Με τα λόγια του Βασίλη Αλεξάκη: Για τον έρωτα, τη μνήμη, τη γλώσσα
Τέσσερα αποσπάσματα από το έργο του για τον έρωτα, τη μνήμη, τη γλώσσα και τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό
Έναν χρόνο μετά τη θλιβερή είδηση του θανάτου του σπουδαίου διεθνούς μας συγγραφέα Βασίλη Αλεξάκη στις 11 Ιανουαρίου 2021, το πλούσιο πεζογραφικό έργο του είναι εδώ για να μας θυμίζει τη μεγάλη προσφορά του στα γράμματα και στον πολιτισμό.
Ο Βασίλης Αλεξάκης γεννήθηκε στην Αθήνα τον Δεκέμβρη του 1943. Σπούδασε στην ανωτάτη Δημοσιογραφική Σχολή της Λιλ. Στο Παρίσι εγκαταστάθηκε το 1969 όπου εργάστηκε ως δημοσιογράφος, σκιτσογράφος και κριτικός βιβλίου στην εφημερίδα «Le Monde» αλλά και ως χρονογράφος σε άλλες εφημερίδες. Έργα του έχουν κυκλοφορήσει εκτός από την Ελλάδα, στην Γερμανία, την Ισπανία, την Αρμενία, την Ιταλία, τη Ρωσία, το Ισραήλ, τις ΗΠΑ, την Τουρκία, και την Αργεντινή. Τον Μάρτιο του 2017 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας από το Τμήμα Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Το έργο του Αλεξάκη είναι εξίσου αναγνωρισμένο στην Ελλάδα (κέρδισε το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος το 2004 για τις Ξένες λέξεις) και τη Γαλλία (Βραβείο Medicis για τη Μητρική γλώσσα, La langue maternelle, 1995) καθώς και το Μεγάλο Βραβείο Μυθιστορήματος της Γαλλικής Ακαδημίας για το μ.Χ. (Ap. J.-C, 2007). Το 2012 τιμήθηκε με το «Βραβείο Γαλλικής Γλώσσας» από την Ακαδημία Γκονκούρ.
Το ερωτικό μυθιστόρημα «Τάλγκο», το πρώτο που έγραψε απευθείας στα ελληνικά, μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη από τον Γιώργο Τσεμπερόπουλο με τον τίτλο «Ξαφνικός έρωτας». Παράλληλα με τη λογοτεχνία, ο Βασίλης Αλεξάκης ασχολήθηκε και με τον κινηματογράφο, ως σκηνοθέτης και σεναριογράφος. Η μικρού μήκους ταινία του «Είμαι κουρασμένος», απέσπασε το Βραβείο Φεστιβάλ Τουρ και Γαλλικού Κέντρου Κινηματογράφου (1982), ενώ η μεγάλου μήκους ταινία του «Αθηναίοι» τιμήθηκε το Α΄ βραβείο διεθνούς φεστιβάλ ταινιών χιούμορ του Chamrousse (1991). Ακόμη, σκηνοθέτησε τις τηλεταινίες «Ο Νέστως Χαρμίδης περνά στην επίθεση» (1984) και «Το τραπέζι» (1989). Τέλος, ασχολήθηκε και με το θέατρο (Εγώ δεν…, Μη με λες Φωφώ) αλλά και με το σκίτσο (Η σκιά του Λεωνίδα, Mon amour, Γδύσου).
Η γραφή του χαρακτηρίζεται από μια συνεπή στοχαστική ματιά, που ισορροπείται όμως με υψηλές δόσεις χιούμορ και φλεγματικότητας ενώ, στο σύνολο του έργου του σχεδόν, ο μύθος συμπλέκεται με το αυτοβιογραφικό στοιχείο με τέτοιον τρόπο που εύλογα αναρωτιέται κανείς για το αν η δύναμη της λογοτεχνίας τελικά μπορεί να είναι τέτοια, ώστε ακόμη και να αλλοιώσει, στη μνήμη ή τη συνείδηση, τα στοιχεία της πραγματικότητας.
Ο Βασίλης Αλεξάκης έγραφε και στις δύο γλώσσες ενώ επέλεγε να μεταφράζει ο ίδιος τα έργα του από τη μία γλώσσα στην άλλη. Μέσα από τις σκέψεις των ηρώων του, επανέρχεται συστηματικά στα θέματα που τον απασχολούν ως βασικά συστατικά της ανθρώπινης περιπέτειας: η μνήμη, η γλώσσα, η ταυτότητα, ο έρωτας και ο θάνατος αποτελούν τα κύρια σημεία αναφοράς του.
Σήμερα τον θυμόμαστε με χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το έργο του:
Για τον έρωτα: «Τις ξανάζησα φορές και φορές τις στιγμές που περάσαμε μαζί, απ’ όλες όμως προτιμώ εκείνες τις πρώτες ώρες στο Κουκάκι, σ’ εκείνη την ταβέρνα γιατί εκεί συντελέστηκε κάτι σαν θαύμα, που δε θα μπορέσω ίσως ποτέ να το εξηγήσω, γιατί εκεί αισθάνθηκα, ξέρεις πώς αισθάνθηκα, αγάπη μου; Σαν τον πρώτο άνθρωπο που είδε τον ήλιο ν’ ανατέλλει.» (Τάλγκο, Μεταίχμιο, 2016).
Για τη μνήμη: «Με ρωτούν αν τα βιβλία είναι αυτοβιογραφικά. Δεν ξέρω. Έχει άραγε σημασία; Δεν θυμάμαι πια αν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα κάποιες από τις σκηνές που έχω περιγράψει. Άλλες σκηνές, τις οποίες είμαι βέβαιος ότι έχω επινοήσει, δεν αποκλείεται να είναι απόηχοι πολύ παλιών αναμνήσεων. Αντιλαμβάνομαι τη μνήμη μου σαν ένα μπαούλο που περιέχει και πράγματα που έχω ξεχάσει.» (Θα σε ξεχνάω κάθε μέρα, Μεταίχμιο, 2016)
Για τη γλώσσα: «Θεωρώ ότι άρχισα κι εγώ ν’ αγαπώ τις λέξεις. Έχω την αίσθηση ότι με καταλαβαίνουν, θα έλεγα μάλιστα ότι καταλαβαίνουν περισσότερα απ’ όσα τους λέω, σαν τους καλούς ψυχαναλυτές. Είναι ασφαλώς ευφυέστερες από μένα. Διαγράφουν κύκλους γύρω από τα γεγονότα, μου επιβάλλουν να τα βλέπω διαφορετικά απ’ ό,τι τα ξέρω, αποδίδουν στο καθένα το μυστήριο που του ανήκει. Πριν μερικές μέρες παρατήρησα μέσ’ από τις γρίλιες της μπαλκονόπορτας ένα πουλί καθισμένο σ' ένα κλαδί της ελιάς που έχω φυτέψει μέσα σε βαρέλι. Πέταξε ξαφνικά, έκανε έναν μεγάλο γύρο στον ουρανό, κατόπιν επέστρεψε στο δεντράκι και στάθηκε ακριβώς στο ίδιο κλαδί όπου ήταν και πριν. "Οι λέξεις είναι πουλιά που γυρίζουν πάντα εκεί απ’ όπου ξεκίνησαν" σκέφτηκα» (Η πρώτη λέξη, Μεταίχμιο, 2022-υπό έκδοση)
Για τη σχέση μας με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό: «Άνοιξα την Ιλιάδα. Είχα να δω το αρχαίο κείμενο από τα μαθητικά μου χρόνια. Διάβασα δύο αράδες κι αμέσως κοίταξα τη μετάφρασή τους στην αριστερή σελίδα. Διάβασα άλλη μία και πάλι ανέτρεξα στη μετάφραση. Συνέχισα έτσι επί αρκετή ώρα: το βλέμμα μου πεταγόταν διαρκώς από τη μια σελίδα στην άλλη, σαν να παρακολουθούσα αγώνα τένις. Αναγκάστηκα να παραδεχτώ ότι η ομηρική διάλεκτος παρέμενε εξίσου ακατανόητη για μένα όσο ήταν και στο σχολείο. Θυμήθηκα ότι δεν διαθέταμε μετάφραση των κειμένων που μελετούσαμε. Έπρεπε να μάθουμε άριστα την αρχαία γλώσσα για να μπορέσουμε να εκτιμήσουμε τον Όμηρο ή τον Πλάτωνα. Η Ιλιάδα ήταν μια αλυσίδα γλωσσικών γρίφων, το Συμπόσιο ήταν το ίδιο πράγμα, όπως και η Αντιγόνη. Η αποστολή του σχολείου δεν ήταν να μας μυήσει στην ποίηση ή τη φιλοσοφία, αλλά να μας μάθει μια γλώσσα, που, χωρίς να είναι ολότελα ξένη από τη δική μας, δεν έπαυε να είναι δυσκολότατη. Αν μελετούσαμε τους αρχαίους σε μετάφραση, όπως οι Γάλλοι ή οι Γερμανοί μαθητές, είναι πιθανό να μας συνάρπαζαν και να ενδιαφερόμασταν εντέλει και για τη γλώσσα τους. Αλλ' αντί να ξεκινάμε από τα έργα για να φτάσουμε στη γλώσσα, εμείς ξεκινούσαμε από τη γλώσσα και δεν φτάναμε ποτέ στα έργα. Μας απασχολούσε το γράμμα και όχι το πνεύμα των κειμένων» (Η μητρική γλώσσα, Μεταίχμιο, 2017)