Ο Στίβεν Σπίλμπεργκερ σκηνοθετεί το «West Side Story» και ετοιμάζεται να γράψει ιστορία
Λίγες μέρες μετά από τον θάνατο του Στίβεν Σοντχάιμ, του ανθρώπου που έγραψε τους στίχους των τραγουδιών για ένα από τα ωραιότερα μιούζικαλ όλων των εποχών, το «West Side Story», ο Στίβεν Σπίλμπεργκ ετοιμάζεται να κάνει στο σινεφίλ κοινό το δικό του χριστουγεννιάτικο δώρο.
Φτάνοντας στο τέλος μιας δύσκολης χρονιάς, κατά τη διάρκεια της οποίας η τέχνη και ο κινηματογράφος ειδικά δοκιμάστηκαν από την πανδημία, ο μεγάλος Αμερικανός σκηνοθέτης επιστρέφει με ένα remake του κλασικού πια «West Side Story», που θα δούμε και στις ελληνικές αίθουσες από την Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου.
Ήδη οι πρώτες κριτικές στην Αμερική μιλούν για την «ταινία της χρονιάς» και για την καλύτερη έως τώρα του Σπίλμπεργκ, με τους ειδικούς να προβλέπουν ότι το νέο του εγχείρημα θα σαρώσει στα Όσκαρ. Ο ίδιος μιλώντας στο «Vanity Fair» εξομολογήθηκε πως λάτρεψε από την παιδική του ηλικία του αυτό το μιούζικαλ και πως η επιθυμία να πειραματιστεί στο συγκεκριμένο είδος -πράγμα που κάνει για πρώτη φορά- τον στοίχειωνε χρόνια.
Ανέθεσε μάλιστα τη μεταγραφή του σεναρίου σε έναν από τους πιο σημαντικούς Αμερικανούς συγγραφείς, τον Τόνι Κούσνερ, θεωρώντας ότι είναι ο πλέον κατάλληλος να μιλήσει για τα σύγχρονα φλέγοντα ζητήματα. Άλλωστε, ο γνωστός σκηνοθέτης θέλει να ενσωματώσει σε αυτή την παλιά ιστορία όλα όσα συμβαίνουν σήμερα. «Στην εποχή μας φαίνεται να έχει επιστρέψει η διαχρονική ιστορία του έργου και μάλιστα με επιπρόσθετη κοινωνική οργή. Ήθελα να αφηγηθώ αυτή την πορτορικανική εμπειρία στη Νέα Υόρκη και κατ' επέκταση την εμπειρία της μετανάστευσης σ' αυτή τη χώρα, όπως και τον αγώνα της επιβίωσης ενάντια στα εμπόδια της ξενοφοβίας και της φυλετικής προκατάληψης» ανέφερε σε συνέντευξή του χαρακτηριστικά.
Αν πράγματι οι προβλέψεις βγουν σωστές και η ταινία θριαμβεύσει στα Όσκαρ, θα είναι η πρώτη φορά που ένα remake θα κερδίσει το Χρυσό Αγαλματάκι. Θυμίζουμε ότι το «West Side Story» κέρδισε το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας το 1961, μαζί με άλλα 9 από συνολικά 11 υποψηφιότητες. Ανάμεσα στους τότε νικητές ήταν και η ηθοποιός Ρίτα Μορένο, που είχε κερδίσει Οσκαρ για τον ρόλο της Ανίτα (τώρα την υποδύεται η Αριάνα ΝτεΜπόουζ). Στην εκδοχή του Σπίλμπεργκ, η ενενηντάχρονη πια Μορένο, μία από τις ελάχιστες γυναίκες που έχει κερδίσει Όσκαρ, Γκράμι, Τόνι και Έμμυ, ερμηνεύει έναν χαρακτήρα, που γράφτηκε αποκλειστικά γι' αυτήν, τη Βαλεντίνα. Αν προταθεί για Οσκαρ θα είναι η γηραιότερη υποψήφια, ενώ αν κερδίσει θα γίνει η πρώτη ηθοποιός που κερδίζει Οσκαρ για remake ταινίας, έχοντας ήδη κερδίσει Όσκαρ για άλλον ρόλο με το ίδιο έργο.
Το σημαντικό αυτό μιούζικαλ έκανε για πρώτη φορά την πρεμιέρα του στις 26 Σεπτεμβρίου 1957 στο Μπρόντγουέϊ και εντυπωσίασε κοινό και κριτικούς, επειδή επαναδιαπραγματευόταν τη γνωστή ιστορία του «Ρωμαίου και της Ιουλιέτας» του Σαίξπηρ. Τοποθετημένο από τον συγγραφέα Άρθουρ Λόρεντς στις λαϊκές γειτονιές της Νέας Υόρκης τη δεκαετία του '50, ασχολήθηκε με μια σειρά από κοινωνικά θέματα, πράγμα που δεν συνηθιζόταν μέχρι τότε στο μουσικό θέατρο και θεωρήθηκε καινοτόμο για την εποχή του.
Ο Λόρεντς φλέρταρε με την ιδέα του έργου από το 1949, έχοντας κατά νου να αναθέσει την σύνθεση της μουσικής στον κορυφαίο Λέοναρντ Μπερνστάιν. Εβραϊκής καταγωγής και οι δύο ήταν φυσικό να εμπνευστούν από το περιβάλλον τους. Ήρωες του έργου θα ήταν λοιπόν ο Ιταλοαμερικανός Αντόνιο και η Αμερικανοεβραία Μαρία, επιζήσαζα του Ολοκαυτώματος, δύο νεαρά παιδιά που ερωτεύονται, κόντρα στις επιθυμίες των δικών τους. Ο προσωρινός τίτλος του έργου ήταν «East Side Story», επειδή εκτυλισσόταν στη γειτονιά East Side του Μανχάταν. Ο Λόρεντς τότε θεώρησε πως η ιδέα του ήταν κοινότυπη κι έτσι εγκατέλειψε το σχέδιό του.
Το 1954 όμως διάβασε στις εφημερίδες για τον πόλεμο των νεανικών συμμοριών στους δρόμους της Νέας Υόρκης. Τότε θυμήθηκε εκείνη την παλιά του ιδέα και αποφάσισε να την αναπροσαρμόσει. Έτσι ο πρωταγωνιστής του, ο Αντόνιο του μετονομάστηκε σε Τόνι και έγινε ο αρχηγός της λευκής συμμορίας των Jets, ενώ η Μαρία μεταμορφώθηκε σε Πορτορικανή και αδελφή του αρχηγού της αντίπαλης συμμορίας των Sharks. Τόπος δράσης του έργου είναι η συνοικία Upper West Side του Μανχάταν, εξ ου και ο τίτλος του μιούζικαλ «West Side Story».
Ενάμιση χρόνο αργότερα το έργο είχε αρχίσει να παίρνει μορφή, οπότε ο Λόρεντς και ο Μπερνστάιν ανέθεσαν στον εικοσιπεντάχρονο τότε Στίβεν Σοντχάιμ να γράψει τους στίχους και στον Τζερόμ Ρόμπινς να κάνει τις χορογραφίες. Η πρώτη τους επιλογή για τον ρόλο του Τόνι ήταν ο Τζέιμς Ντιν, που όμως σκοτώθηκε σε τροχαίο.
Τελικά, τα αρχικά προβλήματα ξεπεράστηκαν και πλέον την άνοιξη του 1957 ο θίασος ήταν έτοιμος για να ξεκινήσει πρόβες. Όμως τελευταία στιγμή η Σέριλ Κρόφορντ αποχώρησε από την παραγωγή, που κινδύνευε να αναβληθεί, όταν ο Ρότζερ Στίβενς πήρε πάνω του όλη την ευθύνη, οπότε η πρεμιέρα έγινε κανονικά στις 26 Σεπτεμβρίου 1957. Οι κριτικές ήταν διθυραμβικές, όλοι μιλούσαν για μια ουσιαστική ανανέωση του είδους, και η ανταπόκριση του κοινού μεγάλη. Το έργο παίχθηκε για 732 παραστάσεις στο Μπρόντγουεϊ, προτού ξεκινήσει τη μεγάλη διεθνή καριέρα του.
Το 1961 έφτασε η ώρα να μεταφερθεί και στη μεγάλη οθόνη σε σκηνοθεσία του Ρόμπερτ Γουάιζ με τους ίδιους συντελεστές και πρωταγωνιστές τη Νάταλι Γουντ και τον Ρίτσαρντ Μπέιμερ. Ο ελληνικής καταγωγής Τζορτζ Τσακίρης συμμετείχε στην ταινία, κερδίζοντας Όσκαρ δεύτερου ανδρικού ρόλου, ερμηνεύοντας τον Μπερνάντο.
Τα χορευτικά ανέλαβε ο Τζερόμ Ρόμπινς, που μόλις είχε γλιτώσει από την Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών, κατονομάζοντας βέβαια κάποιους συναδέρφους του, πράγμα παράδοξο αν σκεφτεί κανείς πως ο Μπέρνσταϊν και ο Λόρεντς ήταν στη μαύρη λίστα του Μακάρθι. Στα γυρίσματα, ο τελειομανής Ρόμπινς έκανε αμέτρητες λήψεις, εκτοξεύοντας τον προϋπολογισμό στα ύψη και τραυματίζοντας αρκετούς χορευτές, οπότε απολύθηκε, με τους συνεργάτες του από το θέατρο να ολοκληρώνουν την ταινία. Όμως στην απονομή των Όσκαρ, η δουλειά του αναγνωρίστηκε, αφού κέρδισε μαζί με τον Γουάιζ το βραβείο σκηνοθεσίας.
Όσον αφορά στο πρωταγωνιστικό δίδυμο, πριν καταλήξουν οι παραγωγοί στη Γουντ και στον Μπέιμερ, πέρασαν από σαράντα κύματα. Για τον ρόλο του Τόνι, αρχικά υποψήφιος ήταν ο Έλβις Πρίσλεϊ, όμως ο ατζέντης του, όπως άλλωστε έκανε συχνά, τον αποθάρρυνε. Στη συνέχεια στο τραπέζι έπεσαν τα ονόματα πολλών, όπως του Μπαρτ Ρέινολντς, του Γουόρεν Μπίτι (τότε ήταν ο τρίτος άνθρωπος στη σχέση της Γουντ με τον Ρόμπερτ Βάγκνερ), του Ντένις Χόπερ, του Άντονι Πέρκινς, αλλά και του Ρίτσαρντ Τσάμπερλεν, όμως τελικά κατέληξαν στον Μπέιμερ, που αν και σημείωσε μεγάλη επιτυχία στη συγκεκριμένη ταινία, δεν έκανε πολλά πράγματα στη συνέχεια. Για τον ρόλο της Μαρίας, οι παραγωγοί είχαν επιλέξει αρχικά την Όντρεϊ Χέμπορν, η οποία όμως έμεινε έγκυος και αποσύρθηκε, οπότε προσέλαβαν την Γουντ.
Όταν τελικά το φιλμ βγήκε στις αίθουσες, προκάλεσε πανικό. Υπήρξε η δεύτερη εμπορικότερη ταινία της χρονιάς, ενώ στα σινεμά του Παρισιού προβαλλόταν αδιάλειπτα επί πέντε συνεχή χρόνια. Επίσης χαρακτηρίστηκε πολιτιστικός θησαυρός από τη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου των Ηνωμένων Πολιτειών και το 1997 επιλέχθηκε για το Εθνικό Μητρώο Κινηματογράφου. Το άλμπουμ της μουσικής παρέμεινε πρώτο στις πωλήσεις μέχρι την κυκλοφορία του «The Sound of Music το 1965, αν και ο Μπερνστάιν δεν συμφωνούσε με την ενορχήστρωση.
Μένει να δούμε αν τελικά ο Σπίλμπεργκ θα επαναλάβει τον θρίαμβο, απαντώντας σε όσους απαισιόδοξα δηλώνουν ότι «δεν γυρίζονται πια τέτοιες ταινίες».
Δείτε το τρέιλερ της ταινίας του Στίβεν Σπίλμπεργκ