Αλέξανδρος Μπουρδούμης: «Ναι, θα φωνάξω τον έρωτά μου και στα πέρατα του κόσμου»
Ο Αλέξανδρος Μπουρδούμης είναι ευτυχισμένος και δεν το κρύβει. Ηθοποιός που αγαπάει όλα τα είδη θεάτρου, άνθρωπος αυθόρμητος και αισιόδοξος, ψάχνει την εσωτερική του ισορροπία. Ίσως γιατί κάποια στιγμή άγγιξε το σημείο μηδέν και κατάφερε να το τουμπάρει.
«Γεννήθηκα στην Αχαρνών αλλά μεγάλωσα στο Παλαιό Φάληρο, με αλάνες, ποδήλατο, θάλασσα. Έχω έναν αδελφό και δύο ετεροθαλή, μια αδελφή από τον πατέρα μου και έναν αδελφό, που μεγάλωσε μαζί μας αλλά δυστυχώς έχει πεθάνει, από την μητέρα μου. Για τους γονείς μου ήταν ο δεύτερος γάμος. Ασχολούνταν με το κόσμημα, ο πατέρας μου έφτιαχνε, η μητέρα μου πουλούσε. Ήμασταν μια κανονική μεσοαστική οικογένεια. Σχολείο πήγα στον Πειραιά, σε ένα ωραίο ελληνο-γαλλικό. Μεγάλωσα με γαλλικά και πιάνο!
Θεία μου ήταν η Λουίζα Μελίντα, μια παλιά χορεύτρια που έπαιζε κιόλας, η οποία μεσουρανούσε στο μουσικό θέατρο τις δεκαετίες ΄70-΄80 με τον Τάκη Σαγιώρ. Έχω θύμισες από επιθεωρήσεις της εποχής, σε θέατρα που δεν υπάρχουν πια, όπως το Μινώα, ή κέντρα, όπως το Μοστρού στην Πλάκα.
Οι πρώτες εικόνες από τον χώρο ήταν μέσω της θείας μου. Επιπλέον η μητέρα μου ήταν και είναι θεατρόφιλη. Πηγαίναμε πολύ θέατρο και ήμουν ο μόνος που την ακολουθούσε κι όταν μεγαλώσαμε. Της ζητούσα επιμόνως να με πάρει μαζί της και σε πιο δύσκολα έργα. Έχω δει ηθοποιούς που μπορεί άλλοι στην ηλικία μου να μην έχουν δει, όπως τον Μινωτή στο Εθνικό ή τον Διαμαντόπουλο με τον Μιχαλακόπουλο στον “Περιποιητή φυτών”».
«Ήμουν μέτριος μαθητής. Όλοι ήξεραν ότι με ενδιαφέρουν τα καλλιτεχνικά και ότι δεν είχα σκοπό να σπουδάσω. Πιστεύοντας, ίσως, ότι είναι και μια εύκολη διέξοδος, σκέφτηκα το θέατρο. Το είπα στους γονείς μου, κυρίως στην μητέρα μου. Άνθρωποι καθόλου συντηρητικοί, του κεφιού, της γιορτής, να τραγουδήσουν, να χορέψουν, δεν είχαν αντίρρηση.
Στην αρχή ήμουν ο Μπουρδουμάκος… Μετά έγινα ο Αλέξανδρος Μπουρδούμης
Έδωσα εξετάσεις στο Θέατρο Τέχνης, με Λαζάνη, Πιττακή, Κουγιουμτζή, Γέρου. Την επομένη μου είπαν ότι πέρασα. Ήμουν 18 χρόνων. Είχα δει και μια εκπομπή του Φρέντυ Γερμανού με τον Κουν και τους μαθητές του, κι ένοιωσα σαν να συνδέθηκα με την φιγούρα του. Για μένα ήταν αναπάντεχο να βρεθώ από το πουθενά στο Τέχνης. Μαγεύτηκα…
Αν πίστευα στον εαυτό μου; Είχα ένα περίεργο θράσος. Στις εξετάσεις θυμάμαι τον Κώστα Καζάκο να σχολιάζει το επώνυμό μου –κάπως αστεία. “Αυτό το επίθετο κάποια στιγμή θα το θυμάστε”, είπα τότε σαν να έπαιζα ήδη έναν ρόλο. Στην σχολή πέρασα από όλα τα στάδια -από το να καθαρίσω την σκηνή μέχρι να παίξω σε Χορούς. Συμμετείχα το ΄97 στους “Όρνιθες” και το 2000 στους “Πέρσες”. Έτσι πήρα την κληρονομιά του Θεάτρου Τέχνης».
«Η πρώτη μου επαγγελματική παράσταση ήταν σε εμπορικό πλαίσιο, στο “Γκρηζ” στο Βέμπο με τον Μάριο Φραγκούλη. Τον είχα γνωρίσει στους “Ορνιθες” και μου είπε για την οντισιόν. Έφυγα από το Τέχνης γιατί ήθελα να δω τι γίνεται εκεί έξω. Του Λαζάνη του κακοφάνηκε. Ο Κουγιουμτζής, που ήμασταν και πιο κοντά, ήρθε μετά να με δει και στο “Γκρήζ”. Ηταν μια διαφορετική εμπειρία για μένα, σαν το τραγούδι κι η κίνηση να υπήρχαν μέσα μου.
Δεν ανήκω στους ηθοποιούς της γενιάς μου που έγιναν γρήγορα πρωταγωνιστές. Η πορεία μου χτίστηκε βήμα-βήμα, με μικρούς ρόλους στην αρχή. Έκανα καλό “φανταρικό”. Έπαιξα στο Εθνικό, στο Κρατικό, ωραίες παραστάσεις, σπουδαίοι σκηνοθέτες. Μου δόθηκε μια ώθηση τότε στην “Μαργαρίτα Γκωτιέ” με την Πέμη Ζούνη. Πέρασα μια καλή δεκαετία ενός αγροτικού, θα έλεγα. Με δυνάμωσε. Πριν κατέβω με ρόλο στην Επίδαυρο είχα συμμετάσχει σε 8-9 Χορούς. Εκανα κωμωδία, μουσικό θέατρο, αρχαία τραγωδία».
«Η εμφάνιση έπαιξε ρόλο, αλλά γρήγορα κατάλαβα ότι είναι τα πρώτα δύο λεπτά μιας παρουσίας πάνω στην σκηνή. Κι ότι όλο αυτό θέλει προεργασία και πολλή δουλειά. Το φως που κουβαλάει ο ηθοποιός δεν έχει να κάνει με την όψη του.
Στην αρχή ήμουν ο Μπουρδουμάκος… Μετά έγινα ο Αλέξανδρος Μπουρδούμης. Με κάλεσαν σκηνοθέτες όπως ο Νίκος Μαστοράκης, έπαιξα με την Κάτια Δανδουλάκη. Μου έκανε καλό ότι, πολύ γρήγορα, δούλεψα με ηθοποιούς που έφεραν από μόνοι τους μια σχολή, όπως ο Καρακατσάνης, ο Βέγγος, και σκηνοθέτες, όπως ο Γιώργος Μιχαηλίδης, ο Τσιάνος, ο Ιορδανίδης, ο Νικολαϊδης. Η τηλεόραση ήρθε να συμπληρώσει την ταυτότητα. Απέκτησα ονοματεπώνυμο».
Συχνά κοροϊδεύω τη Λένα, ότι “ξέπεσε με τον εμπορικό”
Η αναγνωρισιμότητα επηρέασε τα πράγματα. Οι ίδιοι άνθρωποι που με ήξεραν, με καλούσαν τώρα για πιο σημαντικά. Αλλά το μεγαλύτερο κοινό που σου προσφέρει η τηλεόραση θέλει και καλύτερη διαχείριση. Κοιτάζοντας πίσω, βλέπω ότι δεν το χειρίστηκα σωστά. Έχασα τον έλεγχο αυτής της αναγνωρισιμότητας. Κάπου, το τι έκανα στην ζωή μου ερχόταν εις βάρος των επαγγελματικών μου. Ήμουν 28. Δεν νομίζω να ψωνίστηκα με την έννοια του “κοιτάξτε ποιος είμαι”. Μπήκα όμως σε κάποια μονοπάτια που δεν τα χρειαζόμουν. Έχασα λίγο τον προσανατολισμό μου.
Ευτυχώς είχα έναν άνθρωπο, που θεωρώ και λίγο θεατρική μου μητέρα, την Κάτια Δανδουλάκη που με τον τρόπο της μου έδειχνε πως όλο αυτό είναι και περαστικό. Ειδικά τότε που είχα κάνει τον Παπαμιχαήλ στη σειρά με την ζωή της Αλίκης Βουγιουκλάκη. “Είναι ωραίο αυτό που σου συμβαίνει αλλά είναι ακόμα μια σεζόν”, μου έλεγε η Κάτια. Μου έμεινε αυτό το “είναι ακόμα μια σεζόν”. Θα τελειώσει, θα έρθει η επόμενη, οπότε σκέψου ότι πρέπει να έχεις διάρκεια. Αυτό όμως που μου άρεσε και μου αρέσει ακόμα είναι ότι δεν έχω στεγανά».
«Γενικά ούτε κρυβόμουν, ούτε κρύβομαι, με αποτέλεσμα να έρχονται πράγματα από την ζωή μου στην επιφάνεια. Νομίζω ότι τον τελευταίο καιρό αυτό το έχω ισορροπήσει, προσπαθώντας, κυρίως, να μην ανοίγω άλλες Κερκόπορτες. Γιατί κάποια στιγμή μου είχε γίνει συνήθεια ένας τρόπος ζωής και δημοσιότητας. Είχα μπει σ΄αυτό το τριπάκι κι έλεγα “δεν χάθηκε κι ο κόσμος”. Μεγαλώνοντας συνειδητοποίησα ότι δεν είναι αυτό το ζητούμενο, κι ότι θα μείνει μόνο ο αφρός και τίποτα από τον βυθό της θάλασσάς μου. Οπότε άρχισα να σκέφτομαι πώς θέλω να πορευτώ. Αντιστοίχως οι επιλογές μου στο θέατρο, τα τελευταία τρία χρόνια, είναι πιο δικές μου. Έμαθα πολλά από τον Νικήτα Τσακίρογλου την διετία που έπαιξα στην “Προσωπική Συμφωνία” –για την δουλειά αλλά και την στάση ζωής που κρατάς. Λίγο το άγχος να φτάσεις κάπου, λίγο το άγχος να μαθευτεί η δουλειά σου, μπορεί και να ξεφύγεις. Κι εγώ μπορεί και να παρέκκλινα».
«Έφτασα σε ένα σημείο, σημείο μηδέν, που είπα ότι ή θα το γυρίσω ή δεν πάει άλλο. Και πρώτα στα προσωπικά: Πώς θα πορευτώ, τι θα κάνω, ποιες είναι οι επιλογές μου. Αν φοβήθηκα; Σε μια ακραία στιγμή ο άνθρωπος μπορεί να φοβηθεί αν θα καταφέρει να τουμπάρει την κατάσταση. Αλλά αν μείνεις στον φόβο, την πάτησες. Ενώ αν τον αντιμετωπίσεις, αν κάνεις δουλειά με τον εαυτό σου, ο φόβος μεν θα είναι εκεί, αλλά εσύ θα είσαι αλλιώς.
Αλλαξα, βέβαια και άλλαξα. Πριν από ενάμιση χρόνο αποφάσισα να αρχίσω ψυχοθεραπεία -ενδιαφέρουσα και δύσκολη εμπειρία. Αν αφεθείς όμως, αρχίζεις να βάζεις τα πράγματα σε μια τάξη. Το είχα ανάγκη, να ανοιχτώ, να με μάθω. Αλλιώς δεν θα μπορούσα ούτε να μάθω τι θέλω ούτε να με μάθει η σύντροφός μου.
Τώρα που περιμένουμε με την Λένα το πρώτο μας παιδί σκέφτομαι ότι ένα παιδί δεν θα σε αλλάξει αν δεν αλλάξεις εσύ πρώτος τον εαυτό σου».
Τον Αύγουστο περιμένουμε τον γιο μας. Αδημονούμε
«Δεν ήταν τυχαίο ότι ήρθε και ο Γαβράς με αυτή την ταινία (σ.σ. «Ενήλικες στο δωμάτιο»), είναι και θέμα ενέργειας. Αν δυσκολεύτηκα να παίξω τον Τσίπρα; Ημουν ο πρώτος ηθοποιός που επέλεξε. Σκιάχτηκα αλλά σκέφτηκα “τι ωραία ευκαιρία για μένα”. Μεγάλη εμπειρία. Ο Γαβράς μου έμαθε ότι αν έχεις τον κεντρικό άξονα σε έναν ρόλο, τα άλλα θα βγουν στην πορεία. Όπως επίσης μου είπε ότι άνθρωποι που κατέχουν τέτοια εξουσία, δεν μιλάνε πολύ, είναι λίγο σαν poker face. Νομίζω ότι η ταινία θα εκτιμηθεί αργότερα».
«Μ΄αρέσει να εκφράζομαι δυνατά. Έχω έναν ρομαντικό ήρωα μέσα μου, έναν Λανσελότο, έναν Ιβανόη. Απλώς συνειδητοποίησα ότι δεν θέλω να μείνει μόνο αυτό, χωρίς όμως να χάσω τον αυθορμητισμό μου. Ναι, θα φωνάξω τον έρωτά μου και στα πέρατα του κόσμου, γιατί έτσι νοιώθω κι αυτό που νοιώθω είναι πολύ σημαντικό για την στιγμή που το νοιώθω, παίρνω δύναμη…
Με την Λένα (σ.σ. Δροσάκη) δεν γνωριζόμασταν. Νομίζω ότι συνέβη την κατάλληλη στιγμή. Και τώρα, ενάμιση χρόνο μετά, περιμένουμε το πρώτο μας παιδί. Μέσα από τα τραύματά μας, από όλα όσα έχουμε περάσει, τα αγκαλιάσαμε και ήρθαμε κοντά. Θέλουμε να το φτιάξουμε όλο αυτό, όχι να το χαλάσουμε.
Πράγματι, κανένας δεν θα μας σκεφτόταν μαζί. Τα κανόνισε όμως η ζωή. Αλληλοσυμπληρωνόμαστε, μαθαίνουμε πολλά ο ένας από τον άλλον, χωρίς διδαχή, και το αναγνωρίζουμε.
Αν ήθελα να κάνω παιδί; Ήθελα να κάνω παιδί με την Λένα. Νομίζω ότι το γεγονός ότι ήρθε στην ζωή μου η Λένα, μετά το παιδί, πρόσφατα η καραντίνα, μας έχουν ατσαλώσει. Έχουμε γίνει πιο ισχυροί απέναντι στην σχέση μας. Από φύση έχω αισιοδοξία, είμαι θετικός άνθρωπος και συνεχίζω».
«Συχνά την κοροϊδεύω, ότι “ξέπεσε με τον εμπορικό”. Μακάρι να βρεθεί κάτι, αργότερα, να δουλέψουμε μαζί. Την λατρεύω σαν ηθοποιό, την είχα δει δύο-τρεις φορές στο θέατρο πριν, μια φορά μάλιστα την χαιρέτισα αλλά δεν το θυμάται! Την θαύμαζα. Την γνώρισα όταν πήγα να δω το “Εγκλημα το Οριάν Εξπρές” με την Κάτια Δανδουλάκη.
Παντρευόμαστε τώρα με πολιτικό γάμο και όχι με θρησκευτικό όπως είχαμε σχεδιάσει, λόγω της κατάστασης. Θα τον κάνουμε μετά, για να το χαρούμε. Μέσα σε όλη αυτή την τρέλα της καραντίνας και της επιδημίας, με τις αγωνίες για την Λένα, ήταν μαγικό για μένα ότι έζησα την εγκυμοσύνη κοντά της. Τον Αύγουστο περιμένουμε τον γιο μας. Αδημονούμε».