Αφγανή πρόσφυγας διηγείται τη ζωή της: Η συγκλονιστική πορεία της από το Ιράν στην Ελλάδα
Η Ζεϊνάμπ μεγάλωσε στο Ιράν, παντρεύτηκε σε ηλικία 16 χρονών και ήρθε πριν 5 χρόνια στην Ελλάδα μαζί με τα δύο ανήλικα παιδιά της. Σήμερα έχει το δικό της ζαχαροπλαστείο στο κέντρο της Θεσσαλονίκης.
Οι γονείς της Ζεϊνάμπ είναι από το Αφγανιστάν. Όπως μου εξηγεί, εξαιτίας της εμπόλεμης κατάστασης που επικρατεί στη χώρα τις τελευταίες δεκαετίες, η οικογένειά της μετακόμισε στο Ιράν για μια καλύτερη ζωή. Η Ζεϊνάμπ λοιπόν, που σήμερα είναι 34 χρονών, γεννήθηκε στην επαρχία Μαζανταράν του Ιράν. Εκεί μεγάλωσε με τα 5 αδέρφια της, εκεί πήγε σχολείο και εκεί, όπως ήταν αναμενόμενο, σε ηλικία 15–16 χρονών παντρεύτηκε. «Για εμάς που ζούσαμε στο Ιράν αυτό ήταν το φυσιολογικό. Τώρα όμως, όταν κοιτάω την κόρη μου, που είναι σήμερα 16 χρονών, καταλαβαίνω πως ήμουν ακόμα πολύ μικρή, ήμουν ένα παιδί. Δεν μας ρώτησε κανείς αν θέλουμε να παντρευτούμε με τον πρώην άντρα μου. Οι οικογένειές μας γνωρίζονταν μεταξύ τους και έτσι κανονίστηκε ο γάμος. Ο άντρας που παντρεύτηκα ήταν 4-5 χρόνια μεγαλύτερος μου. Αρχικά δούλευα σε ένα σούπερ μάρκετ που άνηκε στην οικογένειά μου. Όταν ήμουν μικρή ήθελα να γίνω νοσηλεύτρια γιατί ήθελα να βοηθάω τον κόσμο. Στο Ιράν, όμως, οι γυναίκες δεν έχουν το δικαίωμα να πουν τι θέλουν να κάνουν. Δεν μπορούν καν να φύγουν από την χώρα χωρίς να τις συνοδεύει ο σύζυγος ή ο πατέρας τους. Στην πραγματικότητα δεν μπορούν να κάνουν τίποτα. Και φυσικά έπρεπε να φοράμε μαντήλα και ρούχα που κάλυπταν πλήρως το σώμα και το δέρμα μας».
Όταν ήταν 18 χρονών γεννήθηκε η κόρη της και στα 19 της ο γιος της. «Ήμουν και εγώ τόσο μικρή που τα παιδιά μου τα έβλεπα σαν παιχνίδια, ήθελα συνέχεια να παίζω μαζί τους! Επειδή όμως ήμασταν από το Αφγανιστάν, ακόμα και αν τα παιδιά μου είχαν γεννηθεί στο Ιράν, δεν τα άφηναν να γραφτούν στο σχολείο. Μας έλεγαν πως απαγορεύεται. Τότε ο πατέρας μου μας είπε να φύγουμε από τη χώρα και το 2016 ήρθαμε στην Ελλάδα. Η κόρη μου ήταν ήδη 11 χρονών».
Στην συζήτηση μπαίνει και η ίδια, η 16χρονη πλέον, Σόγκαντ: «Δεν θυμάμαι πολλά πράγματα από τη ζωή μου πριν έρθω στην Ελλάδα. Δεν μου αρέσει, όμως, το Ιράν. Εκεί πρέπει να φοράς μαντήλα και από 11–12 χρονών οι κοπέλες παντρεύονται». Τις ρωτάω αν πιστεύουν στο Θεό και αν ασπάζονται τη μουσουλμανική θρησκεία. Η Ζεϊνάμπ μου απαντάει πως δεν είναι μουσουλμάνα, αλλά πως πιστεύει στον Θεό. Η Σόγκαντ σε άπταιστα ελληνικά μου λέει πως δεν είναι μουσουλμάνα και δεν πιστεύει.
Μου εξηγεί πως όταν ήρθαν στην Ελλάδα αρχικά πήγαν στην Αθήνα. «Ήμασταν περίπου 10 μήνες εκεί. Επειδή, όμως, η μαμά μου είχε παντρευτεί μικρή με τον μπαμπά μου, οι δυο τους είχαν θέματα. Μιλήσαμε με τους υπεύθυνους του camp όπου μέναμε και τους είπαμε πως θέλουμε να φύγουμε και δε θέλουμε να μείνουμε άλλο με τον πατέρα μου. Και έτσι το 2017 οι 3 μας, με τη μητέρα μου δηλαδή και τον αδερφό μου, ήρθαμε στην Θεσσαλονίκη. Τον πρώτο χρόνο μείναμε σε καταφύγιο του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικής Αλληλεγγύης και τότε ξεκίνησα και εγώ να πηγαίνω σχολείο. Προσπάθησα πάρα πολύ για να μάθω την γλώσσα. Το 2018 πήγαμε στο Φιλοξενείο Οικογενειών Αιτούντων Άσυλο στην Τούμπα. Εκεί μείναμε επίσης για έναν χρόνο και ήταν από τις πιο δύσκολες χρονιές της ζωής μου. Μετά μας έδωσαν σπίτι. Εγώ φέτος θα πάω Γ’ Γυμνασίου».
Η Ζεινάμπ μου εξηγεί πως «η αρχική μου σκέψη όταν ήρθα, ήταν να ανοίξω στην Ελλάδα ένα ζαχαροπλαστείο. Είχα ήδη δουλέψει σε ένα ζαχαροπλαστείο ως υπάλληλος, πίσω στο Ιράν, αλλά εδώ δεν είχα τα χαρτιά για να αποκτήσω τη δική μου επιχείρηση. Κάθε μήνα μου έλεγαν να κάνω υπομονή και πως τον επόμενο μήνα θα είναι έτοιμα τα χαρτιά μου. Κάπως έτσι πέρασαν 4-5 χρόνια. Στο μεταξύ, εγώ με τη σκέψη πως δεν θα καταφέρω τελικά να εγκατασταθώ εδώ και ότι θα χρειαστεί να φύγω από την Ελλάδα, δεν έμαθα την γλώσσα. Το 2019, και για δύο χρόνια, δούλεψα στο ζαχαροπλαστείο Laadeh του Λογχμάν Γκασεμί».
Ο Λογχμάν είναι ένας κουρδικής καταγωγής ζαχαροπλάστης που εγκατέλειψε ως πολιτικός πρόσφυγας το Ιράν το 2013 και πλέον το δικό του ζαχαροπλαστείο στο κέντρο της Θεσσαλονίκης.
«Όταν τελικά απέκτησα τα χαρτιά μου, ο Λογχμάν με παρότρυνε ν’ ανοίξω το δικό μου ζαχαροπλαστείο. Στο μεταξύ, τα παιδιά μου είχαν μάθει να μιλάνε ελληνικά οπότε σκέφτηκα πως αυτό ήταν το καλύτερο για όλους μας». To ζαχαροπλαστείο της Ζεϊνάμπ είναι ουσιαστικά σημείο μεταπώλησης των ιρανικών γλυκών που παράγει ο Λογχμάν στο δικό του μαγαζί και εργαστήριο. «Με συμβούλεψε ν’ ανοίξω το δικό μου μαγαζί, όπου θα πουλούσα γλυκά από το εργαστήριό του, προσθέτοντας και κάποια άλλα πράγματα, όπως το παγωτό σαφράν. Νιώθω πολύ καλά που τα κατάφερα, νιώθω πολύ δυνατή. Πάντα έλεγα στον εαυτό μου πως θα τα καταφέρω και έτσι στο τέλος το είχα πιστέψει κιόλας. Και να που έγινε πραγματικότητα».
Η συζήτηση πηγαίνει αναπόφευκτα στο Αφγανιστάν. Η Ζεϊνάμπ έχει επισκεφτεί δύο φορές τη χώρα που, όπως μας λέει, θεωρεί ακόμα πατρίδα της «Στο Αφγανιστάν βλέπουν μόνο τους άντρες. Δεν ξέρουν τι σημαίνει "γυναίκα". Μια γυναίκα στο Αφγανιστάν δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Εγώ δεν μπορώ να πάω ποτέ ξανά εκεί. Είναι βέβαια η πατρίδα μας και το αγαπώ το Αφγανιστάν, αλλά αν ξαναβρεθώ εκεί ξέρω πως θα πεθάνω μέσα σε 10'. Ειδικά εμείς που εδώ και 5 χρόνια ζούμε στην Ελλάδα και έχουμε τις αντίστοιχες ελευθερίες... Εκεί δεν θα μπορούσαμε να βγούμε καν από το σπίτι. Η κόρη μου και εγώ, βλέποντας τι συμβαίνει στο Αφγανιστάν αυτές τις μέρες, κλαίγαμε. Το μόνο που μας παρηγορεί είναι ότι εμείς είμαστε από το Παντσίρ, το οποίο δεν το έχουν καταλάβει οι Ταλιμπάν. Η οικογένεια όμως του πρώην άντρα μου είναι στην Καμπούλ. Η αδερφή του και η μητέρα του είναι εκεί. Τις αγαπώ πολύ και μιλάω συχνά μαζί τους, μου λένε πως θέλουν να φύγουν, αλλά δεν μπορούν».
Η Ζεϊνάμπ αγκαλιάζει την 16χρονη κόρη της και με αποχαιρετούν και οι δύο με χαμόγελο. Και ενώ είμαι τόσο, μα τόσο χαρούμενη που τις γνώρισα, δεν μπορώ παρά να σκεφτώ όλες αυτές τις γυναίκες του Αφγανιστάν που μπορεί να έχουν τη θέληση, τη δύναμη και το χαμόγελο της Ζεϊνάμπ, αλλά δεν θα έχουν ποτέ την ευκαιρία να αναφωνήσουν το δικό τους «τα κατάφερα». Με αυτές τις σκοτεινές σκέψεις ξεκινάω την απομαγνητοφώνηση της συζήτησης που μόλις είχα με τις δύο γυναίκες. Αμέσως φτάνει στα αυτιά μου η κεφάτη φωνή της Σόγκαντ που μου λέει γεμάτη περηφάνια πως φέτος θα πάει στην Γ’ Γυμνασίου. Και τότε, για κάποιον λόγο, χαμογέλασα και εγώ.