Alex Michaelides: Ο Βρετανοκύπριος συγγραφέας που παντρεύει τη μυθολογία με την ψυχολογία
Ο Alex Michaelides καταφέρνει να παντρέψει με αριστοτεχνικό τρόπο την ψυχολογία με την ελληνική μυθολογία, υπογράφοντας ακόμα ένα must-read, τις «Κόρες».
Μιλώντας για τον Alex Michaelides έχεις την εντύπωση ότι μετρά πολλούς τίτλους στο ενεργητικό του. Λογικό, αν σκεφτεί κανείς ότι το όνομά του ακουγόταν κυριολεκτικά παντού όταν κυκλοφόρησε η «Σιωπηλή Ασθενής», η οποία σημείωσε τεράστια επιτυχία κι έγινε Best Seller των New York Times. Οπότε, σχεδόν σε εκπλήσσει το γεγονός ότι οι «Κόρες» είναι μόλις το δεύτερο βιβλίο του.
Ένα ακόμα αριστούργημα, με γρήγορη πλοκή, ανατροπές και σασπένς, το οποίο σε κρατά σε αγωνία έως την τελευταία του σελίδα -διάβασα το μισό σε μια μέρα (αλήθεια).
Συναντηθήκαμε στο Μεγάλη Βρεταννία. Φιλικός και με χιούμορ, αν και μεγάλωσε στην Κύπρο (με Κύπριο πατέρα και μητέρα Αγγλίδα), τα τόσα χρόνια που ζει στο Λονδίνο τον έχουν κάνει να μην είναι τόσο fluent στα ελληνικά -αν και τα καταλαβαίνει όλα. Κάναμε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συζήτηση, περί αστυνομικών μυθιστορημάτων, ψυχολογίας, ελληνικής μυθολογίας και μεταθανάτιας ζωής.
«Είμαι μετριόφρων σαν άνθρωπος και η επιτυχία ήρθε για μένα σχετικά αργά. Υπέγραψα τη συμφωνία για το πρώτο βιβλίο μου ένα μήνα μετά τα 40ά γενέθλιά μου και μέχρι τότε δούλευα ως σεναριογράφος -όμως, χωρίς μεγάλη επιτυχία. Η καριέρα μου πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. Έκανα τρεις ταινίες συνολικά και μου φαινόταν ότι η μια ήταν χειρότερη από την άλλη.
Πάντα ήθελα να γράψω ένα βιβλίο, κάτι που θα ήταν «εγώ», οπότε το τόλμησα. Όταν το τελείωσα, δεν είχε ιδιαίτερες προσδοκίες ότι θα το διάβαζε κανείς -φαντάσου, δεν είχα καν ατζέντη. Δεν περίμενα καν ότι θα εκδοθεί.
Κι όμως, όλα έγιναν τόσο γρήγορα. Βρήκα ατζέντη και σε λίγες μέρες υπογράψαμε συμβόλαιο με εκδοτικό οίκο, πουλήσαμε τα δικαιώματα για την ταινία και από εκεί και πέρα εξελίχθηκε όλο αυτό με ταχύτατους ρυθμούς. Για να είμαι ειλικρινής, ήταν σοκ για μένα.
Την πρώτη εβδομάδα αφού είχε κυκλοφορήσει το βιβλίο δεν είχα ακούσει τίποτα. Καμία αντίδραση. Ήμουν στο Λονδίνο και, φαντάσου, δεν το είχε καν το βιβλιοπωλείο της γειτονιάς μου. Μια εβδομάδα μετά, με κάλεσαν από τη Νέα Υόρκη και μου είπαν ότι ήταν νούμερο ένα σε πωλήσεις. Νόμιζα ότι ο εκδότης μου έκανε πλάκα.
Αυτό το σοκ διήρκησε έναν χρόνο περίπου. Ήμουν μουδιασμένος. Όλοι μου έλεγαν «πρέπει να είσαι πολύ χαρούμενος», αλλά τους έλεγα ότι δεν μπορώ να νιώσω τίποτα! Αφού, λοιπόν, το σοκ άρχισε να υποχωρεί, άρχισα να νιώθω και την πίεση ότι πρέπει να αρχίσω και το δεύτερο βιβλίου. Σκέψου ότι, ακόμα δεν έχω χαλαρώσει εντελώς, ώστε να απολαύσω πλήρως την επιτυχία των βιβλίων».
Γιατί σε γοητεύει τόσο πολύ η ελληνική μυθολογία;
Μεγαλώνοντας στην Κύπρο, από πολύ μικρός ήρθα σε επαφή με την ελληνική μυθολογία και την αρχαιολογία. Μου άρεσαν πολύ οι ιστορίες της, γεμάτες μαγεία, έρωτες, βία, εκδίκηση. Τελευταία, πολλές συγγραφείς ξαναλένε τις ιστορίες της ελληνικής μυθολογίες υπό νέο, πιο μοντέρνο και φεμινιστικό πρίσμα, με έντονη την παρουσία της ψυχολογίας. Αυτό είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον, γιατί αποδεικνύουν ότι αυτές οι ιστορίες είναι ακόμα επίκαιρες. Για παράδειγμα, ο μύθος της Άλκηστης -η οποία αποτελεί βασικός άξονας στη «Σιωπηλή Ασθενή»- γράφτηκε χιλιάδες χρόνια πριν από τον Ευρυπίδη. Παρόλα αυτά, πολλές γυναίκες που τον διαβάζουν σήμερα ταυτίζονται. Αυτό μας δείχνει, πρώτον, ότι ο Ευρυπίδης ήταν ιδιοφυΐα και κατάφερε χωρίς να υπάρχουν τότε ψυχολογικοί όροι να αποδώσει με εξαιρετική ακρίβεια την ανθρώπινη ψυχολογία, αλλά και ότι οι άνθρωποι ίσως να μην έχουν αλλάξει και τόσο πολύ από τότε.
Πώς έγινε η στροφή από την ψυχολογία στη συγγραφή;
Ξεκίνησα να σπουδάζω ψυχολογία, αλλά για διάφορους λόγους δεν ολοκλήρωσα τις σπουδές μου -κυρίως επειδή συνειδητοποίησα ότι ήμουν συγγραφέας και όχι ψυχολόγος. Επίσης, είχα γνωρίσει πολλούς λαμπρούς ψυχολόγους, αλλά και ισάριθμους που δεν εκτιμούσα καθόλου.
Ξεκίνησα την ειδίκευσή μου στο group therapy. Είχα έναν καθηγητή που ήταν σαδιστικός και ναρκισσιστής. Στην ομάδα υπήρχαν πολλοί ευαίσθητοι φοιτητές και φαινόταν να ευχαριστιέται με το να τους κάνει bullying, να τους πληγώνει και να τους αναστατώνει. Πραγματικά, δεν μπορούσα να πιστέψω αυτό που έβλεπαν τα μάτια μου.
Από τη μία, λοιπόν, είχα 10 χρόνια εξαιρετικής ψυχοθεραπείας πίσω μου, η οποία με βοήθησε πάρα πολύ στη ζωή μου, και από την άλλη βρέθηκα αντιμέτωπος με έναν παράλογο άνδρα. Συνειδητοποίησα δύο πράγματα: το πρώτο είναι ότι, όποιος και αν είσαι, όσο σημαντικός και αν θεωρείσαι, αν δεν ξέρεις τι σημαίνει σεβασμός και ευγένεια, δε θα πρέπει να διδάσκεις. Δεύτερον, ένιωσα ότι ωρίμασα μέσα από αυτό. Συνειδητοποίησα ότι, μπορώ να είμαι κύριος του εαυτού μου και να μην υπακούω τυφλά σε ό,τι μου λένε οι καθηγητές. Για πρώτη φορά, ύψωσα το ανάστημά σου, σηκώθηκα και έφυγα. Ήταν μια πολύ δύσκολη περίοδος για μένα.
Πέρασαν 10 χρόνια από τότε. Όταν ξεκίνησα να γράφω τις «Κόρες», ήθελα να αγγίξω την έννοια της ομάδας. Νομίζω ότι, όταν είμαστε σε μια ομάδα λειτουργούμε υποσυνείδητα σαν παιδιά και βλέπουμε τον group leader μας ως «πατέρα». Αρκεί να σκεφτείς τα πολιτικά γεγονότα της παγκόσμιας ιστορίας και τι μπορεί να συμβεί αν δώσεις την εξουσία σε έναν άλογο ηγέτη.
Πιστεύεις ότι, σήμερα, δίνεται η απαραίτητη προσοχή στα ζητήματα που αφορούν την πνευματική υγεία;
Ναι. Νομίζω ότι οι εποχές αλλάζουν. Ειδικά μετά τα κινήματα του #MeToo και του Black Lives Matter, έχω έναν τεράστιο σεβασμό για τη νέα γενιά. Νομίζω ότι οι σημερινοί νέοι είναι εξαιρετικοί, γιατί αμφισβητούν πράγματα και καταστάσεις που οι προηγούμενες γενιές θεωρούσαν δεδομένες. Σε αυτό το πλαίσιο, λοιπόν, στα ζητήματα που αφορούν στην ψυχική υγεία δίνεται η προσοχή που τους αξίζει. Πλέον υπάρχει σεβασμός για τους ανθρώπους που αντιμετωπίζουν ανάλογα προβλήματα.
Είχα μια συνέντευξη με μια Ρώσο δημοσιογράφο τις προάλλες, η οποία με ρώτησε αν οι Ρώσοι αναγνώστες θα ταυτίζονταν με τα βιβλία μου. Και όταν τη ρώτησα γιατί μου κάνει αυτήν την ερώτηση μου απάντησε «επειδή στη Ρωσία κανείς δεν κάνει ψυχοθεραπεία». Της είπα ότι ο καθένας θα μπορούσε να ταυτιστεί με τα βιβλία μου, πράγμα που πιστεύω. Τα βιβλία μου «μιλούν» σε αυτούς που τους ενδιαφέρει η έννοια της αυτοβοήθειας -πέρα από τους θαυμαστές των αστυνομικών. Υπάρχουν αναγνώστες που μου είπαν ότι τους ενέπνευσαν τα βιβλία μου, πράγμα που με κάνει πολύ χαρούμενο.
Στις «Κόρες» εξετάζονται και τα όρια μεταξύ ζωής και θανάτου. Έχεις σκεφτεί ποτέ τι συμβαίνει όταν πεθαίνουμε;
Δεν ξέρω τι συμβαίνει όταν πεθαίνουμε. Κάνω πολύ διαλογισμό και πολλή έρευνα σχετικά με τον βουδισμό, το ζεν κ.ά., παρά το γεγονός ότι μεγάλωσα ως Καθολικός. Αυτό που πιστεύω όλο και περισσότερο είναι ότι, η μόνη πραγματικότητα είναι η στιγμή που ζούμε και το μέλλον είναι απλώς φαντασία. Αυτό ακριβώς διδάσκει το ζεν. Με βάση αυτήν τη φιλοσοφία, δίνει όλο και λιγότερη σημασία στο τι συμβαίνει μετά θάνατον.
Στα αστυνομικά μυθιστορήματα, βιαζόμαστε να βγάλουμε συμπεράσματα, μαντεύοντας ποιος είναι ο δολοφόνος. Σκέφτομαι ότι αυτό κάνουμε και στην καθημερινότητά μας, κρίνοντας εύκολα κάποιον από το «εξώφυλλό» του.
Ακριβώς. Ένα από αυτά που κάνουν τα αστυνομικά ενδιαφέροντα είναι ότι μαντεύεις… «αυτός το’ κανε, όχι αυτός το’ κανε». Και αυτό που με ιντριγκάρει είναι να προσπαθώ να «γκρεμίζω» τις θεωρίες που μπορεί να κάνει ο αναγνώστης, αποδεικνύονται ότι πολλές φορές, βιαζόμαστε να βγάλουμε συμπεράσματα για τους ανθρώπους και συχνά πέφτουμε έξω.
Μου αρέσει να γράφω αστυνομικά μυθιστορήματα γιατί -σε αντίθεση με την πραγματική ζωή- υπάρχει μια συγκεκριμένη δομή -έγκλημα, έρευνα, λύση. Ξέρεις ότι, πάντα, στο τέλος του βιβλίου, το έγκλημα θα λυθεί, σε αντίθεση με την πραγματική ζωή, που αυτό δεν συμβαίνει πάντα. Ίσως γι’ αυτό και τα αστυνομικά μυθιστορήματα να μετρούν τόσους πολλούς fans ανά τον κόσμο, γιατί αισθάνονται ασφαλής -βιώνοντας τον κίνδυνο, χωρίς να εκτίθενται στον κίνδυνο.
Τι θυμάσαι πιο έντονα από τα παιδικά σου χρόνια στην Κύπρο;
Τις παραλίες, τον καιρό, το φαγητό, τη γιαγιά μου. Από την άλλη, μεγαλώνοντας μετά την εισβολή του 1974, μεγάλωσα με πολύ άγχος και φόβο μιας δεύτερης εισβολής. Μια φορά στο σχολείο, ακούστηκε πολύ δυνατά η εξάτμιση ενός αυτοκινήτου και ο Έλληνας δάσκαλός μας ξεκίνησε να φωνάζει γιατί νόμιζε ότι γινόταν εισβολή. Υπήρχε ένα μόνιμο άγχος και όταν είσαι μικρός αυτό δεν μπορείς να το κατανοήσεις και να το επεξεργαστείς. Μεγαλώνοντας, κατανοείς διαφορετικά τα πράγματα και βάζεις τη λογική μπροστά.
Με εντυπωσιάζουν οι συγγραφείς που γράφουν τα πρώτα τους βιβλία στα 20. Σε εκείνη την ηλικία θυμάμαι τον εαυτό μου να είναι ανώριμος, χωρίς εμπειρίες. Έφτασα 36 χρονών για να αρχίζω να γράφω τη «Σιωπηλή Ασθενή», ώστε να έχω κάτι να πω. Αν έγραφα κάτι νωρίτερα θα ήταν πολύ επιφανειακό. Πάντα ήμουν περισσότερο μοναχικός τύπος. Όλοι οι συγγραφείς είναι, έτσι δεν είναι; Πάντα αισθανόμουν λίγο outsider -στην Κύπρο ένιωθα πολύ Άγγλος, στην Αγγλία πολύ Κύπριος. Αυτό βέβαια είναι καλό για έναν συγγραφέα -να είναι «απ’ έξω», κοιτώντας προς τα μέσα και περιγράφοντας όσα βλέπεις στους αναγνώστες σου.
Έχεις σκεφτεί το επόμενο βιβλίο;
Λίγο πριν τελειώσω τις «Κόρες», ήδη είχα αρχίσει να νιώθω πίεση και άγχος για το επόμενο βιβλίο μου. Τελικά, όταν τις τελείωσα, ένιωσα τόσο χαρούμενος, ελεύθερος και εμπνευσμένος, που άρχισα σχεδόν αμέσως να γράφω το επόμενο βιβλίο μου. Μάλιστα, το γράφω με έναν εντελώς καινούργιο τρόπο από ό,τι έχω γράψει μέχρι σήμερα. Κάτι που εξέπληξε και εμένα τον ίδιο. Συνήθως, σχεδιάζω την πλοκή αμέτρητες φορές και αυτή τη φορά δεν ξέρω ακριβώς που με οδηγεί. Το πάω πιο ελεύθερα. Και όσο γράφω, χαμογελάω. Μπορεί να είναι χάλια! (γέλια). Αλλά τουλάχιστον νιώθω ότι ερωτεύομαι ξανά το γράψιμο -κάτι που έχω να νιώσω πολύ καιρό. Δεν έχω αποφασίσει ακόμα αν αυτό θα είναι το επόμενο βιβλίο μου -το βλέπω πιο πολύ σαν πείραμα. Θα δείξει!
Έχεις «ρουτίνα» όταν γράφεις;
Έχω πολλές ιεροτελεστίες. Ξυπνάω το πρωί, πάω στο γυμναστήριο και όταν γυρίσω θα κάνω διαλογισμό. Κάνω πολύ διαλογισμό την περίοδο που γράφω. Επίσης, δεν πίνω αλκοόλ, γιατί νιώθω ότι θολώνει το μυαλό μου, το οποίο θέλω να είναι καθαρό και συγκεντρωμένο. Το βράδυ πέφτω για ύπνο, σκεπτόμενος το βιβλίο, αποκοιμιέμαι σκεπτόμενος το βιβλίο μου και ξυπνάω σκεπτόμενος το βιβλίο μου. Νιώθω σχεδόν σαν να «βυθίζομαι» μέσα του.
Είναι μια διαδικασία που σε απομονώνει, αλλά η μοναξιά είναι καλό πράγμα για τους συγγραφείς. Νιώθω τυχερός που μένω μόνος και «χάνομαι» ανενόχλητος στην πλοκή του βιβλίου μου.
Ανάβω θυμίαμα και πάντα γράφω στο τραπέζι της κουζίνας, όχι στο γραφείο μου. Και όταν ήμουν παιδί, τις εκθέσεις μου τις έγραφα στο τραπέζι της κουζίνας. Θυμάμαι ότι καμιά φορά τις διάβαζα στη μητέρα μου, ενώ εκείνη μαγείρευε ή έκανε άλλες δουλειές. Και αν κάποιο σημείο της άρεσε, θυμάμαι σταματούσε. Πάντα θυμάμαι το βλέμμα που είχε ενώ με άκουγε. Πρόσφατα, σκέφτηκα ότι, ο λόγος που ακόμα και σήμερα, ως συγγραφέας μου αρέσει να γράφω στο τραπέζι της κουζίνας, είναι ότι υποσυνείδητα προσπαθώ να κερδίσω την προσοχή της μητέρας μου. Το τραπέζι της κουζίνας το έχω συνδυάσει με την ασφάλεια και τη ζεστασιά. Δεν μπορώ με τίποτα να δουλέψω σε γραφείο, νιώθω ότι πνίγομαι.
Τι είναι ευτυχία για σένα;
Μου αρέσει να γράφω. Είχα τόσο άγχος σε όλη μου τη ζωή, θέλοντας τόσο πολύ να πετύχω ως συγγραφέας. Και τελικά τα κατάφερα και δεν ήξερα πώς να το διαχειριστώ. Κάποια στιγμή μιλούσα με μια παραγωγό στο Λος Άντζελες και μου είπε «πρέπει από δυστυχισμένος workaholic να γίνεις ευτυχισμένος workaholic» -κάτι που συνόψιζε τέλεια τα συναισθήματά μου εκείνη την περίοδο.
Το βιβλίο «Οι Κόρες» κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Διόπτρα.