«Στον θρόνο του Ξέρξη»

Γιώργος Τελτζίδης: Ο σεναριογράφος της ταινίας με τον Γιώργο Μαζωνάκη μιλά στο Bovary.gr

Ο σεναριογράφος της ταινίας της Εύης Καλογεροπούλου με πρωταγωνιστή τον Γιώργο Μαζωνάκη αποκαλύπτει πώς έφτασαν στις Κάννες.

Μια σημαντική επιτυχία για το ελληνικό σινεμά είναι η μικρού μήκους ταινία «Στον θρόνο του Ξέρξη», που σκηνοθέτησε η Εύη Καλογεροπούλου, αφού κατάφερε να φτάσει στην Εβδομάδα Κριτικής του 75ου Φεστιβάλ Καννών.

Η Καλογεροπούλου άλλωστε δεν είναι άγνωστη στον θεσμό, αφού έχει ξαναβρεθεί εκεί τόσο το 2020 με το «Motorway 65», που είχε συμμετάσχει στο επίσημο πρόγραμμα του φεστιβάλ, όσο και πέρσι με το «Cora», ένα υπό ανάπτυξη μεγάλου μήκους κινηματογραφικό σχέδιο, ενταγμένο σε χρηματοδοτικό πρόγραμμα του ΕΚΚ, που  βραβεύτηκε στο L' Atelier της Cinefondation.

Φέτος λοιπόν επιστρέφει στην Κυανή Ακτή με το πρότζεκτ «Στον θρόνο του Ξέρξη» και πρωταγωνιστή τον τραγουδιστή Γιώργο Μαζωνάκη. Η όλη ιδέα βασίζεται στο video-art «Ανήκω σε μένα» και εμείς μιλήσαμε με τον σεναριογράφο της ταινίας (και επίσης σκηνοθέτη) Γιώργο Τελτζίδη, που μοιράστηκε μαζί μας τα μυστικά της επιτυχημένης ελληνικής παραγωγής.

«Με την Εύη Καλογηροπούλου γνωριστήκαμε τον Σεπτέμβριο του 2020 στο Φεστιβάλ Δράμας. Εγώ βρισκόμουν εκεί σαν συμμετέχων, έχοντας γράψει το σενάριο της ταινίας "Βούτα", σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Ζάχου, και η Εύη ήταν μέλος της κριτικής επιτροπής. Η "Βούτα" είναι η πιο αυτοβιογραφική ιστορία που έχω γράψει. Τελικά η ταινία εκείνη την χρονιά πήρε τρία βραβεία, μεταξύ αυτών και το βραβείο σεναρίου. Κατά σύμπτωση το βραβείο μου το παρέδωσε η Εύη, λέγοντας μου πόσο βαθιά τη συγκίνησε η ιστορία. Αυτό από μόνο δημιούργησε ένα πεδίο ταύτισης. Στη συνέχεια, καταλάβαμε πως αυτό το πεδίο ταύτισης πέρα από κοινές αναφορές και βιώματα, επεκτείνεται στο κινηματογραφικό συμπάν, αλλά υπό διαφορετική εικαστική προσέγγιση. Το καλοκαίρι του 2021 με προσέγγισε με αφορμή μια ανάθεση του φεστιβάλ "You and AI: Through the Algorithmic Lens", που οργάνωσε η Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση στο Πεδίον του Άρεως.

Γιώργος Τελτζίδης

Η αρχική ιδέα της Εύης είχε πολύ συγκεκριμένα στοιχεία. Η ιστορία θα έπρεπε να ενσωματώνει το κινηματογραφικό της σύμπαν, να διαδραματίζεται σε μια ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη, να έχει ως πρωταγωνιστή τον Γιώργο Μαζωνάκη και να ακολουθεί την θεματική του φεστιβάλ, που εστίαζε στην τεχνητή νοημοσύνη και την ηθική. Υπό αυτά τα δεδομένα, προσπάθησα να βρω χώρο και για το δικό μου καλλιτεχνικό αποτύπωμα. Ο χρόνος που είχα στην διάθεσή μου ήταν ελάχιστος και ουσιαστικά μπήκαμε σε μια ταυτόχρονη διαδικασία αναζήτησης χώρων, κάστινγκ και brainstorming με τη βοήθεια και καθοδήγηση της Αφροδίτης Παναγιωτάκου, που έχει και την καλλιτεχνική επιμέλεια της ταινίας. Όλο αυτό έκανε το κομμάτι του γραψίματος μια οργανική διαδικασία, εντελώς διαφορετική από το "κάθομαι κλεισμένος στο γραφείο για μέρες και γραφώ".

Βρεθήκαμε αρκετές φορές με τον Γιώργο Μαζώνάκη, σε μια διαδικασία σχεδόν ερευνητική για μένα, στην προσπάθεια να καταλάβω τα αληθινά εκφραστικά του εργαλεία, ώστε στη συνέχεια να τα εντάξω στον χαρακτήρα που θα υποδυθεί. Μια αντίστοιχη διαδικασία ήταν και η αναζήτηση χώρων. Καταλήγοντας λοιπόν στα Ελληνικά Ναυπηγεία ΑΕ στο Πέραμα, ξεκινήσαμε να σκεφτόμαστε σκηνές και δράσεις πάνω στον χώρο. Στην ουσία αυτό που προσπάθησα να κάνω ήταν να δημιουργήσω ένα αφηγηματικό πεδίο δράσης για την Εύη, το οποίο θα της δίνει τη δυνατότητα να εκφράσει την εικαστική της γλώσσα σε άμεση σύνδεση με την δραματουργία. Η επιστροφή του Γιώργου Μαζωνάκη στο Πέραμα ως ηθοποιός έχει τη δική της μυθιστορηματική σημειολογία, ως το επιστέγασμα μιας πορείας από την Νίκαια και το Πέραμα, στις μεγάλες πίστες και στην συνέχεια στο Φεστιβάλ των Καννών.

Ο χαρακτήρας που υποδύεται ο Γιώργος Μαζωνάκης και η σκηνοθετική προσέγγιση φέρουν στοιχεία αποστασιοποιμένης παρατήρησης σε έναν φιλικό συμπάν, όπου το οπτικό υποτάσσει το συγκινησιακό, μέχρι το σημείο που το ανθρώπινο ιδίωμα αντιστέκεται στις νόρμες και τους κανόνες. Ο κόσμος της ταινίας είναι δυστοπικός και απροσδιόριστα μετα-αποκαλυπτικός. Ένας από τους κανόνες που πρέπει να υπακούν οι χαρακτήρες είναι η απαγόρευση κάθε αγγίγματος, κάτι που προφανώς είναι σε άμεση σύνδεση με αυτό που ζούμε τα τελευταία δύο χρονιά, αλλά όχι μόνο. Πόσο επιτρέπεται άραγε το ερωτικό άγγιγμα αναμεσά σε δυο Queer άτομα σε κοινή θέα, χωρίς να λάβουν επικριτικά βλέμματα, σχόλια ή και βία; Ή για παράδειγμα πόσο ενταγμένο είναι το Πέραμα και αντίστοιχες περιοχές στην κοινωνική και πολιτιστική ζωή της χώρας; Μήπως το social distancing που εφηύραμε κατά τη διάρκεια της πανδημίας είχε επιβληθεί ήδη απέναντι σε ολόκληρες κοινωνικές ομάδες είτε λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού είτε λόγω ταξικών καταβολών;

Τα φιλοσοφικό πλαίσιο της ταινίας θέτει ζητήματα αυτοπροσδιορισμού, εξερεύνησης και αποδοχής απέναντι σε αυτό που ονομάζουμε κοινωνικό συμβόλαιο, τους κανόνες που αυτό φέρει και το ελευθεριακό πνεύμα που νομοτελειακά θα εγκλωβιστεί αναμεσά τους, ψάχνοντας δρόμο διαφυγής.

Όταν γράφω κάτι, προσπαθώ πάντα να είμαι ειλικρινής με τον εαυτό μου, τα συναισθήματα μου και τα βιώματά μου. Η κοινωνική και οικονομική συγκυρία με εμπνέει περισσότερο ως δραματουργικός μηχανισμός και όχι ως διάθεση να απεικονίσω μια συγκεκριμένη πολιτική θέση. Όταν το σινεμά γίνεται πολιτική μπροσούρα, χάνει τον υπαινιγμό και την κομψότητά του. Η ταυτότητα, η αποξένωση και η μοναξιά, ο κατακερματισμός της μεσαίας τάξης, η ηθική του μικροαστισμού, η βία σε κάθε της έκφανση είναι σταθερές έννοιες όπου πάντα επανέρχομαι.

Οι χαρακτήρες στις ιστορίες που γραφώ είναι κατά μια έννοια αλλοτριωμένοι, ανίκανοι να επικοινωνήσουν ουσιαστικά, αλλά ταυτόχρονα με κάθε τους κίνηση ζητούν σπασμωδικά την επαφή. Θύματα ενός παρελθόντος που παραμένει εσαεί παρόν, χωρίς να δίνει ποτέ τη δυνατότητα απόδρασης. Πολλές φορές πιάνω τον εαυτό μου να γράφει αποστασιοποιημένα. Αυτό ίσως αποσκοπεί σε μια πιο ψύχραιμη παρατήρηση της ανθρώπινης απελπισίας, ή ίσως απλώς να φοβάμαι να συνδεθώ άμεσα με τους χαρακτήρες που γράφω. Ίσως τελικά γράφουμε για αυτό που φοβόμαστε ότι είμαστε, ή ότι θα γίνουμε, και το γράψιμο είναι μια θεραπευτική διαδικασία στην προσπάθειά μας να ξορκίσουμε αυτούς τους φόβους.

Μεγάλωσα στις δυτικές συνοικίες της Θεσσαλονίκης, χωρίς ιδιαίτερα  καλλιτεχνικά ερεθίσματα από τον οικογενειακό και κοινωνικό περίγυρο. Στις γειτονίες εκεί ζούνε οι εργάτες αυτού του κόσμου, στην πλειοψηφία τους αποκλεισμένοι από ίσες ευκαιρίες, πρόσβαση σε ανώτερη παιδεία και περίθαλψη. Με τους περισσότερους πατεράδες να απουσιάζουν από το οικογενειακό κάδρο, τα αγόρια εκεί ήταν αναγκασμένα να πάρουν την θέση τους. Με την ενηλικίωση να έρχεται ωμά, βίαιαΜέσα σε αυτό το περιβάλλον το σινεμά υπήρξε πάντα το καταφύγιό μου. Στην εφηβεία άρχισα να έρχομαι σε επαφή, χωρίς να το γνωρίζω τότε, με το αμερικανικό σινεμά των 70s. Coppola, Scorsese, Friedkin, Lumet. Ένα σινεμά τόσο αληθινό και ανεπιτήδευτο, που με ταρακούνησε σε υπαρξιακό επίπεδο. Από τότε δεν θυμάμαι να θέλω κάτι άλλο πέρα από το να κάνω ταινίες. Μια απαίτηση σχεδόν παραλογή, αν σκεφτείτε ότι οι μέρες μου τότε μοιραζόντουσαν ανάμεσα στη δουλειά και το νυχτερινό λύκειο.

Χρόνια αργότερα και πλέον κάτοικος Αθήνας, με θυμάμαι να βρίσκομαι σε ένα γύρισμα μιας ταινίας μου σε μια ταράτσα κάπου στα Πατήσια. Ήταν ένα ζεστό, ήσυχο βράδυ του Αυγούστου, μόλις είχαμε τελειώσει την τελευταία σκηνή και αργά σχεδόν νωχελικά, το συνεργείο μάζευε τα πράγματα του. Η ζεστασιά που με κατέκλυσε, παρατηρώντας τους ξεπερνούσε την συναδελφική αλληλεγγύη και έφτανε την συντροφικότητα. Εκείνη τη στιγμή ήξερα πως δεν θα ήθελα να βρίσκομαι σε κανένα άλλο μέρος στον κόσμο.

Ξεκίνησα να γράφω ιστορίες για τους φίλους μου, τους συμμαθητές, τους ανθρώπους που μεγαλώναμε μαζί σε ένα πολύ συγκεκριμένο περιβάλλον, προσπαθώντας να καταλάβω ποιοι ήταν και τι σημαίνουν για μένα. Μετά από την τελευταία μου μικρού μήκους ταινία, το «Souls All Unaccompanied, νιώθω πως έκλεισε ένα πρώτο κινηματογραφικό κεφάλαιο για μένα, τόσο υφολογικά, όσο και εικαστικά. Τον τελευταίο καιρό ολοκληρώνω το σενάριο της πρώτης μεγάλου μήκους ταινίας που θα σκηνοθετήσω η οποία έχει ήδη ξεκινήσει το ταξίδι της σε εργαστήρια σεναρίου ανά τον κόσμο και έχει χρηματοδοτηθεί από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου στο στάδιο του development. Αφορά στην ιστορία ενός οικοδόμου, που αποφασίζει να γίνει ηγέτης μιας ακτιβιστικής ομάδας διάσωσης κακοποιημένων σκύλων. Στόχος μου είναι καταφέρω να γυρίσω αυτή την ταινία στις δυτικές συνοικίες Θεσσαλονίκης.

Απολαμβάνω εξίσου το γράψιμο και τη σκηνοθεσία. Το να γράφω για άλλους μου μοιάζει πάντα πιο απελευθερωτικό από το να γράφω για μένα. Η αλήθεια είναι πως τις πιο προσωπικές ιστορίες που έχω γράψει, τις έχουν σκηνοθετήσει άλλοι. Ίσως γιατί δεν βρήκα ακόμη το θάρρος για να αναμετρηθώ μαζί τους. Από την άλλη, έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον να βλέπεις πώς θα αναπαραστήσει ένας τρίτος μια δική σου μνήμη ή ένα βίωμα. Με την Εύη είχα πάντα υπόψη μου το εικαστικό της βλέμμα και προσπαθούσα σε κάθε σκηνή που έγραφα να της δίνω τον χώρο να μπορεί να το εκφράσει. Είναι σημαντικό όταν γράφεις για κάποιον άλλο, να βάζεις την δική σου υπογραφή και αλήθεια, χωρίς όμως να κλέβεις από το όραμά του.

Ο Γιώργος Μαζωνάκης σε πλάνο της ταινίας

Είναι τόσοι πολλοί οι Έλληνες κινηματογραφιστές που θαυμάζω. Θεωρώ πως υπάρχει τρομερό ταλέντο σε όλα τα επίπεδα της παραγωγής. Επίσης πιστεύω πάρα πολύ στη δική μου γενιά. Οι περισσότεροι βρίσκονται είτε στην πρώτη μεγάλου μήκους, με εξαιρετικά δείγματα, είτε ετοιμάζουν το σκηνοθετικό τους ντεμπούτο. Θεωρώ πως θα είναι και η γενιά που θα αλλάξει εντελώς το κινηματογραφικό τοπίο της χώρας. Τα βήματα που έγιναν τελευταία από το Κέντρο Κινηματογράφου είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, το ίδιο και η στελέχωσή του από ανθρώπους του χώρου. Ένα κομμάτι που πρέπει να βελτιωθεί είναι γραφειοκρατία, που είναι ικανή να σκοτώσει την καρδιά ενός καλλιτέχνη.

Στην Αμερική, από το 1999 και το "Sopranos" ζουν αυτό που ονομάζετε η "χρυσή εποχή της τηλεόρασης". Σειρές όπως το "The Wire" και το "Breaking Bad" έδειξαν πως με τη σωστή χρήση του μέσου η ανάπτυξη των χαρακτήρων και η δραματουργία μπορεί να φτάσει σε ένα νέο επίπεδο αφήγησης, που το σινεμά θα δυσκολευτεί να φτάσει. Δεν θα έλεγα πως η τηλεόραση αποτελεί κάποιου είδους απειλή. Πάντα θα έχουμε απορίες για τον κόσμο που ζούμε και πάντα τις σοβαρές απαντήσεις θα τις δίνουν η λογοτεχνία και ο κινηματογράφος. Αυτό που συμβαίνει στο εξωτερικό τα τελευταία χρόνια, νομοτελειακά θα συμπαρασύρει και το ελληνικό τηλεοπτικό τοπίο, με τις απαιτήσεις των θεατών για ποιοτικότερα προϊόντα να αυξάνονται. Όταν πλέον δίπλα δίπλα στο τηλεχειριστήριο υπάρχει το Netflix και ένα ελληνικό κανάλι με αισθητική 90s είναι αυτονόητο πως το δεύτερο θα πρέπει να γεφυρώσει το αισθητικό του χάσμα. Σε αυτό, μεγάλο ρόλο θα παίξει και η μεταφορά πολλών κινηματογραφιστών προς την τηλεοπτική παραγωγή. Όσο αναφορά τη δική μου σχέση, ήδη υπάρχουν ιδέες στο συρτάρι για τηλεοπτικές σειρές που θα ήθελα να αναπτύξω».