Γιάννης Μπέζος: Όταν βλέπεις κατ' εξακολούθηση το ευτελές, σημαίνει ότι είσαι αντάξιός του
Ο Γιάννης Μπέζος είναι μια ξεχωριστή περίπτωση: Ευθύς και ειλικρινής, έχει καταφέρει να είναι αγαπητός στο κοινό χωρίς να μασάει τα λόγια του. Εγινε ηθοποιός γιατί ήθελε να μάθει τι υπάρχει πίσω από την αυλαία. Και αγαπάει το θέατρο όπως αγαπάει και την ζωή. Είναι παντρεμένος με την Ναταλία Τσαλίκη κι έχουν μια κόρη, την ηθοποιό Ηρώ Μπέζου.
«Γιατί έγινα ηθοποιός; Είναι κάτι που δεν εξηγείται, γιατί δεν είχα καμιά αναφορά στο σπίτι ή τον περίγυρό μου. Ο πατέρας μου ήταν εκπαιδευτικός, η μητέρα μου οικιακά. Με τον αδελφό μου είχαμε μια τάση στην μουσική, έπαιζε κιθάρα, έπαιζα ακορντεόν, τραγουδούσαμε -ό,τι έκαναν οι νέοι σ΄ εκείνη την ηλικία.
Το ερέθισμα το πήρα όταν είδα μια παράσταση στο Εθνικό Θέατρο, ένα έργο του Μπόγρη νομίζω, στην Κεντρική Σκηνή –πήγαινα Γυμνάσιο. Θυμάμαι έκλεισε η αυλαία και μετά το χειροκρότημα μου ήρθε μια σκέψη: “Και τώρα τι γίνεται από πίσω;”. Αυτό ήταν. Ήθελα να μάθω. Μάλλον θα ήταν επιτυχημένη η παράσταση».
«Μετά το σχολείο πήγα στο θεατρικό εργαστήρι του Κωνσταντινίδη, που έκλεισε το 1980, εγώ τέλειωσα το ΄78. Και στην σχολή είχα μια τάση που έχω ακόμα: Τα έκανα όλα. Κι αυτό πιστεύω ότι πρέπει να κάνουν και σήμερα οι σχολές. Δεν είναι σχολείο, είναι βιωματικού τύπου πράγμα το θέατρο. Δάσκαλός μου ήταν ο Βίκτωρ Παγουλάτος. Ο,τι έμαθα, αν μπορείς να μάθεις κάτι, ήταν να αγαπώ τον εαυτό μου και να σκέφτομαι. Όχι τόσο το θέατρο –το θέατρο έρχεται μετά.
Οι καιροί και τότε ήταν δύσκολοι. Ο καημός ήταν να βρούμε ένα μεροκάματο. Είδα όμως ότι από την αρχή είχα ένα ελπιδοφόρο ξεκίνημα, πολύ αργό αλλά ελπιδοφόρο. Τότε ακόμα υπήρχε η άδεια εξασκήσεως. Όσο ήμουν στην σχολή μάς φώναζαν για figurant (κομπάρσοι). Όταν σε φώναζαν δεύτερη χρονιά, κάτι σήμαινε…»
«Δεν είναι μόνο τα προσόντα, μετράει και η πρόθεση, το πόσο παρών είσαι. Έπαιξα στους “Κουραμπιέδες” του Χασάπογλου, το ΄81, ρόλο κανονικό. Μετά έκανα ακρόαση και πήγα στην “Εβίτα” που έκανε η Βουγιουκλάκη. Υπήρχε μια αριθμητική πρόοδος στην εξέλιξή μου, όχι γεωμετρική. Κάθε φορά κι ένα συν. Δεν είπα όμως ποτέ δώστε μου τον Αμλετ, όπως γίνεται τώρα.
Η Αλίκη ήταν σχολείο με την έννοια ότι πρώτα-πρώτα ήσουν σε μια πολυπρόσωπη παράσταση και έπρεπε να φανείς. Κι η Αλίκη σε άφηνε, δεν φοβόταν, δεν είχε τίποτα να χάσει. Ίσα-ίσα, όπως κάνουμε και τώρα, κυνηγάμε τους νέους. Ήταν πολύ ενθαρρυντική. Έπαιξα μαζί της και στην “Εύθυμη Χήρα” και αργότερα συμπρωταγωνιστής της. Ήταν επίσης σχολείο για να μάθεις πώς κρατάμε την ιεραρχία. Ναι ήμουν δεκτικός, δεν ήμουν θρασύς. Άλλοι της γενιάς μου είχαν ένα θράσος απύθμενο. Θυμάμαι, νεότερος, έβλεπα τον Μιχαλακόπουλο, τον Καρακατσάνη κι ένοιωθα έναν σεβασμό. Άλλοι δεν ήταν έτσι -αυτούς τους ξέχασε κι η μάνα τους. Γίνεται όμως αντιληπτό ποιος είναι υποτελής και ποιος σοβαρός. Το κράτησα αυτό, είμαι και πολύ συνεπής στην δουλειά, δεν το σπατάλησα. Και κάτι ακόμα: Εκανα τις επιλογές μου».
«Μετά έπαιξα στα “Σκουπίδια” με την Αλίκη Γεωργούλη στο Αποθήκη. Ήταν κι εκείνη ένα σχολείο, το πάθος της –καθόταν μόνη της και έβαφε τα κάγκελα. Πως να μην το εκτιμήσω. Το έργο πήγε και δεύτερη χρονιά, μου έδωσε και περισσότερα λεφτά. Έμεινα. Τότε ήταν που με φώναξε ο Κούρκουλος. Θα ανέβαζε την “Φωλιά του κούκου”. Με ήθελε για τον Ινδιάνο, έναν πολύ ωραίο ρόλο. Πήγα, μιλήσαμε αλλά του εξήγησα ότι δεν μπορώ γιατί έχω δώσει τον λόγο μου στην Γεωργούλη. “Και πολύ καλά κάνετε”, μου είπε, “και έτσι να συνεχίσετε”. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ…. Στιγμή δεν σκέφτηκα να “πουλήσω” την Γεωργούλη. Ήμουν γύρω στα τριάντα, είχα το μέλλον μπροστά μου. Πρέπει να θυσιάζεις κάτι, να κρατάς κάποιες σταθερές. Δεν πρέπει να τα διαλύσουμε όλα».
«Mέχρι τους “Απαράδεκτους” είχα παίξει και στο Πόρτα στην “Καινούργια Σελίδα” του Σάιμον σε σκηνοθεσία Βολανάκη, επιθεωρήσεις, στο Μουσούρη το “Τσακ”…
Οι “Απαράδεκτοι” ήταν και σε μια ειδική στιγμή, ταυτίστηκαν και με το ξεκίνημα της ιδιωτικής τηλεόρασης. Συν το κείμενο βέβαια, ο λόγος, και το μόνιμο ζητούμενο, η ανανέωση. Ήταν ένας καινούργιος λόγος με καινούργια πρόσωπα. Είχα καταλάβει ότι θα γινόταν επιτυχία. Αυτή την δουλειά την κλείσαμε πριν διαβάσουμε κείμενα. Τότε δεν ξέραμε ούτε περί τηλεθέασης ούτε τίποτα.
Δεν με απασχόλησε καθόλου ότι θα έκανα τον ρόλο του γκέι. Υπήρχε μια πιο παιχνιδιάρικη διάθεση σε όλο αυτό. Νομίζω ότι αυτό είναι που πιστωθήκαμε. Δεν κάναμε την πλάκα μας, αλλά το αντιμετωπίζαμε με μια παιδικότητα. Κι αυτό λείπει σήμερα από το θέατρο, η έννοια του παιχνιδιού. Ο Ράινχαρντ λέει κάπου ότι όταν ένα παιδί παίζει και παριστάνει ότι αυτό που έχει στα χέρια του είναι καράβι, αυτό είναι το θέατρο. Εμείς το έχουμε κάνει πιο επιστημονικό».
«Ξαναέκανα τον γκέι στο “Βίρα τις Αγκυρες” και στο “Κλουβί με τις τρελές”. Κι αυτό τι αποδεικνύει; Ότι όταν δεν θες να ταυτιστείς με κάτι, δεν ταυτίζεσαι. Άρα δεν σε ταυτίζει ο κόσμος, εσύ θες να ταυτιστείς. Βέβαια έχει να κάνει με τις συνθήκες –δεν θα πήγαινα όπου νάναι να κάνω τον γκέι. Με τις συνθήκες αυτές όμως, το έκανα. Κι όλα ήταν μεγάλες επιτυχίες. Τα δύο στο θέατρο τα έκανα με τον Σταμάτη Φασουλή, έχει σημασία…
Για να πετύχεις στην δουλειά είναι σημαντικό να αγαπάς αυτό που κάνεις και να μην το φοβάσαι, να μην φοβάσαι να εκτεθείς γενικότερα. Υπάρχει κι ένα κομμάτι όμως που δεν εξηγείται. Αντίπαλος δεν είναι ο ρόλος αλλά ο εαυτός σου. Πρέπει να αγαπάς τον εαυτό σου και θέλει χρόνο για να το πετύχεις. Γι΄αυτό και πιστεύω ότι είναι λάθος να παίζουν οι ηθοποιοί μεγάλους όλους με το που βγαίνουν στο θέατρο. Γιατί δεν μπορούν…»
«Δεν είχα ποτέ την αίσθηση ότι μπορεί να είμαι ένας ωραίος άντρας. Δεν με απασχόλησε, δεν ξέρω γιατί. Δεν ήταν στις βλέψεις μου, ίσως από τον τρόπο που μεγάλωσα. Ούτε και στους ρόλους έψαχνα τον ωραίο. Μου άρεσαν τα περίεργα, τα ανάποδα. Φυσικά και είναι ένα ατού η εμφάνιση. Αλλά δεν το πρόσεξα και ευτυχώς… Ούτε στην ζωή μου. Ήξερα ότι δεν είμαι τέρας. Δεν είμαι ο τύπος του κορτάκια εραστή –δεν ήμουν ο γόης, ποτέ.
Εχω τριάντα έξι χρόνια σχέσης και κοινής ζωής με την Ναταλία. Ξέρω ότι είναι και δύσκολο και σπάνιο. Θέλει προσπάθεια, είναι τέχνη μεγάλη. Θέλει περισσότερη δουλειά μέσα σου, από την στιγμή που το θέλει και ο άλλος. Δεν γίνεται αλλιώς. Ώστε ο ένας να είναι αντάξιος του άλλου, να πορεύονται μαζί και να γίνονται καλύτεροι. Αλλιώς δεν έχει νόημα να συνυπάρχεις, να μοιράζεσαι έναν χώρο κι έναν χρόνο δημιουργικά. Εμείς το έχουμε καταφέρει με έναν τρόπο.
Δεν ξέρω αν το θέατρο μας ένωσε. Ήταν μαζί μας αλλά και λίγο παράπλευρα. Αυτή η εμμονή ότι δεν ζεις χωρίς το θέατρο εμένα με τρελαίνει. Ζεις και χωρίς το θέατρο κι όταν ζεις καλά και δημιουργικά στο σπίτι σου έρχεται το θέατρο και ακουμπάει. Αλλιώς κλωτσάει και σε ταλανίζει. Είναι σαν υποκατάστατο της ζωής, κι αυτό είναι λάθος. Τα λέω αυτά και στην κόρη μου. Υπάρχει κι η ζωή, δεν είναι μόνον το θέατρο. Και το λέω εγώ που λατρεύω την δουλειά μου».
«Στην Ηρώ περάσαμε το θέατρο με το παράδειγμά μας. Το σπίτι το δικό μας και οι παρέες μας είχαν πάντα μια ποικιλία ανθρώπων που μπαινόβγαιναν –και πιο διανοούμενοι, και πιο του μουσικού, είχε μια γκάμα. Το παιδί όταν ζυμώνεται μέσα σ΄ αυτό, κλέβει ό,τι του αποκαλύπτεται. Τώρα πια μεγάλωσε και αποφασίζει μόνη της».
«Ναι, έχω αρκετούς φίλους μέσα στο θεάτρο –με τον Πέτρο Φιλιππίδη γνωριστήκαμε πριν από τριάντα χρόνια κι έχουμε δουλέψει πολύ μαζί. Ο Πέτρος και ο Σταμάτης είναι οι εκείνοι με τους οποίους έχω συνεργαστεί περισσότερο από όλους. Με την Ναταλία δουλέψαμε μαζί, είχαμε και θίασο σε κάποια φάση, αλλά όχι πολύ. Δεν είναι απαραίτητο να συμβαδίζουν οι επιθυμίες. Το δικό μου ρεπερτόριο δεν της πολυπήγαινε. Θέλει να κάνει άλλα πράγματα και τα κάνει…. Έκανε Μπέκετ, εγώ πάλι δεν μπορώ τον Μπέκετ. Εννοείται πως τον εκτιμώ αλλά δεν θέλω να τον κάνω εγώ, δεν είναι η καρδιά μου προς τα εκεί. Αγαπώ τον Σαίξπηρ, τον Τσέχωφ, τον Μολιέρο, τον Λόρκα πολύ, πολλά έργα του ελληνικού ρεπερτορίου, τον Στρίντμπεργκ…».
«Ούτε η κωμωδία ήταν στην καρδιά μου –ίσως είναι θέμα προδιάθεσης. Το δραματικό μού είναι πιο εύκολο. Η κωμωδία είναι δύσκολο πράγμα, να την μεταδώσεις –και στο θεατή και στον συνάδελφό σου επί σκηνής. Η κωμωδία θέλει δεξιοτεχνία προσωπική, πρέπει να κάνεις έναν κόσμο μόνος σου. Λουί Ντε Φινές, ο μεγάλος κλόουν… Βασίλης Παπαβασιλείου, ο μεγάλος κλόουν, να ένας φίλος μου. Κάθε στιγμή έχει έναν κόσμο να σου αποκαλύψει. Συνομιλητής μου, ένας λόγιος άνθρωπος. Ενας μεγάλος θεατρίνος».
Ο κόσμος θέλει να του χαϊδεύεις τα αφτιά
«Δεν με ενοχλεί να είμαι μόνος μου, επιλέγω με ποιους θα συνομιλήσω. Κάνω παρέα και με νεότερους, εντός κι εκτός δουλειάς. Δεν θέλω να σπαταλάω τον χρόνο μου σε βλακείες.
Εγώ κάθε φορά αυτό που θέλω –ακραίο, παράξενο, θα το κάνω. Αλλά θα το πληρώσω εγώ. Δεν ζητάω από κανέναν άλλον να μου το κάνει. Ακούω συναδέλφους μου να λένε ότι δεν μου κάνει ο τάδε παραγωγός αυτή την δουλειά. Μα δεν είναι υποχρεωμένος να στην κάνει. Εάν θες να το κάνεις, πλήρωσέ το μόνος σου. Λένε κάποιοι δεν είμαι στο Φεστιβάλ. Και γιατί να είσαι; Μα δεν είμαστε υποχρεωμένοι να είμαστε συνέχεια. Τι είναι το Ηρώδειο, το σπίτι μας; Πρέπει να παίξω στην Επίδαυρο για να δικαιωθώ; Δεν είναι υποχρεωτικό. Έχω παίξει, αν τύχει, θα παίξω. Αλλά δεν είναι αυτό που μας δικαιώνει. Είναι λίγο σοβαροφανές όλο αυτό.
Αισθάνομαι πολύ ικανοποιημένος μέσα μου και ακόμα περισσότερο γιατί μπορώ να λέω αυτό που πιστεύω. Κι ότι δεν λογοδοτώ και δεν χρωστάω σε κανέναν τίποτα, το παραμικρό. Δεν πήρα καμιά σπρωξιά χωρίς να το αξίζω. Υπάρχουν άνθρωποι που στα πρώτα μου βήματα ήταν παραδείγματα για μένα και με έναν τους λόγο με στήριξαν, ο Καρακατσάνης, ο Παγουλάτος, η Γεωργούλη, ο Σταμάτης, όταν πρωτομπήκα στο θέατρο. Δεν μου έκαναν χάρη όμως, με πίστεψαν. Δεν έκανα ποτέ παιχνίδι από δίπλα. Κι αυτό είναι που με κάνει να κοιμάμαι πάρα πολύ ήρεμα… Και δεν κουράζομαι στην δουλειά γιατί είμαι ξεκούραστος μέσα μου».
«Η σχέση μου με το κοινό είναι όπως η σχέση του πατέρα με το παιδί: Βρίζεις τον πατέρα και μετά του λες, φέρε ένα πεντακοσάρικο.
Το κοινό ξέρει ότι δεν του λες ψέματα, αυτό εκτιμά, κι αυτό εννοώ μιλώντας για την σχέση πατέρα-παιδιού. Πώς είναι με τον δάσκαλο που σε δυσκολεύει αλλά από την άλλη τον ακολουθείς; Έτσι είναι. Οι άνθρωποι καταλαβαίνουν. Κι όταν κάνουμε λάθος να το λέμε, να το αποδεχόμαστε. Εγώ πιστεύω ότι πρέπει να λέμε την αλήθεια μας κάθε φορά –με έναν τρόπο, ναι, αλλά δεν πρέπει να φοβόμαστε. Και νομίζω ότι το μεγάλο αγκάθι στους καλλιτέχνες είναι ότι φοβούνται να εκφραστούν. Αν έχεις διαμορφωμένες απόψεις είσαι υποχρεωμένος να τις πεις. Ο καλλιτέχνης δεν μπορεί να κρύβεται και να σκέφτεται ότι θα στεναχωρήσει το κοινό.
Θυμάμαι πριν χρόνια μια κυρία στο Κολωνάκι μου είπε ότι εμείς οι άνθρωποι της τέχνης πρέπει να μιλήσουμε. Κι όταν της είπα ότι μπορεί να μην της αρέσουν αυτά που θα πούμε, αντέδρασε. Άρα να μιλήσουμε ή να μην μιλήσουμε; Σου λέει ο άλλος γιατί δεν μιλάς και εννοεί γιατί δεν λες αυτά που θέλω να ακούσω… Κι αν δεν θέλω να πω αυτά; Ο κόσμος θέλει να του χαϊδεύεις τα αφτιά».
«Εγώ δεν αισθάνομαι ότι μου στέρησε κάτι όλο αυτό, ότι το πλήρωσα. Πώς το κατάφερα; Το θέμα είναι να κάνεις καλά την δουλειά σου. Και το ξέρουν αυτό. Να μην ξεγελάς. Ξέρουν οι άνθρωποι ότι τους αγαπώ και είμαι δίπλα τους, το ξέρουν. Κι επειδή ξέρουν, γι΄αυτό και ενοχλούνται πιο πολύ. Γιατί τους τα λέει κάποιος που είναι δίπλα τους.
Με παραδέχονται; Ναι. Στην αρχαία Αθήνα ο Κλέων ήταν μέγας δημαγωγός, αλλά πέθανε στην μάχη. Αυτή είναι η διαφορά. Ότι είσαι μπροστάρης, δεν είσαι λιπόψυχος. Το καταλαβαίνει ο κόσμος αυτό. Δεν είναι ανόητος».
Σχέδια και σκέψεις
«Ετοιμάζουμε στον Ιανό μια παράσταση-παρουσίαση της ποίησης, όχι μόνον της μελοποιημένης, αλλά και της αφηγηματικής, σε μορφή πιάνο-φωνή- απαγγελία: Ελύτης, Ρίτσος, Σεφέρης, Αναγνωστάκης, Σαραντάρης, Χατζηλαζάρου, Ισαρης, Ουράνης, Καρούζος, Εγγονόπουλος, Γκάτσος. Η μελοποίηση είναι των Θεοδωράκη, Λεοντή, Μαρκόπουλου, Σπανού, Λάγιου κι ένα κομμάτι του Θοδωρή Οικονόμου.
Ξεκινάμε με τέσσερα διήμερα (Παρασκευή & Σάββατο) από τις 6 Νοεμβρίου. Θα ακολουθήσει μια βραδιά στην Τρίπολη και τρεις βραδιές πίσω στην Αθήνα, στο θέατρο Αλμα, τον Δεκέμβριο. Ενδέχεται, στη συνέχεια, να πάμε στην Πάτρα αλλά και στην Κύπρο. Στο πιάνο θα είναι ο Θοδωρής Οικονόμου και μαζί μου η Ντένια Στασινοπούλου και η Κωνσταντίνα Νταντάμη.
Θα το αφιερώσω στον Μανώλη Γλέζο -τον είχα γνωρίσει λίγο. Θα έλεγα όμως ότι η επαναστατικότητά του είχε μια ποίηση. Νομίζω είναι ένας ελάχιστος φόρος τιμής.
Στους δύσκολους καιρούς που περνάμε καλό είναι η ποίηση να μας συντροφεύει. Ο Εγγονόπουλος έλεγε ότι η ποίηση είναι σαν σιγοψυθιριστή εξομολόγηση στα αφτιά ευγενικών ανθρώπων».
«Τέλος Νοεμβρίου θα ξεκινήσουμε πρόβες με το έργο “Αινιγματικές Παραλλαγές” του Γάλλου Ερίκ-Εμανουέλ Σμιτ στο θέατρο Εμπορικόν. Δεν είναι ούτε κωμωδία ούτε δράμα αλλά ένα κομμάτι ζωής και μάλιστα πολύ ισχυρό μερικές φορές. Εμπεριέχει και την σχέση του νεότερου με τον μεγαλύτερο που έχει πολύ ενδιαφέρον: Ένας παλιός ηθοποιός που έχει απομονωθεί και ένας δημοσιογράφος που τον επισκέπτεται.
Το έργο ήταν επιθυμία και πρόταση του Πυγμαλίωνα Δαδακαρίδη. Θα παίξουμε μαζί κι εκείνος θα συνσκηνοθετήσει με τον Σωτήρη Τσαφούλια.
Το θέατρο το έχει ανάγκη ο κόσμος. Μαζί με την μουσική είναι η μόνη τέχνη που έχει ανάγκη, είναι πράγματα δικά του. Και, ναι, πιστεύω ότι θα δουλέψουν τα θέατρα, ακόμα και με τα πρωτόκολλα. Και θα το ξεπεράσουμε».
«Στην τηλεόραση φέτος κάνω το “Παρουσιάστε”, μια στρατιωτική κωμωδία, που σκοπό έχει το γέλιο, και τίποτε άλλο. Ξεκίνησε καλά και συνεχίζουμε.
Ο κόσμος τα βλέπει όλα στην τηλεόραση, αυτό θέλει. Εκτός αν είναι άλλοι οι άνθρωποι που βλέπουν τα reality, αυτές τις ανοησίες, και άλλοι την μυθοπλασία, χωρίς να σημαίνει ότι και η μυθοπλασία είναι στα καλύτερά της –αν και πήρε μπρος.
Νομίζω ότι χρειάζεται μια αλλαγή στην τηλεόραση, και στην θεματολογία αλλά κυρίως στα πρόσωπα. Κι εμείς πρέπει να κάνουμε καλύτερα την δουλειά μας από ό,τι την κάναμε παλιά. Ο κόσμος σήμερα περιμένει και να τον παρηγορήσουμε, οπότε πρέπει να είμαστε πιο αρχοντικοί».
«Η ευτέλεια στην τηλεόραση δεν τελειώνει. Υπάρχει πάντα κάποιος που θέλει να καταναλώσει το ευτελές. Όταν βλέπεις κάτι κατ΄ εξακολούθηση σημαίνει ότι είσαι αντάξιός του, ότι αυτό σου πρέπει. Αρα υπάρχει ένα κοινό που του πρέπουν αυτές οι ανοησίες. Εγώ αυτά τα λέω προγράμματα πανικού, παλιές συνταγές και ό,τι αρπάξουμε. Πιστεύω ότι θα καταρρεύσουν…
Ο κόσμος που συμμετέχει στα reality δεν καταλαβαίνει ότι εξευτελίζεται. Όταν δεν έχεις την αίσθηση του γελοίου μπορείς να κάνεις τα πάντα. Ούτε καταλαβαίνει ότι είναι χυδαίο –αυτός το βλέπει σαν κανονικό. Το ίδιο συμβαίνει και με το κοινό, το βλέπει, το καταναλώνει, το χλευάζει και φεύγει, ενώ ένα άλλο κομμάτι του κοινού, ο κορμός, ταυτίζεται και το παρακολουθεί σαν κάτι πολύ σοβαρό. Τους γοητεύει ότι είναι κάτι πραγματικό. Σου λέει η μυθοπλασία είναι παραμύθι, και σ΄ αυτό φταίμε κι εμείς. Στο πρώτο Big Brother, οι παίκτες ήταν ανυποψίαστοι. Τώρα όμως είναι υποψιασμένοι και ο κόσμος δεν το καταλαβαίνει».
«Το κλείσιμο του Mega ήταν κατά την γνώμη μου καταστροφικό, γιατί αποπροσανατόλισε ένα κομμάτι του κοινού που τώρα προσπαθεί να επιστρέψει. Χρησιμοποιεί όμως τον παλιό οπλισμό ενώ θέλει καινούργια πράγματα. Νομίζω ότι και το Mega πρέπει να κάνει το κάτι παραπάνω -καινούργιο πρόγραμμα με νέα πρόσωπα».
«Με απασχολεί που δεν ερχόμαστε πια σε επαφή με την γλώσσα, κι αυτό είναι ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα που αντικατοπτρίζεται στην πολιτική. Αυτοί που κάνουν πιο πολύ θόρυβο στην Βουλή, μιλάνε όπως οι παίκτες στα reality. Γιατί είναι αυτοί που θέλουν να αρπάξουν το κοινό. Άνθρωποι, ελλιπούς παιδείας που μιλάνε απευθείας στο θυμικό. Δεν τους ενδιαφέρει καθόλου να τους πούνε καλλιεργημένους. Εγώ θυμάμαι τους πολιτικούς, όταν ήμουν μικρός, ανεξαρτήτως κομμάτων –Ηλιού, Κανελλόπουλος, Γεώργιος Παπανδρέου, που ήταν διανοούμενοι. Αυτή είναι η μεγάλη διαφορά. Τότε η κάθε ομιλία στην Βουλή ήταν ένα έργο τέχνης.
Δεν μπορεί ο πολιτικός να είναι πίσω από το κοινό, ούτε οι καλλιτέχνες. Και περιμένω από την Αριστερά να είναι λαμπάδα αναμμένη, φως. Όταν μπαίνει στην λογική την παλιά γίνεται συντηρητική, μολύνεται, γίνεται πολιτικάντικη».