Αντώνη Τζωρτζακάκη, τι είναι το «Μπίζνες αζ γιούζουαλ»;
Ο Αντώνης Τζωρτζακάκης είναι ο άνθρωπος που συνέβαλε στον ψηφιακό μετασχηματισμό της χώρας, αφού διατέλεσε Γενικός Γραμματέας Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΓΓΤΤ) του υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης με υπουργό Επικρατείας και Ψηφιακής Διακυβέρνησης τον Κυριάκο Πιερρακάκη.
Αυτή τη φορά όμως μας εκπλήσσει, καθώς περνάει στον χώρο της λογοτεχνίας, δημοσιεύοντας το πρώτο του βιβλίο με «Μπίζνες αζ γιούζουαλ» από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Χρόνια ανώτερο στέλεχος ιδιωτικών εταιρειών, ξέρει τον επιχειρηματικό κόσμο εκ των έσω, αλλά με αυτή τη συλλογή διηγημάτων έχει στόχο να πει ιστορίες… Ιστορίες που εκτυλίσσονται σε γραφεία και αίθουσες συνεδριάσεων, μικρές και μεγάλες στιγμές που αφήνουν βαθιά το αποτύπωμά τους στους ανθρώπους.
Τι είναι το « Μπίζνες ας Γιούσουαλ» και πώς πήρες την απόφαση να το δημοσιεύσεις;
Το «Μπίζνες αζ γιουζουαλ» είναι μια συλλογή διηγημάτων, που έχει στόχο να να πει τις ιστορίες. Ζωντανές ιστορίες σαν αυτές που συμβαίνουν καθημερινά στους ανθρώπους. Ιστορίες που γεννιούνται στον επαγγελματικό, οικογενειακό και κοινωνικό περίγυρο. Επιχειρηματίες, στελέχη, συνάδελφοι, φίλοι, πατέρες, μητέρες, γιοί, κόρες. Μια διαρκής μάχη επιβίωσης, επιβολής και εξουσίας. Αριβισμός, κυνισμός, ναρκισσισμός, φόβος, φθόνος, αδιαφορία, υποκρισία, μυρωδιές που αναδύονται από φανταχτερά γραφεία, σπίτια, αυτοκίνητα. Αλλά και αγάπη, ακεραιότητα, αντοχή. Όλα μαζί αθροίζονται και αφαιρούνται σε ένα αέναο ξεκαθάρισμα λογαριασμών του καθενός με τους άλλους αλλά κυρίως με τον εαυτό του.
Η αλήθεια είναι ότι η απόφαση για να στείλει κάποιος τις ιστορίες του σε έναν εκδοτικό οίκο για να τις κρίνει και να επιλέξει αν θα τις εκδώσει ή όχι είναι βασανιστική. Μια σειρά από παράγοντες, όπως η προσωπική ανασφάλεια, τα αγεωγράφητα νερά στα οποία εισέρχεται, η διάχυτη αίσθηση της έκθεσης, δρουν ανασταλτικά. Η αγάπη για την γραφή και την έκφραση είναι το μοναδικό ισχυρό κίνητρο να το τολμήσει.
Τι σημαίνει ο τίτλος και γιατί στα ελληνικά;
Όταν συζητούσαμε με τους συνεργάτες του εκδοτικού οίκου σχετικά με τον τίτλο των ιστοριών, πρότεινα διάφορες εναλλακτικές. Μάλιστα, πρέπει να εξομολογηθώ ότι ο συγκεκριμένος ίσως να μην ήταν τότε ο επικρατέστερος από την πλευρά μου και μάλιστα δεν τον είχα προτείνει εξ’ αρχής. Όταν αυτό έγινε, είδα όλη την ομάδα, ομόθυμα να εκφράζουν τον ενθουσιασμό τους. Όπως καταλαβαίνετε, δεν χρειάστηκε κάτι παραπάνω. Είχαν δίκιο!
Το «μπίζνες αζ γιούζουαλ» χρησιμοποιείται συχνά ως απάντηση στην ερώτηση «τι γίνεται;», υποδηλώνοντας την κανονικότητα, «τα συνηθισμένα» ή και τη βαρετή καθημερινή ρουτίνα. Σε αυτή τη λογική αντίθεση βασίζεται ο τίτλος αφού οι ιστορίες περιγράφουν καταστάσεις οι οποίες κάθε άλλο παρά βαρετή ρουτίνα μπορούν να χαρακτηριστούν. Σε σχέση με την ελληνική γραφή του τίτλου δεν υπάρχει κάποιο κρυμμένο μυστικό πέρα από την πρόκληση μιας κάποιας οικειότητας με το αναγνωστικό κοινό.
Ως ανώτατο στέλεχος, ξέρεις τον επιχειρηματικό κόσμο από μέσα. Αποκαλύπτεις τις κρυφές πλευρές του στο βιβλίο;
Το βιβλίο είναι μυθοπλασία, (fiction) δεν επιδιώκει σε καμία περίπτωση να φανεί διδακτικό, να κάνει ρεπορτάζ, ή να αποκαλύψει κάποιο κρυμμένο μυστικό. Ο συγγραφέας μεσολαβεί, χρησιμοποιώντας τις ιστορίες ως εργαλεία, ώστε ο αναγνώστης να ανασύρει μια ξεχασμένη αίσθηση, μια ναρκωμένη συγκίνηση ακόμα και μια σχεδόν άγνωστη πλευρά του εαυτού του. Για να γίνει όμως αυτό επιτυχημένα θα πρέπει ο ίδιος ο αναγνώστης να νιώσει ότι είναι εκεί που διαδραματίζεται η δράση, παρών, να βλέπει ο ίδιος τα πρόσωπα, να ακούει ο ίδιος τις φωνές τους, να μυρίζει ο ίδιος τις αναπνοές τους. Για εμένα ήταν πολύ πιο εύκολο να τοποθετήσω την πλοκή, τους χαρακτήρες, τη σύγκρουση, στο γνώριμο επαγγελματικό σκηνικό, μεταφέροντας τον αναγνώστη με ακρίβεια και πειστικότητα σε ένα τέτοιο περιβάλλον. Θα μπορούσαν οι ίδιες συμπεριφορές, τα ίδια συναισθήματα, τα ίδια πάθη των ανθρώπων να εκδηλώνονται έξω από τα τείχη της Τροίας, στα πλοία που διέσχιζαν τον Ατλαντικό για να ανακαλύψουν το Νέο Κόσμο, στα χαρακώματα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, σε ένα ορεινό χωριό της Κρήτης, σε μία λουτρόπολη της Μεσογείου. Τελικά, τα ανθρώπινα πάθη περιγράφουν οι ιστορίες. Αυτά είναι τα ίδια σε όλο το ιστορικό και γεωγραφικό τους πλαίσιο. Επέλεξα να τα περιγράψω στο πλαίσιο στο οποίο αισθανόμουν πιο ασφαλής.
Γιατί διάλεξες τη φόρμα του διηγήματος;
Μπορεί να ακούγεται παράδοξο, άλλα δεν θεωρώ το διήγημα ένα είδος εφηβείας, που κάποτε θα οδηγήσει στην ενηλικίωση του μυθιστορήματος. Παρότι ως αναγνώστης έχω διαβάσει συντριπτικά περισσότερα μυθιστορήματα, έχω στέρεη αγάπη στη μικρή φόρμα, στο διήγημα, κυρίως λόγω του γρήγορου ρυθμού, της απόλυτα συνεκτικής δομής, της συμπύκνωσης των νοημάτων και της αμεσότητας των μηνυμάτων. Επίσης ισχυρά εκτιμώ ότι ταιριάζει περισσότερο στις σύγχρονες αναγνωστικές συνήθειες που διαμορφώνονται εξωγενώς, όπως ο κατακερματισμός του χρόνου και της προσοχής λόγω των καταιγιστικών προσωποποιημένων ερεθισμάτων, ανεξάντλητος αγωγός των οποίων, είναι η τεχνολογία.
Υπάρχουν προσωπικά βιώματα, ή ακόμα και αυτοβιογραφικά στοιχεία στα κείμενά σου;
Κατά τη δική μου οπτική κάποιος που γράφει ιστορίες μπορεί να το κάνει ευκολότερα ή και πειστικότερα αν έχει μια βάση, έναν κάβο, μια άγκυρα, κάτι να πιαστεί. Μπορεί να φαίνεται παράδοξο, αλλά είναι πραγματικά πολύ δυσκολότερο να χειριστείς ένα σύστημα με πάρα πολλούς βαθμούς ελευθερίας. Καλό είναι να υπάρχουν κάποιες σταθερές, ένα βίωμα, ένα ερέθισμα, κάποιο συναίσθημα, μια συμπεριφορά, ένα όνειρο ακόμα, τις οποίες, καθώς σου είναι οικίες, μπορείς να τις χρησιμοποιήσεις στα θεμέλια της ιστορίας. Όταν αυτό επιτευχθεί η ιστορία η ίδια σε καθοδηγεί στη συνέχεια, ρέει μόνη της, παίρνει το τιμόνι. Είναι, κατά την άποψή μου, αδύνατο να βγεις εντελώς από τον εαυτό σου, συνειδητό ή ασυνείδητο, γράφοντας μια ιστορία. Όμως η επίδραση σταματά σε αυτές τις λίγες σταθερές.Μετά αναλαμβάνει η δημιουργικότητα, η φαντασία, η καινοτομία και το πάθος. Αυτή είναι η μαγεία της μυθοπλασίας.
Πώς προέκυψε η ενασχόληση με τη συγγραφή; Θα έλεγε κανείς ότι είναι περίεργο για έναν CEΟ...
Δεν είμαι σίγουρος τι μπορεί να φαντάζεται κάποιος για την έννοια του τίτλου CEO, αλλά δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια δουλειά σε μια εταιρία. Απλά περιγράφει τη θέση σε κάποια συγκεκριμένη διοικητική ιεραρχία και δεν προσδιορίζει επαγγελματική ιδιότητα. Οι κατέχοντες αυτές τις θέσεις είναι άνθρωποι, εκδηλώνουν συμπεριφορές, επωμίζονται ευθύνες, αναπτύσσουν φιλοδοξίες, ηγούνται. Αντίστοιχα έχουν προσωπικές ανασφάλειες, πάθη, αλλά και ευαισθησίες. Μπορεί το περιβάλλον το οποίο διαχειρίζονται να είναι εξαιρετικά ανταγωνιστικό, ή και απάνθρωπο, αλλά το ίδιο συμβαίνει σχεδόν παντού... Πάρτε για παράδειγμα τους επαγγελματίες αθλητές. Εναπόκειται στην κάθε προσωπικότητα πώς θα κινηθεί μέσα σε αυτό.
Στην παρουσίαση του βιβλίου, μίλησες και για την εμπειρία σου ως αναγνώστης. Τι σημαίνει η λογοτεχνία για εσένα;
Για εμένα η ανάγνωση υπήρξε σταθερός συνοδοιπόρος από το σχολείο. Η λογοτεχνία ήταν και είναι ένα δεύτερο σπίτι, οι συγγραφείς και οι χαρακτήρες των ιστοριών, μέλη της οικογένειας, συγγενείς, φίλοι. Ένα παράλληλο σύμπαν. Ένα δεύτερο σπίτι που σε φροντίζει στις δυσκολίες, στις απογοητεύσεις, στον πόνο, γιορτάζει με τις χαρές σου και πάντα σου υπενθυμίζει τι έχει σημασία στη μεγάλη, την υπαρξιακή εικόνα.
Αυτή η αγάπη σε συνδυασμό με την ανεξήγητη ανάγκη προσωπικής έκφρασης οδήγησαν και στην ίδια τη συγγραφή. Δεν είναι μια διαδικασία που μπορεί να εξηγηθεί με απολύτως λογικό τρόπο. Η ωριμότητα και η συσσώρευση πολλών και διαφορετικών εμπειριών βοήθησαν στη δική μου περίπτωση.
Τι σε εμπνέει κάθε φορά να γράψεις;
Οτιδήποτε στνο φυσικό ή στον νοητικό κόσμο μπορεί να αποτελέσει ερέθισμα, μια κατάσταση, η ανθρώπινη επαφή, ένα βίωμα, ένας χαρακτήρας, μια συμπεριφορά, μία άλλη διήγηση, ένα όνειρο, μία μελωδία, μία σκηνή από ένα θεατρικό ή κινηματογραφικό έργο. Κάτι από αυτά, συνήθως ένας συνδυασμός αυτών, διεγείρει κάποιο κέντρο της συγγραφικής προσοχής και συγκίνησης που οδηγεί στην αφήγηση. Συνηθέστατα, ο καταλύτης για αυτή τη διέγερση είναι ο πόνος.
Ποιες θα έλεγες ότι είναι οι επιρροές σου και τα βιβλία που σε έχουν σημαδέψει;
Όπως είπαμε η ανάγνωση ήταν και είναι μέρος της ζωής μου. Ανάλογα με την ηλικία και την εκάστοτε κατάσταση της ζωής μου, ποικίλες ήταν οι επιρροές και διαφορετικοί οι συγγραφείς που τρύπωναν μέσα μου. Μια εντελώς ασυνήθιστη ιστορία είναι ότι οι πιο επιδραστικοί προς εμένα άνθρωποι που γνώρισα σχετικά με τη λογοτεχνία, ήταν μια παρέα που είχαμε σχηματίσει κατά την στρατιωτική μου θητεία στην παραμεθόριο. Ήμουν 23 χρόνων και βρέθηκα με ανθρώπους, που εντελώς απροσδόκητα μου υποδείκνυαν λίστες με βιβλία, όπως το «Μαγικό βουνό», «Το Βιβλίο της ανησυχίας», το» Αλεξανδρινό κουαρτέτο», τον
«Οδυσσέα» κτλ. Ήταν εκπληκτικό σε ένα εντελώς αταίριαστο και σκληρό περιβάλλον στρατοπέδου να βλέπεις απέναντί σου έναν άνθρωπο, νύχτα, να διαβάζει με έναν μικρό φακό «Τα ελεγεία της Οξώπετρας»! Όσο πέρναγαν τα χρόνια, άρχιζα να πιστεύω ότι αυτές οι αναμνήσεις είχαν μεγεθυνθεί από τη φαντασία μου, αλλά ευτυχώς έχω κρατήσει ακόμα τις χειρόγραφες λίστες από τότε. Την αγάπη προς το διήγημα μου καλλιέργησαν τα γραπτά του Κάρβερ και του Τσέχωφ, ενώ αν έπρεπε να επιλέξω δύο βιβλία, αυτά θα ήταν «Ο Κλόουν» του Χάινριχ Μπέλ και «Οι εξομολογήσεις του απατεώνα Φέλιξ Κρούλ» του Τόμας Μαν.
Ποια είναι η πιο αγαπημένη σου ιστορία στο «Μπίζνες ας γιούσουαλ»;
Θα απαντήσω στερεοτυπικά λέγοντας ότι δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάποια. Πραγματικά, ήταν τόσο έντονα τα συναισθήματα που παρήγαγαν οι ιστορίες κατά την συγγραφή τους που δεν υπάρχει επιλογή. Μιλώντας με αναγνώστες κάνοντάς τους την ίδια ερώτηση, ανακάλυψα ότι η διασπορά στην προτίμηση είναι εντυπωσιακή, προς επιβεβαίωση του αξιώματος του Προύστ: «Ο αναγνώστης διαβάζει αυτό που έχει μέσα του».