Μια παλιά κατοικία στα Ιωάννινα μετατράπηκε σε ένα μοντέρνο boutique ξενοδοχείο
Σε έναν από τους πιο όμορφους πεζοδρόμους της πόλης των Ιωαννίνων, στην καρδιά του ιστορικού κέντρου, σε μια γειτονιά όπου μόλις πριν από έναν αιώνα η ελληνική, η μουσουλμανική και η εβραϊκή κοινότητα έδιναν μέσα από τη συνύπαρξή τους άρωμα πολυπολιτισμικότητας και μητροπολιτικής αρχοντιάς, μια παλιά διώροφη κατοικία ανακατασκευάζεται και μετατρέπεται σε ένα boutique ξενοδοχείο, προσφέροντας έναν νέο χώρο φιλοξενίας.
Βασική σχεδιαστική αρχή αποτέλεσε η ανάδειξη της ιστορικότητας του κτιρίου εσωτερικά και εξωτερικά σε συνδυασμό με τη ανάγκες και τη λειτουργικότητα ενός σύγχρονου καταλύματος που προσφέρει την εμπειρία της διαμονής στο ιστορικό κέντρο της πόλης.
Το κτίριο είναι κατασκευασμένο σε 2 διακριτές χρονικές φάσεις. Η πρώτη αφορά το κυρίως κτίριο, χτισμένο στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα (περίπου το 1917 σύμφωνα με μαρτυρίες), και η δεύτερη φάση αφορά σε μεταγενέστερες προσθήκες. Η συνολική επιφάνεια του κτιρίου ανέρχεται σε 445 τ.μ, τα οποία διαμοιράζονται σε 4 στάθμες. Στο υπόγειο συγκεντρώνονται όλοι οι βοηθητικοί χώροι και ο χώρος του πρωινού, ενώ στους υπόλοιπες 3 στάθμες αναπτύσσονται τα 8 δωμάτια, με τον χώρο υποδοχής να βρίσκεται στο ισόγειο. Στο πίσω μέρος του οικοπέδου βρίσκεται η αυλή του κτιρίου όπου φιλοξενεί το παρασκευαστήριο και διαμορφωμένο υπαίθριο χώρο αναψυχής και χαλάρωσης.
Βασικές αρχές κατασκευής
Η επιλογή των κατασκευαστικών υλικών (πέτρα, μωσαϊκό, μάρμαρο, ξύλο) έγινε με απόλυτο γνώμονα το σεβασμό στη γιαννιώτικη παραδοσιακή αρχιτεκτονική και την ιδιαίτερη ιστορία της ευρύτερης περιοχής του Κάστρου, ενισχύοντας με αυτό τον τρόπο τη μνήμη διαμέσου της εικόνας. Με σεβασμό στην αρχιτεκτονική ταυτότητα και στην ογκοπλασία του κτιρίου, βασικός στόχο αποτέλεσε η ανάδειξη των νεοκλασικών του στοιχεία και η διατήρηση του χαρακτήρα του μέσα από το πρίσμα ενός σύγχρονου αρχιτεκτονικού σχεδιασμού. Η πέτρινη φέρουσα τοιχοποιία του κυρίως κτιρίου ενισχύθηκε με τις κατάλληλες μεθόδους και όπου κρίθηκε απαραίτητο αποκαλύφθηκε, επαναφέροντας έτσι την όψη στην αρχική της μορφή και στην ''ειλικρίνεια'' της κατασκευής. Οι μεταγενέστερες προσθήκες του κτιρίου, που βρίσκονταν σε κακή κατάσταση λόγω του πρόχειρου της κατασκευής, αποξηλώθηκαν κατά το μεγαλύτερο τμήμα τους και κατασκευάστηκαν εκ νέου, διατηρώντας την αρχική γεωμετρία, τηρώντας ταυτόχρονα και τις προδιαγραφές που ορίζει το διάταγμα του ιστορικού κέντρου των Ιωαννίνων.
Η στατικότατα του κτιρίου ήταν μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της αποκατάστασης του κτιρίου, καθώς το εσωτερικό του έπρεπε να αποξηλωθεί εξολοκλήρου, σε αρκετά τμήματα δεν βρέθηκαν καθόλου θεμέλια, ενώ μεγάλες ρωγμές υπήρχαν σε αρκετά σημεία και κυρίως στις γωνίες.
Λόγω του περιορισμένου χώρου αλλά και των κατασκευαστικών δυσκολιών η σύμμεικτη κατασκευή του φέροντα οργανισμού κρίθηκε η καταλληλότερη. Έτσι το υπόγειο ενισχύθηκε με εσωτερικά τοιχία από οπλισμένο σκυρόδεμα δημιουργώντας παράλληλα και τη βάση του νέου μεταλλικού σκελετού. Ο φέρον μεταλλικός σκελετός υπολογίστηκε έτσι ώστε σε περίπτωση σεισμού οι ανοχές μετακίνησης που είχε να είναι τέτοιες που να μην επηρεάσουν την πέτρινη εξωτερική τοιχοποιία.
Η πέτρινη τοιχοποιία, όπου έμεινε εμφανής καθαρίστηκε και αρμολογήθηκε σε βάθος, ενώ στο υπόλοιπο τμήμα ενισχύθηκε με πλέγμα και σοβατίστηκε. Βασικό ρόλο έπαιξαν οι επεμβάσεις με ελκυστήρες για το δέσιμο των γωνιών αλλά και ολόκληρης της τοιχοποιίας. Τέλος απαραίτητη κρίθηκε η κατασκευή διαζώματος από οπλισμένο σκυρόδεμα στη στέψη του κτιρίου.
Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στην ενεργειακή αναβάθμιση του κτιρίου χωρίς αυτό να αλλοιώσει τον χαρακτήρα του. Το κυρίως κτίριο θερμομονώθηκε εσωτερικά ενώ οι προσθήκες λόγω και της κατασκευής τους ήταν εύκολο να θερμομονωθούν εξωτερικά. Τα κουφώματα αντικαταστάθηκαν με νέα ξύλινα ενεργειακά με διπλούς υαλοπίνακες. Τέλος η θέρμανση, η ψύξη και το ΖΝΧ των χώρων γίνεται με αντλίες θερμότητας.
Η εσωτερική αρχιτεκτονική διαμόρφωση αναπτύχθηκε με σεβασμό στο βασικό δομικό κέλυφος, αξιοποιώντας ταυτόχρονα τα μεγάλα εσωτερικά ύψη των ορόφων και με στόχο την καλύτερη δυνατή εγκατάσταση της νέας χρήσης, έγινε ανακατανομή των ορόφων. Η νέα χωροθέτηση αλλά και η ίδια η μορφολογία του κτιρίου οδήγησε στη δημιουργία διαφορετικών τύπων δωματίων, αποφεύγοντας μια επαναλαμβανόμενη τυπολογία, προσφέροντας κάθε φορά μια διαφορετική εμπειρία στον επισκέπτη. Στην κύρια όψη του κτιρίου επαναφέρεται η μία αρχική είσοδος, καταργώντας τις δύο που είχαν προκύψει από μεταγενέστερες ανάγκες της χρήσης του κτιρίου, αποκαθιστώντας την αρχική μορφή αλλά και τον παραδοσιακό σχεδιασμό μίας κεντρικής εισόδου.
Ο χώρος υποδοχής
Η είσοδος στο ξενοδοχείο πραγματοποιείται από τον πεζόδρομο της οδού Σούτσου και ανεβαίνοντας λίγα σκαλοπάτια ένας ζεστός χώρος υποδέχεται τον επισκέπτη. Ειδικές κατασκευές, σχεδιασμένες και κατασκευασμένες να πλαισιώσουν το σύγχρονο αυτό περιβάλλον συνδιαλέγονται δημιουργικά με τα παραδοσιακά στοιχεία που διατηρούνται και αναδεικνύονται. Στον χώρο υποδοχής καθώς και σε όλους τους κοινόχρηστους διαδρόμους επιλέγεται η χρήση της σκακιέρας στο δάπεδο από πλακίδια απομίμησης λευκού και μαύρου μαρμάρου, αξιοποιώντας μια συνειδητή αναφορά στο παρελθόν. Η κυψελωτή κατασκευή στην οροφή σηματοδοτεί τον χώρο υποδοχής και σε συνδυασμό με τις κατάλληλες επιλογές φωτισμού διαμορφώνεται ένας χώρος λιτός, σύγχρονος αλλά ταυτόχρονα οικείος και διαχρονικός.
Η παλιά ξύλινη σκάλα του κτιρίου αντικαταστάθηκε με νέα ξύλινη, ενώ το νέο μεταλλικό γραμμικό κιγκλίδωμα που τοποθετήθηκε σε αποχρώσεις μαύρου και χρυσού σηματοδοτεί την ταυτότητα μιας σύγχρονης κατασκευής.
Τα δωμάτια
Στο επίπεδο του ισόγειου γύρω από τον χώρο υποδοχής αναπτύσσονται 3 δωμάτια, 3 ακόμα στον α΄ όροφο και 2 στην τελευταία στάθμη του κτιρίου στο επίπεδο της στέγης. Αξιοποιώντας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τον φυσικό φωτισμό και αερισμό των υπαρχόντων ανοιγμάτων και με γνώμονα τις απαιτήσεις ενός νέου καταλύματος τα δωμάτια σχεδιάζονται για να προσκαλέσουν τον επισκέπτη σε μια σύγχρονη εμπειρία κατοίκησης σε ένα παραδοσιακό τμήμα της πόλης. Αν και το κάθε δωμάτιο αποτελεί ξεχωριστή ενότητα επιλέγεται ένα γενικό ύφος σχεδιασμού που συνδιαλέγεται ανάμεσα στη σύγχρονη λιτή πολυτέλεια και την ιστορικότητα του κτιρίου.
Οι αδρές επιφάνειες της εμφανούς λιθοδομής καθώς και της επένδυσης με τουβλάκι σε κάποιους τοίχους, έρχονται σε αντίθεση με τα πιο ζεστά υλικά όπως το ξύλο από δρυ σε μαύρη απόχρωση ή απόχρωση καρυδιάς, που κυριαρχεί στις κατασκευές, τις χρυσές λεπτομέρειες σε διακοσμητικά, διαχωριστικά και φώτα καθώς και τις πιο ζεστές κατασκευές από ύφασμα. Όλα τα έπιπλα είναι ειδικές κατασκευές σχεδιασμένες σύμφωνα με τις απαιτήσεις του εκάστοτε δωματίου. Γύψινες κορνίζες σε τοίχους και οροφές αποτελούν μία ακόμα αναφορά στο νεοκλασικό χαρακτήρα του κτιρίου.
Στο σύνολο των δωματίων επικρατούν οι γήινες αποχρώσεις σε ανοιχτόχρωμους κυρίως τόνους σε αντίθεση με το έντονο χαρακτηριστικό πετρόλ που επιλέγεται για τους κοινόχρηστους χώρους (χώρο υποδοχής, διάδρομοι και σκάλα) και σε κάποιους τοίχους δωματίου και λουτρού, αποτελώντας και μία σύγχρονη πινελιά σε ένα πιο παραδοσιακό περιβάλλον. Η εναλλαγή φυσικών υλικών σε δάπεδα και τοίχους με τη χρήση ξύλου, πλακιδίων διαφορετικών μεγεθών υφών και χρωμάτων, μωσαϊκού και μαρμάρου, σε συνδυασμό με την μεγάλη ποικιλία επίπλων και φωτιστικών οδηγούν στη δημιουργία πολλαπλών σεναρίων φιλοξενίας σε ένα παραδοσιακό αλλά ταυτόχρονα και σύγχρονο περιβάλλον. Τα δύο δωμάτια στην τελευταία στάθμη του καταλύματος χαρακτηρίζονται από την επιβλητική εμφανή ξύλινη στέγη αποκαλύπτοντας ένα χαρακτηριστικό στοιχείο της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής.
Όλα τα εξωτερικά κουφώματα είναι ξύλινα ταμπλαδωτά βαμμένα σε λευκή-μπεζ απόχρωση ακολουθώντας πιστά την αρχική τους μορφή, ενώ οι εσωτερικές ξύλινες πόρτες με μία πιο λιτή αισθητική είναι βαμμένες μαύρες σηματοδοτώντας την είσοδο σε κάθε χώρο.
Η αυλή
Η διαμόρφωση του εξωτερικού αύλειου χώρου επιχειρεί την επαναφορά της παραδοσιακής ελληνικής πίσω κλειστής αυλής με τον απαραίτητο χώρο καθιστικού για τις ανάγκες του ξενοδοχείου. Η ανάδειξη των φυσικών υλικών σε συνδυασμό με την φύτευση ενός δέντρου σε κεντρικό σημείο της πίσω αυλής, καθώς και η επανατοποθέτηση του πέτρινου διακοσμητικού πηγαδιού που είχε βρεθεί στην αυλή κατά τις εργασίες καθαρισμού, αποτέλεσαν μια σύγχρονη ερμηνεία υπαίθριου χώρου συγκέντρωσης, αναψυχής και χαλάρωσης συνδέοντας τον χώρο με το παραδοσιακό του χαρακτήρα.
Ο φωτισμός που επιλέχθηκε τόσο για το εσωτερικό, όσο και για το εξωτερικό του κτιρίου αναδεικνύει τον χώρο, δημιουργώντας μια αίσθηση λιτής πολυτέλειας, τονίζοντας ταυτόχρονα τον χαρακτήρα του νεοκλασικού και την ιστορικότητα που ένα τέτοιο επιβλητικό κτίριο μεταφέρει στον χώρο και στον χρόνο. Μέσα από την αρχιτεκτονική πρόταση που προέκυψε από την εγκατάσταση της νέας χρήσης, ο επισκέπτης προσεγγίζει βιωματικά την διαλεκτική σχέση ανάμεσα στο παλιό και στο σύγχρονο, στο παρελθόν αλλά και στο παρόν του ιστορικού κέντρου που ακροβατεί μέσα στο αστικό τοπίο.
Έργο: Λιθεία boutique hotel
Αρχιτεκτονική Μελέτη-επίβλεψη: G2lab Γιάννης & Γιώργος Ευθυμιάδης
Φωτογράφος: Δημήτρης Σπύρου