Γιατί φοράμε μαύρα όταν πενθούμε -Μια σύντομη αναδρομή στην ιστορία
Η παράδοση των μαύρων ρούχων στις κηδείες είναι μη αμφισβητήσιμη, όμως από που προέρχεται και γιατί συνεχίζεται; Η ιστορία του πένθιμου dresscode ξεκινάει από τη Ρωμαϊκή Εποχή, εδραιώθηκε στη Βικτωριανή Αγγλία και συνεχίζει μέχρι σήμερα.
Το μαύρο δεν ήταν ανέκαθεν συνώνυμο του θανάτου. Στην εποχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας η οικογένεια του εκλιπόντος φορούσε μια σκουρόχρωμη τήβεννο (toga pulla), ένα έθιμο που υιοθετήθηκε και στην Αγγλία του Μεσαίωνα, ιδιαίτερα από τις γυναίκες που έμεναν χήρες. Στην υπόλοιπη Ευρώπη, την ίδια περίοδο, σε χώρες όπως η Ισπανία και η Γαλλία, το επίσημο χρώμα του πένθους ήταν το λευκό. Τα φωτεινά χρώματα επιλέγονταν ιδιαίτερα σε χριστιανικά περιβάλλοντα, καθώς επικρατεί η πεποίθηση ότι ο θάνατος δεν είναι το τέλος και ο κάθε άνθρωπος θα αναστηθεί.
Στην Αγγλία του 14ου αιώνα τα μαύρα ρούχα και η χρήση τους, θα αποκτήσουν ιδιαίτερη σημασία. Εκείνη την περίοδο θεσπίστηκε σειρά συνοπτικών νόμων με σκοπό τον περιορισμό της πολυτέλειας ή της υπερβολής, ιδιαίτερα κατά των υπερβολικών δαπανών για ρούχα, τρόφιμα, έπιπλα κ.λπ. Συγκεκριμένα, επί της Βασίλισσας Ελισάβετ A’ (1533 – 1603), ο νόμος αυτός «προστάτευε» νεαρούς gentlemen από το να ξοδέψουν την περιουσία τους σε ρουχισμό, ενώ επέβαλε και ποινή σε όσους κατέφευγαν στο έγκλημα προκειμένου να συντηρήσουν ένα συγκεκριμένο lifestyle.
Η άλλη όψη αυτού του νόμου καλλιέργησε και μεγαλοποίησε την ήδη υπάρχουσα ταξικότητα. Το παλάτι όριζε τα υφάσματα που μπορούσε να χρησιμοποιεί κάθε πολίτης, ανάλογα με την τάξη του και την οικονομική του κατάσταση. Οι κατώτερες τάξεις απαγορευόταν να φορούν βελούδο, μετάξι, ακόμη και ρούχα με κουμπιά. Η φοβία της Ελισάβετ ήταν πως αν όλοι ντυθούν δυσανάλογα της τάξης τους, θα επικρατήσει το χάος.
Για τον υπόλοιπο αιώνα, η εργατική τάξη φορούσε λευκά και καφέ ρούχα από λινά υφάσματα. Στις περισσότερες ταινίες εποχής, είναι χαρακτηριστική η επιλογή τέτοιων υφασμάτων για τους «κοινωνικά κατώτερους» ρόλους. Επομένως, μόνο η αστική τάξη είχε πρόσβαση σε μαύρα υφάσματα και αυτά γρήγορα μετατράπηκαν σε συνώνυμα του πλούτου και της πολυτέλειας. Συνδυαστικά με αυτήν την τάση, οι μεγαλοπρεπείς κηδείες γίνονταν μόνο από οικογένειας που μπορούσαν να τις στηρίξουν οικονομικά και πολύ γρήγορα έγιναν το απόλυτο κοινωνικό event, που έχρηζε κατάλληλης ενδυμασίας. Σε συνέχεια του νόμου για την κατάλληλη ενδυμασία, σε κάθε αριστοκρατική κηδεία υπήρχαν επιβλέποντες ώστε να διώχνουν αυτούς που δεν φορούσαν γάντια, αυτούς που ήταν υπερβολικά ντυμένοι αλλά και όσους παρευρίσκονταν εκεί σε μια προσπάθεια να ανελιχθούν κοινωνικά. Δεν είναι να απορείς που ακόμη και σήμερα η κηδεία της Βασίλισσας Ελισάβετ επισκίασε δύο βασιλικούς γάμους.
Οι Άγγλοι φημίζονται για την τυπικότητα τους και την τήρηση ενός άτυπου savoir vivre. Όταν η Βασίλισσα Βικτώρια έχασε τον σύζυγο της, πρίγκιπα Αλβέρτο, αποφάσισε να φοράει μαύρα για τέσσερις δεκαετίες και οι ευγενείς της εποχής τη μιμήθηκαν. Η Βικτωριανή Εποχή ονομάζεται αλλιώς «πένθιμη εποχή» καθώς η μόδα της εποχής επέβαλε τα σκουρόχρωμα ρούχα και οι γυναίκες έπρεπε να ακολουθήσουν το παράδειγμα της βασίλισσάς τους και να πενθούν για πολύ καιρό τον σύζυγο τους. Οι χήρες μάλιστα φορούσαν ειδικά σχεδιασμένα κοσμήματα και πέπλα προκειμένου να πενθήσουν τον σύζυγο τους για τουλάχιστον δυόμισι χρόνια. Μετά από αυτό το χρονικό διάστημα, επιτρεπόταν να φορέσουν χρώματα όπως γκρι ή μωβ σε μεταξωτό ύφασμα και τα ρούχα έπρεπε να αλλάζουν κάθε έξι μήνες, προκειμένου μη φανούν εκτός μόδας. Οι άντρες της Βικτωριανής εποχής υποχρεώνονταν να περάσουν μια πολύ σύντομη περίοδο πένθους, αυτή των τριών μηνών. Κατά τη διάρκειά τους όφειλαν να φορούν μαύρο κοστούμι, μαύρο γιλέκο και μαύρη αλυσίδα για το ρολόι.
Ο ελιτισμός της μαύρης ενδυμασίας περιορίστηκε σημαντικά τον 19ο αιώνα. Η βιομηχανική επανάσταση που προηγήθηκε άλλαξε την τεχνολογία παραγωγής των υφασμάτων. Άρχισαν να χρησιμοποιούνται συνθετικές ίνες, οι οποίες ήταν ευκολότερο να βαφτούν μαύρες και περισσότερα άτομα απέκτησαν πρόσβαση στα «καλά ρούχα». Το 1841 άνοιξε στο Λονδίνο το General Mourning Warehouse, ένα κατάστημα που προμήθευε τους Άγγλους με όλα τα απαραίτητα για μια κηδεία. Το πένθος έγινε μόδα και πολλοί επιδίωξαν να κερδίσουν από αυτό.
Η κοινωνική σημασία του πένθους στην Αγγλία άλλαξε πάλι, αυτή την φορά με τον θάνατο της Βασίλισσας Βικτώριας το 1901 που σήμανε και το τέλος της «πένθιμης περιόδου». Το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου σηματοδότησε ένα γενικό κλίμα πένθους, χωρίς όμως να συγκρίνεται με αυτό των περασμένων αιώνων. Οι περισσότεροι φορούσαν μαύρα, ως ένδειξη πένθους, καθώς εξαιτίας του πολέμου όλοι είχαν βιώσει την απώλεια. Το γεγονός ότι οι γυναίκες πλέον εργάζονταν σε εργοστάσια παραμέρισε το «lifestyle» της μαυροφορεμένης χήρας. Σιγά σιγά, ο ταξικός διαχωρισμός των ρούχων λιγοστεύει και αυτό οφείλετε στην μεγάλη κρίση του 1929, οπότε οι πρώτες ύλες περιορίζονται σημαντικά.
Από το 1930 και μετά το μαύρο δεν σήμαινε απώλεια, αντίθετα ήταν μια αλληγορία για την γενικότερη παγκόσμια κατάσταση. Την εποχή εκείνη η μόδα άλλαζε συνεχώς και τα μαύρα υφάσματα χρησιμοποιήθηκαν σαν άλλος λευκός καμβάς. Το 1926 η Coco Chanel σχεδιάζει και παρουσιάζει το iconic little black dress, το οποίο αμέσως γίνεται σύμβολο κομψότητας. Ο συντηρητισμός της Βρετανίας όμως δεν κάμφθηκε άμεσα. Η βασιλεία στην Αγγλία ακόμη και σήμερα ορίζει τις ενδυματολογικές επιλογές και είναι ιδιαιτέρως αυστηρή απέναντι σε όσους δεν τις τηρούν. Στην κηδεία της βασίλισσας Ελισάβετ, η εφημερίδα Sun αφίερωσε τρεις σελίδες στις πρώην «Πρώτες Κυρίες» της χώρας και κατά πόσο ή φούστα τους ήταν αρκετά μακριά ή αν τα κοσμήματα τους ήταν υπερβολικά.
Η οπτικοποίηση της θλίψης παραμένει ένα πρωτόκολλο το οποίο σταδιακά εκλείπει. Από τη μια είναι σημαντικό να μη νιώθει κανείς μόνος σε μια τόσο επίπονη συνθήκη όσο ο θάνατος, από την άλλη η απώλεια δεν είναι προνόμιο λίγων. Το μαύρο χρώμα καλλιτεχνικά είναι από τα πιο ολοκληρωμένα χρώματα και φέρει τους δικούς του συμβολισμούς και όλοι πρέπει να έχουν πρόσβαση σε αυτό.