Δώρα Αναγνωστοπούλου: «Η κοινωνία είναι απαιτητική με τις γυναίκες, αλλά και εμείς με τους εαυτούς μας»
Η Δώρα Αναγνωστοπούλου έχει ένα χαμόγελο που σε καλωσορίζει τόσο ζεστά, που είναι σαν να την ξέρεις χρόνια. Παθιασμένη δημοσιογράφος, έχει βάλει στόχο να δώσει «φωνή» σε ανθρώπους με ενδιαφέρουσες ιστορίες και εσωτερική δύναμη. Η ίδια είναι μαμά δύο γιων, τους οποίους χαρακτηρίζει «οι φάροι μου». Μεγάλωσε στην Αθήνα και είναι ερωτευμένη με την Ιταλία, όπου έζησε εκπληκτικά φοιτητικά χρόνια.
«Γεννήθηκα στην Αθήνα, μέχρι 10-11 χρονών ζούσα στους Αμπελόκηπους, πίσω από το Ιπποκράτειο -ήταν μια γειτονιά όπου είχαν μείνει εκεί πρόσφυγες της Μικράς Ασίας το πρώτο διάστημα. Ο παππούς και η γιαγιά μου, από την πλευρά του μπαμπά μου, ήταν επίσης πρόσφυγες. Στο γυμνάσιο μετακομίσαμε και πήγαμε στη Νέα Χαλκηδόνα, στο πατρικό της μητέρας μου.
Μικρή ήμουν πολύ εξωστρεφής. Πολύ κοινωνική, μιλούσα με όλους, ήθελα δράση, δεν ήθελα να κάθομαι. Όποτε χρειαζόταν να γίνει μια εξωτερική δουλειά στο σπίτι, την έκανα εγώ με μεγάλη προθυμία. Ήθελα να ανακαλύπτω πράγματα.
Παίζαμε πολύ στη γειτονιά τότε, στο δρόμο. Δυστυχώς, τα δικά μας παιδιά δεν το πρόλαβαν αυτό, δεν το ζουν. Παίζαμε «μήλα» κάθε απόγευμα, ιδίως όταν η μέρα μεγάλωνε, και γυρίζαμε σπίτι νύχτα, καταϊδρωμένα. Έχω μια αδερφή, με την οποία είμαστε κοντά ηλικιακά -είναι δύο χρόνια μεγαλύτερη-, μεγαλώσαμε μαζί, σαν φίλες.
Οι γονείς μου δούλευαν πολλές ώρες, αλλά είναι ένα ζευγάρι ακόμα πολύ αγαπημένο, δίπλα μας σε ό,τι χρειαζόμασταν. Χαρακτηριστικά, ο πατέρας μου μας έλεγε μέχρι και στο λύκειο, λίγο πριν ξεκινήσουμε σπουδές και φύγουμε από το σπίτι, “Ό,τι ώρα θέλετε θα μου πείτε και θα έρθω να σας πάρω εγώ με το αυτοκίνητο -είτε είναι 3 είτε 4”, για να μην κινδυνεύουμε αν κυκλοφορήσουμε μόνες μας.
Ναι, ήταν αυστηροί οι γονείς μου. Πάντα έμπαινε ένα πλαίσιο για τις εξόδους -έπρεπε να γνωρίζουν τις παρέες μας, τους φίλους μας, να έχουν τα τηλέφωνά τους, αν ήταν δυνατόν να γνώριζαν και τους γονείς τους! Αλλά μας είχαν εμπιστοσύνη και ποτέ δε στερηθήκαμε τίποτα.
Μου άρεσε πολύ το σχολείο και ήμουν καλή μαθήτρια. Δεν ήμουν από τις καλύτερες, αλλά ήμουν καλή. Ήθελα να πηγαίνω συνεπής στην τάξη, να μην είμαι αδιάβαστη, αλλά δεν έδινα και το κάτι παραπάνω. Ήταν αυτό το κλασικό παράπονο των δασκάλων που έλεγαν “Ναι, αλλά αν διάβαζε λίγο παραπάνω, θα πέταγε”. Όχι, αυτό το πέταγμα δεν το έκανα στο σχολείο. Αλλά μου άρεσε πάρα πολύ, ήμουν μέσα σε όλα. Επίσης, από πολύ μικρή διάβαζα λογοτεχνία».
«Ήμουν αντιδραστική στην εφηβεία, περισσότερο απέναντι στη μητέρα μου. Η σχέση μας ήταν λίγο πιο συγκρουσιακή τότε -ίσως ήταν η μοναδική στιγμή που ήμουν και λίγο επιθετική. Αλλά, γενικά, δεν έκανα ακραία πράγματα. Ήθελα πάντα να φύγω και όταν έφυγα για σπουδές στην Ιταλία, ίσως να το είδα σαν “επανάσταση”.
Με τις φίλες μου ακούγαμε πολλή μουσική στο πικ απ. Τρύπες, Νίκο Παπάζογλου, αργότερα Μάλαμα, Στέρεο Νόβα. Επίσης, πήγαινα σε πολλές συναυλίες στον Λυκαβηττό.
Η Ιταλία προέκυψε γιατί δεν ήθελα να δώσω Πανελλήνιες, το είχα αποφασίσει από νωρίς. Είχα απογοητευτεί, επειδή η αδερφή μου είχε μια αποτυχία στις εξετάσεις, παρά το γεγονός ότι ήταν άριστη μαθήτρια. Οπότε, πήγα στους γονείς μου και τους ανακοίνωσα ότι θα ανοίξω μαγαζί με τουριστικά. Γενικά, πάντα έκανα όνειρα, σχέδια, έλεγα διάφορα κουλά! Νομίζω οι γονείς μου πανικοβλήθηκαν λίγο!
Είχαν προηγηθεί κάποια ταξίδια στην Ιταλία με ανταλλαγές μαθητών και μου άρεσε πολύ η γλώσσα, η κουλτούρα, η αισθητική, τα πάντα. Είχα μαγευτεί και αποφάσισα να πάω. Οι γονείς μου πρότειναν την εναλλακτική του ιδιωτικού κολεγίου. Τους είπα όχι, ότι προτιμώ να φύγω έξω. Τελικά, όχι μόνο το δέχτηκαν, αλλά με υποστήριξαν πολύ σε αυτή την επιλογή.
Σπούδασα Κοινωνιολογία και Δημοσιογραφία στο Ουρμπίνο -βρίσκεται κεντρικά προς βόρεια, ανάμεσα στην Αγκόνα και στην Μπολόνια. Μια αναγεννησιακή πόλη γενέτειρα του Ραφαήλ, του Πιέρο ντέλλα Φραντσέσκα. Θυμάμαι τις τρέλες που έκανα και ήταν πολλές -για τα δικά μου δεδομένα πάντα, γιατί σκέψου ότι ήμουν σε ένα προστατευμένο περιβάλλον και όταν έφυγα ήθελα να ανακαλύψω τα πάντα. Πηγαίναμε ταξίδια με τις φίλες μου, κάναμε ωτοστόπ με λίγα χρήματα στην τσέπη -ή καθόλου πολλές φορές.
Είχα πάρει και μηχανάκι –αυτό είναι κάτι που δεν μου το έχει συγχωρήσει ποτέ ο πατέρας μου! Ενώ μου είχε πει “όταν φύγεις για σπουδές, μόνο ένα πράγμα θα σου ζητήσω, μην ανέβεις σε μηχανή, μην οδηγήσεις μηχανή”. Και εγώ μετά από κάποιους μήνες μάζεψα χρήματα και πήγα και πήρα μηχανάκι, το οποίο εκτελώνισα και το έφερα και πίσω στην Ελλάδα -τόσο θράσος! Αλλά δεν φανταζόμουν ότι δεν θα μου το συγχωρούσε μέχρι και σήμερα! Έπαιρνα, λοιπόν, το πενηνταράκι μου κι έκανα βόλτες, με ένα κράνος από αυτά τα ανοιχτά, που σε έπνιγε ο αέρας! Πολλές βόλτες, πολλά ταξίδια, τραγούδια στις πλατείες με παρέες...».
«Θα μπορούσα να μείνω στην Ιταλία και μόνιμα. Μου αρέσει πολύ η αισθητική της, είναι μια πολύ όμορφη χώρα. Οι περισσότερες γωνιές της είναι σαν μουσεία. Η Ιταλία συνδυάζει τη φύση με την αρχιτεκτονική, που δεν την έχουν καταστρέψει. Υπάρχουν ακόμη υπέροχα κτίρια και σε όλες τις πόλεις -ιδίως στις αναγεννησιακές, μεσαιωνικές- νομίζεις ότι βρίσκεσαι σε άλλη εποχή.
Η Ιταλία έχει κάτι το παραμυθένιο. Πολύ ευγενικοί οι άνθρωποί της, οι νότιοι είναι πολύ κοντά σε εμάς. Ήταν να μείνω, να κάνω διδακτορικό, αλλά στα 50 του ο μπαμπάς διαγνώστηκε με καρκίνο -τα μάζεψα και ήρθα. Ήθελα να είμαι κοντά του, να νιώθουν οι γονείς μου ασφαλείς, ότι έχω επιστρέψει. Βέβαια, ο μπαμπάς μου -πάντα πολεμιστής- το πάλεψε και πλέον όλα καλά.
Κοιτάζοντας πίσω, ξέρω ότι έκανα πράγματα για τα οποία είμαι περήφανη
Η δημοσιογραφία ήταν από μικρή το όνειρό μου. Από όταν άρχισα να διαβάζω Οριάνα Φαλάτσι. Έπεφταν στα χέρια μου διάφορα τέτοια βιβλία και είχα ανάλογα πρότυπα μεγαλώνοντας -όπως οι πολεμικές ανταποκρίτριες. Είχα τη δημοσιογραφία κάπως διαφορετική στο μυαλό μου από ό,τι τελικά προέκυψε. Ότι είναι πάντα γεμάτη μυστήριο, με πολλή έρευνα πάνω σε θέματα. Βέβαια, κοιτάζοντας πίσω, ξέρω ότι έκανα πράγματα για τα οποία είμαι περήφανη.
Αφού, λοιπόν, επέστρεψα στην Αθήνα, στο πατρικό μου στη Νέα Χαλκηδόνα, σκέφτομαι “τώρα τι κάνω;”. Κάποια στιγμή, μαθαίνω ότι έψαχναν στον Alpha δημοσιογράφους για μια εκπομπή που λεγόταν “Οι άγγελοι του Alpha”. Ήταν κάτι αντίστοιχο με μια εκπομπή που έπαιζε στην Ιταλία εκείνη την περίοδο και λεγόταν "Le Iene" -δηλαδή "οι Ύαινες". Ήθελα πολύ να ασχοληθώ με κάτι τέτοιο, γιατί είχε μια σάτιρα, ένα πολιτικό στοιχείο, είχε ξεσκέπασμα, αλλά και μία “φάρσα”, την οποία οι Ιταλοί έχουν πάρα πολύ και γίνεται πάντα με κομψότητα και αισθητική.
Ξεκίνησα, λοιπόν, σε αυτήν την εκπομπή, αλλά λίγο πριν βγει στον αέρα, μαθαίνω από μια γνωστή μου ότι κάνουν στην ΕΡΤ casting για δημοσιογράφους και παρουσιαστές. Πήγα στο δοκιμαστικό και μου είπαν ότι τους ενδιαφέρω».
«Έτσι, ξεκίνησα στην ΕΡΤ, όπου έμεινα 16 χρόνια και έκανα πάρα πολλά πράγματα. Ξεκίνησα από παρουσιάστρια προγράμματος. Αμέσως μετά, έκανα κινηματογραφικούς προλόγους, δούλεψα με σπουδαίους ανθρώπους, άρχισα να αγοράζω και ταινίες για το πρόγραμμα της ΕΡΤ, να κάνω κάποια ταξίδια σε Κάννες, Βενετία. Μου άρεσε πάρα πολύ αυτή η δουλειά. Ήταν υπέροχη. Όταν προέκυψε το σχέδιο Μόσιαλου που θα έκλεινε την ΕΡΤ, πήγα στη δορυφορική της ΕΡΤ και έκανα μια εκπομπή για τους απόδημους, που λεγόταν “Οδύσσεια”. Ύστερα η ΕΡΤ, έκλεισε -μια πολύ δύσκολη εποχή.
Όταν ξανάνοιξε, έδωσα εξετάσεις, και πέρασα μόνιμη υπάλληλος, κάτι που το ήθελα χρόνια -περισσότερο για να μην έχω την ανασφάλεια με τις συμβάσεις.
Ύστερα, άρχισα να λέω το κεντρικό δελτίο, μεταπήδησα από τον πολιτισμό στην ενημέρωση. Και η αλήθεια είναι ότι εξελίχθηκα γρήγορα, έκανα πράγματα που μου άρεσαν πολύ, το χάρηκα. Κάποια στιγμή μου έκαναν πρόταση από το Mega, από το One τότε, και ζήτησα να διαγραφώ από δημόσιος υπάλληλος και να πάω στην ιδιωτική τηλεόραση.
Το να φύγω από την ΕΡΤ ήταν ένα ρίσκο που δεν ξέρω πόσοι θα το έπαιρναν. Ήταν ρίσκο, γιατί μεγαλώσαμε σε μία γενιά που το δημοσιοϋπαλληλίκι ήταν μια ασφάλεια σε δύσκολους καιρούς. Γιατί την κρίση την περάσαμε στο πετσί μας και με ζόρια πολλά.
Σίγουρα νιώθω τυχερή, γιατί μου δόθηκαν ευκαιρίες που δεν πίστευα ότι θα μου δίνονταν και με πίστεψαν άνθρωποι που τους ευγνωμονώ γι’ αυτό. Σε αυτήν τη δουλειά είναι πολύ σημαντικό να συναντάς γενναιόδωρους ανθρώπους που θα σε πιστέψουν και θα σου δώσουν μία ώθηση να προχωρήσεις. Βέβαια, η εξέλιξή μου είναι και προϊόν δουλειάς. Εργάστηκα πολύ πάνω σε αυτό, το αγάπησα πολύ, ήθελα διαρκώς να βελτιώνομαι και να κάνω πράγματα.
Σίγουρα, οι γυναίκες επαγγελματικά αδικούμαστε ακόμα σε πολλά -υπάρχουν πολλές μάχες που πρέπει να δοθούν
Δεν ξέρω αν η δημοσιογραφία ήταν ανδροκρατούμενος χώρος σε όλα τα πόστα. Στα δελτία ειδήσεων, για παράδειγμα, και στην παρουσίαση δεν ήταν. Πολλές γυναίκες από νωρίς μπήκαν σε αυτό, έκαναν καλές συνεντεύξεις, έκαναν καλά δελτία, τονίζοντας και λίγο περισσότερο το ανθρώπινο στοιχείο. Σίγουρα, οι γυναίκες επαγγελματικά αδικούμαστε ακόμα σε πολλά -υπάρχουν πολλές μάχες που πρέπει να δοθούν, για να έρθει κάποια στιγμή η ισότητα και από οικονομικής άποψης πέραν όλων των άλλων.
Αλλά έχουν γίνει βήματα. Τουλάχιστον στον χώρο μας, νομίζω ότι δεν είμαστε μειοψηφία πλέον. Σίγουρα, η αντιμετώπιση πολλές φορές μπορεί να είναι “κάπως”. Ξέρεις, δεν θέλεις πολύ να το καταλάβεις, μπορεί να είναι ένα βλέμμα, μπορεί να είναι ένα νεύμα, μπορεί να μη σου δώσει κάποιος τη σημασία που θες να σου δώσει, όταν θες να πεις κάτι ή να σου πει κάτι απαξιωτικό. Αυτά συνέβαιναν και συμβαίνουν ακόμα».
«Όχι, δεν έχω νιώσει ότι αδικούμαι ποτέ λόγω του φύλου μου, επαγγελματικά. Έχω νιώσει από ανθρώπους αυτήν τη μαγκιά, αυτό το “τι να πας πεις και εσύ πιτσιρίκα”. Αλλά μέχρι εκεί.
Δεν υπάρχει ισοκατανομή στην κοινωνία. Η κοινωνία είναι απαιτητική απέναντι στις γυναίκες, αλλά και εμείς οι ίδιες είμαστε απαιτητικές με τους εαυτούς μας -τα θέλουμε όλα. Θέλουμε τη δουλειά, την καριέρα, τα χρήματα, θέλουμε και με τα παιδιά να τα κάνουμε όλα. Βάζουμε δηλαδή πολλά καρπούζια κάτω από τη μασχάλη. Δεν θεωρώ ότι είναι κακό. Θεωρώ ότι είναι μία εξέλιξη και ότι είναι επιλογή μας. Απλά πρέπει να ανταμειβόμαστε ανάλογα.
Σαφέστατα ήταν καιρός να ξεκινήσει το ελληνικό #metoo. Πρέπει να νιώθουμε μόνο ευγνωμοσύνη για τις γυναίκες που βγήκαν μπροστά και είπαν αυτό που τους συνέβη. Είναι πολύ δύσκολο να μιλήσεις για κάτι που σε έχει στιγματίσει. Δεν παίζει κανέναν ρόλο πότε θα το κάνει μια γυναίκα. Δυστυχώς ακούς και σχόλια του τύπου "Μα καλά τώρα το θυμήθηκε;" ή "Μήπως και εκείνη δεν έδειξε από την αρχή…". Κανείς δεν μπορεί να μπει στη θέση μιας γυναίκας που έζησε κάτι τέτοιο.
«Πρέπει να καθαρίσει το τοπίο. Πρέπει να καθαρίσει, γιατί αυτό στέλνει κι ένα μήνυμα σε όσους παρενοχλούν και δεν σέβονται τίποτα, ότι η δικαιοσύνη δε θα αργήσει να έρθει. Και θα ήταν καλό το ελληνικό #metoo να προχωρήσει και σε άλλους χώρους, όπως ο δικός μας.
Όχι, δεν έχω πέσει θύμα παρενόχλησης. Ενοχλητικές συμπεριφορές πολλές, σαφέστατα. Αυτό νομίζω οι περισσότερες γυναίκες το έχουμε περάσει, όπως και πολλοί άντρες.
Το εργασιακό bullying είναι κάτι που το έχω αντιμετωπίσει. Νομίζω ότι είναι σεξιστικό το θέμα. Ότι σαν γυναίκα δεν σκέφτεσαι, δεν διαβάζεις εφημερίδες, δεν είσαι ενημερωμένη όπως θα έπρεπε ή δεν έχεις τον απαραίτητο τσαμπουκά. Είναι πολλοί αυτοί που μπορεί να σε αντιμετωπίσουν έτσι ή θα σου δείξουν με τη συμπεριφορά τους ότι εσύ μπορείς να φτάσεις μόνο μέχρι ένα σημείο, επειδή είσαι γυναίκα. Θα ακούσεις και πολλά αστειάκια στην αίθουσα σύνταξης ή στα γραφεία συσκέψεων. Και εκεί απαντάς βέβαια ανάλογα.
Ο μεγαλύτερος μύθος για τη δημοσιογραφία είναι ότι βγάζουμε άπειρα λεφτά. Βέβαια, αυτό κάποτε συνέβαινε, στο “μπουμ” που έκανε η ιδιωτική τηλεόραση. Εμείς δεν τα προλάβαμε. Επίσης, δεν υπάρχουν πια οι ντίβες. Δηλαδή, τώρα κάνουμε τα πάντα. Και γράφουμε και προετοιμαζόμαστε και μοντάζ θα κάνουμε και στον δρόμο θα βγούμε με μία κάμερα. Τώρα την ιδρώνεις τη φανέλα!
Νομίζω ότι λείπει η ερευνητική δημοσιογραφία από την Ελλάδα. Ίσως λείπουν τα χρήματα, για να υπάρξει. Να κάνεις ρεπορτάζ στον δρόμο, να βγεις έξω και να βγάλεις κάτι πρωτογενές.
Είχα μία συνεργασία με την ιταλική RAI όταν έκλεισε η ΕΡΤ και έκανα τη Fixer -έκλεινα συνεντεύξεις. Ερχόντουσαν συνάδελφοι από τη RAI που είχαν ένα συγκεκριμένο budget μαζί τους -ανάλογα με τις ανάγκες του κάθε ρεπορτάζ- και σκιαγραφούσαν την εικόνα της κρίσης στην Αθήνα. Για μένα, ήταν εντυπωσιακό αυτό. Το να σου λέει, δηλαδή, ένας Ιταλός συνάδελφος, ότι θέλει να αποτυπώσει αυτό που συμβαίνει πραγματικά στην Ελλάδα και να μην το αποδώσει απλώς από τα ελληνικά μέσα».
«Έχω δύο αγόρια. Ο μεγάλος πάει τρίτη γυμνασίου φέτος, είναι δεκατεσσάρων. Ο μικρός πάει έκτη δημοτικού, είναι έντεκα. Είναι οι φάροι μου. Η αλήθεια είναι ότι δεν ήταν στα άμεσα σχέδιά μου εκείνη την περίοδο να κάνω παιδί, αλλά χάρηκα πολύ που ήρθε ο πρώτος και άλλαξε τη ζωή μου με τον τρόπο που μου την άλλαξε, γιατί πλέον βλέπω διαφορετικά τα πράγματα ως μαμά.
Τα πρώτα χρόνια ως νέα μαμά ήθελα να υπάρχει πρόγραμμα. Δεν άφηνα τα παιδιά ποτέ σε καρότσια να τα παίρνει ο ύπνος στις ταβέρνες, στα μπαρ κ.λπ. Ήθελα να είναι στο σπίτι μία συγκεκριμένη ώρα να κοιμούνται, να είναι φαγωμένα, να είναι πλυμένα. Νόμιζα ότι αυτό θα τους έκανε καλό. Ήταν ήρεμα παιδιά. Όσο μεγαλώνουν, ανακαλύπτεις ότι αλλάζουν τα πράγματα, γιατί γνωρίζεις δύο ανθρώπους με προσωπικότητα. Και εκεί προσπαθείς να τα καταλάβεις, προσπαθείς να πας με τα νερά τους, με αυτά που θέλουν εκείνοι.
Όχι, δεν μου μιλάνε καθόλου για τα προσωπικά τους. Πρέπει να τους πρήξω και να βρω μέχρι που φτάνουν τα όριά τους! Αλλά δεν τα πιέζω παραπάνω, όταν έρθει η ώρα θα μου τα πουν από μόνα τους.
Θέλω να είναι ελεύθερα, να έχουν ελεύθερη βούληση, να αντιστέκονται στην αδικία, σε ό,τι τους αφορά και σε ό,τι αφορά τους γύρω τους, και θέλω να μεγαλώσουν χωρίς να τους λείπει η συναισθηματική πληρότητα που είχα και εγώ -κάτι που νομίζω ότι μου έκανε πολύ καλό μεγαλώνοντας, μου έδινε δύναμη.
Ο ρόλος της μάνας είναι πολύ σημαντικός ώστε να καταλάβουν τα παιδιά τη σημασία του #metoo και τη σοβαρότητα των γυναικοκτονιών. Δεν γίνεται να μετράμε άλλο γυναικοκτονίες, είναι τρέλα αυτό που γίνεται.
Το βλέμμα μας είναι πολύ συνηθισμένο στη σοκαριστική εικόνα
Πιστεύω ότι εξαρτάται και από την οικογένεια, δεν νομίζω ότι γεννιέται κανείς τέρας και σκοτώνει στα 20, στα 25, στα 30 ή σε οποιαδήποτε άλλη ηλικία. Κάτι συνέβη στην πορεία.
Δεν ξέρω αν πάντα συνέβαιναν τέτοια περιστατικά σε τέτοιο βαθμό -ή με αυτόν τον κυνισμό. Δεν μπορεί να διαβάζουμε για περιπτώσεις γυναικοκτονίας που πηγαίνει ο γυναικοκτόνος στο αστυνομικό τμήμα και λέει “Η φάση χάλασε”. Είναι αδιανόητο. Θυμάμαι τη φρίκη που είχα ζήσει με τη δολοφονία Φραντζή. Ήμουν μικρή, είχα πάει σε ένα περίπτερο της γειτονιάς και είχα δει το “Έθνος” που είχε πρωτοσέλιδο την τεμαχισμένη γυναίκα -αυτήν τη φρικιαστική εικόνα. Καλά, από τότε δεν μπόρεσα να πιάσω ξανά το “Έθνος” στα χέρια μου, ακόμη και όταν άλλαξε το lay out, δεν ξέρω τι έπαθα. Ήταν σοκαριστικό για ένα παιδί της ηλικίας που ήμουν τότε. Αλλά πέραν του ότι δεν ήταν κάτι συνηθισμένο, ήταν και κάτι που απασχολούσε την κοινωνία. Τώρα, βλέπεις ότι περνάει στα ψιλά -θα γίνει ντόρος την πρώτη εβδομάδα, μετά ξεχνιέται. Και πλέον το βλέμμα μας είναι πολύ συνηθισμένο στη σοκαριστική εικόνα».
«Η αλήθεια είναι ότι δεν με απασχολεί πολύ το θέμα της εξωτερικής εμφάνισης. Δεν ξέρω γιατί. Θα ήθελα πολύ να έχω τάξη στην ντουλάπα μου ή να φρόντιζα λίγο περισσότερο τα ρούχα μου, να ήμουν λίγο πιο οργανωτική, να είχα πάντα τα απαραίτητα καλλυντικά στο τσαντάκι μου! Δεν βάφομαι εκτός δουλειάς, πολύ σπάνια.
Γυμναζόμουν πολύ. Μετά πήγα στην Ιταλία και τα φόρτωσα λίγο... Έκανα κολυμβητήριο, που μου άρεσε πολύ. Τώρα λίγα πράγματα. Έχω κάνει και pilates κατά καιρούς. Έχω πάει και γυμναστήριο κατά καιρούς. Δεν κάνω κάτι πάντα συστηματικά, αλλά θέλω να το βάλω στο πρόγραμμα.
Αν πιστεύω στον Θεό; Όχι. Πιστεύω στο καλό. Πιστεύω στην δύναμη των ανθρώπων να πετυχαίνουμε πράγματα, να βοηθάμε τους άλλους, πιστεύω στη δύναμη της αλληλεγγύης, πιστεύω στη δύναμη της φιλίας».
«Ξεπερνάω μια ήττα με τον παραδοσιακό τρόπο. Κλάμα, νεύρα, απογοήτευση, απελπισία… Ναι, δεν μπορώ να κάνω και αλλιώς. Όλοι έχουμε ανάγκη από ξεσπάσματα.
Η αδικία μπορεί να με κάνει να θυμώσω πάρα πολύ. Ο μεγαλύτερός μου φόβος είναι ο θάνατος. Να χάσω ανθρώπους που αγαπάω. Η απώλεια.
Αναζητώ τη δύναμη στις αγκαλιές των δικών μου ανθρώπων, των ανθρώπων που αγαπώ, στα παιδιά μου, στους γονείς μου. Ίσως κάποια στιγμή να την αναζητήσω και αλλού, δεν ξέρω. Αλλά νομίζω ότι μέσα μας είναι η δύναμη και η πίστη ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε.
Χαρούμενη μπορεί να με το πιο απλό πράγμα μέχρι το πιο σημαντικό. Μια αγκαλιά από τα παιδιά μου και ένα “Σ΄ αγαπάω μαμά” ή μία ζεστή καλημέρα με ένα αληθινό χαμόγελο μου αρκούν».
MEGA Stories
«Ήταν μεγάλο όνειρο αυτή η εκπομπή για μένα. Τη γουστάρω τρελά. Συναντώ ανθρώπους που έχουν κάτι να διηγηθούν. Την περσινή σεζόν βγάλαμε αρκετές καλές εκπομπές, μία από αυτές ήταν η ιστορία για τον Ζακ Κωστόπουλο. Ήταν μία πολύ καλή εκπομπή και για τον τρόπο που στήθηκε και για τον σεβασμό που δείξαμε στην οικογένειά του και τους φίλους του.
Είναι μια εκπομπή όπου αφηγούμαστε ιστορίες. Ιστορίες ανθρώπων που ζουν ανάμεσά μας και ιστορίες ανθρώπων που δεν ζουν ανάμεσά μας, αλλά κάτι άφησαν πίσω τους. Μέσα από το Mega Stories θέλω να θυμηθούμε ότι είμαστε και άνθρωποι και ότι δεν υπάρχουμε μόνο εμείς στον κόσμο. Ότι υπάρχουν και άλλοι γύρω μας. Θέλω να φωτίσουμε κάποια πρόσωπα επί της ουσίας. Κάποια πρόσωπα που δυσκολεύονται περισσότερο από εμάς ή που δείχνουν μία μεγαλύτερη δύναμη από αυτήν που έχουμε εμείς. Έχω γνωρίσει κάτι απίθανους τύπους και απίθανες τύπισσες μέσα σε αυτή την εκπομπή. Πραγματικά νιώθω πολύ χαρούμενη!
Φέτος, θα ξεκινήσουμε με Εύβοια. Πήγαμε στα καμένα και βρήκαμε ανθρώπους εκεί που μας είπαν "Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ, γιατί νιώθουμε ξεχασμένοι…". Επίσης, μια πολύ ωραία εκπομπή που θα βγει το επόμενο διάστημα θα είναι με τα διαφορετικά μοντέλα γονεϊκότητας».
Η εκπομπή Mega Stories κάνει πρεμιέρα την Τρίτη 26/10 στις 23:50