Η Έλλη Πασπαλά

Έλλη Πασπαλά: «Είμαι τυχερή γιατί δεν ένιωσα ποτέ δουλειά αυτό που κάνω»

Η Έλλη Πασπαλά είναι τραγούδι, μουσική, ερμηνεία –τόσο απλά, τόσο αυτονόητα.

Γεννήθηκε στην Νέα Υόρκη από γονείς μετανάστες. Το καλοκαίρι του 1982 ήρθε στην Ελλάδα για διακοπές και έμεινε. Η γνωριμία κι η συνεργασία της με τον Μάνο Χατζιδάκι την καθόρισαν. Μένει στην Νέα Πεντέλη. Έχει έναν γιο, τον 24χρονο Τόμμυ, από τον γάμο της με τον μουσικό-σαξοφωνίστα Ντέιβιντ Λιντς, με τον οποίο πλέον έχουν χωρίσει. Στις 9 Ιουλίου θα δώσει την πρώτη προσωπική της συναυλία στο Ηρώδειο.

«Η μουσική φάνηκε νωρίς στον δρόμο μου. Ο πατέρας μου ήταν μουσικόφιλος, κυρίως είχε ωραία φωνή. Δεν ασχολήθηκε αλλά θα μπορούσε. Ξεκίνησα πιάνο στα έξι μου. Το τραγούδι το ανακάλυψα στα δώδεκα.

Οι γονείς μου, με τα δύο αδέλφια μου, ήταν μετανάστες απ΄την Θεσσαλονίκη. Εγώ γεννήθηκα στην Νέα Υόρκη. Όταν ήρθα στην Ελλάδα, εκείνοι έμειναν και επέστρεψαν μόνιμα 15 χρόνια μετά. Εκείνο το καλοκαίρι, του ΄82, που είχα έρθει στην Ελλάδα για διακοπές, είχα μόνον τον μεγάλο μου αδελφό στην Αθήνα. Μέσα στις πρώτες δέκα μέρες που ήμουν εδώ, εκείνος επέστρεψε στην Νέα Υόρκη λόγω της δουλειάς του, τον μετέθεσαν. Εμεινα ξέμπαρκη. Δεν ήξερα κανέναν. Παρ΄ότι είχα έρθει για διακοπές, είχα ήδη σκεφτεί ότι θα μείνω τρεις μήνες -που έγιναν τέσσερις... Γνώρισα τον Χατζιδάκι.

Μεγάλωσα στην Αστόρια, σ΄ένα πολύ κλειστό και χουχουλιάρικο περιβάλλον, των ελληνομερικανών. Όντως ήταν “το γκέτο των Ελλήνων” κι ας μην αρέσει σε πολλούς ο όρος, όχι με την έννοια της φτώχειας. Η Αμερική άλλωστε χαρακτηρίζεται απ΄ τις αντιθέσεις. Στην Αστόρια πήγα στο ελληνικό σχολείο ως την Β΄γυμνασίου, στον Αγιο Δημήτριο. Μετά πήγα στο δημόσιο Μουσικό Σχολείο, ένα σχολείο για τις καλές τέχνες. Ήμουν η μοναδική ελληνίδα, σαν τη μύγα μες το γάλα. Στο τέλος ήρθε άλλος ένας Έλληνας, με τον οποίο και τα φτιάξαμε! Πρέπει τότε να πέρασα για πρώτη φορά στην ζωή μου κατάθλιψη, γιατί ένοιωθα μόνη, αποξενωμένη, αποκομμένη. Δεν είχε περάσει ούτε ένας μήνας όταν πήγα να βρω την σύμβουλο του σχολείου για να της πω ότι θέλω να γυρίσω στο γυμνάσιο της γειτονιάς μου. Και μου΄πε τότε κάτι που κράτησα σ΄όλη μου την ζωή. “Δώσε λίγο χρόνο γιατί πιστεύω ότι όταν αρχίσουν πρόβες, οι ορχήστρες, οι χορωδίες και θα τις ακούς στους διαδρόμους και θα μυρίζεις τον νέφτη από τους ζωγράφους, δεν θα θες να φύγεις”. Κι έτσι έγινε.

Αγαπώ πολύ το θέατρο, αλλά δεν βλέπω όσο θα ήθελα, ούτε παίζω. Η πρόσφατη συνεργασία μου με τον Νίκο Καραθάνο ήταν μεγάλη ευλογία –το καλοκαίρι κάναμε την όπερα του Αγγελου Τρινταφύλλου στο “Νιάρχος” και την περασμένη σεζόν ήμουν στο “Μια νύχτα στην Επίδαυρο”.

Πάντα ένοιωθα ότι κάθε τραγούδι είναι ένας μικρός μουσικός μονόλογος, ένας ολόκληρος κόσμος. Και πρέπει να ζωντανέψει μέσα απ΄τα λόγια. Είμαι ακουστικός τύπος, το πρώτο που μ΄αγγίζει είναι η μουσική, πρώτα ακούω την μουσική, μετά τον στίχο. Ωστόσο τραγούδι χωρίς στίχο, δεν νοείται. Ο στίχος είναι που ωθεί την μουσική και κάνει τον θεατή να κολυμπήσει σε βάθος. Η μουσική από μόνη της είναι σπουδαία, αλλά ο στίχος απογειώνει, δίνει άλλη διάσταση. Κι αυτό θέλει μια δυναμική έντονη. Ζητάς απ΄τον ακροατή να ταξιδέψει μαζί σου. Ίσως το παίρνω πολύ σοβαρά όλο αυτό, ίσως δεν πρέπει.

Υπάρχει μια δόνηση που μεταφέρεται και ελπίζω να δονείται κι ο άλλος, αυτή είναι η επικοινωνία. Κάθε μουσικός αναζητά να συντονιστεί με κάτι πολύ ανώτερο, σπουδαίο, έξω απ΄αυτόν –δεν είναι εύκολο.

Όχι, δεν γράφω μουσική. Είναι το μεγάλο μου αγκάθι. Τρέφω μεγάλη εκτίμηση και θαυμασμό για τους δημιουργούς και τους αντιμετωπίζω με δέος. Θα το΄θελα πολύ αλλά νοιώθω λίγη. Πάντα άφηνα την σύνθεση σ΄εκείνους που είχαν το χάρισμα. Εχω τραγουδήσει όχι σπουδαία τραγούδια, μοναδικά, επικά, πολλών δημιουργών. Οπότε...

Ποτέ δεν κυνήγησα την δημοσιότητα. Δεν μπαίνω στο Facebook, παρά το γεγονός ότι το θεωρώ ένα σοβαρό και σημαντικό εργαλείο αλλά δεν μ΄αρέσει αυτό που ο καθένας λέει το΄να και τ΄άλλο. Άλλο όταν πρέπει να δημοσιεύσω κάτι που αφορά στον κόσμο, κι άλλο να μιλάω για να μιλάω, αυτό δεν το θέλω. Οι απόψεις είναι σημαντικό να ακούγονται και να υπάρχει πληθώρα, δημοκρατική αντιμετώπιση. Αλλά κακά τα ψέματα. Δεν είναι όλες οι απόψεις το ίδιο. Δεν θέλω να απασχολώ τον δημόσιο βίο με τα προσωπικά μου. Αν έχω κάτι να πω, θα το πω, δεν θα κρυφτώ. Αν και δεν απέκτησα ποτέ τέτοιο εκτόπισμα, βλέπω τους τρομερά δημοφιλείς που δεν μπορούν να βγουν στον δρόμο, που δεν έχουν ούτε μία προσωπική στιγμή. ΄Η όταν γίνονται πολύ δημοφιλείς σε μικρή ηλικία ή για λίγο χρονικό διάστημα. Βλέπω τους τηλεοπτικούς μουσικούς διαγωνισμούς και σκέφτομαι ότι ένα νέο παιδί, μετά την μεγάλη δημοφιλία, όσο διαρκεί το παιχνίδι, ξεχνιέται. Πως θα το διαχειριστεί;

Με τον Μάνο Χατζιδάκι γνωριστήκαμε όταν ήρθα στην Αθήνα και πήγα για ακρόαση στην “Πορνογραφία” -με είχε ακούσει, το προηγούμενο καλοκαίρι στο Φεστιβάλ της Ιθάκης, ο Τάσος Καρακατσάνης και μου το πρότεινε. Ήταν μια Τρίτη μεσημέρι. Είχαμε ραντεβού στις δύο, στο στούντιο του Σμυρνέου. Ο Μάνος εμφανίστηκε στις έξι... Είχα τρομερό άγχος γιατί θα τραγουδούσα μπροστά στον Χατζιδάκι, για τον Χατζιδάκι. Και περίμενα –τέσσερις ώρες. Ήρθε και τραγούδησα απ΄την “Πορνογραφία”, απ΄ τις τρεις Ρόζες -είχε αρρωστήσει μια τραγουδίστρια της παράστασης και γι΄αυτό με ήθελε. Μετά ηχογραφήσαμε στο στούντιο και στην συνέχεια μου΄πε ότι με θέλει για τις “Μπαλάντες της οδού Αθηνάς”: “Ελα την επόμενη Πέμπτη στην Columbia, στο στούντιο”. Πήγα. Δεν εμφανίστηκε. Του τηλεφώνησα...

Δεν μίλησα ποτέ στον ενικό στον Μάνο Χατζιδάκι, πάντα στον πληθυντικό -κύριε Χατζιδάκι. Όχι ότι το επέβαλε ο ίδιος, εγώ, εγώ δεν μπορούσα. Ήταν ο μεγάλος δάσκαλος για μένα. Ο ίδιος δεν διεκδικούσε ούτε τον όρο ούτε τον ρόλο. Αλλά για μένα ήταν ο μέντορας, ο δάσκαλος και τον ακολουθούσα πιστά, με μεγάλη αγάπη, αφοσίωση. Μπορεί να μην ήμουν η ώριμη τραγουδίστρια τότε, αλλά ήμουν μουσικά εκπαιδευμένη, μορφωμένη. Μέχρι που ήρθα εδώ σκεφτόμουν το κλασικό τραγούδι –μάλιστα ο Χατζιδάκις μου σύστησε την Κική Μορφονιού κι έκανα μαζί της έναν χρόνο μαθήματα, σπουδαία μουσικός, σπουδαία τραγουδίστρια. Μετά όμως άρχισα εγώ να θέλω να φύγω απ΄αυτό το χρώμα, απ΄αυτή την τοποθέτηση φωνής, να φύγω από εκεί.

Ημουν πάντα λίγο διχασμένη. Ακόμα και στην Νέα Υόρκη, τα Σαββατοκύριακα τραγουδούσα σε μια μπουάτ ελληνικό τραγούδι –Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Ξαρχάκο, Σαββόπουλο, δημοτικά, ρεμπέτικα. Παράλληλα έκανα κλασικό τραγούδι, ρεπερτόριο.

Τον Μίκη τον γνώρισα στα 16 μου. Είχαν έρθει τότε η Μελίνα με τον Ντασέν στην Νέα Υόρκη για να κάνουν μια ταινία-αναπαράσταση των γεγονότων του Πολυτεχνείου, την “Δοκιμή”. Ζητούσαν εθελοντές, φοιτητές -πήγα κι εγώ, μαθήτρια, η μικρότερη. Ήταν κι ο Μίκης εκεί. Είχε φτιάξει την Λαϊκή Χορωδία της Νέας Υόρκης. Τραγούδησα, έπαιξα και σε κάποιες σκηνές, μετά συνέχισα στην χορωδία. Εκεί λοιπόν γνώρισα αυτούς τους μύθους, την Μελίνα, τον Ντασέν, τον Μίκη, την Δέσπω Διαμαντίδου. Είχε παίξει κι η Ολυμπία Δουκάκης –απίστευτη. Θυμάμαι είχα ζητήσει δέκα μέρες άδεια απ΄το σχολείο για να πάω στο γύρισμα και επειδή ήμουν καλή μαθήτρια μου την έδωσαν. Την Φαραντούρη την γνώρισα μετά, όταν έκανε ο Μίκης συναυλία στην Αμερική, το ΄78 σε περιοδεία –φοιτήτρια πια. Μόλις είχα πάρει και το δίπλωμα οδήγησης και είχα προσφερθεί να τους πάω βόλτα, τον Μίκη, την Μαρία και την Μυρτώ, την γυναίκα του. Επεισοδιακή βόλτα. Την Μαρία την ξανασυνάντησα αργότερα, όταν τραγούδησα για πρώτη φορά μαζί της, σε συναυλία του Χατζιδάκι, το ΄83, στην Λάρισσα -ήταν η πρώτη μου συναυλία.

Εγώ ήμουν ταγμένη στον δρόμο του Μίκη μέχρι που γνώρισα τον Χατζιδάκι. Τον λατρεύω τον Μίκη, τις μουσικές του, αλλά με κέρδισε ο Χατζιδάκις. Οχι δεν ήταν δύσκολος άνθρωπος ο Χατζιδάκις. Ποτέ δεν ένοιωσα ότι ήταν δύστροπος ή δύσκολος, καθόλου. Ηταν νοήμων, εξαιρετικά ευφυής, εμπνευσμένος. Όταν συναναστρεφόσουν τον Μάνο, προκαλούσε την αδυναμία σου στην σκέψη και στο πνεύμα. Γι΄ αυτό ήταν δάσκαλος -για μένα. Δεν ένοιωσα ποτέ επί ίσοις όροις. Έχω ζήσει πολύ τρυφερές στιγμές μαζί του. Φίλοι δεν ήμασταν, φίλος του ήταν ο Γκάτσος, η Νίκη Γουλανδρή. Ο Ηλίας (σ.σ. Λιούγκος) και ο Βασίλης (σ.σ. Λέκκας) ήταν πιο φίλοι του –δεν θα΄ρχόταν σε μένα να μου εκμυστηρευτεί κάτι. Εγώ θα πήγαινα με την επιφύλαξη να μην τον απασχολήσω ή τον ενοχλήσω. Ένοιωθα παιδί του –αλλά ούτε αυτό τον απασχολούσε, δεν τον ενδιέφερε να γίνει γονιός. Δεν έπαιζε ρόλο ο Χατζιδάκις, ήταν ο εαυτός του. Εγώ τον είχα βάλει σ΄ένα βάθρο, απ΄το οποίο δεν μετακινήθηκε ποτέ, ούτε τώρα.

Πράγματι υπήρξε μια ρήξη μεταξύ μας, τότε που έβγαλα τον δίσκο “Η λάμψη του φεγγαριού”. Έκτοτε μίλησα μαζί του μόνον μία φορά, στην συναυλία που έκανε στο Ηρώδειο με την Μούσχουρη. Πήγα στα παρασκήνια και τον συνεχάρηκα. Φαντάζομαι ότι κάποια στιγμή θα ξανασυναντιόμασταν και μουσικά ξανασυναντήθηκα μαζί του στο Ηρώδειο, την πρώτη φορά που τραγούδησα στο Ηρώδειο, στον “Μεγάλο Ερωτικό”. Ο Χατζιδάκις ήταν εκεί –μόνον το σώμα του δεν ήταν.

Μου κόστισε πολύ αυτή η ρήξη, αλλά και τον καταλάβαινα και γι΄αυτό δεν μίλησα ποτέ δημοσίως ούτε κι εκείνος. Ήταν κάτι προσωπικό, μεταξύ μας. Ο χρόνος, ο θάνατός έκοψε το νήμα –ήμουν σίγουρη ότι θα ξανασυναντιόμασταν, έστω σαν συνομιλητές. Κάποιοι φίλοι μου έλεγαν να πάω να τον βρω. Μα δεν είχε κάτι ν΄ακούσει ή να μάθει από μένα. Αντιθέτως είχα εγώ πολλά να μάθω από εκείνον.

Δείχνω μεγάλη εμπιστοσύνη στον χρόνο. Δεν είναι τυχαίο ότι η μουσική λαμβάνει χώρο στον χρόνο. Και γι΄ αυτό δεν ακούγεται πολύ τώρα. Πέρα απ΄τις συναυλίες, δεν ακούμε πια έναν δίσκο, το΄χουμε ξεχάσει. Γι΄αυτό ο συναυλιακός χώρος είναι σημαντικός.

Πληρότητα; Και ναι και όχι. Αν κοιτάξω πίσω λέω ότι δεν τα΄χω πάει κι άσχημα. Αλλά αν κοιτάξω μπροστά δεν νοιώθω πληρότητα. Περιμένω το επόμενο. Πρέπει ή καλύτερα θέλω –γιατί το “θέλω” είναι η κινητήριος δύναμη, να κάνω καινούργια πράγματα στο τραγούδι. Αλλά μεγαλώνουμε. Η φωνή δεν είναι το ίδιο που ήταν πριν από δέκα, πολύ περισσότερο είκοσι ή τριάντα χρόνια. Κι η φωνή μου έχει αλλάξει πολύ. Αυτό που μειώνεται σαν ευκολία στην φωνή, δίδεται σε κάτι άλλο, πιο ώριμο ελπίζω, με κάποιες διαστάσεις παραπάνω, παραπάνω χρώματα. Μπαίνω στο πνεύμα ενός τραγουδιού πιο άμεσα, το ψάχνω και το βρίσκω πιο πολύ, γίνεται πιο σωματώδες. Φέρω πια την εμπειρία μου, το παρελθόν μου, ό,τι έχει ζυμωθεί μέσα μου. Μπορεί η φωνή να μην έχει την ίδια ευλυγισία, την ίδια έκταση.
»Είμαι τυχερή γιατί δεν ένοιωσα ποτέ δουλειά αυτό που κάνω. Και πάντα θαυμάζω κάτι που έζησα και με την δασκάλα μου στην Αμερική και με τον Χατζιδάκι, την αφοσίωση, την αφοσίωση στην τέχνη. Και γι΄αυτό δυσκολεύομαι ακόμα και τώρα ν΄αποκαλέσω τον εαυτό μου καλλιτέχνη, μου είναι δύσκολο, κι ας χρησιμοποιείται ο όρος με μεγάλη ευκολία.

Ο Ντέιβιντ Λιντς είναι απ΄ τους ανθρώπους που εκτιμώ πολύ, εννοείται. Μπορεί να είμαστε από διαφορετικούς μουσικούς χώρους, αλλά υπάρχει μια κοινή γλώσσα στην αισθητική, στην προσέγγιση. Τον εμπιστεύομαι πάρα πολύ, νοιώθω μεγάλη σιγουριά και ασφάλεια μουσικά μαζί του. Με στηρίζει, είναι εκεί για μένα. Κι αν κάτι θεωρεί ότι δεν είναι σωστό, θα είναι απολύτως ειλικρινής μαζί μου, θα μου το πει. Όπως νοιώθω το ίδιο και για τον Τάκη Φαραζή, με τον οποίο είμαστε πολλά χρόνια μαζί. Οι δυό τους είναι η μουσική μου οικογένεια –πέρα απ΄το ότι με τον Ντέβιντ βρεθήκαμε και στην ζωή, μετά.

Ο Ντέιβιντ ήταν από τους ανθρώπους στους οποίους απευθυνόμουν όταν ήθελα να κάνω κάτι –ζητούσα την συμβουλή του. Γνώρισα τον Ντέβιντ πολύ νωρίς, στις αρχές που είχαμε έρθει κι οι δύο στην Ελλάδα. Εγώ έκανα τότε μουσική διδασκαλία στο Εθνικό Θέατρο (στον “Καλό άνθρωπο του Σετσουάν” κι εκείνος έπαιζε μουσική στην παράσταση). Οταν ηχογράφησα την “Λάμψη του φεγγαριού”, τον αναζήτησα, αλλά δεν ήταν ελεύθερος κι έτσι δεν συμμετείχε στον δίσκο. Μετά, όταν παρουσίαζα στις συναυλίες μου την “Λάμψη του φεγγαριού”, ξεκίνησε η συνεργασία μας. Κι αυτό κράτησε 3-4 χρόνια, μέχρι που δεθήκαμε προσωπικά. Ο Ντέβιντ είναι πολύ έντιμος σ΄αυτό που κάνει, ό,τι κάνει το κάνει 100%, μ΄όποιον κι αν συνεργάζεται. Κι αυτό είναι πολύτιμο. Αλλά το πιο πολύτιμο απ΄όλα στον Ντέιβιντ, όπως και στον Τάκη, είναι η μουσικότητά τους, η καλλιτεχνική τους απόδοση σπουδαία, μοναδική. Οπότε, ναι, είναι οι πρώτοι άνθρωποι που θα πλησιάσω για κάτι και εάν θεωρώ ότι δεν γίνεται χωρίς εκείνους, θα τους περιμένω.

Με τον Ντέιβιντ έχουμε ένα κοινό λεξιλόγιο, μια κοινή γλώσσα –και δεν εννοώ τα αγγλικά, κοινή εμπειρία, κοινό ψυχισμό. Κι αυτό έπαιξε ρόλο στην σχέση μας, αλλά δεν ήταν το μοναδικό. Όταν βρίσκεις έναν άνθρωπο με τον οποίο μπορείς να συνομιλήσεις, δεν έχει καμία σημασία που γεννήθηκε ή που μεγάλωσε. Άλλωστε εγώ είμαι απ΄ την Νέα Υόρκη κι εκείνος απ΄το Λος Αντζελες, δύο διαφορετικοί κόσμοι…

Ο Τόμμυ, ο γιος μας, είναι ράπερ. Αν και έχει ωραία φωνή, δεν τον ενδιαφέρει το τραγούδι. Είχε συμμετάσχει στις εμφανίσεις μου στο Άλσος, τον περασμένο χειμώνα, και τώρα θα είναι στο Ηρώδειο, στο κουαρτέτο των πνευστών. Έχει πολλά χαρίσματα κι αυτό είναι δύσκολο για έναν νέο άνθρωπο –να συγκεντρωθεί σ΄ένα πράγμα. Θέλει ν΄ασχοληθεί με την μουσική, το΄χει αποφασίσει. Όταν ξεκίνησε το σαξόφωνο, είχε δοκιμάσει πριν βιολοντσέλο και πιάνο, ήταν σαν να γεννήθηκε με το σαξόφωνο στο στόμα, είχε από τότε μουσικότητα.

Αν μας αμφισβήτησε; Προσπάθησα για πολλά χρόνια να μην υπάρχει μέσα στο σπίτι το θέμα μου, δεν ήταν σωστό. Εμένα δεν με απέρριψε, δεν ασχολήθηκε μ΄αυτό που έκανα, ούτε του το επέβαλα. Με τον πατέρα του είχε μεγαλύτερη συγγένεια –ήταν και ο πρώτος του δάσκαλος. Αλλά είναι βαρύ για ένα παιδί να νοιώθει ότι πρέπει να φτάσει στο επίπεδο των γονιών του, είναι και λίγο άδικο γιατί ο γονιός έχει πάντα άλλη εμπειρία. Έχω μεγάλη εμπιστοσύνη στην μουσική αντίληψη του Τόμμυ. Και τώρα, όταν μου λέει ότι του αρέσει αυτό που κάνω, είναι μεγάλη αναγνώριση για μένα».

Η συναυλία στο Ηρώδειο

«Είναι συγκλονιστικό να βρίσκεται κανείς στην σκηνή του Ηρωδείου και με τιμά ιδιαίτερα που δέχτηκαν την πρότασή μου στο Φεστιβάλ. Ενώ είναι η πρώτη μου προσωπική συναυλία στο Ηρώδειο, δεν ήθελα να κάνω μια αναδρομή, βλέποντας προς τα πίσω. Σκέφτηκα όμως ότι μπορώ να κάνω μια αναφορά στο από που ήρθα, πως βρέθηκα εδώ και τι σημαίνουν αυτά τα τραγούδια που μ΄έχουν συνοδεύσει όλα τα χρόνια. Κι έτσι κάνω μια αναφορά στο αμερικανικό τραγούδι, στο οποίο έχω πολλή μεγάλη αγάπη. Αλλωστε υπάρχει αυτός ο κατάλογος, “The American Songbook”, που όμως σταματάει κάπου στην δεκαετία του ΄60, ενώ έχει πολλά ακόμα να δείξει από εκεί και μετά. Οπότε ονόμασα την συναυλία “My American Songbook”. Περιλαμβάνει τα τραγούδια που έχουν στιγματίσει την ζωή μου και την ανθρωπότητα ολόκληρη –ερωτικά, κοινωνικά, πολιτικά. Κάποια απ΄αυτά, δεν τα έχω τραγουδήσει ποτέ.

Όλα είναι σε νέες ενορχηστρώσεις του Ντέιβιντ Λιντς. Με συνοδεύουν δώδεκα μουσικοί -κουαρτέτο εγχόρδων, πνευστών, τζαζ. Και σ΄όλο αυτό μου κάνει παρέα και συμμετέχει με τον απίστευτα μοναδικό του τρόπο, ο Vassilikos –αυτές οι μουσικές, αυτά τα τραγούδια είναι σαν να ρέουν στο αίμα του. Ηθελα πολύ να το μοιραστώ μαζί του».

Την Κυριακή 9 Ιουλίου, στο Ηρώδειο.