Γιώργος Καραμίχος: Η πατρότητα είναι η μόνη ταυτότητα που μου ήρθε εύκολα -όλες οι άλλες με έχουν τυραννήσει
Ο Γιώργος Καραμίχος γεννήθηκε στην Βέροια. Σπούδασε στην Κέρκυρα. Ήρθε στην Αθήνα για να γίνει ηθοποιός. Φοίτησε στην Δραματική Σχολή του Εθνικού. Πριν από επτά χρόνια πήγε στο Λος Αντζελες, έμεινε εκεί, δούλεψε. Έχει μια κόρη 22 κι έναν γιο, επτά. Είναι 46 χρόνων.
«Στην Βέροια γεννήθηκα. Εκεί τέλειωσα το σχολείο. Εκεί έπαιξα πρώτη φορά με την Μαρκέλα, την ξαδέλφη της μάνας μου κάτι παιδικά σκετς. Πρώτος ρόλος ένας σκύλος, ο Λουλούκος -κέρδισα βραβείο. Μου άρεσε αυτό που κάναμε κι έψαχνα τρόπο διαφυγής.
Μου άρεσε το σχολείο, ήταν κι αυτό μια διαφυγή. Η οικογένειά μου είχε ζώα και χωράφια γι΄ αυτό και μοιράζανε τον χρόνο μισό στους Γεωργιανούς, ένα χωριό έξω από την Βέροια, και μισό στην πόλη.
Από τα έξι ως τα δώδεκα βαρούσα στο κουτάρι, όπως λέμε, έσπρωχνα δηλαδή τις κατσίκες για να πάνε να τις αρμέξει η μάνα κι ο πατέρας μου. Κάθε δεύτερη μέρα, βοσκούσα, εναλλάξ με τον αδελφό μου, τέσσερα χρόνια μεγαλύτερος. Στα δώδεκά μου πουλήσαμε τα κατσίκια και ανέλαβα το τρακτέρ, οδηγούσα μέσα από τα δρομάκια. Η πρώτη στάση ήταν στον στάβλο να μαζέψω κοπριά. Ξυπνούσα πεντέμισι το πρωί. Από την Α΄ Γυμνασίου κάθε Παρασκευή και Σάββατο δούλευα στο κρεοπωλείο του θείου μου του Νίκου».
«Αγαπούσα τα ζώα, μου άρεσαν και τα φυτά. Κατσίκι και αρνί έφαγα μεγάλος, δεν μπορούσα. Αλλά δεν έσφαξα ποτέ ζώο, ούτε ο θείος μου. Στο σπίτι τρώγαμε κρέας κάθε Κυριακή και αν… Τώρα το έχω κόψει σχεδόν, δεν το χρειαζόμαστε. Μεγάλωσα φτωχικά, ως πολύ φτωχικά. Παίρναμε μια μερέντα τον μήνα…
Κάποια στιγμή κατάλαβα ότι δεν με έπαιρνε να συνεχίσω να ζω εκεί. Πήγαινα στην βιβλιοθήκη, διάβαζα, κάτι που με έκανε διαφορετικό στο χωριό. “Ερωτεύθηκα” τους συγγραφείς. Διάβαζα ό,τι βιβλίο έβρισκα –έμαθα ακόμα και ιταλικά άνευ διδασκάλου. Στο Λύκειο ξεκίνησα να κάνω μοντέρνο χορό στην Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών της Βέροιας, αλλά το θεωρούσαν ψιλοντροπή όλο αυτό. Έπρεπε να βρω έναν πιο νόμιμο τρόπο για να φύγω. Έδωσα Πανελλήνιες, πέρασα στο Ιστορικό του Ιονίου Πανεπιστημίου και εγκαταστάθηκα στην Κέρκυρα. Η Κέρκυρα ήταν ένα άνοιγμα για μένα, αλλά πάλι ήταν επαρχία».
Μικρός ήμουν άσχημο παιδί. Όμορφος ήταν ο αδελφός και η αδελφή μου
«Πώς ασχολήθηκα με το θέατρο; Καταρχάς στην Γ΄ Λυκείου πήρα μέρος σε μια παράσταση, “Τα Παντρολογήματα” του Γκόγκολ και τρελάθηκα. Ύστερα, με το που πήγα στην Κέρκυρα, πήγα στην Κερκυραϊκή Σκηνή κι άρχισα να παίζω… Ήξερα πια ότι με αυτό ήθελα να ασχοληθώ. Δεν έκανα μεταπτυχιακό για να μπορέσω να κάνω θέατρο.
Την Αθήνα την ερωτεύθηκα όταν ήρθα για να μείνω. Την είχα επισκεφτεί ως φοιτητής, για να βοηθήσω την μητέρα της κόρης μου (δεν είχα ακόμα παιδί) που ήταν ζωγράφος. Είχα περάσει και από το Εθνικό για να πάρω πληροφορίες –γινόταν μια ακρόαση- μπήκα ήταν για την “Αντιγόνη” του Βολανάκη. Μέσα ήταν και ο Διαγόρας Χρονόπουλος. Ετοίμαζε τους “Αχαρνής” –και με πήρε».
«Το ΄95 έδωσα εξετάσεις και μπήκα στο Εθνικό. Μόνος που προετοιμάστηκα –έκανα όμως δύο μαθήματα με τον Αρη Ρέτσο. Το πρώτο καλοκαίρι έπαιξα τον Πυλάδη στην “Ηλέκτρα” του Σοφοκλή που έκανε η Λυδία Κονιόρδου. Ακολούθησαν οι “Τρωάδες” του Κακογιάννη, χοροθεάτρο, η ταινία του Καρκανεβάτου.
Δεν αισθάνθηκα ότι είχα ταλέντο. Ήξερα ότι μου άρεσε πολύ και τώρα μπορώ να παραδεχτώ ότι ήμουν έξυπνος, είχα ένα είδος ευστροφίας, το οποίο ήταν τελικά απαραίτητο. Δεν ήμουν ο ταλαντούχος ηθοποιός. Θυμάμαι στην σχολή, την Αλεξία Καλτσίκη: Είχα πάθει σοκ όταν την πρωτοείδα…. Έτσι κι αλλιώς το ταλέντο δεν αρκεί, είναι ένα δωράκι, αλλά θέλει σκληρή δουλειά. Και κάτι ακόμα: Χρειάζεται το θείο δώρο της αμφισβήτησης. Αν δεν είσαι έξυπνος και δεν βάζεις μόνος σου εμπόδια για να δυσκολεύεις την δουλειά, πας στην πεπατημένη».
Στα 24 μου γεννήθηκε η κόρη μου. Δεν ξέρω πώς είναι να μην έχεις ευθύνες
«Η καλή εμφάνιση ήταν σχεδόν κάτι αρνητικό γιατί ενώ σου άνοιγε πόρτες ήταν πολύ δύσκολο να σε πάρουν στα σοβαρά. Υπήρχε ρατσισμός και από μεγαλύτερους συναδέλφους και από κριτικούς που έγραφαν ότι “είναι πολύ όμορφος για να είναι καλός ηθοποιός”.
Μικρός ήμουν άσχημο παιδί. Όμορφος ήταν ο αδελφός και η αδελφή μου. Μετά τα 15-16 άρχισα να έχω αίσθηση του εαυτού μου, άρεσα αλλά όχι όσο θα ήθελα. Είχα τα θέματά μου: Ανασφάλεια, δειλία, τα οποία ως χωριάτης και βλάχος προσπαθούσα να καλύψω. Αλλά είχα και τα όριά μου. Επίτηδες υπονόμευσα τον εαυτό μου. Προτίμησα να κάνω Ρέππα-Παπαθανασίου στο Εθνικό με το “Ποια Ελένη” κι ας τους υποτιμούσαν ακόμα ως εμπορικούς, ενώ είχα κάνει Αμόρε και Μουσούρη. Ούτε πήγα στον Βογιατζή εκείνη την χρονιά που είχα πρόταση. Οχι δεν μετάνιωσα, δεν έχω μετανιώσει για τίποτα στην ζωή μου.
Κι ενώ όταν ήμουν στο Εθνικό έλεγα ότι εγώ δεν θα κάνω ποτέ τηλεόραση, κατάλαβα μετά ότι ήταν φοβίες. Πρώτη μου δουλειά το “Φεύγα” της Μιρέλλας Παπαοικονόμου. Το ραντεβού μαζί της μου το έκλεισε ο κολλητός μου –έπρεπε να δουλέψω. Είχα κάνει μια εγχείρηση και μόλις είχα μάθει ότι ο πατέρας μου πούλησε το τρακτέρ του για να την πληρώσει…».
«Μετά από ενάμιση χρόνο ήρθε και το “Καφέ της Χαράς”: Ζήτησα ένα πολύ μεγάλο ποσό –έλεγα στον εαυτό μου ότι δεν υπήρχε περίπτωση να το κάνω. Αλλά μου το έδωσαν. Κι αυτό μου ανέτρεψε εντελώς την άποψη, γιατί συνειδητοποίησα ότι αυτοί οι άνθρωποι εκτός από ταλέντο κάνουν αυτό που είναι η δουλειά μας, να επικοινωνούμε με τον κόσμο. Κι όχι να σνομπάρουμε, αλλά να προσπαθούμε εκ των έσω να ανεβάσουμε το επίπεδο του θεατή.
Μπορεί κι εγώ να σνόμπαρα κάποιους αλλά προσπαθούσα να το αποφύγω. Μπορεί και να πήραν για λίγο τα μυαλά μου αέρα αλλά δεν προλάβαινα κιόλας. Δούλευα 20 ώρες το 24ωρο».
Ντρέπομαι για τις σχολές μας, κακοποιούν τους ηθοποιούς
«Είχα κι ένα παιδί πια, γιατί στα 24 μου γεννήθηκε η κόρη μου. Δεν ξέρω πώς είναι να μην έχεις ευθύνες και υποχρεώσεις. Προφανώς θα είχα συμπεριφορές που μπορεί να έχουν ενοχλήσει -ήμουν πάντα τζόρας και ενοχλητικός.
Προέκυψε να γίνω μπαμπάς αλλά το να είμαι πατέρας είναι από τα πιο σημαντικά κομμάτια της ζωής μου. Για να είμαι ειλικρινής μόνο χαρά ένοιωσα όταν το έμαθα. Με την μητέρα της κόρης μου δεν ήμασταν μαζί ήδη από τους πρώτους μήνες της εγκυμοσύνης της.
Δεν ξέρω πώς είναι να μην έχεις παιδί… Αν δεν είχα παιδί μπορεί να είχα καταστραφεί κιόλας. Γιατί μου άρεσε να δοκιμάζω, να ρισκάρω και το παιδί με έβαλε σε μια τάξη. Αλλιώς θα μπορούσα να πέσω σε παγίδες άλλου τύπου. Αλλά δεν στέρησα από την ζωή μου ούτε ταξίδια, ούτε τίποτα. Θεωρώ ότι ένας ευτυχισμένος γονιός έχει ευτυχισμένα παιδιά αν τα λαμβάνει υπόψιν του.
Οι φίλοι μου με φωνάζουν “μαμπά”, από το μαμά και μπαμπάς. Η πατρότητα είναι η μόνη ταυτότητα που μου ήρθε εύκολα -όλες οι άλλες με έχουν τυραννήσει πολύ».
«Με την κόρη μου στην αρχή δεν το απόλαυσα όσο θα ήθελα. Με τον γιο μου μετά, είναι επτά χρόνων σήμερα, ήταν διαφορετικά. Παρά τις δυσκολίες έχω πια υπομονή και εμπιστοσύνη στον χρόνο.
Δεν έχω παντρευτεί ως τώρα αλλά δεν ξεκινάω με το δεδομένο ότι δεν θα παντρευτώ. Ούτε με την μητέρα του γιου μου είμαστε μαζί. Τα παιδιά μου έχουν μεγάλη διαφορά ηλικίας. Η κόρη μου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ελλάδα. Τώρα κάνει μεταπτυχιακό στην Ολλανδία, είναι 22. Ο γιος μου γεννήθηκε στο Λος Αντζελες… Περνάμε πολύ χρόνο μαζί γι΄ αυτό και λέω πολλά όχι στην δουλειά.
Τώρα που ήρθα στην Ελλάδα ήρθε κι εκείνος μαζί με την μητέρα του. Το Λος Αντζελες είναι η βάση μας κι από εκεί εγώ ταξιδεύω για δουλειά, κυρίως Λονδίνο».
«Η απόφασή μου να πάω στην Αμερική, δεν ήταν άλμα, πήγε βήμα-βήμα. Το 2005 πήγα πρώτη φορά για να μάθω να κλαίω –είχα στερέψει συναισθηματικά. Έκανα ιδιαίτερα με την μέθοδο της σχολής του Στράσμπεργκ για συνδεθώ και πάλι συναισθηματικά με τον εαυτό μου. Ξαναπήγα το ‘12, όταν πήρα την υποτροφία Fullbright και πήγα στην σχολή της Στέλλα Αντλερ, σπουδαία εμπειρία. Είδα πώς δουλεύει μια σχολή. Ντρέπομαι για τις δικές μας, κακοποιούν τους ηθοποιούς. Στην Ελλάδα όλα τα κάνεις μόνος σου -αντιμετωπίζεις και την αγένεια.
Διαφορετικός; Δεν ξέρω. Καμιά φορά το αισθανόμουν λίγο από τους σκηνοθέτες μου όχι από τους συναδέλφους μου. Ανήκω όμως σε μια γενιά απαιτητική.
Με το που πήγα στην σχολή της Αντλερ πέρασα ακρόαση και πήρα ρόλο σε παράσταση. Μετά μου έδωσε η σχολή υποτροφία και μόλις αποφοίτησα μου ζήτησαν να διδάξω και να εφαρμόσω την τεχνική μου στο αρχαίο δράμα, που ως τότε δεν είχε διδαχθεί –είχε προηγηθεί ένα σεμινάριο. Προστέθηκε κι ο Τσέχωφ και όταν έμεινε έγκυος η καθηγήτρια ιστορίας θεάτρου μου ζήτησαν να το αναλάβω.
Αγγλικά ήξερα από το σχολείο. Μιλάω ακόμα γαλλικά, ισπανικά, λίγα ιταλικά, λίγα γερμανικά, λίγα τούρκικα και μπορώ να παίξω και στα ρώσικα, αν έχω το κείμενο γραμμένο. Και βλάχικα μιλάω, ελληνικά και βλάχικα».
«Οι γονείς μου δεν ήθελαν καθόλου να γίνω ηθοποιός. Η μάνα μου έκλαιγε. Ντρεπόντουσαν. Με σύστηναν ως καθηγητή. Ακόμα και τώρα νομίζω ότι προτιμάει την καριέρα του αδελφού μου, που είναι στην στρατιωτική μουσική. Θυμάμαι κάποια στιγμή, έκανα τα “Mατωμένα Χώματα” του Κουτσομύτη κι έχουμε πάει Βέροια για γυρίσματα και έρχονται στο σπίτι ο Κουτσομύτης με την γυναίκα του. Η μάνα μου έχει μαγειρέψει. Κάποια στιγμή την ρώτησε ο Κουτσομύτης πως της φαίνεται που είμαι τόσο καλός ηθοποιός κλπ, κλπ, κι εκείνη του απάντησε “εγώ καθηγητής ήθελα να γίνει” –κι είχαν περάσει ήδη δέκα πέντε χρόνια.
Αλλά δεν έχω απαιτήσεις. Ο πατέρας μου έχει τελειώσει την Γ΄ Δημοτικού κι η μάνα μου την Ε΄. Δεν καταδικάζω τίποτα, τα συγχωρώ όλα. Είναι αλήθεια ότι όταν έγινα γνωστός άρχισε να τους αρέσει, αλλά για τους άλλους. Για μένα ήταν ντροπή. Ακόμα όμως κι αυτό ήταν ένα εμπόδιο για να σπάσω κάποιους φραγμούς».
«Δεν έχω αποφασίσει να εγκατασταθώ πουθενά –είμαι στο Λος Αντζελες από το ΄13 και εκεί είναι η βάση μου. Περνάω όμως μεγάλα διαστήματα στην Ευρώπη, κυρίως στην Αγγλία. Στην Ελλάδα ήθελα να περνάω δύο με τέσσερις μήνες τουλάχιστον. Αλλά όχι δεν μου έλειψε από πλευράς δουλειάς. Δεν μου λείπει κάτι που δεν κάνω, αυτό είναι το χούι μου. Είναι τόσο διαφορετικά να δουλεύεις στο εξωτερικό. Σαν να συγκρίνεις Φεράρι με τρίκυκλο. Τώρα όμως που είμαι εδώ και δουλεύω είμαι πολύ χαρούμενος. Ήξερα πού ερχόμουν.
Εκεί κυρίως σκηνοθετώ. Αλλά για του χρόνου έχω κλείσει και μια παράσταση πάνω στα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη, στο θέατρο του ΥCLA όπου θα παίξω και θα σκηνοθετήσω. Η απογευματινή θα είναι στα ελληνικά και η βραδινή στα αγγλικά…».+
Αντιπάθειες είχα, αλλά ήμουν και αντιπαθητικός
«Γιατί γύρισα; Από τον περασμένο Ιούνιο, οι δουλειές που είχα κλείσει πήραν μετάθεση, η σχολή έγινε online και προέκυψε η πρόταση του Antenna. Ήμουν σίγουρος ότι θα πω όχι. Το ξανασκέφτηκα και το αποφάσισα. Συνεννοήθηκα με τον μάνατζερ και τον ατζέντη μου, κι είδαμε ότι μπορούσα.
Προτεραιότητα στην επιστροφή μου ήταν ο γιος μου. Δεν ήθελα να μεγαλώσει εκεί, είναι και τόσο κακό το φαγητό. Η μητέρα του είναι Μεξικάνα. Ο μικρός είναι ερωτευμένος με την Ελλάδα, δεν θέλει να φύγει ποτέ. Είμαι ευτυχισμένος που είμαι πίσω, δεν ξέρω πόσο θα κρατήσει.
Στόχος μου είναι να μπορώ να έχω την Ελλάδα ως βάση για το παιδί κι εγώ να έχω και μια δεύτερη, στο Λονδίνο –και να πηγαίνω Αμερική ένα δίμηνο για να κάνω μαζεμένα τα μαθήματα συμπυκνωμένα».
«Οι άνθρωποι που με πλησιάζουν τώρα που επέστρεψα μου δείχνουν αγάπη και θαυμασμό. Θα υπάρχει και κάτι άλλο αλλά δεν αφήνω πια χώρο. Καταλαβαίνω όλες τις ανθρώπινες συμπεριφορές, αυτή είναι και η φύση της δουλειάς μου.
Αντιπάθειες είχα, αλλά ήμουν και αντιπαθητικός. Τώρα πια έχω χαλαρώσει μέσα μου και δεν προσπαθώ να αποδείξω ότι είμαι καλός άνθρωπος, ξέρω ότι είμαι καλός άνθρωπος. Αμφισβητούσα πάρα πολύ τον εαυτό μου -στην Ελλάδα μεγάλωσα, στην επαρχία. Όταν άρχισα να αποδέχομαι τα σκοτάδια μου, χαλάρωσα. Μόνος μου το έκανα αυτό, με άπειρους δασκάλους γύρω μου. Να ΄ναι καλά ο σκύλος μου, τα παιδάκια μου, οι φίλοι μου. Φίλους από τα παιδικά μου χρόνια δεν έχω, έχω ανθρώπους που αγαπώ στην Βέροια, φίλους από την Κέρκυρα και από τον χώρο. Στο Λος Αντζελες έκανα καρδιακούς, σαν οικογένεια –ήμουν τόσο μακριά».
Εχω πολύ καιρό να ερωτευτώ. Θα το ήθελα, αλλά χρειάζονται δύο
«Γυρνώντας αυτό που εισέπραξα ήταν απίστευτο. Και στον Αντέννα, μου λένε πόσο καλό παιδί είμαι. Εγώ θεωρούσα ότι είμαι δύσκολος άνθρωπος. Έχω μαλακώσει κιόλας. Παραμένω ειλικρινής αλλά λιγότερο δηκτικός. Στην Ελλάδα φοβάσαι να πεις όχι και απολογείσαι, στο εξωτερικό δεν χρειάζεται.
Δεν μου έλειψε καθόλου το να με αναγνωρίζουν, δεν μου έλειψε καθόλου να παίζω στο θέατρο, το χειροκρότημα, τα αυτόγραφα. Χαίρομαι όμως για την αγάπη που εισπράττω αλλά ξεκουράζομαι ότι δεν με ξέρει κανείς. Έχω αρχίσει να απολαμβάνω την μοναξιά μου, κάτι που παλαιότερα δεν άντεχα. Τώρα την επιζητώ».
«Στον γιο μου αρέσει που με αναγνωρίζουν –ξέρει άπταιστα ελληνικά. Με τα παιδιά μου είμαστε πολύ κοντά: Έχω τατουάζ με το όνομά της Ρεγγίνας στο αριστερό μου χέρι για να το βλέπω όταν είμαι στον καθρέφτη, και νομίζω ότι θα κάνω το ίδιο με τον Ντιέγκο Τζόνι, αργότερα, στο δεξί. Στα ελληνικά τον φωνάζουμε Άγγελο –βαφτίστηκε Ιάκωβος-Ιωάννης-Άγγελος και είναι μισός μεξικάνος. Ετσι “κλείνω” από χέρια –από παιδιά δεν ξέρω».
«Είμαι μόνος μου πολύ καιρό. Εχω πολύ καιρό να ερωτευτώ. Θα το ήθελα, αλλά χρειάζονται δύο. Θα μπω σε σχέση τώρα μόνο αν αισθανθώ την οικειότητα. Αν δεν είσαι απόλυτα ειλικρινής δεν έχει νόημα η σχέση για μένα –έχω πια λιγότερη απόγνωση. Και να μπορείς να μοιράζεσαι –θεωρώ σημαντική την μοιρασιά.
Δεν έχω τα συναισθηματικά κενά και τις μελαγχολίες που είχα πιο μικρός. Λόγω των παιδιών άλλωστε μοιράζομαι την ζωή μου. Παλιά δεν ήταν έτσι, γι΄ αυτό και έπεσα με τα μούτρα σε απεγνωσμένους έρωτες, που μου έμαθαν βέβαια πολλά. Συχνά επικοινωνούμε μέσω του πόνου και έτσι αναγνωρίζουμε πράγματα, αλλά αυτό κάνει καλό στην δουλειά. Αλλά ναι, θα ήθελα να ερωτευτώ.. Να βρω σύντροφο ουσίας.
Είμαι καλά και ευτυχής. Έχει σταματήσει και ο επικριτικός νους, κι αυτό είναι από τα πρώτα που έμαθα στην Αμερική. Αν σταματήσεις να κρίνεις τους άλλους, αισθάνεσαι ότι θα κριθείς κι εσύ πιο χαλαρά. Ακριβώς το αντίθετο από αυτό που μας μάθαιναν εδώ –το κουτσομπολιό, τον ανταγωνισμό. Ό,τι είναι να κάνω θα το κάνω, αλλιώς θα το κάνει κάποιος άλλος, όχι όμως εις βάρος μου. Ουδείς εκών κακός. Ό,τι προβλήματα βλέπω ότι έχω στην ζωή μου καταλαβαίνω ότι από εμένα ξεκινάνε, επειδή εγώ αποσυνδέομαι από το εν δυνάμει μου. Όταν επαναφέρω τον εαυτό μου στο εν δυνάμει μου είμαι ευτυχισμένος. Κι αυτό είναι πια δέκα πέντε ώρες την ημέρα…»
Αστυνόμος στον «Ηλιο»
«Στις δουλειές με νοιάζουν οι συνεργάτες, κι αυτό ήταν εξασφαλισμένο από όλες τις πλευρές στον Antenna -και της παραγωγής και των τεχνικών και των συνεργατών, του σταθμού. Ολα αυτά τα χρόνια που λείπω είχα επαφή μαζί τους, μιλούσαμε για δουλειές.
Στην σειρά μου άρεσε πολύ ο ρόλος του αστυνόμου Δημήτρη Λαϊνά –τον βλέπω να μην μπορεί να διαχειριστεί τον έρωτα…
Δεν ξέρω για του χρόνου: Τον Μάρτιο θα συζητήσω με τον Antenna για το μετά, αν θα συνεχίσω ή όχι και κάτω από ποιες συνθήκες, ανάλογα με την κατάσταση που θα έχει διαμορφωθεί και τις δουλειές μου».
Η τηλεοπτική σειρά «Ηλιος» προβάλλεται από τον Antenna, Δευτέρα-Παρασκευή στις 20.00