Γιώτα Φέστα -«Εχω ανάγκη το βλέμμα του άλλου πάνω μου»
Η Γιώτα Φέστα είναι μια ηθοποιός γήινη, άμεση και γοητευτική, μια γυναίκα ελεύθερη και ανεξάρτητη. Στους ρόλους της μεταφέρει κομμάτια απ΄την ζωή και τον εαυτό της, ψάχνοντας να συνδεθεί με κάθε ρόλο της. Απ΄την κινηματογραφική «Ρεβάνς» ως το τηλεοπτικό «Ναυάγιο», μετρά πολλούς ενδιάμεσους σταθμούς με διακρίσεις και βραβεία, στο θέατρο, την μεγάλη και την μικρή οθόνη. Ζει στην Αθήνα, έχει δύο κόρες.
«Στην δραματική σχολή του Εθνικού μπήκα αμέσως μετά το σχολείο. Όταν τελείωσα πήγα κατευθείαν στην Αγγλία, στο Μάντσεστερ. Ηθελα να φύγω απ΄το σπίτι μου. Είχα μεγάλη ανάγκη μιας ελευθερίας και μιας ανεξαρτησίας.
»Ο μπαμπάς μου ήταν λαδέμπορος, αριστερός, κομμουνιστής και τρομακτικά συντηρητικός, δύσκολος άνθρωπος. Μας καθόρισε. Κι ένας λόγος που ήθελα να φύγω ήταν κι εκείνος. Με εμένα η πληροφορία με δίχαζε γιατί απ΄την μια μου είχε πολλή μεγάλη αγάπη κι απ΄την άλλη δεν εκτιμούσε καθόλου αυτό που έκανα. Δεν το κατάλαβε ποτέ. Παρ΄ότι είχα μπει στο Εθνικό με υποτροφία και τον κάλεσαν να του το πούνε, δεν έδειξε να συγκινείται. Ούτε μετά. Δεν έβλεπε τα πράγματα που έκανα σε αντίθεση με την μητέρα μου. Εκείνη ήταν πολύ περήφανη για μένα και ευτυχώς γιατί αυτό με τον πατέρα μου με δίχασε πάρα πολύ. Δεν αποδεχόταν την δουλειά μου, όχι εμένα.
»Μου προκάλεσε έναν ασυνείδητο διχασμό για την δουλειά μου, ενώ στην πραγματικότητα ήξερα πάντα ότι την αγαπάω πολύ. Υπήρξα πάρα πολύ συντηρητική με την δουλειά μου, φοβόμουν να κάνω πράγματα, φοβόμουν να εκτεθώ, δεν έκανα σκηνές γυμνού κι όταν τις έκανα ήταν με τρομερό φόβο. Θυμάμαι όταν είχαμε πάει στις Κάννες με την “Ρεβάνς” και τον Βεργίτση, ήταν μια αφίσα που ήμουν εγώ ξαπλωμένη στο κρεβάτι με τους δύο άντρες -τον Αντώνη (σ.σ. Καφετζόπουλο) και τον Πάνο (σ.σ. Ηλιόπουλο). Κι είχα βάλει το σεντόνι ως τον λαιμό. Την ίδια στιγμή, στο επίσημο τμήμα παιζόταν το Παρίσι-Τέξας, με την Ναστάζια Κίνσκι, και μια αφίσα όπου εκείνη ήταν πολύ σέξι. “Τι κατάλαβες τώρα με το σεντόνι ως εδώ”, μου΄πε ο Βεργίτσης.
»Είχα πάντα το βλέμμα του πατέρα μου πάνω μου, ακόμα και στην προσωπική μου ζωή. Για πάρα πολλά χρόνια ως νέα, δεν μπορούσαν να φανταστούν την δουλειά μου, ντυνόμουν τόσο συντηρητικά.
»Εχω υπερασπισθεί ρόλους με τους οποίους δεν συμφωνούσα. Αλλά είμαι ένας άνθρωπος που με απασχολεί πάρα πολύ αυτό που κάνω, στοιχειώνει την ζωή μου -δεν ξέρω πως θα ήταν αν έκανα πολλά πράγματα μαζί, θα με δυσκόλευε. Γι΄αυτό και μερικές φορές γίνομαι πολύ αυστηρή με τους ανθρώπους με τους οποίους δουλεύω, όχι τους ηθοποιούς. Παίρνω πολύ σοβαρά αυτό που κάνω. Προσπαθώ να βρω ένα κομμάτι από εμένα σε ό,τι κάνω, αλλιώς μου είναι αδύνατον. Τώρα στην Λαμπρινή στο “Ναυάγιο” βρήκα κάτι που έχει μια ξαδέλφη μου που ζει στο χωριό, κάτι από μένα, έναν “τσαμπουκά”.
»Προ τριετίας έκανα τις “Τρωάδες” με τον Γιάννη Παρασκευόπουλο, έναν πολύ αγαπημένο μου σκηνοθέτη με τον οποίο θάθελα να δουλεύω πάντα. Στην αρχή δεν το ήθελα καθόλου, δεν μου ταίριαζε. Αλλά κι εκεί προσπάθησα να βρω έναν άλλον δρόμο. Αυτό που μ΄ενδιαφέρει σ΄αυτή την δουλειά είναι να βρω κάτι διαφορετικό απ΄το στερεοτυπικό.
»Εμένα ο κινηματογράφος μ΄έχει καθορίσει. Μ΄έχει μάθει να δουλεύω κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, Νομίζω ότι το σινεμά μ΄έχει βοηθήσει πολύ στο θέατρο, στον τρόπο που δουλεύω.
»Αρνήθηκα πολλά πράγματα μετά την “Ρεβάνς”, πολλές ταινίες, όπως μία ταινία της Φρίντας Λιάπα από συντηρητισμό καθαρά και το μετάνιωσα. Όλα αυτά τ΄αποτίναξα σιγά-σιγά. Με βοήθησε η ψυχανάλυση που έκανα και κάνω ακόμα. Είχα μια δύσκολη παιδική ηλικία, λόγω του πατέρα μου, τον οποίο αγαπούσα πολύ. Γι΄αυτό κι αυτός ο διχασμός. Υπάρχει πάντα το βλέμμα του πάνω μου. Ηταν πολύ ζόρικο αυτό. Είχα μεγαλώσει, είχα παιδιά, είχα πάρει βραβεία και ο πατέρας, πριν πεθάνει μου έλεγε γιατί δεν έγινες φαρμακοποιός… Δεν με είδε ποτέ στο θέατρο, ούτε σινεμά -τηλεόραση ίσως, τυχαία. Αλλωστε ποτέ δεν μιλήσαμε γι΄αυτό. Με τον καιρό τα΄χω κι εγώ ξεχάσει, τα΄χω αφήσει πίσω μου. Λέω τόσο μπορούσε. Αναγνωρίζουμε κάποια στιγμή τις αδυναμίες, τις δικές μας και των άλλων, και συγχωρούμε.
Ωστόσο έζησα μ΄έναν τρόπο αρκετά μη στερεοτυπικό -δεν παντρεύτηκα τον πατέρα των παιδιών μου. Υπάρχει μέσα μου ένα κομμάτι ανεξαρτησίας και ελευθερίας, έχω ανάγκη ενός δικού μου κόσμου.
»Η επιτυχία της “Ρεβάνς” ήταν ένα σοκ για μένα. Δεν μπορούσα να το διαχειριστώ. Περίμενα κατά βάθος ότι ο μπαμπάς μου θα ήταν περήφανος για μένα, γιατί αυτό ήθελα. Αν ο πατέρας μου είχε αποδεχτεί την δουλειά μου θα είχα δουλέψει περισσότερο, δεν θα προσποιούμουν ότι είμαι με το ένα πόδι μέσα και το άλλο έξω, γιατί έτσι είναι ο χαρακτήρας μου. Θα είχα αποφύγει διάφορα στερεοτυπικά πράγματα. Βέβαια δούλευα πολύ -και ταινίες και παραστάσεις, αλλά νομίζω ότι θα ήμουν πιο ανοιχτή.
»Ωστόσο έζησα μ΄έναν τρόπο αρκετά μη στερεοτυπικό -δεν παντρεύτηκα τον πατέρα των παιδιών μου. Υπάρχει μέσα μου ένα κομμάτι ανεξαρτησίας και ελευθερίας, έχω ανάγκη ενός δικού μου κόσμου. Η εξωτερική εικόνα είναι στερεοτυπική και νομίζω ότι όλο αυτό προέρχεται από αυτόν τον διχασμό -ας πούμε, δεν ντύθηκα ποτέ σέξι.
»Οι κόρες μου, η Δάφνη και η Αννα, μένουν και οι δύο στο εξωτερικό. Η Δάφνη είναι στο Παρίσι και δουλεύει επί χρόνια με την Μαγκί Μαρέν, ασχολείται και με τον χορό και με το θέατρο. Είναι πολύ δύσκολο να δουλεύεις στο εξωτερικό, κυρίως στο θέατρο. Η μικρή είναι στην Γλασκώβη και μόλις τελείωσε το μάστερ της στην τέχνη –fine arts.
»Δεν με πειράζει που είναι έξω οι κόρες μου. Πιο πολύ σκέφτομαι που θα είναι καλύτερα μετά, όχι τώρα, κι αν η Ελλάδα σημαίνει κάτι για εκείνες. Πηγαίνω πολύ συχνά και τις βλέπω όπως πηγαίνω και συχνά να βλέπω την Δάφνη στις παραστάσεις της -πρόσφατα ήμουν στην Πάρμα. Ερχονται κι εκείνες. Θυμάμαι κάποια στιγμή ο μπαμπάς τους, καθώς πηγαίναμε στο αεροδρόμιο την Δάφνη γύρισε και μου είπε “Παναγιώτα φεύγουν τα παιδιά, φεύγουν για πάντα”. Το βρήκα υπερβολικό, αλλά νομίζω ότι έτσι ήταν κι ας το κατάλαβα αργότερα.
»Με τον πατέρα τους, τον Φίλιππο Κουτσαφτή (σ.σ. σκηνοθέτης-κινηματογραφιστής) ζήσαμε μαζί πολλά χρόνια μαζί. Δεν παντρευτήκαμε. Τώρα ζω μόνη μου, κάτι που δεν έκανα ποτέ στην ζωή μου, και περνάω την περίοδο που αγαπάω την ελευθερία μου, την ανεξαρτησία μου και την μοναξιά μου ταυτόχρονα. Απολαμβάνω αυτή την εποχή και νοιώθω πολύ δημιουργική. Σχεδιάζω διάφορα πράγματα -θέλω να σκηνοθετήσω στο θέατρο, είναι δύσκολο αλλά νομίζω ότι θα τα καταφέρω. Εχει να κάνει με την γυναίκα και την ανεξαρτησία της -πως έχουν συνδέσει την ζωή τους με τους άνδρες και δεν μπορούν να την φανταστούν αλλιώς. Το ζήτημα δεν έχει λυθεί. Μιλάω συχνά με την μικρή μου κόρη και μου ανοίγει τα μάτια. Εγώ δεν τ΄αναγνωρίζω πάντα -τα έχουμε συνηθίσει. Ισως αυτό, για μένα τουλάχιστον, ξεκινάει απ΄την σχέση του πατέρα μου με την μάνα μου, ήταν μια δύσκολη σχέση. Υπήρξε ένας πολύ πατριαρχικός άνθρωπος ο πατέρας μου. Ωστόσο συνεχίζει να με εκπλήσσει πάρα πολύ σε πόσα μικρά πράγματα γύρω μας μπορεί να αναγνωρίσεις την πατριαρχική συμπεριφορά, είναι παντού γύρω μας.
»Τις συμπεριφορές στο θέατρο τις άκουγα, αλλά δεν έχω ζήσει ούτε έχω υποστεί κάτι. Ωστόσο υπήρχε μια αντίληψη στα χρόνια τα δικά μου. Θεωρούσαν ότι έτσι είναι. Υπήρχε μέχρι πρόσφατα στην σχολή του Εθνικού, κάτι που εγώ δεν ήξερα, μια αντίληψη να κάνουν καψόνια οι σπουδαστές του τρίτου έτους στους πρωτοετείς ή δευτεροετείς.
»Υπάρχουν σκηνοθέτες που ξέρουν τι θέλουν να κάνουν, οπότε και πρέπει να το υπακούσεις, ενώ κάποιοι άλλοι βρίσκουν, μαζί με τους ηθοποιούς, τι είναι αυτό. Και το ένα και το άλλο έχουν εξαιρετικό ενδιαφέρον και σε οδηγούν σε μια ελευθερία.
»Αυτή την στιγμή θάθελα να κάνω θέατρο και πιστεύω ότι ως το καλοκαίρι, του χρόνου, θα κάνω κάτι. Κι είναι κι αυτό που θέλω να σκηνοθετήσω -μαζί με έναν φίλο μου, νέο ηθοποιό. Μ΄αρέσει πολύ να δουλεύω με άλλους ανθρώπους. Γίνομαι πολύ πιο δημιουργική, μόνη μου έχω έναν τρόμο. Εχω ανάγκη το βλέμμα του άλλου πάνω μου. Κι αυτό είναι κάτι που ισχύει περισσότερο στο θέατρο. Ταινίες δεν γίνονται πια -τα τελευταία χρόνια έκανα δύο, μια ισπανική το “Μediterraneo” και τoν “Απόστρατο” του Ζαχαρία Μαυροειδή, έναν εξαιρετικό νέο σκηνοθέτη. Αναρωτιέμαι αν θα επιστρέψει το σινεμά. Είχα κι εγώ καιρό να πάω, αλλά πηγαίνοντας μια μέρα, ένοιωσα τόσο ελεύθερη… Πάντα έχω την αίσθηση ότι όσοι βρίσκονται μέσα στην σκοτεινή αίθουσα μοιράζονται ένα μυστικό».
Η Λαμπρινή, στο «Ναυάγιο»
«Η ιδέα ότι θα πάω να κάνω μια μητέρα παπαδιά δεν με έλκυε καθόλου. Δεν ήξερα λεπτομέρειες για τον ρόλο και δυσκολεύτηκα πολύ να το αποδεχτώ όλο αυτό. Αναρωτιόμουν πως θα την προσεγγίσω. Στα πρώτα γυρίσματα ήρθε ένας απ΄τους σκηνοθέτες και μου είπε ότι είναι μια μάνα που έχει χάσει το παιδί της και πρέπει να κλαίει. Κι εγώ του είπα ότι οι μητέρες που χάνουν τα παιδιά τους δεν είναι σίγουρο ότι κλαίνε. Εβλεπα λιγάκι ότι στην αρχή δυσκολεύονταν μ΄αυτό που έκανα αλλά ούτε εκείνοι είχαν σαφή εικόνα για τον ρόλο. Οπότε κάπως οδηγήθηκε μέσα από μένα η ηρωίδα και ακούω καλά σχόλια γι΄αυτή την διαφορετική προσέγγιση μητέρας και μάλιστα γυναίκας παπά.
»Δεν αντέχω να βλέπω γυναίκες να μην κάνουν κάτι -να κεντάνε, να πλέκουν. Και κάποια στιγμή που μίλησα με τον συγγραφέα του το είπα κι εκείνος μου απάντησε “μα τι άλλο να κάνει, έχει χάσει το παιδί της το οποίο και πιστεύει πως ζει”. Ωστόσο κάποια στιγμή βάζει την Λαμπρινή να επιστρέφει στην αγιογραφία.
»Συνήθως τι κάνουμε εμείς οι ηθοποιοί; Φωτίζουμε ένα μικρό κομμάτι αυτού που μας δίνεται, κάτι που να είναι ενδιαφέρον για εμάς, και κάπως το αναπτύσσουμε. Εγώ για την Λαμπρινή πιάστηκα απ΄το γεγονός ότι αυτή η γυναίκα έδιωξε το παιδί της, το΄διωξε απ΄την Κρήτη, ενώ ξέρει ότι σκότωσε έναν άνθρωπο –μπήκε μπροστά και πήρε την ευθύνη. Από εκεί πιάστηκα για να οδηγηθώ. Βεβαίως και έχει ενοχές γιατί εκείνη τον έστειλε σ΄αυτό το καράβι. Αλλά δεν αρνείται τα λάθη της, το αντίθετο. Είναι μια γυναίκα που αντιμετωπίζει τα λάθη της. Η βεβαιότητά της ότι ο γιος της ζει ξεκινάει απ΄το γεγονός ότι πιστεύει πολύ στον γιο της, στον χαρακτήρα του, ότι δεν θα αφεθεί να πνιγεί -κάποιες στιγμές οδηγείται σε μια απελπισία που αγγίζει μια μικρή τρέλα…
»Τον “γιο” μου (σ.σ. Εκτορας Λιάτσος) τον ήξερα σαν ηθοποιό αλλά δεν είχα δουλέψει μαζί του. Είναι πολύ ταλαντούχο πλάσμα, πολύ καλός ηθοποιός -με πήρε και η μητέρα του, η Λουκία (σ.σ. Πιστιόλα) τηλέφωνο να μου πει γι΄αυτή την μάνα που παίζω και πόσο της αρέσει.
»Δεν σκέφτομαι τις κόρες μου για να παίξω την μάνα. Είμαι εκεί με τον Εκτορα, αυτός με εμπνέει. Νομίζω ότι είμαι απ’τις μανάδες που θα έφτανα στα άκρα για τα παιδιά μου.
»Είναι πολύ σημαντικό που οι τηλεοπτικές σειρές παίρνουν νέους ανθρώπους, που δεν τους ξέρει ο κόσμος, και ρισκάρουν. Μ΄αυτό τον τρόπο γινόμαστε λίγο πιο διεθνείς.
»Ξέρω ελάχιστα πράγματα για το μέλλον της Λαμπρινής στο “Ναυάγιο”. Κάπως οι ρόλοι και οι χαρακτήρες διαμορφώνονται σεναριακά και μέσα απ΄τους ηθοποιούς που τους ερμηνεύουν. Νομίζω ότι αυτό βοηθάει και τους συγγραφείς, γιατί όλοι βλέπουν που πάει το πράγμα, την δυναμική του.
»Το “Ναυάγιο” ήρθε μετά τον “Σασμό”. Ο ρόλος της Αιμιλίας έφευγε και πήγαινε στην Αθήνα, οπότε κι εγώ τελείωνα. Υπάρχει περίπτωση να επιστρέψω για λίγο.
»Ομολογώ ότι μου είχε πάρει έναν μήνα τουλάχιστον να ενταχθώ στο περιβάλλον του “Σασμού” -στην αρχή είχα τρομοκρατηθεί με τους ρυθμούς, το πως φώναζαν, ήταν άλλες οι συνθήκες. Την έβλεπα λίγο την σειρά. Και χάρηκα που δούλεψα με κάποιους ανθρώπους που είχα καιρό να δουλέψω όπως και με το γεγονός ότι γνώρισα κάποια νέα παιδιά, την Ευγενία (σ.σ. Σαμαρά), τον Γιώργο Γεροντιδάκη. Και δεν λέω τον Ορφέα (σ.σ. Αυγουστίδη) γιατί μεγάλωσαν μαζί με την κόρη μου την Δάφνη -ήμουν με την Μαρία (σ.σ. Τζομπανάκη) στην σχολή.
»Η Αιμιλία ήταν μια διαφορετική γυναίκα απ΄τις άλλες της σειράς. Κι αυτό μ΄άρεσε. Θυμάμαι ότι με πήρε μια μέρα τηλέφωνο η Εμμανουέλα (σ.σ. Αλεξίου, σεναριογράφος) και μου είπε ότι θέλει να γράψει μια σκηνή που η Αιμιλία να καλεί και τους δύο άντρες της για φαγητό. Το βρήκα πολύ ενδιαφέρον. Και νομίζω ότι θα το έκανα κι εγώ στην ζωή μου -μην σου πω ότι το΄χω ήδη κάνει.
»Πιστεύω ότι αν αποφεύγουμε λίγο τα στερεοτυπικά, δημιουργούνται κάποιες καταστάσεις που είναι πολύ ενδιαφέρουσες. Γιατί η διαφορετικότητα είναι αυτή που αναπτύσσει τον πολιτισμό».
Το Ναυάγιο» από την Κυριακή 14/1 στο Mega και από Κυριακή ως Πέμπτη, στις 22.50