Βέφα Αλεξιάδου: «Δεν αμφισβήτησα τον Θεό ούτε όταν έχασα τις κόρες μου»
Η Βέφα Αλεξιάδου έχει ταυτίσει τ΄όνομά της με την ελληνική κουζίνα, ανοίγοντας, συγχρόνως, τον δρόμο στην τηλεοπτική μαγειρκή. Παράλληλα, τα βιβλία με τις συνταγές της κυκλοφορούν σ΄όλο τον κόσμο, μεταφρασμένα. Η ζωή της είναι ένα συνδυασμός επιτυχίας, πόνου και πίστης. Είναι 89 ετών. Ζει στη Χαλκιδική.
«Γεννήθηκα το 1933 στον Βόλο, μεγάλωσα στη Θεσσαλονίκη –έζησα τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο. Οταν μορφώθηκα και παντρεύτηκα έζησα μια πολύ ωραία ζωή, τη γνήσια ζωή των Ελλήνων.
Από νέα κοπέλα γαλουχήθηκα με τον πρώτο μεγάλο μου έρωτα, με την ποίηση. Οι νέοι δυστυχώς δεν διαβάζουν σήμερα. Και πρέπει να διαβάζουν βιβλία που έχουν να τους δώσουν. Γι΄αυτό και λέω να διαβάσουν τη βιογραφία μου γιατί έχουν να πάρουν πολλά. Για να δουν οι νέοι που ξεκινούν τι έκανε αυτή η γυναίκα κι έφτασε στην κορυφή, πως τα κατάφερε.
Στο σχολείο μας μαθαίνουν απλά να διαβάζουμε, από εκεί και πέρα μορφωνόμαστε. Αυτό έχει σημασία. Ακόμα και απ΄το Πανεπιστήμιο όταν βγούμε, το ίδιο ισχύει. Από εκεί και πέρα θέλει διάβασμα. Εχω διαβάσει έργα μεγάλων συγγραφέων, λογοτεχνία. Ξέρεις το ποίημα του Κίπλινγκ “Αν”... Διάβασα Καβάφη, η “Ιθάκη” είναι ο δρόμος μας, η μόρφωση που θα πάρουμε, με ποιους θα συναντηθούμε, με ποιους θα μπλέξουμε.
Ο δρόμος δεν έχει τέλος –η βιογραφία μου λέει ότι η ιστορία συνεχίζεται. Συνεχίζεται όσο υπάρχει η ζωή. Η ζωή δεν έχει τέλος κι εγώ πιστεύω στην αιώνια ζωή. Η πίστη ξέρεις πόση δύναμη σου δίνει; Δεν μπορείς έτσι απλά να πεις “πιστεύω” και να πιστέψεις. Θέλει προσπάθεια, θέλει δουλειά, θέλει να νιώσεις ότι ο Θεός σου κρατάει το χέρι. Στην προσευχή μου ζητάω απ΄τον Θεό να μην αφήσει το χέρι μου, να το κρατάει σφιχτά, να μην λυγίσω.
Οποιος άνθρωπος στη γη κι αν έρθει να σε παρηγορήσει, πόση ώρα θα κάτσει μαζί σου; Ο Θεός είναι πάντα μαζί σου, πάντα εκεί. Γι΄αυτό κι η αυτοβιογραφία μου λέγεται “Ησουν πάντα εκεί”, γιατί ο Θεός είναι πάντα εδώ, κοντά μου, δεν μ΄αφήνει. Οταν πάω να λυγίσω, σκέφτομαι τον Θεό, έχω και το εκκλησάκι στο κτήμα, στο σπίτι μου.
Δεν πιστεύω ότι ο Θεός μας παίρνει, ότι είναι κακός. Αν ήταν κακός δεν θα τον πιστεύαμε. Ούτε θα μας είχε χαρίσει αυτόν τον υπέροχο κόσμο που ζούμε. Αλλά εμείς θέλουμε να πάμε πέρα απ΄αυτό.
Οχι η κουζίνα δεν με βοήθησε στις μεγάλες δυσκολίες της ζωής μου, στις απώλειες. Εκείνο που με βοήθησε να τις ξεπεράσω ήταν η πίστη μου στον Θεό. Το γράφω και στο βιβλίο μου αυτό. Στην δύσκολη στιγμή σου, όταν πιστεύεις, όταν πραγματικά πιστεύεις και ομολογείς, το δείχνεις με την ζωή σου, είσαι ο ίδιος κερί αναμμένο –δεν ανάβεις ένα κερί στην εκκλησία. Δεν είναι η λαμπάδα που θ΄ανάψουμε, λαμπάδα αναμμένη πρέπει να΄ναι η ζωή μας. Πιστεύω και ομολογώ, το δείχνω με την ζωή μου –βοηθάω, δεν λέω ψέματα, δεν κατηγορώ, δεν σκοτώνω, δεν θυμώνω, δεν μαλώνω. Πιστεύω ότι υπάρχει αιωνιότητα. Ξέρω ότι μπορώ και αντιμετωπίζω τα δύσκολα γιατί ο Θεός μου κρατάει το χέρι. Επομένως την βοήθειά μου την χρωστάω εκεί...
Ανοιξα τον δρόμο στην τηλεόραση για την μαγειρική
Οχι, δεν αμφισβήτησα τον Θεό ούτε όταν έχασα τις κόρες μου. Εκεί είναι το γλίστρημα. Εκεί, άμα πατήσεις, γλίστρησες και τελείωσες. Απ΄την πρώτη στιγμή ήξερα ότι τα παιδιά μου δεν τα πήρε ο Θεός. Μια κυρία στην εκκλησία ήρθε και μου΄πε “πως είναι δυνατόν να λες ότι ο Θεός είναι πάντα εδώ και βοηθάει και πήρε τα δύο κορίτσια σου”. Οχι, δεν τα πήρε ο Θεός. Ο Θεός μας χάρισε την ζωή και μας είπε κάντε ό,τι θέλετε, δεν μας έβαλε περιορισμούς, μόνον έναν, στον παράδεισο, να μην φάμε απ΄αυτό το φρούτο, που είναι συμβολικό. Ποιο είναι αυτό το φρούτο; Να μην αλλαξοπιστήσουμε, να μην χάσουμε την πίστη μας, όπως την έχασαν οι δυο τους στον παράδεισο.
Αμαρτία θα πει να χάνεις την πίστη σου. Κι όσες φορές κι αν πέσεις, τόσες να σηκωθείς. Ξέρει ο Θεός ότι είμαστε άνθρωποι, ότι θα αμαρτήσουμε. Κάθε βράδυ κάνω αυτοκριτική, κάτι που πρέπει να κάνει κάθε άνθρωπος, αντί κριτική να κάνεις αυτοκριτική. Ξέρω ότι είμαι αδύναμη. Είναι τόσο βαθιά η πίστη μου όμως».
«Τα βιβλία μου δεν θα έβγαιναν αν δεν είχα την πίστη μου. Ο Δημήτρης Τσιριμώκος είναι ο θεμέλιος λίθος μου, γιατί με βοήθησε να βγάλω το πρώτο μου βιβλίο. Εγγυήθηκε για μένα στους εκδότες που έβγαζε εκείνος ένα περιοδικό, ώστε να δεχτούν όσα είχα να τους δώσω και τα υπόλοιπα να τα πάρουν απ΄την πώληση του βιβλίου. Αλλιώς θα τα πλήρωνε ο ίδιος. Γιατί το΄κανε αυτό; Γιατί ήξερε την σπίθα που΄χα μέσα μου».
Οι κόρες και οι εγγονές
«Πώς θα έκαναν οι κόρες μου αυτό που τους πρότεινα εγώ αν δεν το΄θελαν; Οταν τους πρότεινα να κάνουν τα Vefa’s House, μετά χαράς το΄καναν. Αλλά η κακοήθεια πάει σύννεφο. Η Αντζι, η μεγάλη μου η κόρη, δούλευε στην Αμερικανική Πρεσβεία –είχε σπουδάσει διοίκηση επιχειρήσεων και είχε δώσει ιδιαίτερη βάση στα κομπιούτερ. Η Αντζι κατάφερε να φτάσει στην κορυφή και να γίνει προϊσταμένη της πρεσβείας στην Αθήνα στον τομέα της –είχε τον τρίτο βαθμό. Αν δεν πήγαινε η Αντζι μια μέρα στην δουλειά, δεν δούλευαν τα κομπιούτερ. Την είχαν στείλει και έναν χρόνο στην Ουάσινγκτον, για μετεκπαίδευση. Οταν της πρότεινα εγώ να κάνουν τα Vefa’s House, δούλευε στην Πρεσβεία. Να πω ότι μετάνιωσα που την πήρα από εκεί, δεν θα είναι ψέμα. Γιατί πήγαν στραβά τα πράγματα, ήρθε η κρίση, μας τα γκρέμισε όλα, το κορίτσι θα είχε την δουλειά του.
Η Αντζι και ο Γιάννης, ο γαμπρός μου, έβγαλαν χρήματα από τα Vefa’s House, αλλά δεν πάει πάντα προς τα πάνω η ζωή, έχει και τα κάτω της. Ηρθε η κρίση έκλεισαν όλα τα μαγαζιά, άφησαν ακάλυπτες επιταγες. Εφτασε το κορίτσι μου να μην έχει χρήματα να ζήσει. Δεν βουλιάξαμε μόνο εμείς, βούλιαξε όλη η Ελλάδα. Υπάρχουν επαγγελματίες, έμποροι που αυτοκτόνησαν. Δόξα τω θεω, δεν αυτοκτονήσαμε. Καταλαβαίνεις πόσο πίστη έχω στον Θεό και στην ζωή; Αγαπώ την ζωή. Η ζωή είναι ωραία».
«Η μικρή η κόρη μου μπήκε μόνη της στο επάγγελμα. Είχε ανοίξει η Αντζι τα Vefa΄s House και μπήκε και η μικρή. Αποφάσισε όμως να φύγει γιατί της άρεσαν τα βιβλία και ασχολήθηκε μ΄αυτό το κομμάτι. Αρχισε να γράφει βιβλία με τον άντρα της, άνοιξε το περιοδικό. Εγραφε καλύτερα βιβλία από μένα η Αλεξία, έκανε τρομερή δουλειά, βραβεύθηκε –σκεφτόμουν ότι ήταν η διάδοχός μου, αλλά η ζωή δεν το ήθελε έτσι. Ηταν το τιμόνι μου στο εξωτερικό, το μπαστούνι μου.
Είμαι ολομόναχη, με τους δύο γαμπρούς μου
Οι εγγονές μου είναι τόσο μακριά, μου λείπουν πολύ. Τις βλέπω μόνο το καλοκαίρι. Η μεγάλη είναι καθηγήτρια στην Αγγλία, στο Κέιμπριτζ, είναι 25 χρόνων. Σπούδασε αγγλική φιλολογία, έκανε και διδακτορικό. Από μικρή έλεγε ότι θα γίνει καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο, σαν τον παππού της, τον άντρα μου. Η μικρή σπουδάζει διοίκηση επιχειρήσεων στο Δουβλίνο. Είμαι ολομόναχη, με τους δύο γαμπρούς μου. Ο ένας έχει τις δουλειές του κι έχει και τα κορίτσια. Ο άλλος με βοηθάει πολύ –έχω και το e-shop. Ολοι μένουν στην Αθήνα, όπως έμεναν και τα κορίτσια μου με την οικογένειά τους.
Ολα τα χρόνια ήμασταν μαζί, αλίμονο αν γίνονται οι οικογένειες σκορποχώρι. Οι άνθρωποι είναι κακοί, έλεγαν ότι εγώ έβαλα με το ζόρι τα κορίτσια στην δουλειά μου. Αν είναι δυνατόν. Τώρα που λέω στην εγγονή μου να έρθει στην Ελλάδα, έρχεται; Οχι, κάνει το δικό της.
Από εδώ και πέρα δεν θέλω τίποτε άλλο, θέλω να τελειώσω τη ζωή μου... Είμαι 89 ετών και συνεχίζω να δουλεύω. Πουλάω βιβλία κι αυτό σημαίνει πολλά. Ο,τι θέλει ο Θεός ας γίνει. Εδωσα ό,τι ήταν να δώσω, ας τα αξιολογήσουν οι επόμενοι. Τα βιβλία μου είναι μια παρακαταθήκη –θα μείνουν για πάντα, είναι θησαυροί. Δεν σκέφτομαι τίποτα από δω και πέρα. Η ζωή συνεχίζεται και εδώ κάτω και εκεί πάνω».
Η ελληνική κουζίνα, τα μυστικά της και οι MasterChef...
«Η κουζίνα έχει πολλά μυστικά, τα tips που λένε οι Αμερικάνοι. Ολα ξεκινούν από την καθαριότητα και την δοσολογία. Στα βιβλία μου, επειδή είμαι τελειομανής, αυτό που με νοιάζει είναι να βγει η συνταγή στην νοικοκυρά, να μην πάνε χαμένα τα χρήματά της, ο κόπος της. Το πρώτο μυστικό είναι πώς θα καθαρίσουμε και πως θα περιποιηθούμε τα διάφορα προϊόντα για να τα βάλουμε στην κατσαρόλα. Στο πρασόρυζο ας πούμε, πρώτα ζεματάμε τα πράσα για να φύγουν οι ουσίες που μυρίζουν άσχημα και πετάμε το πρώτο νερό, κι ύστερα ξεκινάμε να τα μαγειρεύουμε. Να ένα πολύ σοβαρό μυστικό –αλλιώς το φαγητό είναι πολύ βαρύ και μυρίζει άσχημα. Μόνο αν ξέρεις τα μυστικά και τα προσέξεις το αποτέλεσμα θα΄ναι αυτό που θέλεις.
Τα παιχνίδια μαγειρικής στην τηλεόραση είναι παιχνίδια, δεν είναι μαγειρική. Αυτό φτάνει. Εχει ψωμί η μαγειρική για να γίνει παιχνίδι. Δεν μπορείς από ένα παιχνίδι να πάρεις την συνταγή και να την βάλεις στην κατσαρόλα σου. Ούτε μπορείς να πεις ότι ένα παιδί που έχει έφεση και ταλέντο και πάει εκεί, θα βγει chef. Είναι αστείο. Δεν βγαίνεις έτσι chef. Πρέπει να πας στην κουζίνα, κοντά σ΄έναν μάγειρα, να μάθεις τα μυστικά.
Οσοι πιστεύουν ότι γίνεσαι MasterChef από ένα παιχνίδι κάνουν πολύ μεγάλο λάθος. Θέλει πολλά χρόνια για να γίνεις. Μου έχουν ζητήσει πολλές φορές να γίνω κριτής, αλλά τους απαντώ αρνητικά. Γιατί εγώ όλο αυτό το παίρνω σοβαρά.
Ο Ακης Πετρετζίκης είναι πράγματι ένα επιτυχημένο πρόσωπο, όχι γιατί βγήκε από ένα παιχνίδι. Αλλά γιατί έχει γνώση της κουζίνας, έχει κάνει σπουδές. Να σκεφτείς ότι εγώ, ναι εγώ, που είμαι φτασμένη τόσα χρόνια στο κουρμπέτι, πήρα μια γνώμη, κάποια στιγμή, απ΄τον Ακη. Ποια; Το καζάν ντιπί. Χρόνια προσπαθούσα να μαυρίσω από κάτω την κρέμα, να έχει το άρωμα του καμένου. Μια μέρα βλέποντας τον Ακη είδα ότι για να καεί από κάτω πρέπει να πασπαλίσουμε από κάτω το σκεύος που θα το βάλουμε, με ζάχαρη. Δεν ντρέπομαι να το πω. Γηράσκω αεί διδασκόμενος. Πάντα έχουμε κάτι να μάθουμε...
Κάθε κουζίνα αξίζει όπως είναι, όχι να την μπασταρδέψουμε. Η ελληνική κουζίνα δεν σηκώνει πολλά. Είμαι κατά αυτών που μιλάνε για τη νέα ελληνική δημιουργική κουζίνα. Δεν μ΄αρέσει ν΄ανακατεύουν τις κουζίνες. Γιατί να τις χαλάσουμε; Η κάθε μία είναι όμορφη όπως είναι. Οπωσδήποτε μπορούμε να πάρουμε κάποια καλά της ελληνικής κουζίνας ή κάποιας άλλης, αλλά όχι αυτό το ανακάτεμα γεύσεων, υλικών. Η κουζίνα είναι τέχνη και πρέπει να τη μάθεις, να΄χεις γνώσεις.
Εγώ, που είμαι φτασμένη τόσα χρόνια στο κουρμπέτι, πήρα μια γνώμη, κάποια στιγμή, απ΄τον Ακη
Κατάφερα, με την δουλειά μου και τον αγώνα μου, να προβάλω την ελληνική κουζίνα αυτούσια, όπως την κληρονόμησα από τους παππούδες και τις γιαγιάδες μας. Τη δούλεψα τόσα χρόνια, την έγραψα, για να την εκδώσει ένας μεγάλος αγγλικός εκδοτικός οίκος. Και να κυκλοφορεί όλη η ελληνική μαγειρική και ζαχαροπλαστική γραμμένη από μένα σε 700 σελίδες, σε έξι γλώσσες. Τρώνε οι ξένοι ελληνική κουζίνα; Οταν ένας μεγάλος εκδοτικός οίκος αναλαμβάνει ένα τέτοιο βιβλίο, κάτι σημαίνει –μεταφράστηκε στα ισπανικά, στα ιταλικά, στα γαλλικά, στα ρώσικα, στα γερμανικά και τώρα και στα κινέζικα... Αυτό δεν μπορούσα να το φανταστώ, ήταν όνειρο ζωής.
Πιστεύω ότι η ελληνική κουζίνα είναι η πιο απλή, η πιο νόστιμη και παράλληλα η πιο υγιεινή. Γιατί; Γιατί χρησιμοποιεί πολλά λαχανικά. Και η χημεία και η διαιτολογία μου λένε ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο αγνό, πιο καθαρό, πιο σωστό για τη διατροφή μας απ΄το λαχανικό. Κι εμείς έχουμε το χαρακτηριστικό να συνδυάζουμε το κρέας μας με τα λαχανικά. Η νεολαία βέβαια τώρα το΄χει παρακάνει -σουβλάκια με λίπος, πίτσες με μοτσαρέλα...
Γύρισα απ΄την Αμερική, αφού είχα μαγειρέψει, σπουδάσει, αφού είχα δημοσιεύσει άρθρα σε εφημερίδες, είχα προπαίδεια. Είπα λοιπόν στις φίλες μου όταν επέστρεψα στην Ελλάδα ότι θα βγω στην τηλεόραση και θα μαγειρέψω. Κι έβαλαν τα γέλια. Κάποιες μου είπαν “έχεις κάνει τόσα και τόσα πράγματα, θα το καταφέρεις κι αυτό”».
«Το ΄86 έκανα πρόταση στην ΕΡΤ και δεν την δέχτηκαν. Αλλά το ΄90 που άνοιξαν τα ιδιωτικά κανάλια πήγα στον Αντέννα, κι η πόρτα άνοιξε. Από τότε μπήκε το νερό στο αυλάκι και ξεκίνησαν όλα. Βγήκα στην τηλεόραση, πολύ πετυχημένα. Τους έκανα όλους να κάθονται και να με παρακολουθούν, όλη την Ελλάδα. “Υπήρχε κανείς που δεν σας έβλεπε”, με ρώτησε πρόσφατα ο Ακης. Ανοιξα έναν πολύ ωραίο δρόμο.
Στην Αμερική πρώτα έκανα ραδιόφωνο με την Τίνα Σαντοριναίου που είχε καθιερώσει το ελληνικό πρόγραμμα και μαζί την μαγειρική –της το πρότεινα, συμφώνησε. Από εκεί μ΄άκουσε ο Καστανάς, που΄χε κανάλι στην Αστόρια και μου πρότεινε να κάνω μαγειρική στην τηλεόραση. Ερχόμενη λοιπόν εδώ, είχα λίγες γνώσεις που δυνάμωσαν με την ελληνική εμπειρία. Κανένας δεν είχε βγει πριν από μένα να μαγειρέψει στην τηλεόραση. Πρωτοπόρος εγώ στην τηλεόραση; Δεν είμαι; Δεν είναι ανάγκη να το πω εγώ... Ανοιξα τον δρόμο στην τηλεόραση για την μαγειρική.
Ωστόσο εκείνη που άνοιξε τον δρόμο σ΄όλο τον κόσμο ήταν η Τζούλια Τσάιλντ. Εχει κάνει τρομερά βιβλία. Από εκείνη μου μπήκε το μικρόβιο να κάνω μαγειρική στην τηλεόραση. Κι όταν η ΕΡΤ μου΄πε όχι, δεν απογοητεύτηκα –δεν πρέπει να απογοητευόμαστε με κάτι που πάει στραβά. Θέλει μεγάλο αγώνα για να φτάσεις εδώ που έφτασα.
Παράπονο απ΄την τηλεόραση δεν έχω κανένα απολύτως. Ακόμα κι αυτοί που μου πήγαν κόντρα με βοήθησαν. Αν έχεις σχεδιάσει και προχωράς, κι αν αυτό δεν πάει καλά, μην απογοητεύεσαι. Ο Θεός έχει κάτι καλύτερο για σένα. Και πράγματι για μένα είχε κάτι πολύ καλύτερο. Και δεν ήταν η τηλεόραση –ήταν τα βιβλία μου, απ΄το πρώτο που έγραψα έψαχνα να βρω εκδότη. Ηταν έτοιμο, ήθελα να το βγάλω. Είχα πείσμα. Το πείσμα και ο αγώνας μου με βοήθησαν να τα καταφέρω κι έγινα εγώ ο εκδότης μου. Τι σημαίνει αυτό; Εβγαλα τα χρήματα, τα οποία θα΄βγαζε ο εκδότης.
Δούλευα 13 χρόνια ως χημικός πριν τ΄αφήσω και ασχοληθώ μόνο με την κουζίνα. Πως έγινε αυτό; Εκανα τραπέζια, εξαιρετικά τραπέζια και την επομένη έσπαγαν τα τηλέφωνα να με ρωτάνε οι καλεσμένοι τι έβαλα στο ένα φαγητό και πως έφτιαξα το άλλο. Από παιδί αγαπούσα την κουζίνα.
Στην Αμερική πήγα για πρώτη φορά το 1964 –τότε στην Ελλάδα ήμασταν χωριό. Ο άντρας μου ήταν ένας άνθρωπος που αγαπούσε το καλό φαγητό κι εγώ ήθελα να τον ευχαριστώ γιατί τον αγαπούσα πολύ. Ηταν ο βασικός υποστηρικτής μου, ο εμπνευστής μου. Μ΄αγαπούσε, με παρακολουθούσε στην τηλεόραση. Κάθε πρωί μου έκοβε ένα λουλούδι και μου το προσέφερε. Ηταν ένας λατρεμένος σύζυγος. Εφυγε στα 76 –εγώ ήμουν τότε 73».