Δέκα χρόνια χωρίς το δικό μας άνθρωπο, Θανάση Βέγγο
Στις 3 Μαΐου του 2011, ο καλός μας άνθρωπος ο Θανάσης Βέγγος, έφυγε από τη ζωή. Μια λαοθάλασσα τον συνόδευσε στο τελευταίο αντίο, αποδεικνύοντας ότι ήταν ένας από τους ηθοποιούς που ο κόσμος λάτρεψε και ταυτίστηκε μαζί τους.
Αν και ήταν αυτό λέμε «ιερό τέρας» δεν συμπεριφέρθηκε ποτέ ως σπουδαίος. Παρέμεινε για πάντα ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας, ο καλός μας άνθρωπος, που έκανε μια ολόκληρη χώρα να χρησιμοποιεί τη φράση «τρέχω σαν τον Βέγγο», αφού με τον αεικίνητο τύπο που εφηύρε, έδωσε μορφή στον αγώνα για το μεροκάματο.
Γεννήθηκε στον Πειραιά και μεγάλωσε στο Νέο Φάληρο ως μοναχοπαίδι. Ο πατέρας του ήταν δημόσιος υπάλληλος, συγκεκριμένα εργαζόταν στην Εταιρεία Ηλεκτρισμού και υπήρξε ήρωας της Αντίστασης. Μετά από τον πόλεμο όμως, εκδιώχθηκε από τη δουλειά του εξαιτίας των πολιτικών του φρονημάτων. Έτσι ο Θανάσης προκειμένου να βοηθήσει την οικογένειά του, άρχισε να δουλεύει από μικρός: εργάστηκε σε εργοστάσια επεξεργασίας δερμάτων, έκανε μικροθελήματα, όπως άλλωστε και ο ήρωας που συχνά υποδύθηκε στον κινηματογράφο, πουλούσε πάγο στις γειτονιές, μια δουλειά που του άρεσε γιατί είχε μανία με την καθαριότητα και δεν άντεχε τη σκόνη. «Σκόνη και πάγος δεν πάνε μαζί», έλεγε χαρακτηριστικά. Άλλωστε έτσι γνώρισε και τη γυναίκα του, την Ασημίνα, που ήταν μία από τις πελάτισσές του.
Η μανία του με την καθαριότητα ήταν γνωστή σε όλους. Σταματούσε το γύρισμα συχνά για να σκουπίσει μια επιφάνεια, ή να τινάξει κάτι που του φαινόταν σκονισμένο. Αυτή την εμμονή με τη σκόνη, την απέκτησε από τα χρόνια που υπηρέτησε τη θητεία του ως «ανεπιθύμητος» στρατιώτης στη Μακρόνησο και δεν την ξεπέρασε ποτέ. «Θα ξέρεις βέβαια», είχε πει σε συνέντευξή του, «ότι κάποτε έβαλα όλο το συνεργείο και ξεσκόνισε τις Θερμοπύλες! Ναι, μα τον Θεό! Καθαρίσαμε τις Θερμοπύλες για ένα γύρισμα. Αυτή η τελειότητα μόνο στο δικό μου κεφάλι υπάρχει. Αυτή η τελειότητα με έχει οδηγήσει δύο φορές στην καταστροφή».
Στη Μακρόνησο όμως γνώρισε και τον Νίκο Κούνδουρο, που αμέσως κατάλαβε πως αυτό το πλάσμα είχε κάτι ιδιαίτερο. Έτσι τον πήρε βοηθό του στις θεατρικές παραστάσεις που έστηνε σε αυτό τον τόπο εξορίας. Εκεί για πρώτη φορά ο Βέγγος έπαιξε μπροστά σε κοινό χαρίζοντας στους κρατούμενους το γέλιο που τους έλειπε. Όταν απολύθηκε, επέστρεψε στην κανονική του δουλειά, μέχρι που το 1954 ο Κούνδουρος τον ξαναβρήκε και του έδωσε τον πρώτο του ρόλο στον κινηματογράφο, στην ταινία «Μαγική Πόλη».
Για τα επόμενα πέντε χρόνια έπαιξε μικρά ρολάκια, ενώ για να τα βγάζει πέρα εργαζόταν και ως φροντιστής στα κινηματογραφικά πλατό. Την περίοδο αυτή εμφανίστηκε σε μερικές από τις πιο ιστορικές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, όπως «Ο δράκος», το «Διακοπές στην Αίγινα», Μανταλένα, «Ο Ηλίας του 16ου», το «Ποτέ την Κυριακή». Εκείνο τον καιρό υπήρχε η άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος για τους ηθοποιούς, την οποία πήρε ως εξαιρετικό ταλέντο, μιας και δεν είχε φοιτήσει σε δραματική σχολή.
Από τότε άρχισε να εμφανίζεται και στο θέατρο. Η πρώτη του παράσταση ήταν η επιθεώρηση «Ομόνοια πλατς-πλουτς», με τους Νίκο Ρίζο και Γιάννη Γκιωνάκη. Ο πρώτος του μεγάλος ρόλος στο σινεμά έρχεται το 1960, στην ταινία «Οι δοσατζήδες», όπου συμπρωταγωνιστούσε με τον Νίκο Σταυρίδη.
Τα επόμενα χρόνια, συνεργάζεται με τον σκηνοθέτη Πάνο Γλυκοφρύδη και δημιουργεί και τον «Καλό άνθρωπο» που τόσο αγαπήθηκε από το κοινό. Συνδυάζοντας τη φάρσα με το μελόδραμα σατιρίζει τον Νεοέλληνα και ταυτόχρονα καταφέρνει να συγκινεί, προβάλλοντας τον πόνο και το δράμα ενός ολόκληρου λαού, που αγωνίζεται να επιβιώσει. Εκείνος έλεγε για τις ταινίες του: «Δουλεύω με το ένστικτο, δεν έχω κανένα ταλέντο, μόνο αυτή τη φάτσα. Εδώ είναι αποτυπωμένη όλη η μιζέρια, όλη η δυστυχία, όλος ο πόνος του ασήμαντου Έλληνα».
Με τον Γλυκοφρύδη και τον Ερρίκο Θαλασσινό το 1964 δημιουργούν την δική τους εταιρεία παραγωγής, την ΘΒ-Ταινίες Γέλιου. Από το 1965 έως το 1969, γύρισε τις καλύτερες κατά γενική ομολογία ταινίες του, όπως ο «Φανερός πράκτωρ 000», «Τρελός, παλαβός και Βέγγος», «Ποιος Θανάσης;». Το σουρεαλιστικό του χιούμορ και η απίστευτη ικανότητά του να αυτοσχεδιάζει δημιουργούν έναν ιδιαίτερο κινηματογραφικό είδος, που πολλοί έχουν συγκρίνει με το έργο μεγάλων κωμικών, όπως ο Τζέρι Λούις.
Οι ταινίες αυτές έχουν τεράστια απήχηση, τόσο καλλιτεχνικά όσο και εμπορικά. Όμως η εταιρεία αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα. Ο λόγος ήταν πως ο Βέγγος είχε μια απίστευτη τελειομανία: ήταν ικανός να γυρίζει μια σκηνή άπειρες φορές για να πετύχει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Το φιλμ όμως τότε κόστιζε πολύ ακριβά, κι έτσι συνεχώς έβγαινε εκτός προϋπολογισμού, γεγονός που τον οδηγεί στην οικονομική καταστροφή. Τη μέρα που κατέβαζε την ταμπέλα της εταιρείας την περιέγραψε ως συντριβή. Ήταν η μέρα που «έπρεπε να ξηλώσει τα όνειρά του», όπως είχε εξομολογηθεί ο ίδιος. Θα του πάρει αρκετά χρόνια να επανακάμψει, ώσπου ο καλός του φίλος, ένας από τους λίγους από τον καλλιτεχνικό χώρο, ο Ντίνος Κατσουρίδης, με την ταινία «Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση;» τον οδηγεί στην αποθέωση στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης του 1971, όπου αποσπά τα βραβεία κριτικών και κοινού.
Έκτοτε αρχίζει να γυρίζει μια σειρά από ταινίες που μετατοπίζονται προς την κοινωνική κριτική, ενώ το 1983 σταματά για λίγα χρόνια τον κινηματογράφο. Τη δεκαετία του ’80 ασχολείται κυρίως με τις βιντεοκασέτες και την τηλεοπτική σειρά «Βεγγαλικά», που μετά από προσπάθειες πολλών ετών, προβλήθηκε τελικά στην τηλεόραση το 1988. Το 1990 εμφανίστηκε στη σειρά του ΑΝΤ1 Αστυνόμος Θανάσης Παπαθανάσης.
Η επιστροφή του στον κινηματογράφο γίνεται με την ταινία «Ήσυχες μέρες του Αυγούστου» του Παντελή Βούλγαρη. Έχοντας πλέον ωριμάσει, στρέφεται σε μια προσέγγιση των ρόλων του πιο εσωτερική. Ο νευρικός τύπος που τον καθιέρωσε δίνει τη θέση του στον γεμάτο εμπειρία από τη ζωή και αγάπη για τους ανθρώπους Βέγγο. Με την εμφάνισή του στο «Βλέμμα του Οδυσσέα» του Θόδωρου Αγγελόπουλου, μέσα από τον ρόλο του ταξιτζή, δίνει μια από τις καλύτερες ερμηνείες της καριέρας του.
Το 1997 παίζει για πρώτη φορά στην Επίδαυρο, τον ρόλο Δικαιόπολι στους «Αχαρνής» και το 2001 πρωταγωνιστεί στην «Ειρήνη» του Αριστοφάνη που αποτελεί προσωπικό του θρίαμβο. Σε ένα απόλυτο sold out, ο κόσμος τον αποθέωνε, χειροκροτώντας τον επί δέκα λεπτά.
Από τις πλέον σημαντικές του δουλειές, ήταν η ταινία «Όλα είναι δρόμος» και πάλι σε σκηνοθεσία του Βούλγαρη, ενώ το 2002, σχεδόν πενήντα χρόνια μετά από την πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση, έπαιξε στην τηλεοπτική σειρά «Περί ανέμων και υδάτων». Η τελευταία κινηματογραφική συμμετοχή του ήταν στην ταινία του Παντελή Βούλγαρη «Ψυχή βαθιά», το 2009.
Σεμνός εκ φύσεως και χαμηλών τόνων, εμφανίστηκε σε ελάχιστες βραβεύσεις, μία εκ των οποίων ήταν στο πλάι του Κάρολου Παπούλια που του απένειμε το μετάλλιο του Τάγματος του Φοίνικα.
Το 2000, είχε ένα πάρα πολύ σοβαρό ατύχημα μαζί με την σύζυγό του, όταν το ΙΧ στο οποίο επέβαιναν συγκρούστηκε με διερχόμενη αμαξοστοιχία λίγο πιο έξω από τους Αγίους Θεοδώρους. Τότε, ο Θανάσης Βέγγος είχε πάρει όλη την ευθύνη του ατυχήματος πάνω του: «Εγώ φταίω» είχε πει και αμέσως μετά γύρισε με τον Ντίνο Κατσουρίδη ένα τηλεοπτικό σποτ σε συνεργασία με το υπουργείο Μεταφορών και τον ΟΣΕ, το οποίο προβαλλόταν από τα τηλεοπτικά δίκτυα ως κοινωνικό μήνυμα.
Στις 19 Δεκεμβρίου 2010 εισάγεται στην εντατική μονάδα του νοσοκομείου Ερυθρός Σταυρός λόγω εγκεφαλικού επεισοδίου – όπου και απεβίωσε στις 3 Μαΐου 2011, λίγο πριν συμπληρώσει τα 84 χρόνια του. Τάφηκε στην Αμοργό, τόπο καταγωγής της μητέρας του και της γιαγιάς του.
Ο Βέγγος απέφευγε τις καλλιτεχνικές παρέες, γιατί τον έκαναν να αισθάνεται σαν ψάρι έξω από τα νερά του, όπως έλεγε, και κρατούσε την ιδιωτική του ζωή μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Μάλιστα από ένα σημείο και μετά σταμάτησε να δίνει συνεντεύξεις. Έμεινε με την ίδια γυναίκα μέχρι το τέλος και μαζί της απέκτησε δυο γιους, τον Βασίλη και τον Χάρη, οι οποίοι του χάρισαν και εγγόνια. «Η αγάπη του Θανάση για την Νίκη και τον Θανασάκη ήταν τόσο μεγάλη, που σχεδόν έκλαιγε κάθε φορά που άκουγε το όνομά τους. Είχε λατρεία για τα δυο του εγγόνια και τίποτα δεν μπορούσε να την επισκιάσει. Ούτε τα μικροπροβλήματα υγείας. Δεν μπορείτε να καταλάβετε το πάθος του για αυτά», έχει δηλώσει η σύντροφός του, Μίνα.
Ο Βέγγος όμως εκτός από ένας μεγάλος ηθοποιός, ήταν πάντα ένας καλός άνθρωπος. Οι συνεργάτες και οι φίλοι του έχουν να λένε για την ψυχή του, που παρέμεινε παιδική. Ίσως γιατί ο ίδιος είχε καταλάβει πως το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή είναι η αγάπη, που ήξερε να την προσφέρει απλόχερα.
Σε μια από τις τελευταίες του εξομολογήσεις, λίγο πριν πεθάνει είχε πει: «Έπρεπε να γεράσω για να μάθω τι είναι «ευτυχία»! Τελικά ευτυχία είναι ένα ζευγάρι χέρια, δύο χέρια σφιχτά δεμένα. Αυτά που θα σε αγκαλιάσουν, θα σε κρατήσουν, θα σε κοιμίσουν, θα σε περιποιηθούν, θα σου μαγειρέψουν, θα σε χαϊδέψουν και στο τέλος θα σου κλείσουν τα μάτια. Τα πολλά χέρια απλά σε κατσιάζουν. Είναι απλά, χάσιμο χρόνου».