Έλβις

Ταινίες της εβδομάδας: O μύθος του βασιλιά Έλβις ξαναζωντανεύει στη μεγάλη οθόνη

Αυτή την εβδομάδα, o Μπαζ Λούρμαν ξαναζωντανεύει τον μύθο του Έλβις Πρίσλεϊ, ο Ίθαν Χοκ στο «Νεκρό Τηλέφωνο» κάνει τον πιο τρομακτικό ρόλο της ζωής του και ο Δημήτρης Κανελλόπουλος σκηνοθετεί ένα νεό-γουέστερν με φόντο την ελληνική  επαρχία.

Elvis

Σκηνοθεσία: Μπαζ Λούρμαν

Παίζουν: Όστιν Μπάτλερ, Τομ Χανκς, Ολίβια ΝτεΤζόνζι, Ελεν Τόμσον, Ρίτσαρντ Ρόξμπουργκ, Ντέιβιντ Γουένχαμ,Κέλβιν Χάρισον Τζούνιορ, Χαβιέρ Σάμιουελ, Κόντι Σμιτ-ΜακΦι

Περίληψη: Η ιστορία του Ελβις Πρίσλεϊ μέσα από το πρίσμα της πολύπλοκης σχέσης του με τον αινιγματικό μάνατζερ του, «Συνταγματάρχη» Τομ Πάρκερ. Ειπωμένη από την οπτική του Πάρκερ, η ταινία βυθίζεται στη σύνθετη δυναμική που αναπτύχθηκε ανάμεσα στους δυο άνδρες, με φόντο μια Αμερική που χάνει την αθωότητά της.

Ο Μπαζ Λούρμαν σκηνοθετεί μια biopic του Έλβις Πρίσλεϊ, εστιάζοντας στη σχέση του με τον ατζέντη του, Τομ Πάρκερ.

Παρόλο που η ταινία φέρει στον τίτλο το όνομα του Βασιλιά του ροκ εντ ρολ, είναι ταυτόχρονα και η ιστορία του «Συνταγματάρχη» Τομ Πάρκερ. Άλλωστε, μέσα από την οπτική του ανθρώπου που δημιούργησε τον μύθο του Πρίσλεϊ, μια προσωπικότητα αμφιλεγόμενη που πολλοί θεωρούσαν εκμεταλλευτή και κάθαρμα, ο Λούρμαν επιλέγει να αφηγηθεί την ξέφρενη πορεία του Έλβις στην κορυφή.

Ο Πάρκερ συνάντησε τον Πρίσλεϊ, όταν ο δεύτερος ήταν δεκαοχτώ χρόνων, και αμέσως κατάλαβε ότι αυτό το αγόρι, με τη μπάσα φωνή και το χαρακτηριστικό λίκνισμα των γοφών, που τραγουδούσε σαν μαύρος αν και ήταν λευκός, είχε αυτό το κάτι που θα τον έκανε πλούσιο. Και είχε δίκιο. Με τη δική του καθοδήγηση, ενίοτε και χειραγώγηση, λοιπόν το ντροπαλό παιδί από τον Νότο μεταμορφώθηκε σε ίνδαλμα. Μπορεί ο Πάρκερ να τον εμπόδισε από μια διεθνή περιοδεία, μπορεί να του απαγόρευε να συμμετέχει σε δουλειές που δεν ενέκρινε, όμως στην ουσία ο περιβόητος Συνταγματάρχης, που ο Πρίσλεϊ προτιμούσε να τον αποκαλεί «Ναύαρχο», τον έσωσε σε δύσκολες στιγμές και τον  προστάτευε, οργανώνοντας τα πάντα, όταν εκείνος το μόνο που ήθελε ήταν απλώς να ανεβαίνει στη σκηνή και να τραγουδάει.

Ο εικονοπλάστηςΜπαζ Λούρμαν («Strictly Ballroom», «Romeo + Juliet», «Moulin Rouge», «Υπέροχος Γκάτσμπυ») με ένα σπιντάτο μοντάζ και φαντεζί περιτύλιγμα διατρέχει όλη την καριέρα του Πρίσλεϊ με έναν φρενήρη ρυθμό, ακριβώς όπως θα ταίριαζε στη μουσική του, αλλά και στην ιλιγγιώδη ταχύτητα με την οποία έγινε θρύλος. Ο Αυστραλός δημιουργός από τη μία καταφέρνει να αποτυπώσει το δαιμόνιο ταλέντο του Πρίσλεϊ και το μοναδικό χάρισμα που έκανε το κοινό να παραληρεί, πετυχαίνοντας πολλές φορές κατά τη διάρκεια της ταινίας να προκαλέσει το ίδιο ρίγος με αυτό που προκαλούσε και ο Βασιλιάς.

Η προσωπικότητα όμως του Έλβις, η σχέση του με την Πρισίλα και την οικογένειά του, παιδικά του χρόνια στη συνοικία των μαύρων που τον διαμόρφωσαν, οι εξαρτήσεις του, ο εύθραυστος ψυχισμός του, που τον οδήγησαν στον θάνατο, απλώς περιγράφονται σαν  μικρά ενσταντανέ μιας τρελής περιπέτειας, γεμάτης φυσικά από τα τραγούδια του. Μέσα σε όλα αυτά, η επιβλητική μορφή του Πάρκερ, που του δίνει σάρκα και οστά ο πάντα μοναδικός Τομ Χανκς, άλλοτε σαν φάντασμα και άλλοτε σαν φιγούρα βγαλμένη από ένα παράδοξο ενήλικο παραμύθι, κινεί τα νήματα, ενώ ο νεαρός Όστιν Μπάτλερ, απόλυτα ταυτισμένος με τον Βασιλιά, ακτινοβολεί σε κάθε πλάνο, χωρίς όμως να έχει ποτέ από τον Λούρμαν μια  πραγματικά γερή σκηνή να παίξει.

Έτσι, αυτή τη βιογραφία, αν και ξεφεύγει από την πεπατημένη, θυμίζει περισσότερο ένα εκκωφαντικό, γοητευτικό αναμφίβολα και άκρως ερωτικό βιντεοκλίπ, με επιδερμικές κοινωνικό-πολιτικές αναφορές στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα της Αμερικής. Ίσως τον Λούρμαν να επέλεγε και ο ίδιος ο Έλβις, όμως όχι να αφηγηθεί τη ζωή του, αλλά μάλλον για να δώσει στο κοινό του αυτό που πάντα ζητούσε από εκείνον: ένα φευγαλέο όνειρο.

Αγέλη Προβάτων

Σκηνοθεσία: Δημήτρης Κανελλόπουλος

Παίζουν: Άρης Σερβετάλης, Δημήτρης Λάλος, Γιάννης Βασιλώττος, Λευτέρης Πολυχρόνης

Περίληψη: Ο Θανάσης αδυνατεί να ξεπληρώσει το χρέος του στον Στέλιο. Όταν μαθαίνει πως κι ο Αποστόλης βρίσκεται στην ίδια θέση, του ζητά να συμμαχήσουν για να πετύχουν μια καλύτερη συμφωνία. Κι ενώ βρίσκει κι άλλους πρόθυμους να τον ακολουθήσουν, δύο νεαροί μικροεγκληματίες φτάνουν στην πόλη για να εκφοβίσουν αυτούς που χρωστούν στον τοκογλύφο.

To σκηνοθετικό ντεμπούτο μεγάλου μήκους του Δημήτρη Κανελλόπουλου, που χάρισε το βραβείο Ιρις Β' Ανδρικού Ρόλου στον Άρη Σερβετάλη και απέσπασε το Βραβείο Κοινού στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.

Η ελληνική επαρχία αποτελεί πηγή έμπνευσης των Ελλήνων κινηματογραφιστών, καθώς σε αυτές τις μικρές κλειστές κοινωνίες ανιχνεύονται όλες οι παθογένειες του παρόντος και του παρελθόντος. Με τον ίδιο τρόπο και ο Δημήτρης Κανελλόπουλος, βραβευμένος μικρομηκάς που χρόνια έχει εργαστεί ως ηχολήπτης, υπογράφει ένα αγροτικό νεογουέστερν, όπου όμως δεν υπάρχουν καλοί και κακοί, Ινδιάνοι και σερίφιδες, ούτε καν πρόβατα και λύκοι.

Αντ' αυτού, μια ομάδα καταχρεωμένων ανδρών με επικεφαλής τον Θανάση, αποφασίζουν να τα βάλουν με τον τοκογλύφο της περιοχής και τα δυο τσιράκια του. Η υπόκωφη βία ξεσπά στο επιβλητικό τοπίο του δάσους της Φολόης, το οποίο ο Κανελλόπουλος έχει διαλέξει για τα γυρίσματά του, δημιουργώντας έναν ενδιαφέροντα συνδυασμό κοινωνικής επιταγής και αρχέγονου ενστίκτου.

Με μια βραδυφλεγή ρεαλιστική κινηματογράφηση που σε σημεία φλερτάρει με την αισθητική των αδερφών Κοέν, χτίζει το σασπένς σταδιακά, αποσαθρώνει το στερεότυπο της τοξικής αρρενωπότητας, που δεν είναι πλέον καθόλου γοητευτική, και ενορχηστρώνοντας εξαιρετικά το σύνολο των ηθοποιών του, υπογράφει μια αλληγορία των σύγχρονων σχέσεων με βασικό άξονα την έννοια του χρέους.

Νεκρό Τηλέφωνο (The Black Phone)

Σκηνοθεσία: Σκοτ Ντέρικσον

Παίζουν: Ίθαν Χοκ, Μέισον Τέιμς, Μαντλέν ΜακΓκρο, Τζέρεμι Ντέιβις

Περίληψη: Ο Φίνεϊ, ένα ντροπαλό αλλά έξυπνο αγόρι, απάγεται από έναν σαδιστή και παγιδεύεται σε ένα κλειδωμένο υπόγειο. Όταν ένα αποσυνδεδεμένο τηλέφωνο στον τοίχο αρχίζει να χτυπά, ανακαλύπτει ότι μπορεί να ακούσει τις φωνές των προηγούμενων θυμάτων του δολοφόνου. Οι νεκροί όμως θέλουν να βεβαιωθούν ότι αυτό που τους συνέβη δεν θα συμβεί και στον μικρό ήρωα.

Ο Σκοτ Ντέρικσον αναθέτει στον  Ίθαν Χοκ  τον πιο τρομακτικό ρόλο της καριέρας του.

Στο Ντένβερ της δεκαετίας του ’70, ένα πανέξυπνο δεκατριάχρονο αγόρι, ο Φίνεϊ απάγεται από έναν μανιακό παιδεραστή, που τον κρατάει φυλακισμένο σε ένα σκοτεινό υπόγειο. Στους μουχλιασμένους τοίχους του υπάρχει ένα αποσυνδεδεμένο τηλέφωνο, το οποίο ξαφνικά αρχίζει να χτυπάει. Ο μικρός Φίνεϊ από την άλλη άκρη της γραμμής ακούει τις φωνές των νεκρών θυμάτων του βασανιστή του, που θέλουν να τον προφυλάξουν. Ταυτόχρονα, η μικρή αδερφή του Φίνεϊ κάνει τα πάντα για να τον σώσει.

Ο Ντέρικσον, μετά από το πέρασμά του από τη Marvel και τον «Doctor Strange», επιστρέφει δυναμικά στο σινεμά του τρόμου που τον καθιέρωσε. Άλλωστε, ακόμα και οι επιστήμονες συμφωνούν ότι ο Αμερικανός δημιουργός μπορεί να δημιουργήσει ανατριχίλες περισσότερο από κάθε άλλον, ανακηρύσσοντας μετά από μετρήσεις το «Sinister» του την πιο τρομαχτική ταινία όλων των εποχών.

Αυτή τη φορά, αντλώντας το υλικό του από το διήγημα το Τζο Χιλ, γιου του Στίβεν Κινγκ, μας μεταφέρει σε μια εποχή που η Αμερική -και όχι μόνο- λατρεύει να νοσταλγεί. Μόνο που ο Ντέρικσον δεν έχει καμία διάθεση για ωραιοποιήσεις και παρελθοντολογίες. Αντίθετα, αντιπαραβάλλοντας το σκοτεινό υπόγειο του κατά συρροή δολοφόνου με τον εξίσου σκληρό κόσμο έξω από αυτό, αποδομεί την εικόνα που έχουν χτίσει πολλοί συνάδελφοί του σχετικά με τα 70s, θέτοντας υπό αμφισβήτηση όχι μόνο το παρελθόν, αλλά και κατεστημένους θεσμούς. Ο σαδιστής που κρατάει τον Φίνεϊ δεν διαφέρει και πολύ από τον απειλητικό πατέρα του, ούτε η βία που του ασκείται είναι λιγότερη από αυτή που κάνει τα παιδιά του σχολείου του να γρονθοκοπούνται μέχρι τελικής πτώσεως. Μέσα σε αυτό το ζοφερό περιβάλλον, που ο Ντέρικσον κινηματογραφεί υποβλητικά, η σωτηρία δεν έρχεται από κάποιον ενήλικα, αλλά από τις αθώες χαμένες ψυχές των παιδιών, που άδικα βασανίστηκαν.

Έτσι τελικά υπογράφει ένα πρωτότυπο αλλά ανοικονόμητο θρίλερ, που προσπαθεί να  συνδυάσει όχι πάντα με επιτυχία το horror με το μεταφυσικό και την αλληγορία, όπου ο Ίθαν Χοκ κρυμμένος πίσω από μια μάσκα, με βαθιά φωνή και αργές κινήσεις ενσαρκώνει το απόλυτο κακό, δίνοντας μορφή σε μια σειρά αστικών μύθων, που έχουν στοιχειώσει την Αμερική, όπως η οικογένεια Μάνσον, ο Zodiac, ή ο Στραγγαλιστής του Χιλντσάιρ.

Επαναπροβολή:

Αφήνοντας το Λας Βέγκας (Leaving Las Vegas)

Σκηνοθεσία: Μάικ Φίγκις

Παίζουν: Νίκολας Κέιτζ, Ελίζαμπεθ Σου, Τζούλιαν Σαντς

Περίληψη: Ένας σεναριογράφος του Χόλιγουντ, ο οποίος έχει χάσει τα πάντα εξαιτίας του αλκοολισμού του, αποφασίζει να φτάσει στο Λας Βέγκας και να πιεί μέχρι θανάτου. Αλλά εκεί συνάπτει μια ιδιαίτερη σχέση με μια γυναίκα, που του αλλάζει τη ζωή.

To εμβληματικό φιλμ του Μάικ Φίγκις, που χάρισε στον Νίκολας Κέιτζ το Όσκαρ Α' Ανδρικού Ρόλου, κυκλοφορεί σε επανέκδοση με νέες κόπιες.

Ο Μπεν έχασε τη γυναίκα και το παιδί του εξαιτίας του αλκοολισμού του και τώρα χάνει και το τελευταίο του οχυρό: τη δουλειά του σαν συγγραφέας. Καίγοντας τα υπάρχοντά του, κατευθύνεται προς το Λας Βέγκας με έναν απλό στόχο: να αυτοκτονήσει, πίνοντας μέχρι να θανάτου. Πέρα από κάθε ελπίδα, χαμένος στο αλκόολ, κατακτά σε κάποιες νηφάλιες στιγμές (όταν δεν τον καταπιέζουν τα βάσανα) το κέφι ενός ανθρώπου για τον οποίο δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ ελεύθερης πτώσης και απόλυτης ελευθερίας.

Βρίσκει λοιπόν μια όμορφη νεαρή πόρνη, τη Σέρα, και την πηγαίνει στο μοτέλ του. Το σεξ όμως στην κατάστασή του είναι αδύνατον. Έτσι καταλήγουν να πίνουν μαζί, να λιποθυμούν μαζί και μετά από κάμποσες «συνευρέσεις» να μετακομίζουν μαζί. Εκείνος θέτει μόνον έναν όρο: ότι η Σέρα δεν θα του ζητήσει ποτέ να σταματήσει να πίνει. Εκείνη συμφωνεί υπό έναν όρο: να μη της ζητήσει ποτέ να σταματήσει να γαντζώνεται πάνω του...

Μια ιστορία αγάπης θυελλώδης, τραγική και υπέροχη, μια ραψωδία αυτοκαταστροφής, που προκλητικά δεν ενδιαφέρεται για κανενός είδους εξιλέωση ή -ακόμη χειρότερα- για ένα happy end σε στυλ Χόλιγουντ. Ο Φίγκις δεν προσποιείται ούτε λεπτό ότι αυτή η ταινία είναι για τον καθένα. Το περιβάλλον του είναι άθλιο, η γλώσσα του κοφτερή σαν μαχαίρι και το ζευγάρι εραστών του δεν ψάχνουν ονειρικά ρομάντζα, αλλά μια απελπισμένη απελευθέρωση. Σκληρό, αλλά αγνό μαγευτικό σινεμά, που βουτά όσο πιο βαθιά αντέχει στο μυστήριο μιας αγάπης άνευ όρων και κανόνων.