Γεωργία Σάνδη: Η συγγραφέας με το ελληνικό ψευδώνυμο που υποστήριξε τη γυναικεία χειραφέτηση
Ασυμβίβαστη και ανατρεπτική, η Γεωργία Σάνδη έγινε γνωστή για την εκκεντρική της συμπεριφορά, το πλούσιο συγγραφικό της έργο αλλά και τις αμέτρητες σχέσεις της με μεγάλες προσωπικότητες της εποχής της.
Κάπνιζε δημόσια, πράγμα που θεωρούνταν προσβλητικό για μια γυναίκα, φορούσε ανδρικά ρούχα, που απαγορευόταν, και μάλιστα χωρίς να πάρει άδεια από την αστυνομία -σε κάποιες γυναίκες δινόταν άδεια να φορούν παντελόνια λόγω επαγγέλματος- και κατάφερε να επικρατήσει σε έναν ανδροκρατούμενο περιβάλλον ως ισότιμο μέλος.
Το πραγματικό της όνομα ήταν Αμαντίν-Ωρόρ-Λουσίλ Ντυπέν (και ήταν κόρη ενός απόστρατου αξιωματικού με αριστοκρατικές ρίζες, ο οποίος είχε υπηρετήσει στο στρατό του Ναπολέοντα, και μιας γυναίκας λαϊκής καταγωγής). Η γιαγιά της, όμως, η οποία ήταν οπαδός του Ζαν Ζακ Ρουσώ και δήλωνε άθεη και φυσιολάτρισσα, ήταν εκείνη που άσκησε μεγάλη επιρροή στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς της. Η μικρή Ωρόρ μεγάλωσε υπό την επίβλεψή της στην επαρχία Νοάν, και έζησε τα παιδικά της χρόνια στη φύση. Αγοροκόριτσο από μικρή, αρνιόταν να παίζει με κούκλες και προτιμούσε τα παιχνίδια στον δρόμο. Άλλωστε η αγροτική ζωή και η εργατική τάξη αργότερα θα αποτελέσουν πηγή έμπνευσης για το έργο της και θα την οδηγήσουν σε μελέτες πρώιμης εθνογραφίας.
Όταν έκλεισε τα δεκατρία της χρόνια η οικογένειά της την έστειλε στο Παρίσι για σπουδές, σε ένα οικοτροφείο που διεύθυναν καλόγριες. Η ασφυκτική ζωή όμως ενός συντηρητικού ιδρύματος δεν ταίριαζε στον χαρακτήρα της μικρής Ωρόρ, που διάβαζε φανατικά Ρουσώ, Σατωμπριάν, Μπάιρον και Σαίξπηρ. Έτσι μετά από τρία χρόνια και με τη βοήθεια της αγαπημένης της γιαγιάς, επέστρεψε στο χωριό της, και το1822 παντρεύτηκε τον βαρόνο Ντυντεβάν. Μαζί του απέκτησε μαζί του έναν γιο και μία κόρη.
Ο σύζυγός της όμως αδιαφορούσε για τις καλλιτεχνικές της ανησυχίες, όποτε εκείνη άρχισε να αναζητάει την τρυφερότητα και την αγάπη σε παράνομους δεσμούς, μέχρι που τελικά το 1831 αποφάσισε να εγκαταλείψει τον βαρόνο. Εκείνος δεν της αρνήθηκε το διαζύγιο και η Ωρόρ μετακόμισε πλέον μόνιμα στη γαλλική πρωτεύουσα με τα παιδιά της, σε μια εποχή που η πανούκλα θέριζε.
Εκείνη όμως ήταν γεμάτη ενθουσιασμό για το νέο ξεκίνημά της. Το ψευδώνυμο «Γεωργία Σάνδη» μάλλον οφείλεται στη συνεργασία της με τον Γάλλο συγγραφέα Juliet Sandeau, με τον οποίο είχε ερωτική σχέση. Μαζί συνέγραψαν το πρώτο της βιβλίο. Ωστόσο δεν αποκλείεται, η επιλογή ενός ελληνικού ονόματος να οφείλεται και στο γενικό κλίμα φιλελληνισμού που επικρατούσε τότε στη γαλλική κοινωνία.
Η φιλία της με τον διευθυντή της εφημερίδας «Λε Φιγκαρό» Ανρί ντε Λατούς την βοήθησε να αρχίσει την λογοτεχνική της καριέρα. Έτσι το 1832 εξέδωσε το πρώτο της ατομικό μυθιστόρημά της, με τίτλο «Ιντιάνα», όπου κατήγγειλε τις κοινωνικές συμβάσεις και την υποκρισία του γάμου. Η ηρωίδα της, άλλωστε, εγκατέλειπε το σύζυγό της για χάρη του αληθινού έρωτα, όπως δηλαδή περίπου έκανε και η ίδια.
Η επιτυχία της ήταν τεράστια, μάλιστα ήταν από τις ελάχιστες που κατάφερνε να βγάζει χρήματα από τα βιβλία της, και γρήγορα το σπίτι της στο Παρίσι έγινε το κέντρο της καλλιτεχνικής ζωής. Ο Μπαλζάκ, ο Φραντς Λιστ, ο Προσπέρ Μεριμέ, ο Χάινε είναι μόνο μερικά από τα ονόματα των διανοούμενων που ανήκαν στον κύκλο της, με πολλούς από τους οποίους είχε και ερωτικές σχέσεις.
Οι φήμες έδιναν κι έπαιρναν και οι κακές γλώσσες της εποχής την χαρακτήριζαν «ακόρεστη σεξουαλικά», λέγοντας πως άλλαζε μαζί με τους εραστές και τις φιλοσοφικές και πολιτικές απόψεις της. Αυτό βέβαια δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αφού η Σάνδη είχε μακροχρόνιους δεσμούς με τους μεγάλους της έρωτες, ενώ υποστήριζε τις σοσιαλιστικές της απόψεις, πίστευε πάντα στην κοινωνική δικαιοσύνη και στην αξία της μόρφωσης, ενώ υπερασπιζόταν ένθερμα τα δικαιώματα των γυναικών γι' αυτό και πολλοί την θεωρούν μία από τις πρώτες φεμινίστριες. Μάλιστα ήταν από τις πρώτες που διεκδίκησε τον τίτλο της συγγραφέως, σε μια εποχή που κάτι τέτοιο για μια γυναίκα θεωρούνταν ως και απαράδεκτο. Ο Ουγκώ, που ήταν καλός της φίλος της, έγραψε χαρακτηριστικά: «Η Γεωργία Σάνδη δεν μπορεί να αποφασίσει αν είναι άνδρας ή γυναίκα. Εκτιμώ όλους τους συναδέλφους μου, αλλά δεν είναι η θέση μου να αποφασίσω αν η Σάνδη είναι αδελφή μου ή αδελφός μου».
Γοητευτική και μοιραία, έκανε πολλούς άνδρες να την ερωτευτούν εκείνη όμως έδωσε την καρδιά της σε δύο μόνο: τον ρομαντικό ποιητή Αλφρέ ντε Μισέ και τον μεγαλοφυή Σοπέν με τον οποίο έζησε οκτώ χρόνια. Πέρασε μαζί του τον χειμώνα του 1838 -1839 στη Μαγιόρκα, στο εγκαταλελειμμένο μοναστήρι της Valldemossa, αλλά έναν χρόνο πριν εκείνος πεθάνει από φυματίωση τον εγκατέλειψε, λόγω της ζήλιας του. Το βιβλίο της όμως «Λουκρήτσια Φλοριάνι» αντλεί έμπνευση από τον χαρακτήρα του μεγάλου συνθέτη.
Μαζί με τον Πιέρ Λερού ίδρυσαν μια εφημερίδα και η Σάνδη το 1848 συμμετείχε ενεργά στην επανάσταση εναντίον του βασιλιά. Απογοητευμένη από την καταστολή της εργατικής εξέγερσης τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς, εγκατέλειψε την πολιτική και το Παρίσι και επέστρεψε στο Νοάν.
Πέθανε στις 8 Ιουνίου του 1876 σε ηλικία 71 ετών. Ο Βίκτωρ Ουγκώ έγραψε και πάλι γι' αυτή: «Κλαίω μια νεκρή, χαιρετώ μια αθάνατη», τιμώντας έτσι μια γυναίκα που πάλεψε απέναντι στις συμβάσεις και κατάφερε να κερδίσει τη δική της θέση στην παγκόσμια λογοτεχνία.