Aνέστης Βλάχος: Ο πιο αγαπητός «κακός» του ελληνικού σινεμά
Ο «κακός του σινεμά με τη χρυσή καρδιά»: με αυτή τη φράση αποχαιρέτησε ο πρόεδρος του ΣΕΗ, Σπύρος Μπιμπίλας τον Ανέστη Βλάχο, που μετά από νοσηλεία του στον Ευαγγελισμό έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 87 ετών.
Μα κι όλοι οι συνάδελφοί του έχουν να λένε για τον ευγενικό χαρακτήρα και την καλοσύνη του, που δεν είχε καμία σχέση με τους ρόλους που ερμήνευσε την εποχή του παλιού ελληνικού κινηματογράφου. Κάποιοι μάλιστα έχουν δημοσιεύσει στα social media περιστατικά, που αποδεικνύουν το πόσο ήθελε να βοηθάει όσους είχαν ανάγκη.
Χαρακτηριστική η περίπτωση της δημοσιογράφου Τίνα Ντρούλις, που περιγράφει ένα άγνωστο περιστατικό από τα παιδικά της χρόνια. «Θυμάμαι τον Ανέστη Βλάχο διευθυντή στην κατασκήνωσή μου. Τον φοβόμουν τόσο που ούτε που πλησίαζα τη γραμματεία. Μέχρι που μια μέρα, βγαίνοντας από την πισίνα, ανακαλύπτω πως μου έχουν κλέψει τις σαγιονάρες. Άρχισα να κλαίω ασταμάτητα με λυγμούς και να ζητάω τη μαμά μου. Τότε εκείνος, γλυκός και τρυφερός, ήρθε να με ηρεμήσει, με πήρε αγκαλιά μέχρι τη γραμματεία και μου χάρισε ένα άλλο ζευγάρι. Από τότε τον αγάπησα και πήγαινα κάθε πρωί να τον καλημερίσω... Ακόμη θυμάμαι τα μουσταρδί παντοφλάκια... Καλό ταξίδι υπέροχε κακέ», έγραψε.
Έχοντας γνωρίσει από μικρός τον πόνο και τη φτώχεια, ο Ανέστης Βλάχος έμαθε να αντιμετωπίζει τους γύρω του με αγάπη. Γεννήθηκε το 1934 στην Προσουτσάνη της Δράμας, αλλά οι γονείς του είχαν καταγωγή από την Μικρασία. Ο παππούς του ήταν Μακεδονομάχος και ο πατέρας του πολέμησε στο Αλβανικό μέτωπο, όπου και σκοτώθηκε, όταν ο Ανέστης ήτανε μόλις έξι ετών.
Πήγε στο δημοτικό του Ορφανοτροφείου της Δράμας, όμως στο 1946, ενώ ήταν στην τρίτη τάξη, η μητέρα του τον πήρε και μετακόμισαν στην Αθήνα, συγκεκριμένα στην Καλλιθέα, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη.
Tα πράγματα, όμως, στην πρωτεύουσα δεν ήταν καθόλου εύκολα κι ο μικρός Ανέστης αναγκάστηκε να πιάσει δουλειά από νωρίς, για να εξασφαλίσει τα προς το ζην. Αργότερα, γράφτηκε στη σχολή Σταυράκου, όπου ήταν συμμαθητής με τον Κώστα Καζάκο. Με τους υπεύθυνους της σχολής είχε κάνει μια συμφωνία: να μη πληρώνει δίδακτρα, άλλα να τους βάψει το κτίριο.
Έκανε το κινηματογραφικό του ντεμπούτο του στο «Κορίτσι με τα μαύρα» του Μιχάλη Κακογιάννη το 1956, αλλά συνέχισε να δουλεύει στην οικοδομή για να συμπληρώνει το μεροκάματο. Εκεί μια μέρα τραυματίστηκε στο μάτι από ένα καρφί. Οι γιατροί στην αρχή δεν θεώρησαν πως ήταν κάτι σοβαρό. Δυστυχώς είχαν άδικο. Λίγο αργότερα έπαθε μόλυνση και έχασε οριστικά το ένα μάτι του. Εκείνος δεν το έβαλε κάτω και δεν εγκατέλειψε το όνειρό του, να παίζει δηλαδή στο σινεμά. Αντίθετα φρόντισε να ενσωματώσει στην υποκριτική του αυτή την πληγή που έγινε τελικά μεγάλο προσόν. Συμπαραστάτες του σε εκείνες τις δύσκολες μέρες ήταν η Έλλη Λαμπέτη και ο Δημήτρης Χορν, που πλήρωσαν τη νοσηλεία του και στη συνέχεια τον φρόντισαν στο σπίτι τους.
Αν και οι περισσότεροι τον θυμούνται ως τον «κακό», ο Ανέστης Βλάχος έπαιξε σε πάνω από διακόσιες ταινίες, ερμηνεύοντας και ρόλους εντελώς κόντρα. «Εγώ είμαι ρολίστας. Δεν μπορείς να με κατατάξεις ούτε στους δραματικούς ούτε στους κωμικούς ηθοποιούς. Εμένα μου έμεινε η στάμπα του σκληρού λόγω της φυσιογνωμίας μου κι έτσι οι σκηνοθέτες μου έδιναν συνεχώς τέτοιους ρόλους για να παίξω» είχε δηλώσει χαρακτηριστικά.
Μερικές μόνο από τις συνεργασίες του ήταν «Ο Δράκος» του Νίκου Κούνδουρου (1955), «Η κατάρα της μάνας» του Βασίλη Γεωργιάδη (1961), «Το σπίτι της ηδονής» του Γιώργου Ζερβουλάκου (1961), «Μικρές Αφροδίτες» του Νίκου Κούνδουρου (1963), «Λόλα» του Ντίνου Δημόπουλου (1964), «Με τη λάμψη στα μάτια» του Πάνου Γλυκοφρύδη, «Κιέριον» του Δήμου Θέου (1968), «Ληστεία στην Αθήνα» του Βαγγέλη Σερντάρη (1969), «Στο Δρόμο του Λαμόρε» του Δημήτρη Μαυρίκιου (1979), «Θανάση σφίξε κι άλλο το ζωνάρι» του Θόδωρου Μαραγκού (1980), «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο» του Νίκου Τζήμα (1980), «Τα όπλα μου ρίχνουν λουλούδια» του Γιάννη Φαφούτη (1981), αι «Lilly’s Story» του Ροβήρου Μανθούλη (2002).
Μία από τις πιο σημαντικές του ερμηνείες ήταν στον «Φόβο» του Κώστα Μανουσάκη, για την οποία μάλιστα τιμήθηκε με τη Χρυσή Άρκτο στο Φεστιβάλ Βερολίνου, ενώ απέσπασε και τιμητική διάκριση στο διεθνές Φεστιβάλ Τυνησίας.
Στο θέατρο, πρωτοεμφανίστηκε με το έργο «Θάψτε τους νεκρούς» (Κυκλικό θέατρο του Τριβιζά) και συνέχισε παίζοντας σε όλα τα είδη, ενώ εμφανίστηκε και στην τηλεόραση. Το 1994, μετά από απουσία πολλών χρόνων, πρωταγωνίστησε στην ταινία «Αυτόπτης μάρτυρας». Επίσης είχε τιμηθεί από το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1966 και το 1974, για τις ερμηνείες στις ταινίες «Με τη Λάμψη στα Μάτια» και «Κιέριον» αντίστοιχα.
Από τους αγαπημένους του φίλους και κουμπάρος του ήταν ο Νίκος Ξανθόπουλος, που τον είχε παντρέψει και βαφτίσει τον γιο του, αλλά κι ο Γιώργος Φούντας. Μια μέρα μάλιστα μερικές κυρίες βλέποντας τους δυο «εχθρούς» του σινεμά να κουβεντιάζουν στην Πλατεία Βικτωρίας, έσπευσαν να προειδοποιήσουν τον Ξανθόπουλο. Εκείνος όμως τις αφόπλισε λέγοντάς του: «Τι λέτε, κυρίες μου, ο Ανέστης είναι το κουμπαράκι μου, το φιλαράκι μου, τον αγαπώ».
Χαμηλών τόνων άνθρωπος ο ίδιος κρατούσε την προσωπική του ζωή μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Παντρεύτηκε δυο φορές, την πρώτη με την τραγουδίστρια Αναστασία Παπανδρώνη, με την οποία απέκτησε έναν γιο, τον Ηρακλή Βλάχο και μία κόρη, την οποία έχασε σε ηλικία μόλις τριών ετών από παράτυφο. Με τη δεύτερη γυναίκα του, την ηθοποιό Μαρία Γαρίτση, απέκτησε μια κόρη, την Έλλη, που ακολούθησε το επάγγελμα της δημοσιογράφου. Ο δε εγγονός του, ο Ανέστης Βλάχος τζούνιορ, ακολούθησε τα χνάρια του, αφού είναι ηθοποιός και ταυτόχρονα δημοτικός σύμβουλος στον δήμο της Παιανίας.
Μια άλλη πλευρά του ήταν η ενασχόλησή του με την πολιτική. Υπήρξε μάλιστα από τα ιδρυτικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ, έφτιαξε την πρώτη τοπική του κόμματος, αγωνίστηκε ως συνδικαλιστής για τα εργασιακά δικαιώματα των ηθοποιών, ενώ το 1977 κατέβηκε ως υποψήφιος βουλευτής στη Β' Αθηνών. Έναν χρόνο αργότερα εξελέγη δημοτικός σύμβουλος στον Δήμο Αθηναίων με την παράταξη του Δημήτρη Μπέη, εξού και η κηδεία του θα γίνει με δημοσία δαπάνη.
Την είδηση του θανάτου του έκανε γνωστή ο γιος του μέσω του Facebook, ο οποίος έγραψε: «Να την προσέχεις την μαμά σε παρακαλώ εκεί που πας Πατέρα, βρες και την Σοφία μας και να με περιμένετε, σας αγαπώ όλους τόσο πολύ... Αντίο μπαμπά...Καλό ταξίδι», ενώ με μια συγκινητική ανάρτηση τον αποχαιρέτησε και ο Νίκος Ξανθόπουλος, γράφοντας: «Εγώ δεν είχα αδερφό, εσύ ήσουν ο αδερφός μου... Καλό σου ταξίδι Ανέστη. Σε λίγο έρχομαι κι εγώ...».