Οι ταινίες της εβδομάδας: Ο μπαμπέσης ήρωας του Τιμ Μπάρτον επιστρέφει 36 χρόνια μετά και κλέβει την παράσταση
Αυτή την εβδομάδα, ο ολοκαίνουργιος «Σκαθαροζούμης» του Τιμ Μπάρτον,που άνοιξε το Φεστιβάλ Βενετίας, μια διάσημη δικαστική υπόθεση που αναστάτωσε τη Γαλλία, η ιστορία του θρυλικού «Κόμη Μοντεκρίστο» κι ένα ανατρεπτικό θρίλερ, που κρυφοκοιτάζει τη ζωή ενός κατά συρροή δολοφόνου, έρχονται στις σκοτεινές αίθουσες.
Σκαθαροζούμης Σκαθαροζούμης (Beetlejuice Beetlejuice)
Σκηνοθεσία: Τιμ Μπάρτον
Παίζουν: Μάικλ Κίτον, Γουαϊνόνα Ράιντερ, Κάθριν Ο'Χάρα, Τζάστιν Θερού, Μόνικα Μπελούτσι, Άρθουρ Κόντι, Τζένα Ορτέγκα, Γουίλεμ Νταφόε
Περίληψη: Μια οικογενειακή τραγωδία αναγκάζει τις Ντιζ να επιστρέψουν στην έπαυλη, όπου ξεκίνησαν όλα. Εκεί, η ανήσυχη κόρη της Λίντια κάνει ένα τεράστιο σφάλμα, με αποτέλεσμα ο Σκαθαροζούμης να επιστρέψει στη γη.
Τριάντα έξι χρόνια μετά από την κυκλοφορία του αγαπημένου «Σκαθαροζούμη», που απογείωσε τη φήμη του Τιμ Μπάρτον, έρχεται ένα απολαυστικό sequel, το οποίο άνοιξε το φεστιβάλ της Βενετίας.
Μετά από μία αναπάντεχη οικογενειακή τραγωδία- ο παππούς Τσαρλς πεθαίνει αιφνιδίως- τρεις γενιές της οικογένειας Ντιτζ γυρίζουν στο Γουίντερ Ρίβερ για την κηδεία. Ακόμα στοιχειωμένη από τον Σκαθαροζούμη, η ζωή της Λίντια, που πλέον είναι διάσημη και έχει τη δική της εκπομπή με εξορκισμούς, ανατρέπεται, όταν η αποξενωμένη έφηβη κόρη της, Άστριντ, ανακαλύπτει τη μυστηριώδη μακέτα της πόλης στη σοφίτα του σπιτιού και κατά λάθος ανοίγει την πύλη προς τον άλλο κόσμο. Πλέον είναι θέμα χρόνου κάποιος να αναφωνήσει το όνομα του «Σκαθαροζούμη» τρεις φορές, φέρνοντας πίσω τον σκανταλιάρη δαίμονα για να προκαλέσει μεγαλύτερο χαμό και να διεκδικήσει για ακόμα μια φορά το χέρι της Λίντια.
Το 1988, ο Τιμ Μπάρτον στη δεύτερη μόλις του ταινία εγκαθίδρυσε το δικό του κινηματογραφικό σύμπαν και έγινε ο γκροτέσκ παραμυθάς της κινηματογραφικής βιομηχανίας. Σήμερα, με νοσταλγική διάθεση, χωρίς όμως να προσθέτει και πολλά στον μύθο του Σκαθαροζούμη, αλλά με κέφι και φαντασία επιστρέφει, στήνοντας μία horror κωμωδία με στοιχεία μιούζικαλ, που κρατάει κάτι από τον αέρα των 90s, χωρίς να δείχνει πάνω της η φθορά του χρόνου.
Γεφυρώνοντας για ακόμη μια φορά τον κόσμο των ζωντανών, των νεκρών, αλλά και των νεκροζώντανων- εκπληκτική η σκηνή του γάμου της Λίντια με τους influencers- ζόμπι να καταγράφουν την παρουσία του δαιμονικού Σκαθαροζούμη- ο Μπάρτον επιστρατεύειτους παλιούς του πρωταγωνιστές κόντρα στον ηλικιακό ρατσισμό του Χόλιγουντ, μαζί με την νυν σύντροφό του Μόνικα Μπελούτσι στον ρόλο της ζηλιάρας πρώην συζύγου και τον Γουίλεμ Νταφόε ως εκκεντρικό ντέτεκτιβ του άλλου κόσμου, προσθέτει και την Τζένα Ορτέγκα από τη νέα γενιά, και μας παραδίδει ένα ακόμη γλυκόπικρο παραμύθι, όπως μόνο εκείνος ξέρει.
Το μακάβριο χιούμορ του συναντάειτην παιδική αθωότητα και το ρομάντζο τη σάτιρα, αποδεικνύοντας ότι το σινεμά είδους μπορεί να γίνει εμπορικό- και να εξυμνήσει την αξία της οικόγενειας- χωρίς να χάνει το στυλ του και την αισθητική του, και μας καλεί να επιβιβαστούμε στο «Τρένο των ψυχών» για ένα ταξίδι, όπου το παρελθόν και το παρόν σμίγουν με το Υπερπέραν, διότι θάνατος στο σύμπαν του Μπάρτον δεν υπάρχει.
Υπόθεση Γκολντμάν (Le procès Goldman)
Σκηνοθεσία: Σεντρίκ Καν
Παίζουν: Αριέ Βορταλτέρ, Αρτούρ Αραρί, Στεφάν Γκερέν-Τιλιέ
Περίληψη: Η πολύκροτη δίκη του ακροαριστερού ακτιβιστή Πιερ Γκολντμάν.
Αγωνιώδες γαλλικό δικαστικό δράμα, βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα, που χάρισε στον Αριέ Βορταλτέρ το Σεζάρ Α’ Ανδρικού Ρόλου.
Το 1976 ξεκινά η δεύτερη δίκη του Πιέρ Γκολντμάν, ενός ακροαριστερού ακτιβιστή, που είχε καταδικαστεί σε ισόβια κάθειρξη για τέσσερις ένοπλες ληστείες, οι οποίες είχαν ως συνέπεια τον θάνατο δύο πολιτών. Σε αυτή την τελευταία δίκη του, ο Γκολντμάν δεν αποποιείται των ευθυνών του, αντίθετα υποστηρίζει πως η πράξη του είναι ένα χτύπημα στην μπουρζουαζία, ωστόσο υπερασπίζεται ακράδαντα την αθωότητά του όσο αφορά στην απώλεια ανθρώπινων ζωών. Εξαιτίας της μαχητικότητάς του και του επαναστατικού του παρελθόντος, σε συνδυασμό με το βιβλίο που είχε γράψει νωρίτερα μέσα από τη φυλακή, μέσα σε λίγες εβδομάδες γίνεται είδωλο της διανοούμενης Αριστεράς. Ο Ζωρζ Kιεγμάν, ένας νεαρός, επίσης Εβραίος, δικηγόρος, τον υπερασπίζεται. Σύντομα όμως η σχέση τους γίνεται τεταμένη, ενώ ο Γκολντμάν καταφέρνει να δημιουργήσει χάος στη δίκη, ρισκάροντας με τη θανατική ποινή, που ίσχυε στη Γαλλία μέχρι και το 1981.
Στην αυτοβιογραφία του Γκολντμάν «Σκοτεινές Αναμνήσεις ενός Πολωνοεβραίου Γεννημένου στη Γαλλία» στηρίζεται ο Σεντρίκ Καν στη δεύτερη ταινία του για αυτή τη χρονιά και ανοίγει διάπλατα τις πόρτες μιας πολύκροτης δίκης, που μέχρι σήμερα απασχολεί τη Γαλλία. Καταρχάς, σκιαγραφεί το πορτρέτο μιας αντιφατικής προσωπικότητας, ενός ρομαντικού ιδεαλιστή, που ενίοτε φλερτάρει με τη γραφικότητα και την ψυχοπαθολογία, ενώ ταυτόχρονα αποτυπώνει μια ολόκληρη κοινωνία, που επηρεάζει και επηρεάζεται, αποθεώνει και καταβαραθρώνει, αδιαφορώντας για την όποια αντικειμενικότητα.
Χωρίς να στρατεύεται, ο Γάλλος δημιουργός καταγράφει το δίκαιο, τον παραλογισμό, αλλά και τα λάθη όλων των πλευρών – ακόμα και των θυμάτων- μένοντας ως επί το πλείστον εντός της δικαστικής αίθουσας, που κινηματογραφία από κάθε της πλευρά, δίνοντας ρυθμό και σασπένς στην αφήγηση του. Θέτοντας περισσότερο ερωτήσεις, ο Καν κάνει τον θεατή δικαστή, ένορκο και παρατηρητή μιας υπόθεσης, που αν εξετάσει κανείς εξονυχιστικά, θίγει σημαντικά ζητήματα σε σχέση με την απονομή της δικαιοσύνης και το κράτος. Κατά πόσο η κοινή γνώμη μπορεί να επηρεάσει την απόφαση των δικαστών; Θα ήταν άλλο το αποτέλεσμα της δίκης, αν το ακροατήριο κρατούσε διαφορετική στάση; Ο χαρακτήρας του κατηγορημένου μπορεί να αποτελεί στοιχείο σε μία νομική διαδικασία και αν όχι, τότε γιατί τον επικαλείται η υπεράσπισή του;
Αυτά είναι μόνο μερικά από τα «τυράκια» που μας πετάει ο Καν, ζητώντας την ενεργητική συμμετοχή μας. Μέσα δε από τη σύνθετη σχέση του Γκόλντμαν και του συνηγόρου του, που διαφωνούν επί της ουσίας, αλλά καταλήγουν σε μία κοινή γραμμή, σατιρίζει με βιτριολικό χιούμορ μια σειρά από αντιθέσεις του συστήματος, προσφέροντάς μας για φινάλε (πέρα από το αποτέλεσμα της δίκης, που δεν θα το αποκαλύψουμε για να μην κάνουμε spoiler, αν δεν το ξέρετε) μόνο ένα μαύρο πλάνο, καλώντας μας τελικά να βρούμε μόνοι μας τις απαντήσεις.
Strange Darling
Σκηνοθεσία: Τζέι Τι Μόλνερ
Παίζουν: Γουίλα Φιτζέραλντ, Κάιλ Γκόλνερ, Μπάρμπαρα Χέρσεϊ
Περίληψη: Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται σε ένα one-night stand, που σύντομα θα εξελιχθεί σε ένα αιματηρό κυνηγητό.
Ένα από τα πιο συζητημένα horror των τελευταίων μηνών, που ανατρέπει τα στερεότυπα των serial killers.
Ένα one-night stand παίρνει διαστροφική τροπή, όταν αποδεικνύεται πως αποτελεί την τέλεια ευκαιρία ενός μανιακού δολοφόνου από το Όρεγκον να αρχίσει την αιμοτοχυσία. Χωρίζοντας την ιστορία του σε έξι κεφαλαία, που δεν ακολουθούν γραμμική σειρά, ο Τζέι Τζι Μόλνερ («Outlaws and Angels») επιστρέφει εφτά χρόνια μετά από το σκηνοθετικό του ντεμπούτο, ανανεώνοντας το slasher τόσο δεξιοτεχνικά,που έκανε μέχρι και τον μετρ του τρόμου Στίβεν Κινγκ, αλλά και τον Μάικ Φλάναγκαν να τον επαινέσουν.
Ξεκινώντας ουσιαστικά από το τέλος, ο Μόλνερ με εμφανείς τις ταραντινικές του επιρροές επιφυλάσσει μια σειρά από δυνατές εκπλήξεις και ανατροπές, αποδεικνύοντας ότι η ζωή μπορεί να πάρει απίστευτες στροφές και ο άνθρωπος να μεταμορφωθεί από άγγελος σε τέρας και τούμπαλιν. Μάλιστα, πρωτοπορεί για το δεδομένα της εποχής μας, γυρίζοντας στα παλιά, αφού κινηματογραφεί αποκλειστικά σε 35άρι mm φιλμ.
Με σύμμαχό του τη φωτογραφία του βετεράνου ηθοποιού Τζιοβάνι Ριμπίζι, που λούζει στο φως τα πλάνα μέρας και επιλέγει μία μπλε στυλιζαρισμένη αισθητική για τα νυχτερινά, αλλά και τη μοναδική ερμηνεία της Γουίλα Φιτζέραλντ («The Fall of the Houseof Usher»), παντρεύει αναπάντεχα μια ρομαντική ιστορία με το θρίλερ και αποδομεί την πολιτική ορθότητα, κάνοντας ένα βήμα πέρα από το #Metoo- ή για να είμαστε ακριβείς των παρενεργειών του-, με την Αμερική παραδόξως όχι μόνο να μην αντιδράει, αλλά να τον αποθεώνει.
Ο Κόμης Μόντε Κρίστο (Le comte de Monte-Cristo)
Σκηνοθεσία: Αλεξάντρ ντε λα Πατελιέρ, Ματιέ Ντελαπόρτ
Παίζουν: Πιερ Νινέ, Πιερφραντσέσκο Φαβίνο, Αναΐς Ντεμουστιέ, Πατρίκ Μιλ, Οσκάρ Λεσάζ, Λοράν Λαφίτ, Αναμαρία Βαρτολομέ, Μπαστιέν Μπουιγιόν
Περίληψη: Ένας άνδρας αδικείται από τους εχθρούς και βρίσκεται στη φυλακή. Αφού περάσει σχεδόν δεκαπέντε χρόνια πίσω από τα σίδερα, καταφέρνει να δραπετεύσει και να βάλει σε εφαρμογή το σχέδιο εκδίκησής του.
Μια ακόμα μεταφορά του κλασικού μυθιστορήματος του Αλέξανδρου Δουμά με όρους υπερπαραγωγής.
Σ τη Μασσαλία του 1815, ο νεαρός Εντμόντ Νταντές βλέπει όλα τα όνειρά του να πραγματοποιούνται. Έχει μόλις προαχθεί σε καπετάνιο και ετοιμάζεται να παντρευτεί τη γυναίκα της ζωής του. Η καλοτυχία του όμως ξυπνά τη ζήλια στους αντιπάλους του, που συνωμοτούν εις βάρος του, με αποτέλεσμα να φυλακιστεί άδικα. Μετά από δεκατέσσερα χρόνια μυστικής καθοδήγησης από τον συγκρατούμενο Ηγούμενο Φαρία, καταφέρνει να δραπετεύσει και να καταλάβει τον θρυλικό θησαυρό, που κρύβεται στο νησί Μόντε Κρίστο. Με μια τεράστια περιουσία στα χέρια του, καταστρώνει ένα εξαιρετικό σχέδιο για να πάρει την εκδίκηση που λαχταρά. Υιοθετώντας πολλαπλές ταυτότητες – ανάμεσά τους και αυτή του «Κόμη του Μόντε Κρίστο» – ο Νταντές προσεγγίζει πρώτα τους εχθρούς του, οι οποίοι είναι πλέον αξιωματούχοι υψηλού επιπέδου, για να τους χτυπήσει. Αλλά το τίμημα της εκδίκησης είναι βαρύ για την ψυχή κάποιου.
Το δίδυμο Ντελαπόρτ-Ντελαπατελιέρ, μετά από τους «Τρεις σωματοφύλακες», επιμένει στον Δουμά και υπογράφει μια τρίωρη σχεδόν επική ταινία εποχής, με απώτερο στόχο να αποδείξει ότι και η Γαλλία έχει τα μέσα να κάνει μεγάλες παραγωγές.
Ξιφομαχίες, έρωτες, ίντριγκες , μεταμορφώσεις, ακόμα και καρχαρίες επιστρατεύονται για να προσφέρουν άφθονο θέμα και διασκέδαση, με τους δημιουργούς να προσέχουν στο έπακρο την αναπαράσταση της εποχής, δίνοντας στον Πιερ Νινέ την ευκαιρία ακόμη μια φορά να αποδείξει το ερμηνευτικό του εύρος.
Επαναπροβολές:
Μικρή Ιστορία για Έναν Έρωτα (A Short Film About Love)
Σκηνοθεσία: Κριστόφ Κισλόφσκι
Παίζουν: Γκραζίνα Ζαπολόφσκα, Όλαφ Λουμπαζένκο
Περίληψη: Ένας δεκαεννιάχρονος ταχυδρομικός υπάλληλος, που έχει ερωτευτεί κεραυνοβόλα μια γειτόνισσά του, χωρίς εκείνη να το ξέρει, προσπαθεί να βρει τρόπους να κεντρίσει την προσοχή της.
Μια από τις ιστορίες του τηλεοπτικού «Δεκάλογου» του Κισλόφσκι, που έγινε αυτόνομη ταινία και ήταν υποψήφια για το βραβείο FIPRESCI στο Φεστιβάλ των Καννών.
Ο δεκαεννιάχρονος ορφανός Τόμεκ παρακολουθεί εμμονικά μέσα από ένα τηλεσκόπιο τη Μάγκντα, μια μεγαλύτερη σε ηλικία γυναίκα που ζει στο απέναντι διαμέρισμα, ενώ εκμεταλλευόμενος τη θέση εργασίας του στο ταχυδρομείο, οργανώνει συναντήσεις μαζί της, στέλνοντας ψεύτικες ειδοποιήσεις. Όταν εξομολογείται τις πράξεις του και δηλώνει την αγάπη του, η Μάγκντα αντιμετωπίζει κυνικά τον έρωτά του, οδηγώντας τον Τόμεκ σε μια δραστική απόφαση.
Εξερευνώντας με αυθεντικότητα θέματα, όπως η συναισθηματική απομόνωση, η ηδονοβλεψία, η ανεκπλήρωτη αγάπη, η επιθυμία και τα όρια των ανθρώπινων σχέσεων, ο μεγάλος Πολωνός auteur ισορροπεί αριστοτεχνικά την αφήγηση μεταξύ του ηδονοβλεπτικού και του οικείου, του ψυχρά αποστασιοποιημένου και του συναισθηματικά ωμού. Ο ρυθμός της ταινίας επιτρέπει στους θεατές να βυθιστούν πλήρως στα εσωτερικά τοπία των χαρακτήρων, που αποδίδονται με αυθεντικότητα από τους πρωταγωνιστές, ενώ η υποβλητική μουσική του Πράισνερ, σταθερού συνεργάτη του Κισλόφσκι, ενισχύει την ατμόσφαιρα.
Μαγική Πόλις
Σκηνοθεσία: Νίκος Κούνδουρος
Παίζουν: Γιώργος Φούντας, Μαργαρίτα Παπαγεωργίου, Στέφανος Στρατηγός, Θανάσης Βέγγος, Εύα Μπρίκα, Μίμης Φωτόπουλος, Ανδρέας Ντούζος, Ανέστης Βλάχος, Τάσος Κατράπας, Φάνης Καμπάνης, Νατάσσα Καλπίδου, Χάρις Γρηγορίου, Μάνος Κατράκης
Περίληψη: Ένας φορτηγατζής σε μια λαϊκή φτωχογειτονιά της Αθήνας προσπαθεί να ξεφύγει από τα πλοκάμια του υπόκοσμου.
Η πρώτη ταινία του Νίκου Κούνδουρου και το ντεμπούτο του Θανάση Βέγγου στη μεγάλη οθόνη.
Στο Δουργούτι του’ 50, μια λαϊκή συνοικία της Αθήνας, ο Κοσμάς είναι ένας σκληρά εργαζόμενος νεαρός οδηγός φορτηγού, που θέλει να ξεφύγει από τη φτώχια και να αλλάξει τη ζωή του. Μία ομάδα του υποκόσμου τού προσφέρει την ευκαιρία, για να βρεθεί τελικά μπλεγμένος σε μια παράνομη δοσοληψία μ’ έναν απατεώνα. Με τη βοήθεια των γειτόνων του, παλεύει να βγει αλώβητος από αυτή την περιπέτεια και να κερδίσει την καρδιά της αγαπημένης του.
Με το σενάριο της Μαργαρίτας Λυμπεράκη και τη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, ο εικοσιοκτάχρονος τότε Νίκος Κούνδουρος παραδίδει ένα νεορεαλιστικό δράμα, στο ύφος των ανάλογων ιταλικών ταινιών της εποχής, με ήρωες καθημερινούς ανθρώπους, που προσπαθούν να επιβιώσουν στα δύσκολα μετεμφυλιακά χρόνια της δεκαετίας του ‘50.
Μία επίσκεψη του Κούνδουρου στο Δουργούτι το 1953 ήταν αρκετή για να πάρει την απόφαση να γυρίσει την πρώτη ταινία στην περιοχή αυτή, καθώς συγκλονίστηκε από τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης των Μικρασιατών προσφύγων, που ζούσαν ακόμη σε καταλύματα από τσίγκους και χαρτόνια. Τη χρονιά εκείνη, ο σκηνοθέτης είχε αποφυλακιστεί από τη Μακρόνησο και βρέθηκε στο Δουργούτι, μεταφέροντας ένα μυστικό μήνυμα στον συγκρατούμενό του ποιητή Άρη Αλεξάνδρου. Στην ταινία συμμετέχουν και οι συγκρατούμενοί του στη Μακρόνησο, Μάνος Κατράκης και Θανάσης Βέγγος.
Η «Μαγική Πόλις» εκπροσώπησε την Ελλάδα στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ κινηματογράφου της Βενετίας το 1954, με τον αγγλικό τίτλο «Magic City». Στους ελληνικούς κινηματογράφου, η ταινία πρωτοπροβλήθηκε στις 18 Ιουλίου 1955 κι έκοψε 67.770 εισιτήρια (ήρθε 4η σε εισιτήρια τη σεζόν 1954-1955).
Το Αδελφάτο των Ιπποτών της Ελεεινής Τραπέζης (Monty Python And The Holy Grail)
Σκηνοθεσία: Τέρι Γκίλιαμ, Τέρι Τζόουνς
Παίζουν: Γκράχαμ Τσάπμαν, Τζον Κλιζ, Έρικ Άιντλ, Τέρι Γκίλιαμ, Τέρι Τζόουνς, Μάικλ Πάλιν
Περίληψη: Ο βασιλιάς Αρθούρος και οι Ιππότες της Στρογγυλής Τραπέζης ξεκινούν για μια διαφορετική αναζήτηση του ιερού δισκοπότηρου.
Οι Μόντι Πάιθον, σε μια από τις πιο ξεκαρδιστικές στιγμές τους, σατιρίζουν τον μύθο του Βασιλιά Αρθούρου και των Ιπποτών της Στρογγυλής Τραπέζης.
Ο Βασιλιάς Αρθούρος με τον πιστό υπηρέτη του Πέρσιβαλ, ξεκινάει ένα μαραθώνιο ταξίδι μέσα στο βασίλειό της Αγγλίας, αναζητώντας το Άγιο Δισκοπότηρο, ένα κειμήλιο που έχει μέσα του τη Θεϊκή Δύναμη, το οποίο θα τον βοηθήσει να κυβερνήσειτη χώρα με σύνεση και δικαιοσύνη. Στην πορεία του αυτή, θα συναντήσει σπουδαίους ιππότες, που θα τους στρατολογήσει στην υπηρεσία του και μαζί θα συνεχίσουν την αναζήτηση μέχρι τελικής πτώσεως... από τα γέλια.
Οι Πάιθον, γνωστοί ήδη στην Αγγλία για το καυστικό και γκροτέσκο χιούμορ τους, στην πρώτη τους κινηματογραφική απόπειρα καταπιάνονται με τη μεσαιωνική παράδοση για να σχολιάζουν τα κακώς κείμενα καιτις ανόητες συνήθειες της βρετανικής κοινωνίας. Διακωμωδώντας μια σκληρή περίοδο της Ιστορίας και μαζί τους μύθους που την ακολουθούν, στην πραγματικότητα αποδομούν το παρόν.
Αρχικά το εγχείρημα της ομάδας να μεταπηδήσει στη μεγάλη οθόνη, θεωρήθηκε ριψοκίνδυνο, δεδομένης της απρόβλεπτης αντίδρασης του κοινού. Τα απαραίτητα χρήματα συγκεντρώθηκαν από δωρεές και υποστήριξη διάσημων ρόκ συγκροτημάτων (όπως οι Pink Floyd και οι Led Zeppelin. Όμως οι προβλέψεις για την απήχηση μια τέτοιας ποιοτικής και εγκεφαλικής σάτιρας στο ευρύ κοινό τελικά έπεσαν έξω. Η ταινία όχι μόνο έγινε τεράστια επιτυχία, όχι μόνο προβάλλονταν επί έξι συνεχόμενους μήνες σε επιλεγμένους κινηματογράφους πρώτης προβολής στο Λονδίνο, αλλά και σε όλο τον κόσμο, αλλά έγινε διαχρονική, αποκτώντας φανατικούς οπαδούς.
Cure (Kyua)
Σκηνοθεσία: Κιγιόσι Κουροσάουα
Παίζουν: Κότζι Γιακούσο, Μασάτο Χαγκιουάρα, Τσουγιόσι Ουτζίκι
Περίληψη: Ένας ντετέκτιβ ερευνά την υπόθεση μιας σειράς αποτρόπαιων δολοφονιών, οι οποίες έχουν διαπραχθεί από ανθρώπους, που δεν θυμούνται τις πράξεις τους.