Όταν οι εκτρώσεις ήταν παράνομες στη Γαλλία: Η αληθινή ιστορία που ενέπνευσε το «Γεγονός»
Το 1963, η συγγραφέας Aνί Ερνό, είκοσι τριών χρόνων τότε, με όνειρα και φιλοδοξίες, μαθαίνει ότι είναι έγκυος. Υπάρχουν όμως δύο θέματα: πρώτον, η Άνι είναι ανύπαντρη και δεύτερον δεν θέλει να κρατήσει το παιδί. Η ίδια αισθάνεται απελπισμένη, η οικογένεια της ντροπιασμένη. Την ίδια εποχή στη Γαλλία οι εκτρώσεις είναι παράνομες.
Οι γυναίκες που τολμούν να προχωρήσουν σε μια άμβλωση και όσοι φυσικά τις βοηθούν τιμωρούνται από τον νόμο και φυλακίζονται. Οι ελάχιστες που έχουν τα οικονομικά μέσα καταφεύγουν στις γύρω χώρες και κυρίως στην Αγγλία, οι περισσότερες όμως καταλήγουν σε παράνομα «ιατρεία», με άθλιες συνθήκες υγιεινής.
Σύμφωνα με στατιστικές, τότε συνέβαιναν περίπου 800.000 παράνομες εκτρώσεις, ενώ περισσότερες από 5.000 γυναίκες πέθαιναν από επιπλοκές. Η Ερνό, αβοήθητη από το περιβάλλον της, αποφασίζει μόνη της να βρει τη λύση. Έτσι, υποβάλλει τον εαυτό της σε εξοντωτικές, επίπονες διαδικασίες και πρωτόγονες μεθόδους. Το αποτέλεσμα ήταν να πάθει μόλυνση και ακατάσχετη αιμορραγία, έφτασε κοντά στον θάνατο και κάπως έτσι κατέληξε στα επείγοντα ενός κανονικού νοσοκομείο.
Σαράντα χρόνια μετά, ανακάλυψε τα ημερολόγια εκείνης της περιόδου και αποφάσισε να καταγράψει το «Γεγονός», που σημάδεψε τη ζωή της. «Εδώ και χρόνια, επανέρχομαι σε αυτό το γεγονός της ζωής μου. Κάθε φορά που διαβάζω την ιστορία μιας έκτρωσης, βυθίζομαι σε μια συγκίνηση, χωρίς εικόνες, χωρίς σκέψεις, θαρρείς και οι λέξεις αλλάζουν μεμιάς, κι αποκτούν μια βίαιη αίσθηση. Το ίδιο συμβαίνει κι αν τύχει ν’ ακούσω κάποιο τραγούδι από εκείνη την εποχή, με αναστατώνει. Ήταν μια εμπειρία ζωής και θανάτου, που με διαμόρφωσε ουσιαστικά, που μου πρόσφερε μια άλλη θεώρηση του κόσμου. Όλα αυτά έγιναν σιγά σιγά. Μα δεν τολμούσα να το πω, ένα είδος εσωτερικής σιωπής είχε φωλιάσει μέσα μου. Υπάρχει κάτι που βαραίνει σε ό,τι έχει να κάνει με τη γυναικεία εμπειρία αυτή καθ’ αυτήν, κάνοντας έτσι πολύ δύσκολο για εμάς τις γυναίκες να το εκφράσουμε, παρά τα όσα λέγονται περί απελευθέρωσης των γυναικών» έχει δηλώσει η ίδια χαρακτηριστικά για την απόφασή της.
Το αυτοβιογραφικό της βιβλίο μετέφερε στη μεγάλη οθόνη η Οντρέ Ντιγουάν, υπογράφοντας στην ουσία ένα χαμηλότονο μανιφέστο για το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης του σώματος, στέλνοντας ένα επίκαιρο μήνυμα σήμερα, που το ζήτημα των αμβλώσεων έχει και πάλι έρθει στο προσκήνιο. Δυστυχώς, φαίνεται πως ακόμα τα πατριαρχικά κατάλοιπα ταλανίζουν την κοινωνία και οι αγώνες των γυναικών, που κάποτε κατάφεραν να κάνουν την αλλαγή, τίθενται και πάλι υπό αμφισβήτηση.
Ας επιστρέψουμε όμως στην εποχή που περιγράφει η Ερνό. Στη Γαλλία, που τότε ζει τον απελευθερωτικό και επαναστατικό Μάη του ’68, η άμβλωση παραδόξως παραμένει παράνομη και ταμπού. Οι γυναίκες που την επιλεγούν θεωρούνται «πόρνες». Έπρεπε να περάσουν τρία χρόνια για να ανοίξει το θέμα. Συγκεκριμένα στις 5 Απριλίου του 1971 στο τεύχος του «Nouvel Observateur», 343 διάσημες και προβεβλημένες Γαλλίδες υπέγραψαν ένα κείμενο υπέρ των αμβλώσεων, αποκαλύπτοντας δημόσια ότι και οι ίδιες είχαν περάσει από τα επικίνδυνα χειρουργικά τραπέζια των παράνομων εκτρώσεων. Στην πραγματικότητα, οι υπόγραφες ήταν 342, μιας και μια εξ αυτών απλώς είχε υπογράψει δύο φορές.
Η πρωτοβουλία ανήκε στη φεμινίστρια Simone Iff, που εμπνεύστηκε την όλη ιδέα από ένα αντίστοιχο μανιφέστο, το οποίο είχε συνταχθεί δέκα χρόνια πριν από ακαδημαϊκούς και διανοούμενους κατά του πολέμου της Αλγερίας. Το κείμενο αυτή τη φορά το συνέταξε η η Σιμόν ντε Μποβουάρ, προσδίδοντας κύρος στην όλη κίνηση. Ανάμεσα στις γυναίκες που είχαν υπογράψει ήταν η Μαργκερίτ Νιράς, η Κατρίν Ντενέβ, η Ζαν Μορό, η Ανιές Βαρντά και πολλές ακόμα διακεκριμένες προσωπικότητες, που φυσικά κανείς δεν θα τολμούσε να φυλακίσει. Στο πλευρό τους στάθηκαν και αρκετοί άνδρες, όπως ο Σαν Πολ Σαρτρ.
«Ένα εκατομμύριο γυναίκες κάνουν άμβλωση κάθε χρόνο στη Γαλλία. Καταδικασμένη στη μυστικότητα, αυτή η πράξη γίνεται κάτω από επικίνδυνες συνθήκες γι’ αυτές, ενώ κάτω από ιατρική επίβλεψη δεν είναι παρά μια απλή διαδικασία. Η κοινωνία σιωπά για αυτά τα εκατομμύρια των γυναικών. Δηλώνω πως είμαι μια από αυτές. Δηλώνω πως έχω κάνει άμβλωση. Ζητάμε την ελεύθερη πρόσβαση στην αντισύλληψη και στην ελεύθερη άμβλωση» έγραφε η Μποβουάρ στην αρχή του μανιφέστου, μιλώντας ανοιχτά για πρώτη φορά για ένα ζήτημα που όλοι γνώριζαν, αλλά δεν τολμούσαν να παραδεχτούν.
Το κείμενο φυσικά προκάλεσε πληθώρα αντιδράσεων, με πολλούς να καταδικάζουν τις 343 για ανηθικότητα. Μια εβδομάδα, μετά η σατιρική εφημερίδα «Charlie Hebdo» δημοσίευσε τη γελοιογραφία ενός άνδρα πολιτικού να φωνάζει: «Ποιος γκάστρωσε τις 343 τσούλες του μανιφέστου υπέρ της άμβλωσης;». Και κάπως έτσι οι 343 κυρίες δέχτηκαν με χαρά τον χαρακτηρισμό της «τσούλας», υποστηρίζοντας τη θέση τους.
Έναν χρόνο αργότερα ιδρύθηκε η οργάνωση «Choisir» με σκοπό να προστατέψει τις γυναίκες που είχαν υπογράψει. Μάλιστα, η ίδια νομική ομάδα έκανε μια τεράστια καμπάνια υπέρ των αμβλώσεων και της νομικής τους κατοχύρωσης. Το 1974, η Σιμόν Βέιλ, τότε υπουργός Υγείας, πέρασε έναν νόμο που έδινε ελεύθερη πρόσβαση στα αντισυλληπτικά μέτρα στις γυναίκες, ενώ το 1975 μετά από σκληρή μάχη ψηφίστηκε και ο νόμος υπέρ των αμβλώσεων.
Πενήντα χρόνια μετά, η φωνή των 343 πρέπει να ξανακουστεί, αν λάβουμε υπόψη τα όσα συμβαίνουν σε αρκετές χώρες του κόσμου, ανάμεσα στις οποίες και πολλές από αυτές που θεωρούνται «προηγμένες». Γιατί η μάχη για το αυτονόητο είναι ένας αγώνας που δεν μπορεί ποτέ να τελειώσει...