Ο μύθος της Μέριλιν Μονρόε: Τα παιδικά χρόνια, η δόξα και ο μυστηριώδης θάνατος
Αμέτρητο μελάνι έχει χυθεί για την Μέριλιν Μονρόε, την ξανθιά γατούλα του Χόλιγουντ, που ξεσήκωνε τα πλήθη με τη σέξι αθωότητά της.
Τα δύσκολα παιδικά της χρόνια, η χαμηλή της αυτοπεποίθηση που δεν βελτιώθηκε ποτέ, ακόμα κι όταν πια μεσουρανούσε, η απαξίωση της Ακαδημίας που δεν την πρότεινε ποτέ για Όσκαρ, αν και είχε πρωταγωνιστήσει σε εμβληματικές ταινίες, οι μοιραίες της σχέσεις που πάντα κατέληγαν σε αποτυχία και ο τραγικός της θάνατος, που μέχρι και σήμερα παραμένει άλυτο μυστήριο, έχουν ουκ ολίγες φορές απασχολήσει τον Τύπο, αλλά και συγγραφείς που ασχολήθηκαν με τη βιογραφία της.
Αυτό, όμως, το ευάλωτο πλάσμα, που μπορούσε να δαγκώνει με τον πιο ερωτικό τρόπο τα χείλη του, τραγουδώντας «Teach me, Tiger» και ταυτόχρονα να καταρρακώνεται επειδή θεωρούσε πως κανείς δεν την εκτιμούσε πραγματικά για το αδιαμφισβήτητο πια υποκριτικό της ταλέντο, παραμένει ένα αίνιγμα. Κι αν η ιστορία της ζωής της είναι λίγο έως πολύ γνωστή, ακόμα υπάρχουν μερικές πτυχές που το ευρύ κοινό δεν γνωρίζει.
Όπως, ας πούμε, ότι δύο άνδρες διεκδικούν τον τίτλο του πατέρα της, αν και ποτέ κανείς τους δεν στάθηκε στο πλευρό της ως γονιός. Ο ένας ήταν ο Στάνλεϊ Γκίφορντ, τον οποίο τόσο η ίδια όσο και η μητέρα της θεωρούσαν πατέρα της. Εκείνος, όμως, ποτέ δεν θέλησε να τη συναντήσει, όσο ήταν ζωντανή. Ο άλλος λεγόταν Έντουαρντ Μόρτενσεν. Είχε παντρευτεί τη μητέρα της την εποχή που εκείνη γεννήθηκε και το δικό του όνομα αναγράφεται στο πιστοποιητικό γέννησής της.
Όπως και να έχει, η Μονρόε είχε πάρα πολλά ονόματα κατά τη διάρκεια της ζωής της: γεννήθηκε ως Νόρμα Τζιν Μόρτενσον, αλλά βαφτίστηκε Νόρμα Τζιν Μπέικερ. Έκανε καριέρα στο μόντελινγκ ως Τζιν Νόρμαν και Μόνα Μονρόε, ενώ η αρχική ιδέα της για το κινηματογραφικό της όνομα ήταν Τζιν Αντέρ. Αργότερα, έκλεινε ξενοδοχεία ως Ζέλντα Ζονκ και νοσηλεύτηκε σε μία ψυχιατρική κλινική ως Φάγιε Μίλερ. Πάντως, άλλαξε και με τον νόμο το όνομά της σε Μέριλιν Μονρόε το Μάρτιο του 1956, όταν ήδη είχε γίνει σταρ.
Πέρασε τα παιδικά της χρόνια με τη μητέρα της Γκλάντις, που συχνά πυκνά νοσηλευόταν σε ψυχιατρεία. Η μικρή Νόρμα φιλοξενούνταν σε ανάδοχες οικογένειες -συγκεκριμένα άλλαξε 11 θετούς γονείς. Μέχρι που στα 16 της αποφάσισε να παντρευτεί τον Τζέιμς Ντούγκερτι, τον οποίο χώρισε τέσσερα χρόνια αργότερα. Η δεύτερη γυναίκα του Ντούγκερτι -που στη συνέχεια έγινε αστυνομικός- του απαγόρευσε να δει οποιαδήποτε ταινία της.
Ένας φωτογράφος του στρατού, ο Ντ. Κόνοβερ όταν την είδε στο εργοστάσιο που εργαζόταν, κατάλαβε πως ο φακός θα τη λάτρευε. Τότε τα μαλλιά της ήταν καστανά, όμως εκείνος την έπεισε να τα βάψει ξανθά πλατινέ. Η σαγήνη που εξέπεμπε και η θηλυκότητά της τής άνοιξαν τον δρόμο για την 20th Century Fox.
Αν και γρήγορα καταξιώθηκε ως το απόλυτο sex symbol και κάθε της εμφάνιση στον κινηματογράφο έκανε το κοινό να παραληρεί, η ίδια ήταν από τις πιο χαμηλά αμειβόμενες σταρ της εποχής της. Η Τζέιν Ράσελ, για παράδειγμα, πήρε τα δεκαπλάσια, όταν συμπρωταγωνίστησαν στο «Οι άνδρες προτιμούν τις ξανθιές», ενώ για την τελευταία της ταινία, που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, πήρε 100.000 δολάρια, την ίδια περίοδο που η Ελίζαμπεθ Τέιλορ πληρώθηκε ένα εκατομμύριο για να παίξει την Κλεοπάτρα.
Μόνο λίγο πριν πεθάνει το κασέ της ανέβηκε, αν και προηγουμένως είχε απολυθεί από την Twentieth-Century Fox και την παραγωγή του «Something’s Got to Give» για την ασυνέπειά της και το γεγονός ότι εξαφανιζόταν για μέρες από τα γυρίσματα.
Η Μονρόε μπορεί να μην είχε λάβει θεατρική εκπαίδευση, όμως πάντα είχε κοντά της έναν δάσκαλο υποκριτικής. Η Νατάσα Λίτες με την οποία δούλεψε στην αρχή της καριέρας της για έξι χρόνια, συχνά ήρθε σε κόντρα για χάρη της με σκηνοθέτες και επικεφαλής των στούντιο. Η Μέριλιν έδειχνε σεβασμό στους μεγάλους δασκάλους, γι’ αυτό και άφησε το 75% της περιουσίας της στους Στράσμπεργκς, που κατέληξε τελικά στην Άννα Στράσμπεργκ, την τρίτη σύζυγο του μεγάλου σκηνοθέτη και ιδρυτή του Actor’s studio Λι Στράσμπεργκ. Το άλλο 25% της περιουσίας της, η δρ. Μαριάν Κρις, μια από τις θεραπεύτριες της, το κληροδότησε σε ένα ίδρυμα για παιδιά στο Λονδίνο.
Αν και ήταν πανέμορφη, πάντα είχε μεγάλη ανασφάλεια με την εξωτερική της εμφάνιση. Το 1950 ο μάνατζερ της, Τζόνι Χάιντ, πλήρωσε για να κάνει δύο πλαστικές επεμβάσεις -στη μύτη και στο πιγούνι- ενώ χρησιμοποιούσε και μια ορμονική κρέμα για να λευκαίνει το δέρμα της. Έκανε φανατικά γιόγκα, για να διατηρεί τη σιλουέτα της, στην οποία μυήθηκε από την Ίντρα Ντέβι, μία σταρ του Μπόλιγουντ, με καταγωγή από τη Σουηδία και τη Ρωσία.
Η Μονρόε ήταν ανήσυχο πνεύμα. Γι’ αυτό και άλλαξε αρκετές φορές κατεύθυνση σε ό,τι αφορούσε στη θρησκευτική πίστη της. Ασπάστηκε μεταξύ άλλων την Ανθρωποσοφία, ενώ έγινε Εβραία πριν από τον γάμο της με τον Άρθουρ Μίλερ το 1956.
Αν και πολλοί τη θεωρούσαν αμόρφωτη, εκείνη είχε ιδιαίτερη αδυναμία στις τέχνες. Αγαπούσε τον Γκόγια, διάβαζε ασταμάτητα και, μάλιστα, μερικά από τα αγαπημένα της βιβλία ήταν το «Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια» της Χάρπερ Λι και το «Captain Newman MD», του Λίο Ρόστεν. Ήρωά της θεωρούσε τον Αβραάμ Λίνκολν και κυριολεκτικά είχε καταβροχθίσει ό,τι είχε γραφτεί γι’ αυτόν. Επίσης, από μικρή, είχε εμμονή με τον Κλαρκ Γκέιμπλ. Όταν εκείνος πέθανε, η Μονρόε έκλαιγε δύο ημέρες, όπως είχε δηλώσει χαρακτηριστικά.
Σε δύσκολες εποχές για τους μαύρους, εκείνη είχε ταχθεί στο πλευρό τους και εξαιτίας της δικής της επιμονής η Έλα Φιτζέραλντ έκλεισε την πρώτη της μεγάλη δουλειά με κλαμπ στο Λος Άντζελες. Αυτό συνέβη, γιατί η Μονρόε υποσχέθηκε στον μάνατζερ πως θα καθόταν στην πρώτη σειρά για μία εβδομάδα, αν επέτρεπε στη σπουδαία τραγουδίστρια να βγει στη σκηνή.
Παντρεύτηκε ακόμα δύο φορές μετά από τον πρώτο της γάμο. Ο μεγάλος της έρωτας μάλλον ήταν ο διάσημος παίκτης του μπέιζμπολ, Τζο Ντι Μάτζιο, με τον οποίο σκόπευε μάλιστα να ξαναπαντρευτεί λίγο πριν πεθάνει. Εκείνος, εξαρτημένος από το αλκοόλ, έκανε θεραπεία για να την ξανακερδίσει, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσε να διευρύνει τα ενδιαφέροντά του πέρα από τον αθλητισμό. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της, λέγεται ότι περνούσαν αρκετό χρόνο μαζί, διαβάζοντας ποίηση.
Η αγάπη της για τη γνώση ίσως την οδήγησε στην αγκαλιά του Αμερικανού συγγραφέα Άρθουρ Μίλερ. Ο γάμος τους θεωρήθηκε από τους πλέον αταίριαστους στο Χόλιγουντ, όμως ο ίδιος είχε άλλη άποψη. Πίστευε πως η Μέριλιν ήταν μια γυναίκα με πνεύμα και ευφυΐα. Μάλιστα το έργο «After the Fall» θεωρείται ότι είναι εμπνευσμένο από τον γάμο τους, που έληξε άδοξα «λόγω ασυμφωνίας χαρακτήρων».
Η Μονρόε, αν και ήταν μια λαμπερή σταρ, προτιμούσε να διατηρεί χαμηλούς τόνους. Ήταν εξαιρετική μαγείρισσα, διάσημη για την μπουγιαμπέσα της, ενώ ποτέ δεν είχε ιδιαίτερα ακριβά κοσμήματα, παρόλο που τραγουδούσε «πως τα διαμάντια είναι οι καλύτεροι φίλοι των κοριτσιών».
Ταυτόχρονα, ήταν και μια πολύ δυναμική επιχειρηματίας. Ήταν δε, από τις πρώτες γυναίκες που είχε τη δική της εταιρεία παραγωγής, η οποία δημιούργησε μόνο μία ταινία, το «The Prince and the Showgirl».
Απεχθανόταν τις συμβάσεις, γι’ αυτό συχνά κυκλοφορούσε γυμνή, ακόμα και μέσα στο στούντιο, επειδή δεν ήθελε τίποτα να τη φυλακίζει. Κι όμως, ήταν η ίδια της η φήμη που έμελλε τελικά να την αιχμαλωτίσει για όλη της τη ζωή.
Η Μέριλιν Μονρόε βρέθηκε νεκρή στα 36 της χρόνια στις 3:45 π.μ. ξημερώματα Κυριακής 5 Αυγούστου του 1962, στο σπίτι της στο προάστιο Μπρέντγουντ του Λος Άντζελες. Ο θάνατός της αποδόθηκε σε υπερβολική δόση υπνωτικών χαπιών, όμως ο Ντι Μάτζιο κατηγόρησε για το τραγικό της τέλος ανοιχτά τους Κένεντι και το Χόλιγουντ. Ο Μίλερ από την πλευρά του απέκλεισε το ενδεχόμενο της αυτοκτονίας.
«Σε κάθε 100 κυβικά εκατοστά του αίματος της νεκρής υπήρχαν 4,5 χιλιοστόγραμμα υπνωτικού φαρμάκου. Αρκούν 2,5 για να προκαλέσουν τον θάνατο» έγραφε η ιατροδικαστική εξέταση. Όταν όμως ο ιατροδικαστής Τόμας Νογκούτσι προσπάθησε να κάνει ελέγχους και στα άλλα όργανά της, του απάντησαν ότι αυτά είχαν καταστραφεί.
Κάποιοι από το περιβάλλον της θεώρησαν ότι δολοφονήθηκε επειδή γνώριζε πολλά. Ανάμεσα σε εκείνους που θεωρήθηκαν ύποπτοι ήταν ο Ρόμπερτ και ο Τζον Κένεντι, με τους οποίους είχε ερωτική σχέση, ο μαφιόζος Σαμ Τζιανκάνα, το FIB, η CIA και ο ψυχίατρός της, Ραλφ Γκρίνσον.
Το 1973 κυκλοφόρησε το βιβλίο «Μέριλιν: Η βιογραφία» του Νόρμαν Μέλερ, ο οποίος ισχυριζόταν πως ο θάνατός της είχε άμεση σχέση με τις «φιλοκομουνιστικές ιδέες του Κένεντι», τις οποίες ασπάζονταν κι εκείνη. Οπότε, κατά τη γνώμη του, οι Μυστικές υπηρεσίες την έβγαλαν από τη μέση. Αργότερα, ο Μέλερ είπε δημόσια ότι όλες αυτές τις θεωρίες τις έβγαλε από το κεφάλι του.
Άλλοι πάλι λένε ότι η σχέση της με τον πρόεδρο των ΗΠΑ, την οποία είχε καταγράψει σε ένα από τα ημερολόγια της, θεωρήθηκε εθνική απειλή, οπότε η ιταλική μαφία ανέλαβε να απαλλαγεί από την παρουσία της.
Οι φήμες οργίαζαν για χρόνια και ακόμα κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα τι συνέβη πραγματικά εκείνο το βράδυ. Στην κηδεία της, πάντως, πλήθος κόσμου συνέρρευσε στο νεκροταφείο μετά από την τελετή και έκλεψε τα λουλούδια από τον τάφο της. Σήμερα θαμμένος ακριβώς δίπλα της είναι ο Χιου Χέφνερ, που αγόρασε τον τάφο αυτόν το 1992 για 50.000 λίρες.
Μια εβδομάδα μετά από τον θάνατό της, σύμφωνα με δημοσίευμα των «New York Times», ο αριθμός των αυτοκτονιών στη Νέα Υόρκη σημείωσε ρεκόρ, φτάνοντας τις 12 την ημέρα. Μία αυτόχειρας, μάλιστα, έγραψε στο σημείωμα που άφησε πίσω της: «Αν το πιο υπέροχο, όμορφο πλάσμα σε αυτό τον κόσμο δεν έχει τίποτα για το οποίο αξίζει να ζήσει, τότε δεν θα πρέπει να έχω ούτε εγώ».
Τελικά, η Μέριλιν Μονρόε πέτυχε αυτό που πάντα ήθελε, αφού έφυγε από τη ζωή, όταν το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου την κατέταξε έκτη στη λίστα με τις 25 μεγαλύτερες σταρ όλων των εποχών, αναγνωρίζοντας έτσι την αξία της...