Seven Veils

Οι ταινίες της εβδομάδας: Arthouse δημιουργίες, γαλλικές επιτυχίες και βιτριολικές σάτιρες στις προτάσεις του κινηματογράφου

Αυτή την εβδομάδα, η Αμάντα Σέιφριντ «χορεύει» με τα «Επτά Πέπλα» του Ατόμ Εγκογιάν, ο Ζιλ Λελούς εκτινάσσει το γαλλικό box-office με τις «Ραγισμένες καρδιές» και πρωταγωνίστρια την Αντέλ Εξαρχόπουλος, η Ιζαμπέλ Ιπέρ ταξιδεύει στο Χονγκ-Κονγκ για τη νέα ταινία του Χονγκ Σανγκ-σου, ο Αντίνοος Αλμπάνης γίνεται το alter ego του Στράτου Τζίτζη που «Έχει κάτι να πει», ενώ η Μαρία Μπακάλοβα πρωταγωνιστεί σε ένα χιουμοριστικό heist movie από τη Βουλγαρία με ελληνική συμπαραγωγή.

Επτά Πέπλα (Seven Veils)

Σκηνοθεσία: Ατόμ Εγκογιάν

Παίζουν: Αμάντα Σέιφριντ, Ρεμπέκα Λίντιαρντ, Ντάγκλας Σμιθ, Μαρκ Ο'Μπράιεν, Βανέσα Αντουάν

 Περίληψη: Η Τζανίν αναλαμβάνει να αναβιώσει το ανέβασμα της όπερας «Σαλώμη», όπως την είχε σκηνοθετήσει ο πρώην μέντορας και εραστής της, γεγονός που την αναγκάζει να επαναδιαπραγματευτεί τις σχέσεις με τους γύρω της, αλλά και με τον ίδιο της τον εαυτό.

Η Αμάντα Σέιφριντ πρωταγωνιστεί στη νέα ταινία του Ατόμ Εγκογιάν.

Η σκηνοθέτρια θεάτρου Τζανίν έχει αναλάβει την αναβίωση του πιο διάσημου έργου του πρώην μέντορά της και εραστή της, την όπερα «Σαλώμη» του Ρίχαρντ Στράους. Ενώ εργάζεται στην παραγωγή του έργου, το οποίο αφορά στο τραύμα της πρωταγωνίστριας, η Τζανίν πρέπει να επαναδιαπραγματευτεί αρκετές σχέσεις στη ζωή της. Ταυτόχρονα, το ταξίδι της διασταυρώνεται με αυτό αρκετών μελών του συνεργείου με απροσδόκητους τρόπους. Καθώς η βραδιά έναρξης πλησιάζει, αυτές οι διαφορετικές επιθυμίες και φιλοδοξίες αρχίζουν να συγκρούονται και η ιστορία της Σαλώμης αποκτά νέο νόημα για την Τζανίν.

O Ατόμ Εγκογιάν («Γλυκό Πεπρωμένο», «Τιμώμενος επισκέπτης»), φανατικός της όπερας, σκηνοθέτησε τη «Σαλώμη» το 1996. Διερωτώμενος όπως έχει δηλώσει ο ίδιος, αν αυτοί οι δυο κόσμοι- της όπερας και του σινεμά- μπορούν να ενωθούν και επιμένοντας στο βασικό θέμα της φιλμογραφίας του, τη διαχείριση του τραύματος, γράφει τα «Επτά Πέπλα».

Συνδυάζοντας λοιπόν την όπερα με τον κινηματογράφο, η ταινία μοιάζει να προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα σε δυο κόσμους, όπως και η κεντρική ηρωίδα της, η Τζανιν που παλεύει να συνδυάσει την προσωπική και την επαγγελματική της ζωή. Ο Καναδός δημιουργός με προσήλωση στην ανθρώπινη ψυχολογία και τις διακυμάνσεις της, δοκιμάζεται σε ένα πείραμα, που παρά τις επιμέρους ανισότητές του και την αμηχανία του να παντρέψει τελικά δυο εκ διαμέτρου αντίθετα είδη, κερδίζει το ενδιαφέρον με την ευαισθησία του.

Ραγισμένες Καρδιές (L'Amour ouf/Beating Hearts)

Σκηνοθεσία: Ζιλ Λελούς

Παίζουν: Αντέλ Εξαρχόπουλος, Φρανσουά Σιβίλ, Μαλορί Ουανέκ, Μπενουά Πουλβόρντ

 Περίληψη: Ο έφηβος Κλοτέρ ερωτεύεται τη δυναμική συμμαθήτριά του Τζακί, αλλά η εμπλοκή του σε μια ληστεία και ένα έγκλημα που δεν διέπραξε τον στέλνουν στη φυλακή. Χρόνια μετά, οι πρώην εραστές θα συναντηθούν ξανά, αλλά ο πόθος του Κλοτέρ για εκδίκηση θα μπει ανάμεσά τους.

Δράμα γαλλοβελγικής παραγωγής με την Αντέλ Εξαρχόπουλος, υποψήφιο για 13 Σεζάρ.

Μεγαλωμένος σε μια προβληματική γειτονιά, ο επαναστάτης έφηβος Κλοτέρ ερωτεύεται τη συμμαθήτριά του Τζάκι, γοητευμένος από το ατρόμητο πνεύμα και την οξυδέρκειά της. Όμως, η ανεξέλεγκτη βία των συμμοριών τον παρασύρει σε ένα πολύ πιο σκοτεινό μονοπάτι, ώσπου κατηγορείται για ένα έγκλημα που δεν διέπραξε. Μετά από πολλά χρόνια χώρια, ζώντας διαμετρικά διαφορετικές ζωές, οι πρώην εραστές ανακαλύπτουν ότι κάθε μονοπάτι που πήραν τους οδηγεί ξανά κοντά, αλλά θα θριαμβεύσει η αγάπη έναντι στην αναζήτηση του Κλοτέρ για εκδίκηση;

Βασισμένος στο μυθιστόρημα του Νεβίλ Τόμπσον, ο διακεκριμένος ηθοποιός Ζιλ Λελούς («Narco», «Κολύμπα ή Αλλιώς Βυθίσου») στην τρίτη του σκηνοθετική απόπειρα με επική διάθεση και μπάτζετ 35 εκατομμύρια ευρώ- η πιο ακριβή παραγωγή του Studio Canal- αναλαμβάνει να μας εξιστορήσει ένα τραυματισμένο love story, που ξεκινάει από τη δεκαετία του ‘80 και φτάνει μέχρι το 2000.

Ένας έφηβος επαναστάτης από τις φτωχικές γειτονιές του Παρισιού και μια ορφανή πλην ατρόμητη κοπέλα, ερωτεύονται σε τρυφερή ηλικία για να βρεθούν τελικά και οι δυο  φυλακισμένο: ο πρώτος στην κυριολεξία, η δεύτερη εγκλωβισμένη σε ένα γάμο χωρίς νόημα. Η ζωή θα τους φέρει και πάλι κοντά, όμως τίποτα πια δεν θα είναι το ίδιο.

Ο Λελούς ίσως θα ήθελε να κάνει τη διαφορά από τα μεγάλα αμερικανικά ρομάντζα που έχουν κερδίσει το κοινό, όμως η αλήθεια είναι πως αν και ακολουθεί τους χολιγουντιανούς τρόπους αφήγησης, η γαλλική φλυαρία του σεναρίου λειτουργεί ως τροχοπέδη. Το αποτέλεσμα είναι μια τρίωρη ταινία, μέσα στην οποία ο Γάλλος σταρ κάνει τα πάντα για να δημιουργήσει ενδιαφέρον και εκπλήξεις, αναμειγνύοντας στοιχεία μιούζικαλ, συνταγές της ρομαντικής κομεντί, κοινωνικό δράμα, μαφιόζικες περιπέτειες, ακόμα και βιντεοκλιπίστικα τρικ. Δυστυχώς όμως, η προσπάθεια να εκβιάσει τη συγκίνηση, επιστρατεύοντας ακόμα και αγαπημένα κομμάτια με τα οποία όλοι κάποτε έχουμε κλάψει, δεν αποφέρει καρπούς.

Το εφηβικό κομμάτι υπερτερεί της ενήλικης ζωής, αν και σε αυτή η Αντέλ Εξαρχόπουλος κάνει ό,τι μπορεί για να δώσει υπόσταση στον χαρακτήρα της, όμως οι υπερβολές, οι μεγάλες σεκάνς και η μονοδιάστατη προσέγγιση των παραμέτρων της κεντρικής ιστορίας- κοινωνικές προκαταλήψεις, στερεότυπα, νεανική βία και έγκλημα- καταλήγουν σε μια άνευρη τελικά ιστορία αγάπης που δεν έχει τη μαγεία ανάλογων  blockbusters, ή τη σκοτεινιά του εξαιρετικού «Αγάπα με αν τολμάς», που σαφώς έχει επηρεάσει τον Λελούς.

Η Ταξιδιώτισσα (Yeohaengjaui Pilyo /A Traveler's Needs)

Σκηνοθεσία: Χονγκ Σανγκ-σου

Παίζουν:  Ιζαμπέλ Ιπέρ, Λι Χιε-γιόνγκ, Κουόν Χε-χιο

 Περίληψη: Αντιμέτωπη με οικονομικά προβλήματα, μια Γαλλίδα στη Νότια Κορέα βρίσκει εισόδημα, διδάσκοντας γαλλικά σε δυο ντόπιες.

Η τρίτη συνεργασία του παραγωγικότατου Χονγκ Σανγκ-σου με την Ιζαμπέλ  Ιπέρ, που του χάρισε την τέταρτη Αργυρή Άρκτο του μονάχα την τελευταία πενταετία.

Η Ίρις, μια γυναίκα που βρίσκεται στη Σεούλ, λόγω οικονομικών προβλημάτων στρέφεται στη διδασκαλία γαλλικών, αν και δεν έχει καμία εμπειρία, μέσω μιας ιδιόμορφης μεθόδου. Τελικά, γίνεται δασκάλα γαλλικών για δύο Κορεάτισσες και βρίσκει παρηγοριά, ξαπλώνοντας σε βράχους και πίνοντας makgeolli, το τοπικό αλκοολούχο πότο από ρύζι, που η ίδια βρίσκει πολύ ελαφρύ.

Με ένα λεπτεπίλεπτο μινιμαλισμό που έρχεται σε αντιδιαστολή με την ταχύτητα και την παράνοια του σύγχρονου τρόπου ζωής, η πρωταγωνίστρια του Κορεάτη δημιουργού δεν βιάζεται και δεν αναζητάει τίποτα άλλο παρά μια πραγματική επαφή και επικοινωνία. Χωρίς να μαθαίνουμε πολλά για το παρελθόν της, την παρακολουθούμε στην καθημερινότητά της και στις συναντήσεις της με μια σειρά από πρόσωπα, που χωρίς τυμπανοκρουσίες και μεγαλοστομίες, εμβαθύνουν αργά και μυσταγωγικά στα μυστήρια της ζωής.

Με υπόγειο χιούμορ και μια αινιγματική ατμόσφαιρα, ο Χονγκ Σανγκ- Σου («Η Γυναίκα που Έφυγε», «Η Ιστορία Μιας Μυθιστοριογράφου», «Μέσα στη Μέρα») ακολουθεί την Ιζαμπέλ Ιπέρ, που ως αιθέριο πλάσμα, αγνώστου προελεύσεως, και μην έχοντας τίποτα να χάσει περιπλανιέται στη Σεούλ, χωρίς κανένα απολύτως σκοπό, καταγράφοντας αυτή την «ανούσια» διαδρομή, μέσα από την οποία τελικά υμνεί όλα αυτά τα μικρά και σημαντικά που τόσο εύκολα προσπερνάμε.

Έχω κάτι να πω

Σκηνοθεσία: Στράτος Τζίτζης

Παίζουν: Αντίνοος Αλμπάνης, Ζέτα Δούκα, Γιάννης Ζουγανέλης, Βίβιαν Κοντομάρη, Χρήστος Σαπουντζής, Ματίλντα Τζίτζη, Αναστασία Δέλτα, Φένια Αποστόλου, Κώστας Φιλίππογλου, Χάρης Χιώτης, Τίτος Γρηγορόπουλος, κ.α 

 Περίληψη: Ο Σταύρος Τζίτζας είναι ένας σκηνοθέτης που θέλει να εκδώσει τις φιλοσοφικές σκέψεις του, αλλά κανείς δεν τον παίρνει στα σοβαρά. Μέχρι που βρίσκει την πρώτη αφοσιωμένη αναγνώστριά του.

Η νέα ταινία του Στράτου Τζίτζη με πρωταγωνιστή τον Αντίνοο Αλμπάνη.

Ο Σταύρος Τζιτζας διδάσκει σε μια σχολή κινηματογράφου, αρνείται να σκηνοθετήσει για την τηλεόραση και θέλει τα σενάρια να έχουν κάποιο βαθύ νόημα. Έτσι, έχει ελάχιστους σπουδαστές στην τάξη του και χάνει τη δουλειά του, ενώ η έφηβη κόρη του έρχεται να μείνει μαζί του με το όνειρο να δώσει εξετάσεις σε μια δραματική σχολή. Άνεργος και άφραγκος, ο Σταύρος αποφασίζει να γράψει τις σκέψεις του για το βαθύτερο νόημα της ζωής σε ένα βιβλίο. Αυτό, όμως, δεν φαίνεται να ενδιαφέρει κανέναν. Τότε, βρίσκει μια απρόσμενη αναγνώστρια στο πιο απρόβλεπτο μέρος.

Τι σχέση έχει το σινεμά με τη φιλοσοφία; Μπορεί μια σεξεργάτρια να κατανοεί τον Χέγκελ; Μία τραβεστί να έχει κόρη; Μία κόρη να ψάχνει το νόημα της πίστης; Μία σταρ της σαπουνόπερας να παίζει Επίδαυρο; Ένας διευθυντής κινηματογραφικής σχολής να γράφει ερωτικά ρομάντζα; Μια φαρμακοποιός να κάνει τον γύρο του κόσμου; Ένας σκηνοθέτης να φιλοσοφεί; Ένας εκδότης να οργανώνει παιδικά πάρτι; Τι χρειάζεται ένας συγγραφέας για να έχει κόσμο στην παρουσίαση του βιβλίου του: να έχει κάτι να πει ή να φέρει σελέμπριτις; Πού καταλήγουν όσοι ψάχνουν για ένα βαθύτερο νόημα ύπαρξης το 2025;

Ο Στράτος Τζίτζης με αυτοσαρκαστική διάθεση και εγκαταλείποντας τον ρεαλισμό προηγούμενων ταινιών του, χρησιμοποιεί ως όχημα την προσωπική του ιστορία περισσότερο για να διαφημίσει το βιβλίο του, παρά επειδή όντως κάτι να θέλει να πει. Έτσι, επιστρατεύει παλιούς συνεργάτες, που λίγο έως πολύ παίζουν τον εαυτό τους, την κόρη του, αλλά και τον ευειδή Αντίνοο Νλαπανη ως alter ego του περισσότερο για να μας περιγράψει πώς έγραψε το βιβλίο του, παρά για να μας εκθέσει τις φιλοσοφικές ιδέες που ευαγγελίζεται ο Τζίτζας.

Με σατιρική διάθεση και θέλοντας να αποδείξει ότι η διανόηση δεν μπορεί να είναι περιχαρακωμένη από την ίδια τη ζωή, προσπαθεί να παντρέψει τα ταπεινά της καθημερινότητας με υψηλές ιδέες. Γι' αυτό ο στοχαστής Σταύρος τρώει πίτσα, περιφέρεται ασκόπως στην πόλη, επισκέπτεται οίκους ανοχής, ακούει τα προβλήματα των γυναικών που ζουν εκεί και ετοιμάζει μια βραδιά με celebreties κατά απαίτηση του εκδότη του για να προμοτάρει έν  βιβλίο φιλοσοφίας.

Ο Τζιτζης αναμφίβολα έχει χιούμορ και χρησιμοποιώντας το εύρημα μιας ταινίας που είναι υπό κατασκευή, προσπαθεί να συγκεράσει δυο διαφορετικές λειτουργίες. Το πρόβλημα είναι πως αυτές οι περιβόητες φιλοσοφικές θέσεις για τις οποίες τόσος λόγος γίνεται δεν υπάρχουν πουθενά. Αντ’ αυτές, το μόνο που ακούμε είναι χιλιοειπωμένα τσιτάτα, αρκετά κοινότυπα και χωρίς ιδιαίτερο βάθος, που ειλικρινά δεν χρειάζεται κανείς να μας τα (ξανα)πει. Κι αν δεν υπήρχε η εκδοχή του πραγματικού βιβλίου, ίσως να θεωρούσαμε ότι αυτό είναι ακόμα μια σάτιρα απέναντι στη διανόηση του σήμερα, όμως κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, οπότε το μόνο που μένει είναι η απορία: τι πραγματικά ήθελε ο καλός σκηνοθέτης του «Σώσε με» και των «45 τετραγωνικών» τελικά τόσο πολύ να μοιραστεί μαζί μας.

Η Ορχήστρα του Αδερφού μου (En Fanfare /The Marching Band)

Σκηνοθεσία: Εμμανουέλ Κουρκόλ

Παίζουν: Μπενζαμέν Λαβέρν, Πιερ Λοτέν, Σάρα Σουκό

 Περίληψη: Αναζητώντας δότη μυελού οστών, ο καταξιωμένος μαέστρος Τιμπό μαθαίνει ότι έχει έναν μικρότερο αδερφό στον γαλλικό Βορρά. Ερασιτέχνης μουσικός που συμμετέχει στην τοπική μπάντα, ο Τζιμί έχει πολλά που τον φέρνουν κοντά στον «καινούργιο» του αδελφό, αλλά και άλλα τόσα που τους χωρίζουν.

Η νέα ταινία του Εμανουέλ Κουρκόλ, που έκανε πρεμιέρα στο επίσημο πρόγραμμα Cannes Premiere του Φεστιβάλ Καννών και ήταν υποψήφια για 7 Σεζάρ.

Ο Τιμπό είναι ένας διεθνώς αναγνωρισμένος διευθυντής ορχήστρας. Όταν έρχεται αντιμέτωπος με ένα πρόβλημα υγείας και χρειάζεται έναν πρώτου βαθμού συγγενή να γίνει δότης μυελού οστών, ανακαλύπτει ότι είναι υιοθετημένος και έχει έναν μικρότερο αδερφό στην επαρχία, τον Τζίμι, ο οποίος εργάζεται στο εστιατόριο ενός σχολείου και παίζει τρομπόνι στην τοπική φιλαρμονική ορχήστρα, που αποτελεί το καμάρι και την ελπίδα μιας εργατικής κοινότητας, η οποία απειλείται από την ανεργία. Οι δυο τους δεν φαίνεται να έχουν πολλά κοινά, εκτός από την αγάπη τους για τη μουσική. Όταν όμως ο Τιμπό αντιλαμβάνεται το εξαιρετικό ταλέντο του αδερφού του, αποφασίζει να διορθώσει τις αδικίες της κοινωνίας και της μοίρας και να τον βοηθήσει να αναπτύξει τις δεξιότητές του.

Ο Κουρκόλ («Ένας  θρίαμβος») δεν χάνει καθόλου χρόνο με την αρρώστια του Τιμπό, η οποία γίνεται μόνο η αφορμή για να προσεγγίσει ένα κοινωνικό θέμα: το πώς η κοινωνική προέλευση του καθενός μπορεί να επηρεάσει τη ζώη του και την εξέλιξή του, το κατά πόσο ένα ταλέντο μπορεί να διακριθεί αν δεν υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες, και τελικά με ποιο τρόπο η μουσική, αλλά και η τέχνη εν γένει, μπορεί να γίνει τελικά η γέφυρα για να επικοινωνήσουν  οι άνθρωποι, ανεξαρτήτως των διαφορών τους. Ταξικές συγκρούσεις, το θέμα της αποβιομηχανοποίησης του γαλλικού Βορρά και οι συνέπειες αυτής, αποτυπώνονται με ισόρροπες δόσεις χιούμορ και ευαισθησίας, σε μια γλυκόπικρη δραμεντί, που κορυφώνεται σε μια πραγματικά απολαυστική σκηνή υπό τους ήχους του «Μπολερό » του Ραβέλ.

Θρίαμβος ( Triumph /Triumf)

Σκηνοθεσία: Κριστίνα Γκρόζεβα και Πέταρ Βαλτσάνοφ

Παίζουν: Μαρία Μπακάλοβα, Μαργκίτα Γκόσεβα, Τζούλιαν Βέργκοφ, Τζούλιαν Κόστοφ, Στανισλάβ Γκάντσεφ, Ιβάν Σάβοφ, Ιβάν Μπάρνεφ

 Περίληψη: Μια στρατιωτική παρωδία, εμπνευσμένη από ακραία πλην πραγματικά γεγονότα της δεκαετίας του ’90.

Η νέα ταινία των Κριστίνα Γκρόσεβα και Πέταρ Βαλτσάνοβ, που ήταν και η επίσημη συμμέτοχή της Βουλγαρίας στα βραβεία Όσκαρ του 2025, με τη συνεργασία του Γιώργου Μαυροψαρίδη στο μοντάζ και του Θοδωρή Οικονόμου στη μουσική.

Στον χαοτικό απόηχο της πτώσης του κομμουνισμού, μια Ομάδα Κρούσεως αποτελούμενη από υψηλόβαθμους αξιωματικούς του Βουλγαρικού Στρατού και φυσικούς αναλαμβάνουν μια άκρως μυστική στρατιωτική επιχείρηση στο μικρό χωριό της Τσαριτσίνα με το κωδικό όνομα «Θρίαμβος». Στόχος τους είναι να βρουν ένα δυσεύρετο εξωγήινο αντικείμενο, το οποίο έχει τη δυνατότητα να αλλάξει τον ρου της Ιστορίας και να ξανακάνει «μεγάλη» τη Βουλγαρία, με τη βοήθεια ενός μέντιουμ καιτης κόρης ενός υψηλόβαθμου στρατιωτικού.

Το γνωστό σκηνοθετικό δίδυμο από τη Βουλγαρία («Το Μάθημα», «Glory», «Πατέρας»)  επιστρέφει στο ταραχώδες παρελθόν μιας χώρας σε μετάβαση και ενός λαού που μαθαίνει πώς να υπάρχει χωρίς να βρίσκεται υπό επιτήρηση μέσα από μια κωμωδία του παραλόγου, που στηρίζεται όμως σε μια απίστευτη κι όμως αληθινή ιστορία: την επιχείρηση του βουλγαρικού υπουργείου Άμυνας «Ηλιαχτίδα» , κατά την οποία ύστερα από υπόδειξη μέντιουμ, έγινε η εκσκαφή ενός τούνελ βάθους 70 και μήκους 160 μέτρων. Κανείς δεν ξέρει τι αναζητούσε ο  στρατός, αλλά ύστερα από δυο χρόνια, η όλη επιχείρηση έληξε άδοξα.

Το πολιτικό σχόλιο είναι σαφές, όπως και το σουρεάλ στοιχείο, όμως οι σκηνοθετικές επιλογές των Γκρόζεβα και Βαλτσάνοβ συχνά επιβραδύνουν το κωμικό τέμπο, οπότε αυτό το αλλόκοτο σύμπαν, που σχεδόν επιβάλλει το σενάριο, γίνεται πολύ σκοτεινό χωρίς λόγο, χάνει την καυστικότητά του και τελικά καταλήγει σε μια ταινία που δεν καταφέρνει να βρει έναν σαφή αισθητικό άξονα, αν και οι προθέσεις της είναι ξεκάθαρες εξαρχής.

Παίζονται ακόμα:

The Opera! Άριες για έναν Έρωτα (The Opera! Arie per un'Eclissi /The Opera! Arias for an Eclipse)

Σκηνοθεσία: Νταβίντε Λιβερμόρε και Πάολο Τζεπ Κούκο

Παίζουν: Βαλεντίνο Μπούτσα, Μάριαμ Μπατιστέλι, Βενσάν Κασέλ, Φανί Αρντάν, Κατερίνα Μουρίνο, Ρόσι ντε Πάλμα, Έργουιν Σροτ

 Περίληψη: Η Όπερα συναντά τον Κινηματογράφο σε ένα μεγαλειώδες υπερθέαμα.

Ένα φιλόδοξο πάντρεμα της όπερας και του κινηματογράφου σε συμπαραγωγή της  Εθνικής Λυρικής Σκηνής.

Η μοίρα του Ορφέα και της Ευρυδίκης είναι σκληρή: τη μέρα που ήθελαν να επισφραγίσουν την αγάπη τους, η ψυχή της Ευρυδίκης παίρνει τον δρόμο για τον κάτω κόσμο. Απαρηγόρητος, ο Ορφέας θα ξεκινήσει ένα επικίνδυνο ταξίδι για να καταφέρει να φέρει πίσω την αγαπημένη του από τον Άδη. Ένα ταξίδι που θα κάνει τον ατρόμητο ήρωα να συνειδητοποιήσει την ένταση των συναισθημάτων του και να έρθει αντιμέτωπος με τους βαθύτερους του φόβους, που  θα τον φέρει σε κόσμους παράξενους, αλλά και σε επαφή με μερικά από τα σπουδαιότερα μουσικά κομμάτια και άριες στην Ιστορία της μουσικής. Θα καταφέρει η αγάπη να νικήσει τον θάνατο;

Ένας από τους κορυφαίους μύθους, εκείνος του Ορφέα και της Ευρυδίκης, δύο πρωτοποριακοί σκηνοθέτες της Όπερας, ο Νταβίντε Λιβερμόρε και ο Πάολο Τζεπ Κούκο, ο διάσημος τενόρος Έργουιν Σροτ, ο τενόρος Βαλεντίνο Μπούτσα, η σοπράνο Μάριαμ Μπατιστέλι, οι περίφημοι ηθοποιοί Βενσάν Κασέλ, Φανί Αρντάν, και Ρόσι ντε Πάλμα, και ο Πλάθιντο Ντομίνγκο, ο οποίος εκτελεί χρέη μαέστρου της θεσπέσιας μουσικής, καθώς και τα υπέροχα κοστούμια των Dolce & Gabbana,  συνθέτουν μια μοναδική εμπειρία, που ζωντανεύει εντυπωσιακά στη μεγάλη οθόνη.

Έχοντας εμπνευστεί από ετερόκλητους καλλιτέχνες, όπως ο Όφφενμπαχ και ο Κάφκα, ο Λούρμαν και ο Μπάρτον, ή ακόμη και ο Βισκόντι και ο Φελίνι, οι δυο σκηνοθέτες πειραματίζονται με νέες τεχνολογίες, όπως εικονικά σετ και motion control (πειραματισμούς στους οποίους, άλλωστε, μας έχουν συνηθίσει τόσα χρόνια) για να χτίσουν κόσμους βγαλμένους από τα πιο ευφάνταστα όνειρα και τους πιο δυσοίωνους εφιάλτες.

Με τη βοήθεια των Πλάθιντο Ντομίνγκο και Φάμπιο Μπιόντι που εκτελούν χρέη μαέστρου, πειραματίζονται τολμηρά και στο μουσικό κομμάτι, μπολιάζοντας τη μουσική της όπερας με πιο σύγχρονα στοιχεία, όπως η ραπ ή η ηλεκτρονική μουσική. Τα κοστούμια υπογράφει ο οίκος Dolce&Gabbana, η ομάδα του οποίου για πρώτη φορά δουλεύει για μια κινηματογραφική ταινία, έχοντας πειστεί από τη δυναμική του συγκεκριμένου πρότζεκτ.

Το αποτέλεσμα είναι μια κινηματογραφική ταινία που όμοιά της δεν έχουμε ξαναδεί: ένα εντελώς καινούργιο κινηματογραφικό είδος, που αποδεικνύει θριαμβευτικά τη διαχρονικότητα της μυθολογίας, της όπερας, αλλά και τη σημασία τους στις ζωές μας.

Ένας Απλός Άνθρωπος (A Working Man)

Σκηνοθεσία: Ντέιβιντ Άγιερ

Παίζουν: Τζέισον Στέιθαμ, Ντέιβιντ Χάρμπορ, Μάικλ Πένια, Τζέισον Φλέμινγκ, Αριάνα Ρίβας

 Περίληψη: Ο Λέβον Κέιντ δουλεύει στην οικοδομή, αλλά όταν η κόρη του αφεντικού του απαχθεί από τη ρώσικη μαφία, θα θυμηθεί το παρελθόν του ως σκληροτράχηλος κομάντο.

Θρίλερ δράσης σε σκηνοθεσία του Ντέιβιντ Αγιερ και σενάριο του Σιλβέστερ Σταλόνε με τον Τζέισον Στέιθαμ.

Ο Λέβον Κέιντ άφησε πίσω τους μία επιτυχημένη καριέρα στις μυστικές επιχειρήσεις των Ειδικών Δυνάμεων για να ζήσει μια απλή ζωή, δουλεύοντας στην οικοδομή. Όμως, όταν η κόρη του αφεντικού του, που είναι σαν οικογένεια για εκείνον, πέφτει θύμα εμπόρων ανθρώπων, η αναζήτησή του για να τη φέρει πίσω αποκαλύπτει έναν κόσμο διαφθοράς πολύ μεγαλύτερο από ό,τι θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί.

Σε σενάριο του Σιλβέστερ Σταλόνε και σκηνοθεσία του Ντέιβιντ Άγιερ («Ο Μελισσοκόμος»), η ταινία βασίζεται στο ομώνυμο best seller μυθιστόρημα του Τσακ Ντίξον, το πρώτο από μια σειρά συνολικά 11 βιβλίων. Η αρχική πρόθεση του Σταλόνε ήταν να διασκευάσει το βιβλίο για την τηλεόραση, αλλά τελικά κατέληξε στην κινηματογραφική οδό. Ο Στέιθαμ ήταν η πρώτη του σκέψη για τον κεντρικό ρόλο, αφού τον θεωρεί τον «φυσικό διάδοχό» του στο σινεμά των ταινιών δράσης.

Οντότητα (Oddity)

Σκηνοθεσία: Ντέμιαν ΜακΚάρθι

Παίζουν: Γουίλιαμ Λι, Κάρολιν Μπράκεν, Τάιγκ Μέρφι, Κάρολιν Μέντον, Τζόναθαν Φρεντς, Στιβ Γουόλ

 Περίληψη: Ένα τυφλό μέντιουμ προσπαθεί να αποκαλύψει την αλήθεια πίσω από τη δολοφονία της δίδυμης αδελφής του, για την οποία έχει καταδικαστεί ο πρώην τρόφιμος ενός κοντινού ψυχιατρείου.

Ψυχολογικό θρίλερ που καταφέρνει να δημιουργήσει ατμόσφαιρα μυστηρίου και τρόμου με περιορισμένα μέσα.

Όταν η Ντάνι δολοφονείται άγρια στο απόμακρο εξοχικό, που ανακαινίζουν η ίδια και ο σύζυγός της, Τεντ, όλοι υποπτεύονται ως ένοχο έναν δραπέτη-ασθενή από το κοντινό ψυχιατρείο, όπου ο Τεντ είναι γιατρός. Όμως, λίγο μετά από την τραγική δολοφονία ο ύποπτος βρίσκεται νεκρός και η υπόθεση μπαίνει στο αρχείο.

Έναν χρόνο αργότερα, η τυφλή δίδυμη αδελφή της Ντάνι, η Ντάρσι, μέντιουμ και συλλέκτρια «στοιχειωμένων» αντικειμένων, καταφτάνει απροσδόκητα στο σπίτι του Τεντ και της νέας του συντρόφου, της Γιάνα. Πεπεισμένη ότι πίσω από τη δολοφονία της αδελφής της κρύβονται κι άλλα μυστικά,  έχει φέρει μαζί της τα πιο επικίνδυνα αντικείμενα από την «καταραμένη» συλλογή της για να τη βοηθήσουν να πάρει εκδίκηση. Το σημαντικότερο από αυτά: μία γκροτέσκα ανθρωπόμορφη κούκλα, που μοιάζει παγωμένη σε μια έκφραση μόνιμης κραυγής και έχει την τάση να κινείται, όποτε δεν τη βλέπουν.

 Ο Ντέμιαν ΜακΚάρθι, τον οποίο γνωρίσαμε από το εξαιρετικό, εξίσου τρομακτικό ντεμπούτο του «Caveat», πριν από πέντε χρόνια, ενώνει συστατικά στοιχεία που διαχρονικά αγαπάμε στις ταινίες τρόμου και τους δίνει νέα πνοή, δημιουργώντας δυσοίωνη ατμόσφαιρα και ανατριχιαστικό σασπένς.

Λατρεία – Οι Καλτ Ελληνικές Ταινίες (Μου)

Σκηνοθεσία: Μελέτης Μοίρας

 Περίληψη: Ντοκιμαντέρ για το σινεμά που αγαπήσαμε.

 Ο Μελέτης Μοίρας θυμάται τις ταινίες που πέρασαν στη σφαίρα της πολιτισμικής κληρονομιάς με τον πιο οργανικό, τον πιο ουσιαστικά λαϊκό τρόπο- με το να γίνουν καλτ.

Πώς αντιλαμβανόμαστε το καλτ και ποιες ταινίες διαμόρφωσαν τον όρο στην Ελλάδα; Η «Λατρεία» εξερευνά το καλτ φαινόμενο κυρίως μέσα από τις ταινίες: «Τσίου» του Μάκη Παπαδημητράτου, «Σπιρτόκουτο» του Γιάννη Οικονομίδη, «Ας Περιμένουν οι Γυναίκες» του Σταύρου Τσιώλη και το επεισόδιο «Βιετνάμ» από το «Όλα είναι Δρόμος» του Παντελή Βούλγαρη, συγκεντρώνοντας μαρτυρίες δημιουργών και συντελεστών, όπως και ανθρώπων του δημοσιογραφικού και καλλιτεχνικού χώρου.  Σκηνοθέτες, συντελεστές και σινεφίλ μιλούν στον φακό για τη μεγαλύτερη «λατρεία» τους: το  ελληνικό σινεμά.

Υu-Gi-Oh!: Η Σκοτεινή Πλευρά των Διαστάσεων (Yu-Gi-Oh!: The Dark Side of Dimensions)

Σκηνοθεσία: Σατόσι Κουγουαμπάρα

Με τις φωνές των: Σουνσούκε Καζάμα, Κεντζίρο Τσούντα, Χιρόκι Τακαχάσι, Μάκι Σάιτο, Χιντεχίρο Κικουτσί, Ρίκα Ματσουμότο, Τζούνκο Τακεούτσι, Νοζόμου Σασάκι

 Περίληψη: Επιθυμώντας διακαώς να αναμετρηθεί με τον Φαραώ, ο Σέτο Κάιμπα αναζητά το Παζλ της Χιλιετίας. Το ίδιο όμως κι ο μυστηριώδης Ντίβα, ενώ ο νεαρός Γιούγκι να αναγκάζεται να επέμβει στη διαμάχη, καθώς έρχεται στην κατοχή του ένα κομμάτι από το σπασμένο παζλ.

Animation, βασισμένο στο δημοφιλές manga (και anime) «Yu-Gi-Oh!» του Καζούκι Τακάσι.

Το διακύβευμα ποτέ δεν ήταν μεγαλύτερο. Μία λανθασμένη κίνηση – μία κάρτα λιγότερη – και το παιχνίδι τελειώνει μια για πάντα. Ο Γιούγκι Μούτο και οι φίλοι του έρχονται ξανά αντιμέτωποι με τον Σετό Καϊμπα, ο οποίος προσπαθεί να επαναφέρει τον Φαραώ Ατέμ. Ωστόσο, μια νέα απειλή εμφανίζεται στο πρόσωπο του Αϊγίκι, ενός μυστηριώδους χαρακτήρα με σκοτεινές δυνάμεις, που μπορεί να αλλάξει την πραγματικότητα.

Το «Yu-Gi-Oh! ξεκίνησε το 1996 υπό τη μορφή σειράς manga και δεν άργησε να επεκτείνει το franchise του σε video-games, παιχνίδια καρτών, τηλεοπτικές σειρές (από το 1998), αλλά και την ταινία anime «Yu-Gi-Oh!» (2004).

Η ιστορία ξεκινάει μετά τα γεγονότα της πρωτότυπης σειράς, για την ακρίβεια έπεται 6 μηνών του manga και έναν χρόνο της σειράς «Yu-Gi-Oh! Duel Monsters» (2006).