Η αποκαθήλωση του Μοχάμεντ Αλ Φαγέντ: Από ισχυρός επιχειρηματίας σε κατηγορούμενος -Το ντοκιμαντέρ του BBC που σοκάρει
Ο πρώην ιδιοκτήτης του πολυτελούς λονδρέζικου πολυκαταστήματος Harrods και πατέρας του τελευταίου συντρόφου της πριγκίπισσας Νταϊάνα, Μοχάμεντ Αλ Φαγέντ, αν και πέθανε το 2023 σε ηλικία 94 χρόνων, βρίσκεται στο στόχαστρο εκατοντάδων καταγγελιών για βιασμούς και σεξουαλικές παρενοχλήσεις, λόγω του ντοκιμαντέρ του BBC «Αλ Φαγέντ: ένα αρπακτικό στα Harrods», που προβλήθηκε την Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου από το βρετανικό δίκτυο.
Αμφιλεγόμενη προσωπικότητα ο Αλ Φαγέντ, θεωρούταν ένα ισχυρός άνδρας στον επιχειρηματικό κόσμο, ενώ μετά από τον τραγικό θάνατο του γιου του, Ντόντι, έδινε σε όλους την εικόνα ενός πενθούντα πατέρα, που αναζητούσε την αλήθεια.
Ποια είναι η αλήθεια για τον Μοχάμεντ Αλ Φαγέντ- Τι υποστηρίζει το ντοκιμαντέρ του ΒΒC
Το ντοκιμαντέρ παρουσιάζει μαρτυρίες 20 και πλέον γυναικών, οι οποίες ισχυρίζονται ότι υπέστησαν σεξουαλική παρενόχληση ή βιασμό από τον Αλ Φαγέντ. Θεωρείται όμως ότι περισσότερες από 150 έπεσαν θύματά του, ενώ πέντε από αυτές βιάστηκαν. «Η υπόθεση αυτή συνδυάζει μερικά από τα πιο φρικτά στοιχεία των υποθέσεω, που αφορούν τον Τζίμι Σάβιλ, τον Τζέφρι Έπτστιν και τον Χάρβεϊ Ουάινστιν», δήλωσε ο επικεφαλής δικηγόρος των θυμάτων Ντιν Άρμστρονγκ.
Οι καταγγελίες καλύπτουν μια περίοδο 25 ετών και τα περιστατικά φέρονται να έλαβαν χώρα σε διάφορες τοποθεσίες, όπως τα διαμερίσματά του Αλ Φαγέντ στο Λονδίνο και το Παρίσι, τη βίλα του στο ΣεντΤτροπέζ, το ξενοδοχείο Ritz, στο οποίο ήταν μέτοχος, το διαμέρισμα του γιου του Ντόντι, αλλά και το σκάφος του.
Οι γυναίκες περιγράφουν τον Αλ Φαγέντ ως έναν άνθρωπο, που εκμεταλλευόταν τη θέση του, προσελκύοντας νεαρές εργαζόμενες στο Harrods- είχε μια ιδιαίτερη προτίμηση στις νεαρές ξανθιές- που τις καλούσε κάπου με πρόφαση τη δουλειά και στη συνέχεια τις κακοποιούσε. Συχνά τις ανάγκαζε να τον συνοδεύουν σε επαγγελματικά ταξίδια, όπου και πραγματοποιούσε τις επιθέσεις του. Πολλές από αυτές φοβούνταν να μιλήσουν λόγω της ισχύος του, πιστεύοντας ότι θα υπάρχουν αντίποινα, ενώ κάποιες αναγκάστηκαν να υπογράψουν συμβάσεις, που περιόριζαν τη δυνατότητά τους να μιλήσουν δημόσια.
Ένα από τα φερόμενα ως θύματα του Αλ Φαγέντ, που ακούει στο όνομα Νατάσα, δήλωσε στη συνέντευξη Τύπου ότι ο δισεκατομμυριούχος επιχειρηματίας ήταν «εξαιρετικά χειριστικός» και «εκμεταλλευόταν τις πιο ευάλωτες, εκείνες που έπρεπε να πληρώσουν το ενοίκιο και κάποιες από εμάς που δεν είχαν γονείς να τους προστατεύσουν».
Μια άλλη κοπέλα, με το όνομα Τζέμα, που υποστηρίζει ότι βιάστηκε, περιγράφει την τακτική του μεγιστάνα: «Είχε τη συνήθεια να διαλέγει θύματα, ψάχνοντας στους ορόφους του πολυκαταστήματος. Αυτές που του άρεσαν περισσότερο κατέληξαν στο προσωπικό γραφείο του. Όπως είπε ένα από τα θύματά του, προτού τα κορίτσια αναλάβουν υπηρεσία υποβάλλονταν σε γυναικολογικές εξετάσεις και σε εξετάσεις αίματος... Ήμουν τότε 24 χρόνων και δεν μπορούσα να βρω το κουράγιο να το αντιταχθώ». Συνεχίζοντας, αποκάλυψε ότι την είχε καλέσει στη σουίτα του για επαγγελματικούς δήθεν λόγους, όπου την περίμενε με ρόμπα και βαζελίνη στα χέρια. Μετά από την πράξη του βιασμού, της ζήτησε μάλιστα να πλυθεί με απολυμαντικό, προφανώςγια να μην υπάρχουν πάνω της δείγματα του DNA του.
Η Τζέμα παραιτήθηκε για λόγους υγείας, χωρίς να μιλήσει πουθενά για όσα πέρασε, όμως ο Αλ Φαγέντ δεν την άφησε ήσυχη. «Έλαβα πολλά τηλεφωνήματα από την ομάδα του. Μου ζητούσαν να επικοινωνήσω με τους ιατρούς του για θεραπεία, κ.ά.».
Ο Γκέτα Χάουγκενς, ένας πρώην προπονητής της γυναικείας ομάδας της Fulham , που ανήκε στον Αλ Φαγέντ, μιλώντας στο BBC είπε πως δεν εκπλήσσεται με τις κατηγορίες. «Γνωρίζαμε ότι του άρεσαν τα ξανθά νεαρά κορίτσια. Επομένως, είχαμε διασφαλίσει αυτές οι καταστάσεις να μη λαμβάνουν χώρα. Προστατεύσαμε τις παίκτριες», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Η πενηνταπεντάχρονη σήμερα Λίντσεϊ Μέισον αποκάλυψε πως όταν ήταν είκοσι χρόνων ο Αλ Φαγέντ σε ένα ταξίδι στο Παρίσι, παρέα με διάσημους καλεσμένους, της επιτέθηκε, αναγκάζοντά την να κλειστεί στην κρεβατοκάμαρα της για να γλιτώσει. Σήμερα, πιστεύει ότι τη νάρκωσαν, αφού δεν θυμάται να βγήκε από το υπνοδωμάτιο μέχρι να επιστρέψει στο Harrods, όπου «φυλακίστηκε» για ώρες στα γραφεία της διεύθυνσης, φρουρούμενη από την ασφάλεια.
Αποκαλυπτικά είναι και τα όσα δήλωσε ένα πρώην διευθυντικό στέλεχος του Harrods στο Sky News,το οποίο θέλησε να διατηρήσει την ανωνυμία του. Σύμφωνα με τη δική του μαρτυρία, ο Αλ Φαγέντ «περιφερόταν με Viagra» στους ορόφους του πολυκαταστήματος, διαλέγοντας τα επόμενα θύματά του.
Κατηγορίες όμως εναντίον του επιχειρηματία είχαν διατυπωθεί και στο παρελθόν και μάλιστα όσο ο Αλ Φαγέντ ζούσε, αλλά το ντοκιμαντέρ περιλαμβάνει νέες μαρτυρίες και νέα στοιχεία, που ήρθαν στο φως μετά από τον θάνατό του το 2023. Οι γυναίκες περιγράφουν ένα περιβάλλον, όπου οι πράξεις του ήταν γνωστές, αλλά κανείς δεν έκανε κάτι για να τις σταματήσει. Ο δικηγόρος των γυναικών με τη σειρά του τόνισε ότι όλη η ομάδα του επιχειρηματία λειτουργούσε ως εγκληματική οργάνωση, στο πλαίσιο «ενός απίστευτου δικτύου διαφθοράς και κατάχρησης», μιλώντας όχι απλώς για συγκάλυψη, αλλά και για συμμετοχή.
Σύμφωνα με την ιταλική εφημερίδα « Corriere dela Sera» υπογραμμίζει ότι η σειρά «The Crown» στο Netflix είχε δημιουργήσει το πορτρέτο ενός χαρούμενου και φιλικού ηλικιωμένου άνδρα, κάτι που ως φαίνεται μάλλον δεν ίσχυε. Ένα άλλο θύμα, ονόματι Σοφία, ισχυρίζεται στο BBC ότι βιάστηκε επανειλημμένως την εποχή που εργαζόταν ως προσωπική βοηθός του, από το 1988 μέχρι το 1991. «Ο πραγματικός Αλ Φαγέντ ήταν πολύ διαφορετικός από το πώς τον δείχνει το ‘‘The Crown’’. Ο κόσμος δεν πρέπει να τον θυμάται έτσι. Ήταν τέρας, ένα σεξουαλικό αρπακτικό».
Από την πλευρά της, η Harrods, υπό τη νέα διοίκηση, έχει αναγνωρίσει τις αποτυχίες του παρελθόντος και έχει ζητήσει δημόσια συγγνώμη, εκφράζοντας τη δέσμευσή της να επιλύσει τις καταγγελίες. «Είμαστε απόλυτα συγκλονισμένοι από τους ισχυρισμούς περί κακοποίησης που διέπραξε ο Μοχάμεντ Αλ Φαγέντ. Πρόκειται για τις πράξεις ενός ατόμου, που είχε σκοπό να καταχράται την εξουσία του όπου κι αν δρούσε και τις καταδικάζουμε με τον πιο έντονο τρόπο. Αναγνωρίζουμε επίσης ότι κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ως επιχείρηση απογοητεύσαμε τους υπαλλήλους μας, που ήταν τα θύματά του, και γι’ αυτό ζητάμε ειλικρινά συγγνώμη», αναφέρει μεταξύ άλλων η ανακοίνωση της εταιρείας.
Ωστόσο, ο Άρμστρονγκ αμφισβήτησε τον ισχυρισμό της Harrods ότι δεν γνώριζε τίποτα, καθώς οι σεξουαλικές καταγγελίες είχαν γίνει εναντίον του Αλ-Φαγέντ εδώ και δεκαετίες. «Είμαστε εδώ για να πούμε δημόσια και στον κόσμο, ή στα Harrods μπροστά στον κόσμο, ότι είναι καιρός να αναλάβουν την ευθύνη και είναι καιρός να διορθώσουν τα πράγματα και αυτό είναι κάτι που πρέπει να κάνουν το συντομότερο δυνατό», είπε χαρακτηριστικά.
Μετά από τον σάλο που προκλήθηκε, και η Εισαγγελία του Στέμματος (CPS) για πρώτη φορά παραδέχθηκε ότι απέτυχε δύο φορές να απαγγείλει κατηγορίες κατά του Μοχάμεντ αλ Φαγέντ για βιασμούς και σεξουαλική κακοποίηση. Συγκεκριμένα, εκπρόσωπός της δήλωσε ότι τα αποδεικτικά στοιχεία εναντίον του δόθηκαν στους εισαγγελείς από τη Μητροπολιτική Αστυνομία δύο φορές, αλλά δεν ήταν ικανά για να στοιχειοθετηθούν κατηγορίες.
Το 2008, ο Αλ Φαγέντ κατηγορήθηκε για σεξουαλική επίθεση εναντίον ενός 15χρονου κοριτσιού, την οποία αρνήθηκε. Η CPS δεν άσκησε τότε δίωξη για την υπόθεση λόγω ελλιπών στοιχείων. Στη συνέχεια, φέρεται να βίασε μια γυναίκα το 2013, η υπόθεση της οποίας διερευνήθηκε εκ νέου από την αστυνομία το 2015, αλλά δεν οδήγησε σε καμία κατηγορία.
Στο μεταξύ, οι δικηγόροι των θυμάτων επιβεβαίωσαν το Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου ότι έλαβαν «πάνω από 150 νέες καταγγελίες» μετά από την προβολή του ντοκιμαντέρ του BBC.