Πώς ένα μοντερνιστικό κτίριο της δεκαετίας του 1930 έγινε ένα σύγχρονο σπίτι στα Εξάρχεια
Η αρχιτέκτονας Λάρα Βαρτζιώτη έδωσε νέα ζωή σε ένα κτίριο της δεκαετίας του 1930 στην καρδιά των Εξαρχείων, στην Αθήνα.
Το κτίριο, έργο του σπουδαίου Έλληνα αρχιτέκτονα Άγγελου Σιάγκα, θεωρείται ένα από τα πιο εμβληματικά παραδείγματα μοντερνιστικής αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα και ίσως ο πρώτος εκπρόσωπος του τοπικού μπρουταλισμού. Ο Σιάγκας ολοκλήρωσε το σχέδιο το 1931, δημιουργώντας δύο ανεξάρτητες μεζονέτες με την ονομασία «Oικία Αποστολίδη», με στόχο την ενσωμάτωση των αρχών του μοντερνισμού στην Αθήνα της εποχής.
Μετά από χρόνια εγκατάλειψης, η Λάρα Βαρτζιώτη ανέλαβε το 2021 να αποκαταστήσει το κτίριο, εστιάζοντας στην επαναφορά της παλιάς του αίγλης ενώ παράλληλα ανανέωσε τους εσωτερικούς του χώρους για να ανταποκριθούν στα σύγχρονα πρότυπα διαβίωσης. Κατά τη διάρκεια της αποκατάστασης, η αρχιτέκτονας είχε ως προτεραιότητα τη διατήρηση σημαντικών λεπτομερειών του ιστορικού κτιρίου, μετατρέποντας τις αρχικές αυστηρές κατόψεις σε ευέλικτους χώρους που καλύπτουν τις σύγχρονες ανάγκες.
Μια λειτουργική αλλά και «αρχαιολογική» ανακαίνιση από τη Λάρα Βαρτζιώτη
Το έργο XT 97, που αντλεί το όνομά του από τη διεύθυνσή του στα Εξάρχεια, διατηρεί την αρχική δομή, μοιρασμένο σε τέσσερα επίπεδα. Σήμερα το κτίριο φιλοξενεί διαφορετικές χρήσεις: έναν χώρο γραφείων στο ισόγειο και ανεξάρτητα διαμερίσματα στα ανώτερα επίπεδα, με τις κατόψεις να έχουν απλοποιηθεί, προσδίδοντας έναν ανοιχτό χαρακτήρα.
Η Λάρα Βαρτζιώτη ηγήθηκε της αποκατάστασης με έμφαση στη διατήρηση όσο το δυνατόν περισσότερων στοιχείων της αρχικής κατασκευής, ενώ παράλληλα αναδιαμόρφωσε τους εσωτερικούς χώρους για να καλύπτουν τις σύγχρονες λειτουργικές απαιτήσεις.
«Η έμπνευση για αυτή την αποκατάσταση προήλθε από την προσέγγιση του Άγγελου Σιάγκα στο σχεδιασμό», εξηγεί στο Bovary.gr η αρχιτέκτονας. «Μελετώντας τα πρωτότυπα σχέδιά του, αναπτύξαμε τον νέο σχεδιασμό με σεβασμό στις αρχικές γραμμές και ταυτόχρονα με αναβάθμιση. Η αποκατάσταση αυτή αποτέλεσε πρόκληση, τόσο πολιτιστικά όσο και κοινωνικά, καθώς προσπαθήσαμε να βρούμε τη λεπτή ισορροπία ανάμεσα σε μια λειτουργική και σε μια αρχαιολογική προσέγγιση, σεβόμενοι την αρχική φιλοσοφία του αρχιτέκτονα αλλά και τις τρέχουσες κοινωνικοπολιτικές ανάγκες του κέντρου της Αθήνας. Ήταν κρίσιμο να καταλήξουμε σε έναν σχεδιασμό ουσιαστικό και με διακριτικές αποχρώσεις, αποφεύγοντας οποιαδήποτε επιδεικτική τάση που συχνά παρατηρείται σε πρόσφατες αναστηλώσεις».
Το κτίριο έχει σχεδιαστεί με τη φιλοσοφία του ανοιχτού πλάνου (open plan), προκειμένου να στεγάζει έναν χώρο γραφείων στο ισόγειο, δύο διαμερίσματα στον πρώτο όροφο, ένα διαμέρισμα που καταλαμβάνει ολόκληρο τον δεύτερο όροφο, και ένα ρετιρέ στο δώμα. Η σχεδιαστική προσέγγιση επέβαλε τη διατήρηση πολλών χαρακτηριστικών του αρχικού κτιρίου, όπως ο φέρων οργανισμός και το εξωτερικό κέλυφος, παράλληλα με την αναδιαμόρφωση του εσωτερικού χώρου σε ευέλικτες διατάξεις που μπορούν να προσαρμοστούν σε διάφορες χρήσεις, καλύπτοντας τις σύγχρονες ανάγκες. Αυτό ήρθε σε αντίθεση με τις αυστηρές κατόψεις των αρχικών σχεδίων του Σιάγκα. Όσα περισσότερα εσωτερικά στοιχεία του αρχικού κτιρίου ήταν δυνατό να διατηρηθούν, παρέμειναν, ώστε να ενισχύουν την αισθητική χωρίς να περιορίζουν την εμπειρία των χώρων. Έτσι, η ξύλινη σκάλα, η οποία αρχικά προοριζόταν για ιδιωτική χρήση ενός διαμερίσματος, ανακαινίστηκε και χρησιμοποιείται πλέον ως κοινόχρηστη.
Τυπολογικά, η διαμπερής στοά που οδηγεί στον ακάλυπτο χώρο διαμόρφωσε τη θέση στάθμευσης. Αυτό το καινοτόμο στοιχείο επαναπροσδιορίστηκε με την αλλαγή της χρήσης του κτιρίου. Εκεί βρίσκεται η είσοδος του γραφείου, σε εσοχή για να διαφοροποιείται από την είσοδο των διαμερισμάτων. Με τη νέα χρήση και τον διαφορετικό χαρακτήρα της στοάς, επιλέχθηκε η χρήση γυάλινης τοιχοποιίας, δημιουργώντας παιχνίδι φωτός και σκιάς και ταυτόχρονα μια νέα σύνδεση με τον αστικό ιστό μέσω του ανοίγματος. Το νέο ρετιρέ σχεδιάστηκε ώστε να λειτουργεί ως «δείκτης» ή «ακτινογραφία» του κτιρίου, αποκαλύπτοντας τις θέσεις όλων των κολώνων. Αυτός ο σύνθετος σχεδιασμός αναδεικνύει τις παρατυπίες και τις ελευθερίες μέσα στο αυστηρό πλαίσιο που είχε ορίσει ο Σιάγκας.
Κατά τη διάρκεια των εργασιών αποκατάστασης, ανακαλύφθηκαν πολλές κρυμμένες λεπτομέρειες του αρχικού κτιρίου. Αρκετές σχεδιαστικές αποφάσεις λήφθηκαν επιτόπου, σε συνεργασία με το κατασκευαστικό συνεργείο. Ο συνδυασμός της γνώσης μεταξύ τεχνιτών και αρχιτεκτόνων υπήρξε καθοριστικός για την επιτυχή αποκατάσταση κτιρίων αυτής της εποχής, ένα έργο που με την πάροδο του χρόνου αποκτά όλο και μεγαλύτερη αξία.
Από το αρχικό κτίριο διατηρήθηκαν και ενισχύθηκαν με ελάσματα οι πλάκες του φέροντος οργανισμού, κατασκευασμένες από οπλισμένο σκυρόδεμα. Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας, η διατομή των υποστυλωμάτων και των δοκών αυξήθηκε, ενώ η πλάκα του τρίτου ορόφου, που είχε υποστεί σοβαρές φθορές, κατεδαφίστηκε και ανακατασκευάστηκε. Η διαφορά ανάμεσα στα αρχικά και τα νέα στοιχεία του φέροντος οργανισμού είναι εμφανής μέσω της αρχιτεκτονικής τους διαχείρισης: οι αρχικές πλάκες Τσέλνερ καλύφθηκαν με λευκή γυψοσανίδα, ενώ η νέα πλάκα παρέμεινε εμφανής.
Επίσης, η διατηρητέα πρόσοψη του κτιρίου είναι καλυμμένη με αρτιφισιέλ σοβά, ο οποίος καθαρίστηκε και αποκαταστάθηκε όπου υπήρχαν φθορές. Ένα ακόμα σημαντικό στοιχείο του κτιρίου είναι τα ανοίγματα και τα ξύλινα κουφώματα. Τα νέα κουφώματα σχεδιάστηκαν με βάση φωτογραφίες και τα αρχικά σχέδια του Σιάγκα για να ταιριάζουν όσο το δυνατόν περισσότερο με τα πρωτότυπα.
Βρέθηκαν επίσης μηχανισμοί ανάκλησης των ξύλινων ρολών, πάνω στους οποίους βασίστηκε ο σχεδιασμός των καινούριων. Έτσι, τα νέα κουφώματα είναι ξύλινα, όπως και τα αρχικά, αλλά προσαρμοσμένα στις σύγχρονες ανάγκες και με βάση τους ισχύοντες κανονισμούς ενεργειακής απόδοσης, καθώς δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στην ενεργειακή αναβάθμιση του κτιρίου.
Το αποτέλεσμα είναι να φαίνεται παντού στο έργο η σύνθεση του παλιού με το νέο. Για παράδειγμα, το αρχικό δάπεδο από μωσαϊκό διατηρήθηκε και τονίστηκε με τη χρήση εποξειδικού δαπέδου που επιλέχθηκε για την ικανότητά του να το πλαισιώνει αρμονικά. Τα αρχικά κιγκλιδώματα διατηρήθηκαν στον δεύτερο όροφο, και, με βάση φωτογραφικό υλικό, τα νέα κιγκλιδώματα σχεδιάστηκαν με τον ίδιο τρόπο ώστε να αντικαταστήσουν όσα έλειπαν.
Ταυτότητα έργου:
Aρχιτέκτονας: Λάρα Βαρτζιώτη
Συνολική έκταση: 431,89 τ.μ.
Κατασκευή: Cers
φωτογράφος: Haufen: Δημήτρης Κλεάνθης | @dimitriskleanthis