Γωγώ Μπρέμπου -«Είμαι των σταθερών σχέσεων και των μεγάλων συναισθημάτων»
Η Γωγώ Μπρέμπου εκπέμπει χαρά, δύναμη, αισιοδοξία. Με μια σχεδόν παιδική αθωότητα συνεχίζει να είναι περίεργη και να κάνει την δουλειά της, πάντα με τον ίδιο ενθουσιασμό. Άλλωστε το θέατρο αποδείχθηκε μια φυσική της ανάγκη. Μεγάλωσε στον Χολαργό, έχει δύο αδελφές. Τα τελευταία χρόνια μοιράζεται την ζωή της με τον συγγραφέα Χρήστο Χωμενίδη.
«Στα δεκάεξι μου, στην εφηβεία, σε μια εποχή που πρέπει να αντιμετωπίζουμε τους ανθρώπους με μεγάλη προσοχή και ευαισθησία, είχα κάνει διάφορες επαναστάσεις, όχι απαραίτητα επικίνδυνες ούτε κόντρα για την κόντρα. Έφευγα και δεν έλεγα που είμαι, δεν πήγαινα σε κάποιο μπαρ, αλλά στην Πλάκα, στην Ακρόπολη, καθόμουν σε κάτι σκαλοπάτια και στοχαζόμουν –δεν θυμάμαι τι. Απλώς δεν έδινα αναφορά στους γονείς μου. Και διάλεξα να κάνω αυτή την δουλειά, διάλεξα να γίνω ηθοποιός.
»Ο μπαμπάς μου είχε δική του βιοτεχνία επιπλοποιΐας, ξυλουργός, το είχε σπουδάσει. Μεγαλώσαμε με ωραίο τρόπο. Έβαζε πολύ κόπο στην δουλειά του και γι΄αυτό σέβομαι τους ανθρώπους που βάζουν πολύ κόπο για να κάνουν κάτι. Η μαμά μου έχει κάνει χιλιάδες δουλειές. Είχε ανοίξει μαγαζί με ηλεκτρονικά, ρεμπετάδικο, περίπτερο, έγινε οδηγός ταξί -ό,τι μπορούσε να κάνει μια γυναίκα την εποχή του΄80, που να της εξασφαλίζει εισόδημα. Άρχισε να δουλεύει μεγάλη, αφού έκανε παιδιά -είμαστε τρεις αδελφές, η μεγάλη με περνάει έντεκα μήνες και την μικρή την περνάω δυόμιση χρόνια.
»Οι γονείς μου είναι αρκετά ελεύθεροι άνθρωποι. Μεγαλώσαμε στον Χολαργό, χωρίς στερήσεις, αλλά δεν υπήρχαν και τόσο πολλά πράγματα τότε, δεν επιθυμούσαμε. Ήρθε μετά το κύμα της κατανάλωσης και της μεγάλης προσφοράς προϊόντων. Όταν εγώ ήμουν στο Λύκειο, όπου είχα ήδη διαμορφώσει ένα μέρος του χαρακτήρα μου, δεν με γοήτευαν πολύ όλα αυτά.
»Το πολύ καλό με τους γονείς μου, επειδή ήταν πολύ νέοι, ήταν ότι κάναμε πολλές εκδρομές. Στα 25 τους μας είχαν κάνει και τις τρεις, οπότε είχαν πολλά κουράγια. Ήταν ευτυχισμένοι απ΄την άποψη ότι τότε μπορούσαν να φτιάξουν ένα σπίτι, να κάνουν οικογένεια. Χαιρόντουσαν να ξοδεύουν τα χρήματα που έβγαζαν. Μπαίναμε λοιπόν στο αυτοκίνητο και φεύγαμε. Ως τα 12-13 μου είχαμε γυρίσει όλη την Ελλάδα.
»Απ΄ την άλλη, όπως όλα τα παιδιά που έχουν ανησυχίες, ό,τι συγκρούσεις υπήρχαν στο σπίτι δεν ήξερα να τις αποκωδικοποιήσω –κανένα παιδί δεν ξέρει. Κι αυτό πολλές φορές με απομόνωνε, μ΄έστελνε σ΄ένα περιβάλλον πολύ δικό μου, μοναξιάς. Κι άρχισα να διαβάζω βιβλία.
»Επειδή οι γονείς μας δούλευαν πολύ, εγώ κι οι αδελφές μου μέναμε με την γιαγιά μου, που είναι ένα σταθερό σημείο αναφοράς. Ένας λογικός άνθρωπος που γεννήθηκε την δεκαετία του ΄20 και έχοντας βιώσει όλα όσα συνέβησαν στον καιρό της, διαθέτει μια αξιακή κλίμακα πολύ αυστηρή, αδιάσειστη, που εμένα με γοήτευε. Αμετακίνηση και δίκαιη μ΄εμάς, τα εγγόνια της. Άκουγε πολύ ραδιόφωνο κι εγώ μαζί της, κι έτσι άκουγα το Θέατρο της Δευτέρας. Κι όπως έχει γράψει ο Σεφέρης “το θέατρο είναι η μεταφορά ακαριαία αλλού”, αυτό μου συνέβη με το θέατρο στο ραδιόφωνο. Άκουγα τις φωνές του Κατράκη, της Λαμπέτη, χωρίς να τους έχω δει στο θέατρο. Και μετά συνέχισα να τ΄ακούω μόνη μου. Το΄γραφα και σε κασέτες.
»Αυτή ήταν η κίνησή μου προς το θέατρο -καταρχήν ακουστική και μετά φαντασιακή. Πήγα προς τα εκεί, χωρίς να το πω στους γονείς μου, για να μην χρειάζεται ν΄απολογηθώ αν δεν περάσω στην σχολή, να μην έχω πιέσεις. Ήμουν πολύ καλή μαθήτρια κι είχα καταλάβει ότι θα υπάρξουν αντιδράσεις. Μια μέρα τους ανακοίνωσα ότι παίζω στην τηλεόραση. Γιατί πριν πάω στην δραματική, πήγα στο εργαστήρι αρχαίου δράματος που διοργάνωνε τότε το ΣΕΗ. Ηταν επιδοτούμενα για σπουδαστές δραματικών σχολών και αποφοίτων. Αλλά επειδή δεν συμπληρώθηκε η λίστα, με πήραν. Είχα δασκάλους την Ζουζού Νικολούδη, την Ελλη Νικολαΐδου, τον Γιώργο Αρμένη, την Ολγα Τουρνάκη, την Δηώ Καγγελάρη. Κι έτσι είδα παραστάσεις που δεν ήξερα ότι υπήρχαν. Θέατρο είχα δει ελάχιστα ως τότε…
»Απ΄τα σεμινάρια, ο Γιώργος Αρμένης –που έκανε τότε στην τηλεοραση “Το σόι μας”, μου είπε ότι θέλουν ένα κοριτσάκι να παίξει, κι αν θέλω να πάω. Πήγα, με πήραν –δεν είχα ιδέα. Θυμάμαι ήταν η Ελένη Ανουσάκη, με την οποία γίναμε πολύ καλές φίλες, και με προστάτευε, ο Ιάκωβος Ψαρράς, ο Δημήτρης Καμπερίδης, η Αννα Παϊταζή, η Ντίνα Κώνστα. Μετά πήγα στην Δραματική.
Κι έτσι με είδαν οι γονείς μου στην τηλεόραση –η μητέρα μου χάρηκε πιο πολύ, ο πατέρας μου είχε αντιρρήσεις που του πέρασαν σε πέντε λεπτά… Ήμασταν και γυναικοκρατούμενο σπίτι.
»Η σχολή, αυστηρή. Αυτή την αυστηρότητα εγώ δεν μπορούσα πάντα να την δεχτώ –έφευγα πάλι και πήγαινα στην Ακρόπολη. Τελικά αποφοίτησα και άρχισα να πηγαίνω σε οντισιόν. Η πρώτη ήταν για την “Ελένη” του Ευριπίδη με τον Χουβαρδά –οκτώ ώρες περίμενα, πρέπει να΄ταν και τριακόσια άτομα. Τότε πήρα την πρώτη μου δουλειά. Ακόμα και τότε δεν ήμουν 100% πειθαρχημένη αλλά ήμουν απολύτως σίγουρη για το θέατρο. Το θεωρώ σαν μια φυσική ανάγκη –και να βλέπεις και να παίζεις. Είναι μια ανάγκη να βλέπεις κάτι που είναι μεγαλύτερο και πιο πυκνό απ΄αυτό που θα συναντήσεις στην ζωή σου, κι έτσι να ζήσεις καλύτερα.
»Υπήρχαν διάφορα πράγματα που μου έλειπαν, οργάνωση, πειθαρχία, και τα΄μαθα απ΄το θέατρο –μ΄έχουν πολύ βοηθήσει. Αλλά δεν πιστεύω ότι το θέατρο είναι ψυχοθεραπεία. Κάτι άλλο είναι. Ενας συνδυασμός φαντασίας, διάνοιας, καλλιέργειας.
»Μετά έπαιξα στην “Κυριακή των παπουτσιών” με τον Λαζόπουλο -έμεινα δύο χρόνια και έφυγα για να δώσω, πάλι οντισιόν, στο Ανοιχτό Θέατρο του Γιώργου Μιχαηλίδη για την “Λούλου”. Ηθελα να κάνω μόνο το θέατρο.
»Μετά μου είπαν να πάω στο στούντιο ΑΤΑ. Εκεί γνώρισα την Φρόσω Ράλλη, την Ντίνα Κάσσιου, την Ρέινα Εσκενάζυ, διάβασα τα σενάρια για την πρώτη σειρά του Χριστόφορου Παπακαλιάτη “Η ζωή μας μια βόλτα” –τον Χριστόφορο τον είχα ήδη γνωρίσει.
»Δεν σκεφτόμουν την επιτυχία, δεν μ΄ένοιαζε. Τότε μας ένοιαζε να κάνουμε την δουλειά μας. Ημασταν πολύ νέοι. Είχα ένα ένστικτο, μια ροή, αλλά δεν μπορούσα να μετρήσω, δεν είχα τεχνική. Πιο πολύ μας απασχολούσε αν θα χτυπήσει το τηλέφωνο να μας πάρει η σχέση μας κι όχι αν θα κάνουμε εξώφυλλα. Μετά μου πρότειναν απ΄το Mega να κάνω το “Περί ανέμων και υδάτων”, πάλι με το ΑΤΑ και την Ρέινα –παράλληλα έκανα τότε στο θέατρο με την Ξένια Καλογεροπούλου, “Το σκλαβί” με τον Θωμά Μοσχόπουλο. Ηταν η πρώτη φορά που κατάλαβα ότι κάποιος μπορεί να κουραστεί. Επειδή η παράσταση ήταν παιδική, ξυπνούσα, πήγαινα στο θέατρο και μετά γύρισμα ως τις οκτώ το βράδυ, κάθε μέρα. Είχα πάρα πολύ όρεξη, όπως έχω ακόμα, αλλά είχα και άγνοια κινδύνου. Είχα χάσει δύο φορές το αεροπλάνο για την Κέρκυρα, όπου κάναμε γυρίσματα. Εκεί γνώρισα αυτούς τους καταπληκτικούς ηθοποιούς, αυτές τις καταπληκτικές προσωπικότητες, ανθρώπους μ΄ένα ήθος που δεν ξέρω αν θα ξαναϋπάρξει.
»Ο Βέγγος ήταν τέλειος. Όταν έπαιζε έδινε απόλυτη σημασία στον άλλον, κι έτσι μεγάλωνε και ο ίδιος τον εαυτό του. Εκτός απ΄την φοβερή οργάνωση του νευρικού του συστήματος, είχε και μια μουσική από αλλού, σαν λόγος και σαν κίνηση, είχε την απόλυτη προσοχή του σε σένα, σαν ρόλος. Υπέροχος και αυστηρός άνθρωπος. Όλοι ήταν υπέροχοι –η Βαλάκου, ένας πολύ δυναμικός χαρακτήρας, η Χατζηαργύρη που είχε και τρομερό χιούμορ, η Μπεμπεδέλη, ο Γεωγλερής, η Κάκια Ιγερινού που το΄χε γράψει. Ο Σπύρος (σ.σ. Παπαδόπουλος) είναι καταρχήν ο απόλυτος τζέντλεμαν. Επειδή είχε καταλάβει μάλλον ότι εγώ δεν μπορώ να οργανωθώ χρονικά λόγω και της παράστασης, χωρίς να με ξέρει, χωρίς να΄χουμε γίνει φίλοι –μετά γίναμε, ερχόταν και μ΄έπαιρνε απ΄το θέατρο για να μην αργήσω στο γύρισμα. Αυτά εγώ δεν τα ξεχνάω. Επίσης η συννενόηση που είχαμε καλλιτεχνικά ήταν αυτόματη. Ήταν η περίοδος που επαγγελματικά είχα την απόλυτα ασφάλεια και προσωπική και δημιουργική. Γιατί και το “Σκλαβί” ήταν μια καλλιτεχνική επιτυχία και το “Περί ανέμων και υδάτων”. Κι αυτό μου έδωσε μια εσωτερική φόρα, μια εσωτερική αυτοπεποίθηση –ότι πάμε καλά. Και συνέχισα.
»Την ενασχόλησή μου με τα δημόσια πράγματα την έφερα πάντα, απ΄το σχολείο –ήμουν πρόεδρος του 15μελούς. Μ΄απασχολεί και θα μ΄απασχολεί, αλλά απορροφά πολύ χρόνο και ενέργεια, χρειάζεται 100% αφοσίωση. Ήμουν δημοτική σύμβουλος στο δήμο Παπάγου-Χολαργού για τέσσερα χρόνια. Δεν με απογοήτευσε η εμπειρία απλώς κατάλαβα ότι για να κάνει κάποιος κάτι πρέπει να ξεπεράσει χιλιάδες δαιδάλους.
»Μέχρι τα τριάντα τόσο μου, δεν έκανα τίποτα για την προσωπική μου ευχαρίστηση. Δεν χαλάρωνα, σκεφτόμουν συνέχεια την δουλειά, ακόμα κι όταν δεν δούλευα. Κι έτσι έχανα στιγμές απ΄τις προσωπικές μου σχέσεις, δεν ήμουν παρούσα. Μετά όμως άρχισα ν΄αδειάζω. Έβαλα φρένο κι είπα ότι μπορώ πια να οδηγήσω εγώ τα πράγματα –δε χρειάζεται να με παρασέρνει η δίνη. Να γίνω καλύτερος καπετάνιος.
Το θέατρο μου ικανοποιεί μια μεγάλη μου ανάγκη, την περιέργεια, την τρομερή περιέργεια που έχω, μια περιέργεια σχεδόν παιδική, με την έννοια του ενθουσιασμού. Δεν μπορώ να σταματήσω να ρωτάω.
»Ναι, είμαι άνθρωπος των σταθερών σχέσεων και των μεγάλων συναισθημάτων. Είμαι παρορμητική από ιδιοσυγκρασία, είμαι Ελληνίδα, χειμαρρώδης, δεν μπορώ να κάτσω να το σκεφτώ… Αυτό δεν έχει πάντα πολύ καλά αποτελέσματα γιατί αποκαλύπτεσαι αμέσως. Γίνεται όμως πιο αληθινό, πιο ουσιαστικό. Όχι ότι δεν έχω κι εγώ τις ανασφάλειές μου, όπως όλες οι γυναίκες, αλλά ως εκεί. Αλλά δεν θα κάτσω να το σκεφτώ. Ο γάμος; Από μικρή δεν με είχε απασχολήσει ποτέ.
»Με τον Χρήστο (σ.σ. Χωμενίδη) έχουμε ξαναδουλέψει μαζί, στην “Νίκη” –την ιστορία της μητέρας του, κι εγώ έπαιζα την γιαγιά του.
»Είμαστε μαζί απ΄ το 2004, ζούμε μαζί. Λόγω της παράστασης που ετοιμάζουμε τώρα, υπάρχουν διάφορες εντάσεις, δημιουργικές εντάσεις, τις οποίες εγώ προσπαθώ να μην μεταφέρω στο σπίτι. Με ρωτάει πως πάει η πρόβα, αλλά δεν έρχεται συνέχεια. Γράφει τα άρθρα του, τα βιβλία του. Είναι και προστασία να κρατάς μια απόσταση. Ούτε την σειρά (σ.σ. «Ο Παράδεισος των Κυριών») τον αφήνω να δει –την βλέπει αργότερα. Κι εγώ βλέπω τα επεισόδια μετά από λίγο καιρό για να δω πως πάμε σεναριακά, να παρακολουθήσω την ιστορία. Δεν μπορώ να βλέπω κάθε μέρα τον εαυτό μου και να πηγαίνω την επομένη στο γύρισμα. Η τηλεόραση δεν είναι όπως μια ταινία, όπου την γυρίζεις και τέλος -έχει συνέχεια. Δεν μπορώ να κάνω τον κριτή. Κι ο Χρήστος, λόγω ευφυϊας και αφηγηματικού ταλέντου, μπορεί να μου πει κάτι και εγώ να πηδήξω στο ταβάνι –γιατί είμαι ευαίσθητη. Οπότε προσπαθώ να κρατήσω μια απόσταση και προς τιμήν του με ακούει.
»Τα επαγγέλματά μας είναι ειδικής ιδιοσυγκρασίας –συγγραφέας, ηθοποιός. Στο σπίτι εγώ μπορώ να συγκεντρωθώ, να μάθω λόγια, να κάνω πρόβα ενώ η Νίκη (σ.σ. η κόρη του συγγραφέα) ακούει μουσική στο δωμάτιό της και ο Χρήστος γράφει στο κομπιούτερ. Μπορεί να με ρωτήσει ή να μου διαβάσει κάτι, κι εγώ αντιστοίχως. Αυτή είναι η καθημερινότητά μας. Μάλλον είμαστε ταιριαστές προσωπικότητες. Δεν με πειράζει η ησυχία όταν ο Χρήστος γράφει, ούτε εκείνον όταν λείπω πολλές ώρες για γύρισμα.
»Στη ζωή μου έχω κάνει κάποιες επιλογές εσωτερικής ανάγκης, που δεν ήταν προς το συμφέρον μου, την πρακτική ή την συναισθηματική εξυπηρέτηση της ζωής. Κι αυτό μου δημιούργησε πολλές αναταράξεις. Αλλά ξέρω ότι οι αναταράξεις θα περάσουν. Γιατί ήθελα μ΄έναν τρόπο να φτάσω στον δικό μου προορισμό, να κάνω την δική μου πτήση. Οι περιορισμοί όμως που έχω, είναι περιορισμοί που έχουμε όλοι μας, που είναι θέμα διαπαιδαγώγησης. Οχι δεν είναι κοινωνικοί –στους κοινωνικούς περιορισμούς δεν έχω ενδώσει και πολύ. Και δεν το έχω μετανοιώσει.
»Για τις γυναίκες αυτό είναι πιο δύσκολο. Γιατί όλοι περιμένουν από σένα να κάνεις πολλά πράγματα και πολύ σύντομα. Και να τα κάνεις όλα σωστά, να εξυπηρετήσεις πολύ κόσμο, να είσαι εντάξει, να μην δίνεις δικαιώματα, πράγματα πιεστικά για την ανάπυξη της προσωπικότητας. Μπορείς όμως να τα ξεπεράσεις».
Η τηλεοπτική Όλγα
«Είμαι κοντά στην Όλγα (σ.σ. «Παράδεισος των Κυριών») μ΄έναν περίεργο τρόπο. Γιατί ούτε ζάμπλουτη είμαι ούτε κληρονόμος ή θύμα. Όμως η περιοχή της ευπιστίας που έχει η Όλγα και της μεγάλης αγάπης στο παιδί της, κάτι που την κινεί να πάρει θέση και στην δική της ζωή, είναι πολύ κοντά μου ιδιοσυγκρασιακά. Και ο έρωτας δρα απελευθερωτικά. Διαβάζοντας το σενάριο ήξερα ότι έχω μια βάση.
»Θυμάμαι ότι δεν καταλάβαινα το μυστήριο που είχαν κάποιες γυναικείες φιγούρες που έβλεπα στου Ζόναρς όταν ήμουν μικρή. Δεν καταλάβαινα γιατί, αν και περιποιημένες, ήταν θλιμμένες, μόνες. Άγνωστοι άνθρωποι που σ΄εμπνέουν. Έτσι άρχισα να συνθέτω την Όλγα. Και είχα δίκιο, το ταξίδι στην δεκαετία του ΄60 είναι πολύ γοητευτικό.
…και ο θεατρικός «Ιων»
»Βασισμένη στο έργο του Ευριπίδη “Ιων” είναι η παράσταση “Γίνεται δένδρο το πουλί;” του Χρήστου Χωμενίδη που ετοιμάζουμε στην Μικρή Επίδαυρο σε σκηνοθεσία Τάκη Τζαμαργιά. Είναι ένας τίτλος που μιλάει πολύ για την ελευθερία. Γιατί ο Ίων είναι ένα παιδί που μεγαλώνει έκθετο, παρατημένο στο Μαντείο των Δελφών -δουλεύει για την Πυθία. Μέχρι που ο Ξούθος και η Κρέουσα από την Αθήνα πηγαίνουν στο Μαντείο για να πάρουν χρησμό γιατί δεν έχουν ακόμα διάδοχο. Ο Ίων γνωρίζει τους Αθηναίους και την κοσμικότητα. Ο Ξούθος εκλαμβάνει τον χρησμό σαν ο Ίων να είναι ο γιος και διάδοχος του. Μέχρι που η Κρέουσα –που έχει ζήσει έναν θυελλώδη έρωτα με τον Απόλλωνα, αντιλαμβάνεται ότι ο Ιων είναι ο δικός της γιος.
»Αυτό είναι το γεγονός και η αλήθεια. Το πως την διαχειρίζεται η εξουσία, η κοσμικότητα και το πρωτόκολλο της Αθήνας είναι εξαιρετικά πιεστικό για τον Ιωνα. Και στο τέλος πρέπει να διαλέξει. Δεν διαλέγουν όλοι οι άνθρωποι απαραίτητα της εξουσία, τους τίτλους. Οταν κάποιος δεν έχει ρίζες τις αναζητά γιατί πιστεύει ότι δεν ανήκει πουθενά, αλλά όταν τις βρίσκει μπορεί και να τις απορρίψει. Ολο αυτό μεταφέρεται με πάρα πολύ αστείο τρόπο στην παράσταση. Το έργο έχει μια κωμική χροιά αλλά και μια συναισθηματική».
«Γίνεται δένδρο το πουλί;» του Χρήστου Χωμενίδη. Σκηνοθεσία Τάκης Τζαμαργιάς. Παίζουν: Γεράσιμος Γεννατάς, Eυγενία Δημητροπούλου, Λένα Δροσάκη, Στέλιος Ιακωβίδης, Γωγώ Μπρέμπου, Δημήτρης Φουρλής.
Αρχαίο Θέατρο Μικρής Επιδαύρου, 4-5/8