Αλέν Ντελόν: Ο ωραίος «αλήτης» της μεγάλης οθόνης με τις αμφιλεγόμενες απόψεις
Σε ηλικία 87 ετών, ο μεγάλος γόης του σινεμά Αλέν Ντελόν, σύμφωνα με ανακοίνωση του γιου του, αποφάσισε να τελειώσει τη ζωή του με ευθανασία. Ο ίδιος στο παρελθόν είχε εκφράσει δημοσίως τις απόψεις του, λέγοντας: «Η ευθανασία είναι το πιο λογικό και φυσικό πράγμα. Από μια ορισμένη ηλικία και χρονική στιγμή, έχουμε το δικαίωμα να φύγουμε αθόρυβα».
Αυτή η απόφαση που ξάφνιασε τους πάντες, μάλλον όμως είναι η φυσική κατάληξη ενός ανθρώπου, που πάντα ζούσε το έπακρο, συχνά προκαλώντας με τη στάση του και τις θέσεις του, σίγουρα όμως δεν φοβήθηκε ποτέ και τίποτα.
Όπως και ο ίδιος έχει πει, η ζωή του είναι τόσο απίθανη, που κανένας δημοσιογράφος δεν θα ήταν ικανός να τη γράψει. Και μάλλον έχει δίκιο, μιας και από τα παιδικά του χρόνια πάντα έμπλεκε σε απίστευτες περιπέτειες.
Γεννημένος στις 8 Νοεμβρίου του 1935 στη Σο, στα περίχωρα του Παρισιού, μεγάλωσε με την πανέμορφή του μητέρα, την Εντίθ, η οποία μετά από το διαζύγιο της με τον μποέμ καλλιτέχνη Φαμπιέν Ντελόν, ξαναπαντρεύτηκε έναν αλλαντοποιό, εγκαταλείποντας ουσιαστικά τον γιο της στις γκουβερνάντες. Μια εξ αυτών ήταν σύζυγος ενός δεσμοφύλακα. Οπότε, ο μικρός Αλέν τα πρώτα του τα παιχνίδια τα έκανε στο προαύλιο μιας φυλακής.
Από τα 8 έως τα 14 του, άλλαζε συνεχώς σχολεία, λόγω της κακής του διαγωγής. Απείθαρχος και ασυνεπής μαθητής, εκνεύριζε διευθυντές και δασκάλους, οι οποίοι δεν μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα με αυτό το «διαβολάκι», που δεν μπορούσε να καταλάβει, γιατί οι γονείς του τον απέρριπταν.
Με την ενηλικίωσή του, κατατάχθηκε ως εθελοντής στο Πολεμικό Ναυτικό και πήρε μέρος στον πόλεμο της Ινδοκίνας. Ευτυχώς γι' αυτόν, οι μπελάδες που προκαλούσε στο Σώμα τον οδηγούσαν συχνά στα κρατητήρια, πράγμα που τελικά του έσωσε τη ζωή. Στη συνέχεια απένταρος και χωρίς στόχους, επιστρέφει στο Παρίσι: κάνει διάφορες δουλειές του ποδαριού για να τα βγάλει πέρα και συναναστρέφεται τους μικροαπατεώνες και τις πόρνες της πλατείας Πιγκάλ, που λόγω της εμφάνισής του τον λάτρευαν και τον προστάτευαν.
Άλλωστε, όπως έχει αποκαλύψει, στις γυναίκες χρωστάει τα πάντα. «Για αυτές ήθελα να είμαι πάντα ο πιο όμορφος, ο πιο μεγάλος, ο πιο δυνατός και να το βλέπω στα μάτια τους. Οι γυναίκες υπήρξαν το μεγαλύτερο κίνητρό μου». Γυναίκα ήταν και αυτή που τον έσπρωξε στο σινεμά. Συγκεκριμένα, η ηθοποιός Μπριζίτ Ομπέρ, που τον γνώρισε στον σύζυγο της και σκηνοθέτη Υβ Αλεγκρέ. Όπως διηγείται ο Ντελον, ο Αλεγκρέ του έριξε μια ματιά και του είπε: «Μίλα όπως μου μιλάς, Κοίταξε όπως με κοιτάζεις. Άκουσε όπως με ακούς. Μην παίζεις. Ζήσε» μια φράση που τον σημάδεψε σε όλη τη μετέπειτα πορεία του.
Η επίσημη εμφάνιση του στα κινηματογραφικά πράγματα γίνεται με το «Γυμνοί στον Ήλιο» του Ρενέ Κλεμάν, δηλαδή την κλασική μεταφορά του «Ταλαντούχου Κου Ρίπλεϊ» της Χάισμιθ, και την επόμενη χρονιά παίρνει το χρίσμα από τον Βισκόντι, που του δίνει τον ρόλο του Ρόκκο στο αριστούργημα ο «Ρόκκο και τ’ Αδέλφια του».
Παίζει στο θέατρο με τη Ρόμι Σνάιντερ, ένα έργο σε κείμενο του Τζον Φορντ, κι εκείνη τον επιβάλλει ως συμπρωταγωνιστή της στην ταινία «Κριστίν». Οι δυο τους γίνονται το απόλυτο κινηματογραφικό ζευγάρι, όμως ο έρωτας αυτός, που κράτησε πέντε χρόνια, αποδείχτηκε καταστροφικός για τη μεγάλη σταρ. Αργότερα, ο Ντελόν θα έλεγε για τη σχέση τους ότι «δεν ήταν ο μεγάλος έρωτας, αλλά ο πρώτος έρωτας γι' αυτόν», προσθέτοντας ότι οι δυο τους ήταν διαφορετικοί χαρακτήρες, αν και παραδέχτηκε πως μετάνιωσε που δεν παντρεύτηκαν.
Το 1963 γνωρίζει τη Ναταλί, μια φλογερή γυναίκα, μαροκινής καταγωγής. Για χάρη της, παράτησε την Σνάιντερ, με την οποία αργότερα έγιναν καλοί φίλοι. Με τη Ναταλί ανέβηκε τελικά τα σκαλιά της εκκλησίας και απέκτησε έναν γιο, τον Άντονι, για να χωρίσει και με αυτήν μετά από τρία χρόνια.
Σε ηλικία μόλις είκοσι οχτώ ετών, ο Ντελόν έχει την απίστευτη ιδέα έναντι αμοιβής για τη «Ληστεία στο Μόντε Κάρλο», να αγοράσει τα δικαιώματα διανομής της ταινίας σε κάποιες χώρες του κόσμου. Η περιβόητη «Μέθοδος Ντελόν» του απέφερε τεράστια κέρδη, αν και στη συνέχεια οι παραγωγοί αρνούνταν αυτή την πρακτική, που τελικά τους ζημίωνε.
Μέχρι τα τριάντα του, είχε καταφέρει να γίνει το «πρόσωπο του γαλλικού σινεμά» και παραγωγός. Η δημοτικότητά του έχει εξαπλωθεί μέχρι την Ιαπωνία. Η Αμερική όμως δεν φαίνεται πως του ταιριάζει. Αν και έκανε κάποιες συνεργασίες με την MGM, οι ταινίες δεν είχαν την αναμενομένη επιτυχία και έτσι τελικά το χρυσό αγόρι της Γαλλίας δεν πέρασε στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Το 1967, ο Ντελόν γνωρίζεται με τον Μελβίλ και μαζί γυρίζουν το «Δολοφόνος με το Αγγελικό του Πρόσωπο». Οι φήμες δίνουν και παίρνουν για τις διασυνδέσεις με τον υπόκοσμο και την κορσικανική Μαφία. Όταν λοιπόν το ’68 ο σωματοφύλακάς του βρέθηκε νεκρός σ’ έναν κάδο σκουπιδιών, ξέσπασε ένα τεράστιο σκάνδαλο, στο οποίο ενεπλάκη μέχρι ο Πομπιντού με τη σύζυγό του. Τελικά όμως, ο Ντελόν μετά από την ανάκριση της αστυνομίας, αφέθηκε ελεύθερος.
Όλα αυτά δεν τον πτόησαν καθόλου. Εκείνη την περίοδο χωρίζει με τη Ναταλί και ερωτεύεται την Μιρεΐγ Νταρκ, μια σχέση που έμελλε να κρατήσει χρόνια. Βέβαια, είχε και πολλές ακόμα περιπέτειες με αρκετές διάσημες σταρ, όπως η Αν Παριγιό, η Μαριάν Φέιθφουλ, η Νταλιντά, αλλά κι η Τζέιν Φόντα. Το 1987 θα γνωρίσει την κατά πολύ νεότερή του, Ροζαλί Βαν Μπρέμεν, ένα μοντέλο από την Ολλανδία, με την οποία απέκτησε δυο παιδιά, την Ανούσκα και τον Αλέν-Φαμπιέν. Η Ροζαλί δεν ήταν μόνο ένας μεγάλος του έρωτας, αλλά και η μοναδική γυναίκα που τον παράτησε, οπότε τον Οκτώβριο του 2002, ο Ντελόν πρόσθεσε ακόμα ένα διαζύγιο στη συλλογή του.
Τη δεκαετία του ’80 ασχολείται κατά κύριο λόγο με τις επιχειρήσεις του, ενώ πρωταγωνιστεί στο «Notre Histoire» του Μπλιέ, όπου παίζει έναν εντελώς διαφορετικό ήρωα από αυτούς που τον είχε συνηθίσει το κοινό και η κριτική, κερδίζοντας το μοναδικό βραβείο της καριέρας του, ένα Σεζάρ. Πολύ αργότερα, το 2019, του απονεμήθηκε κι οΤιμητικός Χρυσός Φοίνικας για την συνολική του προσφορά.
Τα τελευταία χρόνια ζει απομονωμένος στην Ελβετία, παρέα με τον αγαπημένο του σκύλο. Πολλές φορές οι ακραίες απόψεις του σχετικά με πολιτικά και κοινωνικά θέματα έχουν προκαλέσει τον διχασμό. Όπως όταν δημοσίως αποκάλυψε ότι έχει χτυπήσει γυναίκα. «Αν ένα χαστούκι είναι μάτσο, τότε είμαι μάτσο», είχε δηλώσει ευθαρσώς ο ίδιος, ενώ ο ένας από τους δύο γιους του είχε αποκαλύψει πως βιαιοπραγούσε εναντίον της μητέρας του. Υποστηρικτής της Ακροδεξιάς και της Λεπέν, όπως και η φίλη του Μπριζίτ Μπραντό, έχει πει πως «Η Γαλλία δεν μπορεί να γίνει "μουσουλμάνα", ενώ οι δηλώσεις που είχε κάνει σχέση με τους ομοφυλόφιλους -« Δεν έχω κάτι με τους γκέι που τα βρίσκουν, όμως εμείς οι άνδρες είμαστε φτιαγμένοι για να αγαπούμε τις γυναίκες»- έπληξαν ανεπανόρθωτα την εικόνα του. Αυτές οι δηλώσεις ήταν και ο λόγος που η βράβευσή του στις Κάννες του 2019 είχε προκαλέσει αντιδράσεις.
Σήμερα πια αισθάνεται μόνος, αφού τα περισσότερα από τα αγαπημένα του πρόσωπα έχουν φύγει. Απογοητευμένος από την εποχή μας, το μόνο που θέλει είναι να αφήσει αυτόν τον κόσμο. «Η ζωή δεν έχει πλέον να μου φέρει πολλά. Έχω μάθει τα πάντα, τα έχω δει όλα αλλά, πάνω απ' όλα, μισώ αυτή την εποχή, ξερνάω», δήλωνε το 2018 σε μια συνέντευξη στο περιοδικό «Paris Match»...