Οι ταινίες της εβδομάδας: Η Σκάρλετ Γιόχανσον και ο Τσάνινγκ Τέιτουμ «πετούν ως το φεγγάρι»

Αυτή την εβδομάδα, η Σκάρλετ Γιόχανσον και ο Τσάνινγκ Τέιτουμ «πετούν ως το φεγγάρι», η Ντέιζι Έντγκαρ –Τζόουνς του «Normal People» και ο Γκλεν Πάουελ κυνηγούν ανεμοστρόβιλους, ο Νίκολας Κέιτζ μοιάζει να έχει πέσει σε αλεύρι για το θρίλερ «Longlegs», ο Μέλ Γκίμπσον αποτελεί  ζωντανή απόδειξη ότι στο Χόλιγουντ ακόμα υπάρχει ηλικιακός ρατσισμός, ενώ η κωμωδία-έκπληξη της Πάολα Κορτελέζι θυμίζει εποχές ιταλικού νεορεαλισμού.

Fly Me to the Moon

Σκηνοθεσία: Γκρεγκ Μπερλάντι

Παίζουν: Σκάρλετ Τζονάνσον, Τσάνινγκ Τέιτουμ, Γούντι Χάρελσον

Περίληψη: Η Κέλι αναλαμβάνει τη βελτίωση της δημόσιας εικόνας της NASA. Οι αποφάσεις της όμως φέρνουν τα πάνω κάτω στη λειτουργία του οργανισμού. Παρόλα αυτά, η Κέλι ίσως αποδειχθεί το κατάλληλο άτομο, που θα βοηθήσει τις ΗΠΑ να κερδίσουν την ΕΣΣΔ και να πετύχουν πρώτες την προσσελήνωση.

Ρομαντική κομεντί με φόντο την ιστορική προσεδάφιση της NASA στη Σελήνη.

Η Κέλι Τζόουνς, το παιδί-θαύμα της διαφήμισης στη Νέα Υόρκη, το 1969 προσλαμβάνεται από τον Λευκό Οίκο  για να φτιάξει τη δημόσια εικόνα της NASA , προκαλώντας χάος στο ήδη δύσκολο έργο του ηθικού διευθυντή εκτόξευσης, Κόουλ Ντέιβις, που έχει αναλάβει την επιχείρηση Apollon 11. Η Κέλι χρησιμοποιεί όλους τους τρόπους του καπιταλισμού και της ελεύθερης αγοράς για να ξαναδώσει στις διαστημικές αποστολές το κύρος που έχουν χάσει, ώστε οι ΗΠΑ να κερδίσουν τη μάχη με τους Ρώσους για το ποιος θα προσσεληνωθεί πρώτος. Με τον Νίξον να θεωρεί την αποστολή πολύ σημαντική για να αποτύχει, η Τζόουνς λαμβάνει την άνωθεν  εντολή να οργανώσει μια ψεύτικη, εφεδρική προσσελήνωση. Το πρόβλημα όμως είναι ότι ήδη έχει αρχίσει μέσα στον ψεύτικο κόσμο που υπηρετεί να αισθάνεται ένα αληθινό συναίσθημα.

Το βίντεο της προσσελήνωσης με τον Νιλ Άρμστρονγκ να λέει την περιβόητη ατάκα «ένα μικρό βήμα για τον άνθρωπο, ένα μεγάλο για την ανθρωπότητα»,  έχει συγκεντρώσει αμέτρητες θεωρίες συνομωσίας, από πολλούς που πιστεύουν  ότι δεν ήταν πραγματικό, πως ο άνθρωπος δεν πάτησε ποτέ το πόδι του στη Σελήνη, αλλά πως όλα ήταν σκηνοθετημένα και μάλιστα από τον Στάνλεϊ Κιούμπρικ.

Πάνω σε αυτή την ιδέα στηρίζεται το σενάριο του «Fly me to the moon», που είχε και την υποστηρίξει της ΝASA, η οποία βέβαια έσπευσε να βάλει τα πράγματα στη θέση τους, δηλώνοντας ότι ποτέ δεν υπήρξαν απόρρητες εντολές για μία στημένη κινηματογράφηση. Πάντως, όποια και αν είναι αλήθεια, δεν θα την ανακαλύψετε σε αυτή την κομεντί, που έχει λίγο από όλα: πνευματώδεις λογομαχίες στο ύφος των screwballs, κριτική της διακυβέρνησης του προέδρου Nίξον και του πολέμου στο Βιετνάμ, ένα σχόλιο πάνω στον θεσμό του θεάματος, αλλά και μια φιλοσοφική ανάλαφρη προσέγγιση του τι είναι αληθινό, χωρίς φυσικά να λείπουν και κάποιοι υπαινιγμοί πάνω στο θέμα της γυναικείας δύναμης, που έχει παραγκωνιστεί από την Ιστορία.

Ο Γκρεγκ Μπερλάντι ανοίγει πολλά θέματα, ευτυχώς όχι εις βάρος του ρομάντζου που είναι και το ζητούμενο, και παρά τις οποίες απόψεις προσπαθεί να εκφέρει σε σχέση με τον Ψυχρό Πόλεμο και τις κυβερνητικές τακτικές  μέσα από τον  ρόλο του εκπληκτικού Γούντι Χάρελσον, τελικά η αποθέωση των αμερικανικού έθνους μοιάζει ένα αναπόφευκτη. Ευτυχώς, η χημεία της Γιόχανσον, που θυμίζει έντονα την Μέριλιν Μονρόε σε μία πιο δυναμική εκδοχή καιτου ευαίσθητου Τέιτουμ, πρωταγωνιστεί σε αυτή την ευχάριστη κωμωδία, που προσφέρεται  για μια βραδινή έξοδο στο θερινά.

Πάντα Υπάρχει Το Αύριο (C' e ancora domani)

Σκηνοθεσία: Πάολα Κορτελέζι

Παίζουν: Πάολα Κορτελέζι, Βαλέριο Μασταντρέα, Ρομάνα Ματζιόρα Βεργκάνο, Εμανουέλα Φανέλι



Περίληψη: Η Ντέλια μοχθεί να συντηρήσει την οικογένειά της, την ώρα που ο σύζυγός της την καταπιέζει βάναυσα και η κόρη της ετοιμάζεται να αρραβωνιαστεί. Οι προτεραιότητές της αλλάζουν όμως, όταν ένα γράμμα και η ανυπέρβλητη ανάγκη της πγια ελευθερία την κινητοποιούν να δράσει.

Στην παράδοση της παλιάς μαυρόασπρης ιταλικής κομεντί κινείται το σκηνοθετικό ντεμπούτο της κωμικής  ηθοποιού και τραγουδίστριας Πάολα Κορτελέζι, που έγινε τεράστια εισπρακτική και καλλιτεχνική επιτυχία στην Ιταλία.

Το 1946, η Ιταλία προσπαθεί σταδιακά να ορθοποδήσει μετά από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και να ξεπεράσειτα φαντάσματα του φασιστικού παρελθόντος, τη φτώχεια και την πατριαρχία. Παράλληλα, είναι και η χρονιά που οι γυναίκες απέκτησαν για πρώτη φορά δικαίωμα ψήφου και πήγαν στις κάλπες. Η Ντέλια και ο Ιβάνο ζουν με τα παιδιά τους και τον άρρωστο πατέρα του Ιβάνο στη Ρώμη. Η Ντέλια είναι ο τύπος της γυναίκας-φροντίστριας, που έχει μάθει να ζει με τον τυραννικό άντρα της. Η οικογένεια είναι ενθουσιασμένη με τον επικείμενο αρραβώνα της κόρης τους με έναν ευκατάστατο  νεαρό, του οποίου η οικογένεια τους κοιτάζει αφ’ υψηλού. Όμως όλα αλλάζουν, όταν η Ντέλια λαμβάνει ένα μυστηριώδες γράμμα, που την κάνει να ανακτήσει το κουράγιο της και να διεκδικήσει μια καλύτερη ζωή.

Εμπνευσμένη από τις ιστορίες των γιαγιάδων και προγιαγιάδων της που ζούσαν στις εργατικές συνοικίες της Ρώμης, η Πάολα Κορτελέζι, μεγάλη σταρ στη χώρα της, περνάει πίσω από την κάμερα και μας ταξιδεύει στην Ιταλία του ‘40,  με μια αισθητικά άρτια, αν και αρκετά νοσταλγική αναπαράσταση της εποχής, σε ασπρόμαυρο κάδρο, που ίσως όμως δεν αποτυπώνει την πραγματικότητα, αλλά μάλλον αποτελεί έναν υπερβολικά καλαίσθητο  φόρο τιμής στους παλιούς καιρούς και στον νεορεαλισμό.

Στόχοςτης Κορτελέζι, η οποία κρατάει και τον πρωταγωνιστικό με μια λεπτή ραφινάτη υποκριτική, είναι να αφηγηθεί μια ιστορία γυναίκειας  χειραφέτησης με  χιούμορ, επαληθεύοντας την αισιοδοξία του τίτλου. Γι’ αυτό κι επιλέγει ακόμα και τις πιο βίαιες σκηνές, όπου η Ντέλια ουσιαστικά κακοποιείται από τον σύζυγό της να τις χορογραφεί ως μιούζικαλ, προσθέτοντας ταυτόχρονα τις απαραίτητες  μελοδραματικές  νότες, που έφεραν και την ταινία της πρώτη στο ιταλικό box office. Αναμφίβολα, η Κορτελέζι  είναι μια ικανή  αφηγήτρια, που ξέρει να ισορροπεί ανάμεσα στο δράμα και την κωμωδία, χωρίς να ξεφεύγει, πλην όμως η προσπάθειά της να γίνει όσο πιο εμπορική γίνεται, την οδηγεί ενίοτε σε απλοϊκές λύσεις.

Longlegs

Σκηνοθεσία: Οζ Πέρκινς

Παίζουν: Μάικα Μονρό, Νίκολας Κέιτζ, Αλίσια Γουίτ

Περίληψη: Μια πράκτορας του FBI αναζητά ένα κατά συρροή δολοφόνο με το ψευδώνυμο «Longlegs».

Ο Οζ Πέρκινς υπογράφει έναν φόρο τιμής στη «Σιωπή των Αμνών», με τον Νίκολας Κέιτζ στο ρόλο του serial killer «Longlegs».

To 1974, η Λι Χάρκερ, μια νέα πράκτορας του FBI, έχει αναλάβει σε μια ανεξιχνίαστη υπόθεση ενός κατά συρροή δολοφόνου. Καθώς η έρευνα γίνεται πιο περίπλοκη και απόκρυφα στοιχεία αποκαλύπτονται, η νεαρή συνειδητοποιεί έναν προσωπικό δεσμό της με τον δολοφόνο. Τότε, πρέπει να ενεργήσει γρήγορα για να αποτρέψει έναν ακόμα οικογενειακό φόνο.

Ο Πέρκινς («Γκρέτελ & Χάνσελ»), γιος του ηθοποιού Άντονι Πέρκινς, έχοντας δείξει στο παρελθόν εξαιρετικά δείγματα γραφής στο horror, επιστρέφει με την ίδια εικονοπλαστική διάθεση, χωρίς να έχει στα χέρια του ένα δυνατό σενάριο. Το Κακό λοιπόν εδώ, ακολουθώντας τη λογική των θρίλερ της δεκαετίας του ’90,  ενσαρκώνεται από έναν παρανοϊκό, που θυμίζει Τζόκερ, ο οποίος αφενός λατρεύει τον σατανά, αφετέρου έχει στην κατοχή του κάτι κούκλες με δολοφονικές δυνάμεις. Αυτή η μείξη όμως ψυχολογικού ρεαλισμού και μεταφυσικού δεν λειτουργεί τελικά σε συμβολικό επίπεδο, με αποτέλεσμα ο Πέρκινς να χάνει τον δραματουργικό του άξονα.

Δεξιοτεχνικά μεν χτίζει ατμόσφαιρες και παράγει έναν υπόγειο τρόμο, αλλά τόσο η πράκτορας Χάρκερ, που διαθέτε τρομερή διαίσθηση κι ένα τραύμα που πρέπει να επουλωθεί, όσο και ο Longlegs του μεταμορφωμένου ολοσχερώς Νίκολας Κέιτζ, που τολμάει με θάρρος να γίνει όσο πιο αποκρουστικός  γίνεται, αδυνατούν να μας παρασύρουν σε αυτό το εικαστικό εφιαλτικό παιχνίδι, που στερείται λογικής συνέχειας.

Ανεξιχνίαστοι Φόνοι (Boneyard)

Σκηνοθεσία: Ασίφ Ακμπάρ

Παίζουν: Μελ Γκίμπσον, Μπράιαν Βαν Χολτ, Kέρτις «50 Cent» Τζάκσον



Περίληψη: Όταν στην έρημο του Νέου Μεξικού ανακαλύπτονται τα οστά έντεκα γυναικών, οι Αρχές κινητοποιούνται, ώστε να εντοπίσουν τον δολοφόνο.

Με έμπνευση τις αληθινές ιστορίες εξαφανίσεων στην Αμερική, ο Ασίφ Ακμπάρ σκηνοθετεί ένα τηλεοπτικής κοπής θρίλερ με πρωταγωνιστές τον Μελ Γκίμπσον και τον 50 Cent.

Όταν τα υπολείμματα οστών έντεκα γυναικών και κοριτσιών ανακαλύπτονται στην έρημο West Mesa του Νέου Μεξικού, μια εκτεταμένη έρευνα ξεκινά. Ο ντετέκτιβ Ορτέγκα, ο Αρχηγός της Αστυνομίας Κάρτερ και ο πράκτορας  Πέτροβικ προσπαθούν να εντοπίσουν και να συλλάβουν τον κατά συρροή δολοφόνο, ενώ ταυτόχρονα έρχονται αντιμέτωποι με διαφθαρμένους αστυνομικούς.  Καθώς κάθε μια από τις ατζέντες και τις μεθόδους τους συγκρούεται, υποψίες  δημιουργούνται προς όλες τις κατευθύνσεις.

Βασισμένος σε μια πραγματικά ανατριχιαστική υπόθεση, αλλά με ένα σενάριο κάτω του μετρίου, ο Ακμπάρ επιστρατεύει κακήν κακώς τεχνάσματα ενός αστυνομικού θρίλερ -voice over αφηγήσεις, flashbacks κτλ- και προσπαθεί να κινηθεί στη λογική ενός whodunit. Mόνο που στη συγκεκριμένη περίπτωση πέρα από το ότι υπόθεση δεν έχει λυθεί ακόμα- οπότε ούτε καν μια εύκολη απάντηση δεν δίνεται- κανείς από τους εμπλεκόμενους και εντελώς σχηματικούς χαρακτήρες δεν προσπαθεί πραγματικά να βρει τη λύση, με τον θεατή να σηκώνει τα χέρια ψηλά.

Αστυνομικοί που έχουν χάσει και οι ίδιοι ανίψια και παιδιά προσφέρουν μερικές δόσεις μελοδράματος για να σωθεί η κατάσταση από ένα απερίγραπτο χάος, όμως και πάλι δεν καταλαβαίνουμε, αν ο Ακμπάρ θέλει τελικά να αποκαλύψει τη διαφθορά της αστυνομίας, ή να περισώσει τη χαμένη τιμή του Σώματος. Μέσα σε αυτό τον αχταρμά, οι σεξεργάτριες παρουσιάζονται έως και υποτιμητικά, ενώ ο Μελ Γκίμπσον αποτελεί ζωντανό παράδειγμα ότι η κινηματογραφική βιομηχανία «σκοτώνει τα άλογα όταν γεράσουν», αφού εξαναγκάζει να χαραμίζει τις ικανότητες του σε ένα τρίτης διαλογής θριλεράκι. Μαζί και ο 50 Cent αναλώνεται σε έναν ρόλο διεκπεραιωτικό, όπως σχεδόν όλοι οι υπόλοιποι ήρωες, για να ζωντανέψουν μια ιστορία που αν και στην πραγματικότητα ήταν τρομακτική, εδώ απλώς προκαλεί μέχρι και ανία, πράγμα που για να λέμε κατην αλήθεια αποτελεί και ένδειξη ασέβειας προς τα θύματα.

Twisters

Σκηνοθεσία: Λι Άιζακ Τσανγκ

Παίζουν: Ντέιζι Έντγκαρ -Τζόουνς, Γκλεν Πάουελ, Άντονι Ράμος, Μπράντον Περέα, Μόρνα Τίρνι, Σάσα Λέιν, Ντέιβιντ Κορενσγουέτ, Ντάριλ ΜακΚόρμακ, Κίρναν Σίπκα, Νικ Ντοντάνι.

Περίληψη: Mια κυνηγός ανεμοστρόβιλων πλέον από την ασφάλεια του σπιτιού της μελετάει μοτίβα καταιγίδων. Παρά τους ενδοιασμούς της, παρασύρεται από έναν συνεργάτη της και πείθεται να δοκιμάσουν ένα πρωτοποριακό σύστημα εντοπισμού στις αφιλόξενες ανοιχτές αμερικανικές πεδιάδες. Εκεί, διασταυρώνεται με έναν απερίσκεπτο influencer, όταν ξαφνικά ξεσπούν  πρωτόγνωρα καιρικά φαινόμενα.

Από τους παραγωγούς των ταινιών «Jurassic» και «Ιντιάνα Τζόουνς» έρχεται το sequel της ταινίας του Γιαν ντε Μποντ του 1996 με πρωταγωνιστές τότε τους Έλεν Χαντ και Μπιλ Πάξτον.

Η Κέιτ Κούπερ είναι μία πρώην κυνηγός καταιγίδων, η οποία δεν μπορεί να ξεπεράσει μία παλιότερη τραγωδία, που προκλήθηκε από ανεμοστρόβιλο και της στέρησε τους φίλους της. Τώρα πια μελετάει τα μοτίβα του καιρού από την ασφάλεια του γραφείου της στη Νέα Υόρκη, αλλά παρασύρεται ξανά σε ανοιχτές πεδιάδες από τον φίλο της, Χάβι, για να δοκιμάσουν ένα πρωτοποριακό σύστημα εντοπισμού ανεμοστρόβιλων. Εκεί, διασταυρώνεται με τον Τάιλερ Όουενς, έναν γοητευτικό  σταρ των social-media, που έχει γίνει διάσημος ως «δαμαστής των καταιγίδων».

Καθώς τρομαχτικά και πρωτόγνωρα καιρικά φαινόμενα εκδηλώνονται, θέτοντας σε κίνδυνο την ασφάλεια των πολιτών, με αποκορύφωμα τη σκηνή σε ένα σινεμά που παίζει τον «Φρανκενστάιν», η Κέιτ και ο Τάιλερ με τις αντίπαλες ομάδες τους βρίσκονται να παλεύουν για τη ζωή τους εν μέσω πολλαπλών καταιγίδων, που συγκλίνουν όλες πάνω από την κεντρική Οκλαχόμα.

Ο Λι Άιζακ Τσανγκ, υποψήφιος για Όσκαρ σεναρίου και σκηνοθεσίας για το «Minari», αναλαμβάνει με την εγγύηση του Στίβεν Σπίλμπεργκ στον ρόλο του executive producer, μια ταινία καταστροφής, που συνδυάζει δράση, αλτρουισμό, οικολογικό μήνυμα και ρομάντζο σε ισόποσες δόσεις, αποθεώνοντας την αξία της ομάδας και της πίστης σε ένα όνειρο.

Το σενάριο του Μαρκ Λ. Σμιθ, που είναι βασισμένο σε μία ιστορία του Τζόσεφ Κοζίνσκι («Λήθη») αναμειγνύει με feelgood διάθεση την πάλη του ανθρώπου με τη φύση, τα παιχνίδια του έρωτα, την αιώνια σύγκρουση επιστήμης και ενστίκτου και ένα χαριτωμένο anti-success story ικανοποιητικά  στα πλαίσια μιας ταινίας  φτιαγμένης για όλη την οικογένεια. 

Έτσι, τα ψηφιακά στοιχεία του Άιζακ παντρεύονται εύστοχα με μια ανθρώπινη ρεαλιστική ιστορία, που αν και δεν διακρίνεται για την πρωτοτυπία της, πέρα από το γεγονός ότι συνήθως ανάλογες περιπέτειες έχουν μόνο μία προσχηματική πλοκή, και συνθέτουν ένα διασκεδαστικό σύνολο ευρείας κατανάλωσης  και ψυχαγωγίας, με το πρωταγωνιστικό δίδυμο των  Πάουελ και Τζοόυνς να κλέβει την παράσταση από τις τρομακτικές καταιγίδες.

Παίζεται ακόμα:

Πάφιν Ροκ Νέες Φιλίες (Puffin Rock & The New Friends)

Σκηνοθεσία: Τζέρεμι Παρσέλ και Λορέιν Λόρνταν

Με τις φωνές των (στα ελληνικά): Μάριαν Κυπριανού, Ιωάννας Παπαμιχαλοπούλου, Πλάτωνα Μουρατίδη, Πέτρου Κονόμου, Άρη Κυπριανού, Βίκυς Γεωργιάδου, Σεμέλης Κυριαζή

Περίληψη: Η παρέα του Puffin Rock, της αγαπημένης παιδικής σειράς, τώρα σε μια περιπέτεια μεγάλου μήκους.

Περιπέτεια κινουμένων σχεδίων από το Cartoon Saloon studio, που συστήνει την παρέα του Puffin Rock με μια μεγάλη μήκους ταινία.

Η εξαφάνιση του τελευταίου αυγού της σεζόν κάτω από περίεργες συνθήκες, οδηγεί την Ούνα και τους φίλους της να ξεκινήσουν έναν αγώνα ενάντια στον χρόνο για να προσπαθήσουν να το σώσουν, πριν  μια μεγάλη καταιγίδα χτυπήσει το Πάφιν Ροκ και βάλει το νησί σε κίνδυνο.

Επαναπροβολές:

Πρόγευμα στο Τίφανις ( Βreakfast at Tiffany's)

Σκηνοθεσία: Μπλέικ Έντουαρντς

 Παίζουν: Όντρεϊ Χέπμπορν, Τζορτζ Πέπαρντ, Πατρίτσια Νιλ, Μπάντι ‘Εμπσεν

Περίληψη: Η Χόλι Γκολάιτλι περιφέρεται στη Νέα Υόρκη και συντηρείται από πλούσιους άντρες, ελπίζοντας ότι το πάρτι δεν θα τελειώσει ποτέ. Όταν γνωρίζει έναν ταλαντούχο συγγραφέα, τον Πολ Βάρτζακ, μια πλατωνική φιλία θα ξεκινήσει, που θα βοηθήσει τον Πολ να ξεφύγει από το συγγραφικό του μπλόκο και να δημιουργήσει ξανά.

Το κλασικό αριστούργημα του Μπλέικ Έντουαρντς, βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Τρούμαν Καπότε με την Όντρεϊ Χεπμπορν να γράφει Ιστορία.

Η Χόλι Γκολάιτλι, μια ανέμελη κοσμική Νεοϋορκέζα με άψογο στιλ και αγάπη για τα ωραία πράγματα, επιδιώκει να εξασφαλίσει έναν ευκατάστατο σύζυγο. Όταν ο Πολ, ένας άσημος συγγραφέας, που συντηρείται οικονομικά από μια πλούσια γυναίκα, γίνεται ο νέος της γείτονας, αρχίζουν να έλκονται ο ένας από τον άλλον. Παρότι η Χόλι προσπαθεί να κρατήσει τα πράγματα επιφανειακά στη χαοτική αναζήτησή της για ασφάλεια, η σχέση τους βαθαίνει, σε ένα ταξίδι αυτογνωσίας με φόντο μια εξιδανικευμένη Νέα Υόρκη του 1960.

Ο Έντουαρντς, γνωστός για την κωμική του δεξιοτεχνία, δημιουργεί μια λεπτή ισορροπία μεταξύ χιούμορ, ρομαντισμού και κοινωνικού σχολιασμού, εξερευνώντας θέματα, όπως η αναζήτηση ταυτότητας και αυθεντικότητας σε έναν κόσμο επιφάνειας και το αέναο κυνήγι της ευτυχίας στη μεγάλη πόλη, ενώ η ερμηνεία της Χέπμπορν γεφυρώνει το κωμικό με το δραματικό, προσδίδοντας στη Χόλι μια πολυδιάστατη προσωπικότητα, που σαγηνεύει και συγκινεί, αφού καταφέρνει να μεταδώσει τόσο την εξωτερική λάμψη όσο και την εσωτερική ευαλωτότητά της. Η δε εικόνα της με το μαύρο φόρεμα, το μαργαριταρένιο κολιέ και τα μεγάλα μαύρα γυαλιά ηλίου να κοιτάζει τη βιτρίνα του Tiffany έχει γίνει εμβληματική ως σύμβολο αξεπέραστου στιλ.

Η φωτογραφία της ταινίας αποτυπώνει με ζωντάνια την ατμόσφαιρα της Νέας Υόρκης της δεκαετίας του '60: από τις λαμπερές βιτρίνες του Tiffany μέχρι τα απογευματινά πάρτι στα διαμερίσματα του Upper East Side, κάθε καρέ της είναι ένας φόρος τιμής στην πόλη, ενώ το αγαπημένο «Moon River», που ερμηνεύεται με απαράμιλλη γλυκύτητα από την πρωταγωνίστρια, παραμένει ένα από τα πιο χαρακτηριστικά κινηματογραφικά τραγούδια όλων των εποχών.

Η ταινία διεκδίκησε τέσσερα συνολικά Όσκαρ και κέρδισε δύο (Καλύτερης Μουσικής Επένδυσης και Καλύτερου Πρωτότυπου Τραγουδιού για τον Χένρυ Μαντσίνι και τον Τζόνι Μέρσερ), ενώ το 2012 χαρακτηρίστηκε από τη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου ως «πολιτιστικά, αισθητικά και ιστορικά σημαντική» και επιλέχθηκε να ενταχθεί στο Εθνικό Μητρώο Κινηματογράφου των Ηνωμένων Πολιτειών.

Η Παράσταση Αρχίζει (All that Jazz)

Σκηνοθεσία: Μπομπ Φόσι

Παίζουν: Ρόι Σάιντερ, Τζέσικα Λανγκ, Αν Ράιννκινγκ, Λέλαντ Πάλμερ



Περίληψη: Ενώ ετοιμάζει ένα καινούργιο μιούζικαλ, ο σκηνοθέτης Τζο Γκίντεον παθαίνει καρδιακή προσβολή. To γεγονός αυτό γίνεται αιτία για να κάνει έναν απολογισμό της καλλιτεχνικής και προσωπικής ζωής του.

Το έργο ζωής του Μπομπ Φόσι («Καμπαρέ», «Λένι, ο Βρωμόστομος»), που απέσπασε τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ Καννών και τέσσερα βραβεία Όσκαρ, κυκλοφορεί σε επανέκδοση.

Ο Τζο Γκίντεον, σούπερ επιτυχημένος χορογράφος και σκηνοθέτης στο Μπρόντγουεϊ και στο Χόλιγουντ, αδιόρθωτος γυναικάς, ακραίος εργασιομανής, μανιώδης καπνιστής, προετοιμάζει πυρετωδώς το επόμενο μιούζικαλ και την επόμενη ταινία του. Παθαίνει όμως καρδιακή προσβολή και καταλήγει στο νοσοκομείο, όπου μεταξύ ζωής και θανάτου, αναστοχάζεται το παρελθόν του, τη φιλοσοφία του, τις σχέσεις και την τέχνη του.

Στην ιστορία του χαρακτήρα, που ερμηνεύει ανεπανάληπτα ο Σάιντερ, ο Μπομπ Φόσι εκμυστηρεύεται με αφοπλιστική ειλικρίνεια τη δική του προσωπική διαδρομή. Εκείνη που τον καθιέρωσε ως έναν πρωτοπόρο χορογράφο και σκηνοθέτη, η επιρροή του οποίου έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο μεταπολεμικό θέατρο του 20ού αιώνα. Για τους κινηματογραφόφιλους, ωστόσο, παραμένει ο δημιουργός του κορυφαίου, πιθανότατα, μιούζικαλ, που φώτισε ποτέ τη μεγάλη οθόνη.

Το επίτευγμα του Φόσι, που γύρισε το φιλμ οχτώ χρόνια πριν από τον θάνατό του,  είναι πως μέσα σ’ αυτόν τον αυτοαναφορικό λαβύρινθο, έχει την ικανότητα και την τόλμη να παρουσιαστεί ξεγυμνωμένος στον θεατή, προσφέροντας μια εκ των έσω ρεαλιστική, γλυκόπικρη (και συχνά αστεία) ματιά στον κόσμο της σόου μπίζνες, στον μηχανισμό του θεάματος, στα ποταπά, αμοραλιστικά παρασκήνια, στις αδίστακτες συναλλαγές και τις αντιπαλότητες. Ο Φόσι δεν φοβάται να παρουσιάσει τη «γκρίζα» πλευρά του εαυτού του, τη διαλυμένη του οικογένεια, την αδυναμία του να παραμείνει πιστός, τις εξοντωτικές απαιτήσεις από τους συνεργάτες, το φουσκωμένο «εγώ» του, μέσα σε ένα σύμπαν, που κινείται αποκλειστικά από και για το χρήμα.

 Κλέφτης Ποδηλάτων (Ladri di Biciclette)

Σκηνοθεσία: Βιτόριο Ντε Σίκα

Παίζουν:  Λαμπέρτο Ματζιοράνι, Ένζο Σταγιόλα, Λιανέλα Κάρελ, Τζίνο Σαλταμερέντα, Βιτόριο Αντονούτσι

Περίληψη: Ένας άντρας βρίσκει δουλειά ως αφισοκολλητής, αλλά την πρώτη μέρα του κλέβουν το ποδήλατο. Καθώς είναι αδύνατον να δουλέψει χωρίς αυτό, ξεκινά με τον μικρό γιο του μια απελπισμένη αναζήτηση στους δρόμους της Ρώμης.

Το αριστούργημα του ιταλικού νεορεαλισμού, που πήρε Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας, πριν καν θεσπιστεί η αντίστοιχη κατηγορία.

Σε μια αλάνα, ένα γεμάτο αγωνία τσούρμο ανέργων περιμένει να ακούσει ένα καλό νέο από τον υπεύθυνο του γραφείου εύρεσης εργασίας. Η τύχη χαμογελά σε κάποιον άνδρα, που ονομάζεται Αντόνιο Ρίτσι, ο οποίος επιλέχθηκε από τον δήμο της Ρώμης να εργαστεί ως αφισοκολλητής. Η δουλειά όμως απαιτεί ποδήλατο και ο Ρίτσι δεν έχει πια, το έχει δώσει ενέχυρο. Έτσι, θα πει ψέματα, θα πάρει τη δουλειά και μαζί μια ωραία στολή. Η γυναίκα του ευτυχώς έχει τη λύση: δίνει ενέχυρο τα σεντόνια της προίκας της και το ποδήλατο επιστρέφει στην οικογένεια. Πριν ξημερώσει, οι ποδηλάτες-αφισοκολλητές ξεχύνονται στους δρόμους. Ανάμεσά τους και ο ευτυχισμένος Ρίτσι. Την ώρα όμως που ανεβασμένος στη σκάλα του κολλά μια αφίσα για την τελευταία ταινία της Ρίτα Χέιγουορθ, κάποιοι του κλέβουν το ποδήλατο.

Η επιβίωση της οικογένειας όμως εξαρτάται από το ποδήλατο. Έτσι, την επόμενη μέρα αρχίζει η αναζήτησή του. Ο θεατής σιγά σιγά αρχίζει να συμπάσχει με τον Ρίτσι και με τον μικρό του γιο που ψάχνουν απεγνωσμένα, ακολουθώντας τους στις περιπλανήσεις τους στους δρόμους της Ρώμης: στις υπαίθριες αγορές, στα συσσίτια της εκκλησίας, στις φτωχογειτονιές, στη δυστυχία.

Το ποδήλατο γίνεται αντικείμενο-φετίχ για τον Ντε Σίκα. Τα κάδρα γεμίζουν από ρόδες, τιμόνια και εξαρτήματα, εντείνοντας το δράμα του κεντρικού ήρωα. Το δε σχόλιο στη σκηνή με τη Χέιγουορθ για τον εμπορικό κινηματογράφο της εποχής και τη σχέση του με την πραγματικότητα είναι κάτι παραπάνω από σαφές.

Δεν θα ήταν υπερβολή να πει κανείς ότι ο «Κλέφτης Ποδηλάτων» άλλαξε τη ροή της κινηματογραφικής τέχνης. Ο φτωχός εργάτης Λαμπέρτο Ματζοράνι και οι άλλοι ερασιτέχνες ηθοποιοί της ταινίας, ­μεταξύ αυτών και ο δεκαεξάχρονος τότε Σέρτζιο Λεόνε, που υποδυόταν ένα από τα παπαδοπαίδια στη σκηνή της καταιγίδας, δίδαξαν στους ακριβοπληρωμένους σταρ έναν νέο τρόπο υποκριτικής.

Η ταινία βασίζεται σε ένα απλό σενάριο (από την ομώνυμη νουβέλα του Λουίτζι Μπαρτολίνι), που όμως δεν μπορεί παρά να συγκινήσει, ενώ οι ερμηνείες, είναι τόσο αληθινές, στα όρια του ντοκιμαντέρ (αυτό επιδιώκει ο νεορεαλισμός;). Το σημαντικότερο είναι ότι ο μεγάλος auteur με την κάμερά του καταγράφει την Ιταλία στα συντρίμμια, που άφησε πίσω του ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Μια Ιταλία γεμάτη ανασφάλειες και σκοτεινούς ανθρώπους, που είναι έτοιμοι να κατασπαράξουν ο ένας τον άλλον. Τα λόγια άλλωστε του  Όρσον Γουέλς μιλούν από μόνα τους: «Ο Ντε Σίκα κατάφερε κάτι αδιανόητο: εξαφάνισε την κάμερα».