γρηγόρης Βαλτινός: «Δεν ήξερα πώς είναι ο πατέρας μου. Τον είδα είκοσι χρόνια μετά»
Ο Γρηγόρης Βαλτινός ανήκει στην γενιά εκείνη των ηθοποιών που έμαθαν θέατρο από την αρχή: Βήμα-βήμα ανέβηκαν τα σκαλιά του και δεν άργησαν να ξεχωρίσουν με τον ταλέντο και την πολλή δουλειά.
Πρωταγωνιστής, θιασάρχης, σκηνοθέτης, είναι ένας καλλιτέχνης που τον αγαπάει ο κόσμος, κι εκείνος το ίδιο. Γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη. Ζει στην Αθήνα, στη Νέα Σμύρνη. Είναι παντρεμένος κι έχει δύο γιους.
Η χρονιά τον ξαναβρίσκει στο θέατρο Ιλίσια και στον «Da», ενώ τηλεοπτικά θα είναι ο Μακάριος στην σειρά «Famagusta»
«Το όνομά μου είναι Γρηγόρης Ιωακειμίδης. Οταν ξεκίνησα στο Απλό Θέατρο υπήρχε, τότε, ο ηθοποιός Δημήτρης Ιωακειμίδης και μου λέει ο Χρήστος ο Πολίτης “θα βγεις τώρα νέο παιδί με το ίδιο όνομα μ΄έναν παλαιότερο ηθοποιό. Δεν είναι σωστό ούτε γι’ αυτόν ούτε για σένα”. Αλλά δεν αισθανόμουν βολικά μ’ άλλο όνομα, τουλάχιστον ήθελα να πάρω κάτι συγγενικό.
»Το μικρό μου όνομα έχει μια συναισθηματική ιστορία. Είχα έναν θείο, ξάδελφο του πατέρα μου, που τον έλεγαν Γρηγόρη αλλά ήταν άκληρος, δεν είχε παιδιά. Κι ενώ θα μπορούσαν να με βαφτίσουν Γιώργο όπως ήταν ο ένας μου παππούς ή Λάζαρο, όπως ήταν ο άλλος, επέλεξαν να με βαφτίσουν Γρηγόρη για να δοθεί κάπου τ’ όνομα του θείου. Οταν λοιπόν προέκυψε η ανάγκη ν΄αλλάξω το επώνυμό μου, επειδή ο πατέρας μου είναι από ένα βαλτοχώρι, έξω απ΄την Θεσσαλονίκη, τον Καταχά, αποφάσισα να επιλέξω ένα τοπονύμιο, ένα όνομα που προέρχεται από εκεί για να μην μου είναι τελείως ξένο. Εκεί έχει βάλτους κι έτσι επέλεξα το Βαλτινός...Μου λένε ότι μοιάζει αυτοκρατορικό. Εγώ το διάλεξα από την χωριάτικη πλευρά μου...
»Κι έτσι στο θέατρο βγήκα Γρηγόρης Βαλτινός. Παίξαμε στο Απλό τον “Ιουλιανό Οραματιστή” του Νίκου Ζακόπουλου. Είχα πάρει τον ρόλο με οντισιόν. Ημουν ακόμα στρατό, στην αεροπορία, με άδεια έπαιξα. Και μόλις τέλειωσα έκανα πάλι οντισιόν για το “Γλυκό πουλί της νιότης” με τον Ντασέν και τη Μελίνα. Είχε προηγηθεί και μια οντισιόν όπου πήγαμε πολλά παιδιά απ΄το Εθνικό, η Λυδία Κονιόρδου, ο Γιάννης Βούρος-μας πήρε η Ασπασία Παπαθανασίου, για Χορό.
»Ένοιωσα πολύ ωραία πάνω στην σκηνή, ένοιωσα ότι κάτι γίνεται. Κατάλαβα ότι αυτό είναι το τοπίο μου, ο χώρος μου, επαγγελματικός και ψυχικός.
»Η οικογένειά μου δεν είχε καμία σχέση με το θέατρο αλλά ήταν όλοι ταλαντούχοι. Είχαν ωραίες φωνές, τραγουδούσαν, ήταν η ψυχή της παρέας. Ανθρωποι εκφραστικοί, με χιούμορ κι ο πατέρας μου και η μητέρα μου. Πολλά απ΄τα πράγματα που φυτεύω στο θέατρο είναι δικά τους.
»Και στο “Da” έχω βάλει δικά τους. Ο Da είναι η μάνα μου. Μου ήταν εξαιρετικά εύκολος ρόλος, παρά τις απαιτήσεις του. Το κατάλαβα από τότε που το διάβασα, πριν σαράντα χρόνια –το είχα δει με τον Κατράκη. Η μάνα μου ήταν κάπως έτσι, σαν τον Da.
»Με την μητέρα μου ήμουν πολύ κοντά, στην αρχή ήμουν μόνο με την μαμά μου, γιατί είχε χωρίσει από τότε που ήμουν ενός έτους. Η μαμά μου ήταν τα πάντα. Τον πατέρα μου δεν τον ξαναείδα από τότε που χώρισαν -πήγε στην Αμερική. Πρωτοείδα κάποιες φωτογραφίες του μετά από 15-16 χρόνια, όταν αρχίσαμε να επικοινωνούμε -δεν ήξερα πως είναι. Τον είδα είκοσι χρόνια μετά. Ολο αυτό είναι λίγο σαν παγωτό φλαμπέ. Και ψυχρό και ζεστό, ταυτόχρονα. Σαν παγωτό που του βάζεις φωτιά. Νοιώθεις ψυχρά γιατί δεν τον ξέρεις και ταυτόχρονα ζεστά γιατί καταλαβαίνεις ότι, μέσα στο σύμπαν, είναι ένας άνθρωπος που΄χεις μια σχέση μαζί του. Κι αρχίζεις και τον ανακαλύπτεις, τον γνωρίζεις. Εμένα μου έλειψε το πατρικό πρότυπο. Ισως ήταν ένας απ΄τους λόγους που με οδήγησαν στο θέατρο, ένοιωθα λίγο ατελής, λίγο ασχημάτιστος.
»Πέρασα δύσκολα στα παιδικά, εφηβικά μου χρόνια, και αργότερα, μέσα στην ανασφάλεια, χωρίς να έχω ιδιαίτερη οικονομική ενίσχυση από πουθενά. Επρεπε να δουλεύω από δέκα χρόνων. Ξαφνικά μέσα από το θέατρο, τα κείμενα, την ποίηση, μέσα από κάποιες σχολικές παραστάσεις, κατάλαβα ότι το θέατρο ήταν ένας τόπος δραπέτευσης, επικίνδυνος βέβαια, και με τεράστια ανασφάλεια. Δεν είναι ένα φυσιολογικό επάγγελμα. Κι έπεσα σαν καμικάζι πάνω του και είπα ή θα ζήσω ή θα σκοτωθώ. Οι καμικάζι συνήθως σκοτώνονται μαζί με το αεροπλάνο. Εγώ έπεσα με το αεροπλάνο και, για έναν ανεξήγητο και παράδοξο λόγο, πίστευα ότι θα ζήσω. Κι έζησα.
»Θεωρώ μεγάλη ευλογία να μπορεί να ζει κανείς αξιοπρεπώς μόνον μ΄αυτή την δουλειά. Γιατί από την στιγμή που ασχολήθηκα με το θέατρο, δεν έκανα καμία άλλη. Επίσης ένοιωθα ότι πρέπει να προετοιμαστώ πολύ καλά γιατί αγαπούσα αυτόν τον χώρο και δεν ήθελα να με εξοστρακίσει, να με πετάξει έξω. Επρεπε να μπορώ να ανταποκριθώ σε ό,τι μου ζητηθεί -δράμα, κωμωδία, τραγούδι, χορός. Ολα τα χρήματα που έβγαζα τα΄τρωγα σε σχολές για την φωνή μου, για χορό. Ένοιωθα ότι δεν είχα περιθώριο να αποτύχω, όχι λόγω έπαρσης, αλλά επιβίωσης.
»Η μητέρα μου ήταν πολύ υποστηρικτική σ΄όλο αυτό. Με αγαπούσε υπερβολικά. Οταν ήμουν μικρός μου έλεγε “πρόσεχε όταν παίζεις στον δρόμο, μπορεί να έρθει κάποιος κύριος και να σε πάρει”, φρικτό. Το΄λεγε για να με προφυλάξει αλλά εγώ μεγάλωσα μ΄αυτόν τον φόβο, τον ενσωμάτωσα και τον έκανα δύναμη. Ολα αυτά μου δημιούργησαν έναν ψυχισμό, φοβίες, κόμπλεξ. Ο πατέρας μου ποτέ δεν ήρθε στο σχολείο -όταν με ρωτούσαν τα παιδιά, έλεγα πως δουλεύει. Ντρεπόμουν. Αργότερα είχα έναν πατριό, αλλά δεν έπαιξε αυτόν τον ρόλο, δεν τον είπα ποτέ πατέρα.
»Γεννήθηκα στην Θεσσαλονίκη κι έμεινα τον πρώτο χρόνο της ζωής μου. Οταν χώρισε η μητέρα μου πήγαμε στην Ξάνθη, την γενέτειρα της, Ως τα οκτώ μου χρόνια μέναμε εκεί, μετά ήρθαμε στην Αθήνα. Πιστεύω ότι όλα αυτά μαζί με τις πρώτες μου επαφές με τις παραστατικές τέχνες μ΄έκαναν να νοιώθω ότι μέσα στο θέατρο θα λύσω πολλά προβλήματά μου. Και έλυσα, τα έλυσα όλα. Βρήκα έναν τόπο, ψυχικό και πνευματικό, τόπο αποδοχής. Ως παιδί ένοιωθα μόνος μου, έκθετος. Αν μου έπαιρνες την μητέρα μου δεν είχα τίποτ΄άλλο στον κόσμο. Στο θέατρο βρήκα συγγενείς, φίλους, άνοιξε το μυαλό μου. Κατάλαβα ότι θα μου πάρει μια ολόκληρη ζωή για να το μάθω.
»Πέρασα στην σχολή του Εθνικού, και μάλιστα με υποτροφία. Είχα δασκάλους την Αρώνη, τον Τζόγια, τον Βόκοβιτς, την Μαρία Χορς, τον Τάσο Λιγνάδη που μου΄μαθε ποίηση –τρία χρόνια κάναμε το “Αξιον εστί”. Αλλά δεν ήθελα να μείνω στο Εθνικό, ήθελα να βγω στο ελεύθερο θέατρο.
»Απ΄το πρώτο δευτερόλεπτο ένοιωθα ότι αυτό που κάνω είναι συμβατό με την τέχνη του θεάτρου –δεν έκανα ούτε μία απουσία απ΄την σχολή, κι ας δούλευα το πρωί, κι ας πήγαινα μετά τα μαθήματα σε παραστάσεις. Κοιμόμουν 2-6...
»”Το γλυκό πουλί της νιότης” ήταν ένα σπουδαίο ξεκίνημα για μένα. Γνώρισα την Μελίνα, τον Ντασέν, τον Φέρτη. Θυμάμαι ότι με σύστησε η Μελίνα στους δημοσιογράφους και από τότε ένοιωσα ότι δεν πρέπει να κάνω εκπτώσεις. Κι ό,τι έκπτωση έκανα είχε να κάνει με επιβίωση. Γιατί δεν μπορεί 45, σχεδόν, χρόνια στο θέατρο να΄σαι μόνον μ΄αυτά που ονειρεύεσαι.
»Εκείνο που νομίζω ότι μ΄έσωσε ήταν οι περίφημες κόκκινες γραμμές, όλα ήταν από ένα σημείο και πάνω. Ποτέ κάτω από τον πήχυ. Μετά πήγα στην Αλίκη, ύστερα με πήρε ο Λεμπέσης, έπαιξα με την Λάσκαρη, με πήρε η Καρέζη στην “Βιρτζίνια Γουλφ”, μεγάλα έργα. Δεν πίστευα ποτέ στην εμφάνισή μου, δεν επέλεγα ρόλους ζεν πρεμιέ, δεν έκανα τον ωραίο. Ημουν κυρίως ρολίστας.
»Εγινα θιασάρχης μετά από δέκα χρόνια που ήμουν στο θέατρο και παρέμεινα -τετάστια ευθύνη και μεγάλη τιμή. Γιατί σ΄εμπιστεύεται ο άλλος, σου εμπιστεύεται τα λεφτά του. Με τον Λεμπέση ήμουν 15 χρόνια. Ως θιασάρχης πρέπει να ισορροπώ ανάμεσα σε πολλά. Αρχισα και να σκηνοθετώ, πιο πολύ για να μάθω. Αλλά είχα πολύ καλούς δασκάλους, όλους αυτούς με τους οποίους δούλεψα -τους ρουφούσα σαν σφουγγάρι. Θεωρώ μεγάλο μου δάσκαλο τον Σταμάτη Φασουλή. Θεατράνθρωπος, με Θ κεφαλείο. Είδα έναν άνθρωπο που είχε γνώση των κειμένων, των έργων, της ποίησης, της ιστορίας. Κατάλαβα ότι πρέπει να οπλιστώ –χρωστάω στον Σταμάτη ότι άρχισα να μορφώνομαι σφαιρικά στο θέατρο.
»Η τηλεόραση ήρθε μετά. Απ΄το θέατρο με πήραν στην τηλεόραση κι αυτό είναι μεγάλη ικανοποίηση.
»Επειδή το θέατρο έχει πολλές απαιτήσεις, μεγάλη τρέλα, τρέξιμο, κυνήγι και ανασφάλεια κατάλαβα ότι το υπόλοιπο μέρος της ζωής μου πρέπει να΄χει ηρεμία, μια σταθερά.
»Γνώρισα την γυναίκα μου μέσα απ΄την δουλειά, δημοσιογράφος. Η Εύα δεν ήταν το πρότυπο που μπορεί να φανταστεί κανείς για σύζυγο και οικογένεια. Ηταν ένα ατίθασο παιδί, που μου δήλωσε απ΄την αρχή ότι δεν θέλει οικογένεια και παιδιά. Σύντομα κατάλαβα ότι όλα αυτά είναι αντίδραση σε κάτι που θέλει. Η Εύα είναι μια γυναίκα που δεν την ενδιέφερε η δημοσιότητα ή να΄χει έναν διάσημο άνδρα, δεν έδινε, ούτε δίνει σημασία στην εικόνα.
»Σε μένα η εικόνα πάντα έπεται κι αυτό είναι ένα απ΄τα πράγματα που βοήθησαν την πορεία μου. Γιατί εγώ πρώτα κάνω τα μπετά, τα θεμέλια, και μετά το “πουλάω”. Γι’ αυτό και όταν κάνω αποτυχία θέλω να κατέβει αμέσως η παράσταση, να μην έρθει κανένας να την δει. Δεν είμαι της εικόνας, σιχαίνομαι την κούφια προβολή. Ιδίως τώρα που είναι τόσο εύκολο να βγάλει κανείς μια φωτογραφία με το εσώρουχό του και την επομένη να τον έχουν όλα τα site. Δεν έχω social, εκτός από μια σελίδα όπου δημοσιοποιώ την δουλειά μου.
»Ναι, ένοιωσα ότι λειτουργώ ως πρότυπο για τους γιους μου. Είμαστε ομάδα, οι τέσσερίς μας, είμαστε ένα. Η αγάπη και το νοιάξιμό τους με κάνει να νοιώθω ότι δεν έκανα πολλά λάθη, ότι το πήγα καλά το πλοίο, δεν βούλιαξε... Γιατί αυτά τα παιδιά θα κολυμπήσουν μόνα τους και πρέπει να μην μπάζουν νερά. Ο Νικηφόρος σπούδασε media communication, σενάριο, σκηνοθεσία και τώρα γράφει –σενάρια, αλλά κάνει και διεύθυνση παραγωγής στο θέατρο Ιλίσια. Είναι παντρεμένος και, ναι, σαν τρελός θέλω να γίνω παππούς. Ο Γιάννης, ο μικρότερος, ασχολείται με την διαφήμιση, digital marketing.
»Ενα απ΄τα πράγματα που σε σπρώχνουν σ΄αυτές τις τέχνες είναι η επικοινωνία, η εξερεύνηση του κόσμου, της ανθρώπινης ψυχής, η αναγνώριση και η αγάπη. Οταν τα κατακτήσεις, θεωρώ υποκριτικό να λες ότι δεν μ΄ενδιαφέρουν. Νοιώθω λοιπόν υπέροχα, θεωρώ ότι είναι η πιο σημαντική περιουσία που΄χω πάρει απ΄αυτή την δουλειά. Οταν κάποιος ξεκινάει να΄ρθει να δει, θεωρώ ότι είναι η μεγαλύτερη τιμή που μου γίνεται. Ισως είναι το πιο γλυκό πράγμα της ζωής μου μετά τα παιδιά και την οικογένειά μου. Η αποδοχή του κόσμου που δεν έχει να κάνει μ΄έναν επίκαιρο θαυμασμό –είναι διαχρονικό.
»Οχι με την πολιτική δεν ασχολήθηκα ποτέ –μου προτάθηκε πολλές φορές. Με θεωρούσαν αριστερό, προοδευτικό, αλλά ποτέ δεν ήμουν κομματικός. Ηθελα πάντα να΄μαι κοντά στην κοινωνία. Και ο ρόλος της τέχνης μέσα στην κοινωνία είναι, να μπορεί να κρίνει, να καταγγέλλει κι αυτό δεν μπορείς να το κάνεις όταν είσαι σ΄ένα κόμμα. Οφείλεις ή να σιωπάς ή να ακολουθείς την κομματική γραμμή. Από σπουδαστής, έτσι ήμουν: Ψήφιζα προτάσεις, όχι γραμμές, όχι κόμματα. Κι αυτό όχι για να μην εκτεθώ, αλλά γιατί μου στερούσε πολλές ελευθερίες. Πιστεύω πολύ στην υποδόρροια λειτουργία της τέχνης, ότι μπορώ να πείσω κάποιον όταν νοιώθει πως κάνω κάτι αυθόρμητα και όχι λόγω κομματικής γραμμής.
»Εχω υπηρετήσει ιδέες, με πρώτη το αν θέλεις ν΄αλλάξεις τον κόσμο, ν΄αλλάξεις πρώτα τον εαυτό σου. Κι αυτό προσπαθούμε να κάνουμε μέσα απ΄το θέατρο. Υπάρχει γύρω μας αφέλεια, αμορφωσιά, αγριότητα, μια διάθεση να κατέβουν όλα προς τα κάτω, αντί να προσπαθούμε ν΄ανέβουμε εμείς. Κι αυτό το τελευταίο χρόνια το νοιώθω και στην τέχνη, η περίφημη αποδόμηση, η “μοντερνίλα”, η κατάργηση των κεκτημένων. Στο θέατρο βλέπω μια τάση να φτύσουμε πάνω στα κεκτημένα, να τα αποδομήσουμε. Ισως από αδυναμία δόμησης... Πρέπει να πούμε σ΄αυτούς τους ανθρώπους, τις περισσότερες φορές είναι νέοι και θέλουν ν΄απευθυνθούν και στους νέους, ότι όταν διαλέγεις αυτόν τον δρόμο, διαλέγεις το πιο δύσκολο. Κι είναι άλλο το ν΄ακολουθήσεις αυτό που έχει κατακτηθεί και να θελήσεις να το βελτιώσεις, κι άλλο ν΄αποφασίσεις να καταργήσεις τα πάντα, χωίς να έχεις να προτείνεις κάτι ισάξιο, αν όχι ανώτεροι. Και πρέπει να πούμε ότι το θέατρο και γενικά τις τέχνες τις χαρακτηρίζει μια συλλογική ευθύνη, η ευθύνη του συνόλου της συντεχνίας. Γιατί αυτό που προτείνουμε μπορεί να φέρει κόσμο στο θέατρο ή να διώξει. Εαν συνεχιστεί αυτή η κατρακύλα κάποιων παραστάσεων, πρώτον θα φτάσουμε στο σημείο να χάσουμε έναν τεράστιο αριθμό θεατών, και δεύτερον θα υπάρξει μια μόδα, ένας εθισμός στον χαβαλέ, στο καλαμπούρι, στο ποιος θα κάνει την μεγαλύτερη εξτραβαγκάντσα. Και στο τέλος μιας παράστασης, μιας σεζόν να συζητάμε για τα πέριξ, τα κουσομπολιά κι όχι για το τι άφησε στο κοινό».
Μακάριος στο «Famagusta»
«Στο ”Famagusta”, θα κάνω τον Μακάριο. Του μοιάζω, μου το΄λεγαν από παλιά. Εχω τα ίδια μάτια, λίγο κουκουλωτά, με σακούλες. Ενας απ΄τους λόγους που δεν κάνω πολλή τηλεόραση είναι ότι δεν μπορώ να κάνω παράλληλα και θέατρο.
»Εχω επαφή με τα παιδιά που κάνουν την σειρά, τον Αντρέα Γεωργίου και την Βάνα Δημητρίου. Οπότε μόλις βγήκε ο ρόλος του Μακάριου και μου είπαν ότι είναι λίγα τα επεισόδια που παίζει, τους είπα, “εγώ θα κάνω τον Μακάριο”. Είχα κάνει τον παπά σε μια παράσταση στο γυμνάσιο και μετά απ΄αυτόν τον ρόλο μου μπήκε το μικρόβιο του θεάτρου. Ηρθαν μετά όλοι και μου΄παν πόσο μου πάει αυτός ο ρόλος...
»Το ”Famagusta” είναι μια δραματική ιστορία, ένα έργο αντιπολεμικό, για ένα παιδί που χάθηκε στην εισβολή και οι γονείς του το αναζητούν, όπως κι εκείνο. Μιλάει και για έναν έρωτα».
«Da» του Χιου Λέοναρντ. Σκηνοθεσία Πέτρος Ζούλιας. Παίζουν: Γρηγόρης Βαλτινός, Μιχάλης Οικονόμου, Γιώργος Σουξές, Νεκταρία Γιαννουδάκη, Κωνσταντίνα Κλαψινού, Λάμπρος Κωνσταντέας, Βασίλης Παπαδημητρίου και η Ταμίλα Κουλίεβα. Στο θέατρο Ιλίσια