«Ταξίδι στην Ελλάδα» -Οι κωμικοί Στιβ Κούγκαν και Ρομπ Μπράιντον σε μια ταινία για το ελληνικό καλοκαίρι
Αυτή την εβδομάδα, ο μοναδικός Τομ Χανκς ερμηνεύει τον Φρεντ Ρότζερς, τον άνθρωπο με τον οποίο μεγάλωσαν γενιές παιδιών, ο Στιβ Κούγκαν και ο Ρομπ Μπράιντον ταξιδεύουν στην Ελλάδα, ακολουθώντας τα χνάρια του Οδυσσέα, ενώ δυο σπουδαίες ταινίες- η αινιγματική «Περσόνα» του Μπέργκμαν και η ατμοσφαιρική «Chinatown» του Πολάνσκι - επιστρέφουν σε νέες επανεκδόσεις.
Ένας υπέροχος γείτονας (A Beautiful Day In The Neighborhood)
Σκηνοθεσία: Μάριελ Χέλερ
Παίζουν: Τομ Χανκς, Μάθιου Ρις, Κρις Κούπερ, Σούζαν Κελέτσι Γουότσον, Γουέντι Μακένα, Κριστίν Λάτι
Περίληψη: Δεκαετία του 1990. Όταν ένας βαριεστημένος και κυνικός συντάκτης περιοδικού «αναγκάζεται» να γράψει ένα άρθρο για τον Φρεντ Ρότζερς, παρουσιαστή ενός παιδικού εκπαιδευτικού τηλεοπτικού σόου, ξεπερνάει τον όποιο σκεπτικισμό του, και μαθαίνει να αγαπάει και να συγχωρεί στην πιο όμορφη γειτονιά της Αμερικής.
Ο δύο φορές βραβευμένος με Όσκαρ Toμ Χανκς υποδύεται τον Mister Rogers, τον χαρισματικό και θρυλικό τηλεοπτικό παρουσιαστή του μακροβιότερου παιδικού προγράμματος της Αμερικής, που έκλεψε τις καρδιές μικρών και μεγάλων για πάνω από τριάντα χρόνια.
Ο Λόιντ Βόγκελ, ένας κυνικός δημοσιογράφος, που πάντα φέρνει σε δύσκολη θέση τους συνεντευξιαζόμενούς του, είναι υποχρεωμένος να κάνει το πορτρέτο του Φρεντ Ρότζερς, ίσως του διασημότερου παρουσιαστή παιδικών τηλεοπτικών προγραμμάτων στην Αμερική για τρεις δεκαετίες. Ο Ρότζερς, που ήταν και χειροτονημένος ιερέας, παρουσίαζε το σόου «Mister Rogers’ neighborhood», το οποίο παιζόταν από το 1968 έως το 2001, και μέσα από το κουκλοθέατρο και απλά σκετς μιλούσε στα παιδιά για δύσκολα θέματα, όπως ο θάνατος, ή το διαζύγιο. Γνωστός για το μειλίχιο ύφος και την ψυχραιμία του, κήρυττε με τον δικό του τρόπο την καλοσύνη ως υπέρτατη αξία.
Ο Λόιντ όμως θεωρεί εκ προοιμίου ότι η εικόνα του τέλειου Mr Rogers είναι ένα έξυπνο επιχειρηματικό κατασκεύασμα και στη συνάντησή του με τον Φρεντ είναι αποφασισμένος να ξεσκεπάσει το πραγματικό του πρόσωπο. Όμως θα βρεθεί προ εκπλήξεως και θα συνειδητοποιήσει πως τελικά ο Φρεντ είναι ένας ιδιαίτερος άνθρωπος, που θα τον βοηθήσει να αλλάξει την οπτική του πάνω στη ζωή, αλλά και να γιατρέψει τα τραύματά του.
Βασισμένη στην αληθινή ιστορία μιας παράδοξης φιλίας και στο άρθρο του δημοσιογράφου Tομ Τζούνοντ (που είναι στην ουσία ο Λόιντ Βόγκελ) με τίτλο «Can You Say… Hero?» , το οποίο δημοσιεύτηκε στο «Esquire «τον Νοέμβριο του 1998, η ταλαντούχα Μάριελ Χέλερ («Can You Ever Forgive Me?»), αποφεύγει τη βιογραφία κι εστιάζει περισσότερο στον δεσμό που ανέπτυξαν οι δυο άντρες, με μια διάθεση νοσταλγίας για την παιδικότητα, αλλά και για μια Αμερική που πια δεν υπάρχει. Η τρυφερότητα των εκπομπών του Μr. Rogers απέχουν χιλιόμετρα από τις εκπομπές που παρακολουθούν σήμερα τα παιδιά, πράγμα που η Χέλερ φροντίζει έμμεσα να υπογραμμίζει, με τις σεκάνς όπου μας ξεναγεί στον παράδεισο του Μr Rogers, δηλαδή στο τηλεοπτικό του πλατό.
Μάλιστα η σκηνοθέτιδα και η ομάδα της έστησαν τη μινιατούρα της περίφημης γειτονιάς που φιλοξενούσε όλα τα επεισόδια, ενώ έφτιαξαν καιμινιατούρες της Νέας Υόρκης, του Πίτσμπουργκ -όπου έμενε και δούλευε ο διάσημος παρουσιαστής- και του Νιου Τζέρσεϊ, πράγμα που προσθέτει στην ταινία ένα παραμυθένιο και ονειρικό στοιχείο, το οποίο έρχεται σε πλήρη αντιπαράθεση με τον ορθολογιστή Λόιντ.
Το γεγονός ότι ο Φρεντ παρουσιάζεται σχεδόν σαν άγιος, αν και η γυναίκα του εξηγεί ότι αυτή η στάση είναι επιλογή και χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια, είναι σχεδόν συγκινητικό και τελικά καθόλου μονοδιάστατο, όπως θα πίστευε κανείς, καθώς αυτή η ποιότητα και η ευγένεια είναι τόσο σπάνια σήμερα, που αξίζει κάποιος να μας την υπενθυμίζει. Σε συνδυασμό δε με την αψεγάδιαστη ερμηνεία του Τομ Χανκς, που εδώ κέρδισε μια ακόμα υποψηφιότητα για το Χρυσό Αγαλματίδιο (την έκτη στη σειρά, αλλά πρώτη για δεύτερο ρόλο) και τον επίσης καλό Μάθιου Ρις, η σχέση αυτή έχει πολλά περισσότερα να προσφέρει από μια χριστιανική διδαχή.
Ταυτόχρονα η Χέλερ, επηρεασμένη από την γαλήνη και την ηρεμία του Φρεντ, εγκαταλείπει τον αγχωτικό ρυθμό των αμερικανικών ταινιών και αφήνεται σε μια «παλιομοδίτικη» αλλά ταυτόχρονα τόσο λυτρωτική ατμόσφαιρα, που θα σας κάνει να θυμηθείτε την παιδική σας ηλικία και τους δικούς της ήρωες.
Ταξίδι στην Ελλάδα (Trip to Greece)
Σκηνοθεσία: Μάικλ Γουιντερμπότομ
Παίζουν: Στιβ Κούγκαν, Ρομπ Μπράιντον, Τζάστιν Έντουαρντς
Περίληψη: Οι δύο ηθοποιοί συνεχίζουν τη σειρά των διάσημων οδοιπορικών τους, πραγματοποιώντας μια επίσκεψη στη χώρα μας.
Το απολαυστικό δίδυμο Ρομπ Μπράιντον και Στιβ Κούγκαν στο τέταρτο sequel του ολοένα και πιο δημοφιλούς κωμικού franchise, φτάνουν επιτέλους στη Ελλάδα και γίνονται οι καλύτεροι πρεσβευτές της χώρας μας στο εξωτερικό.
Μετά από τη Βόρεια Αγγλία, την Ιταλία και την Ισπανία, ο Ουαλός κωμικός και ο Βρετανός καλλιτέχνης υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Μάικλ Γουιντερμπότομ ξεκινούν από την Τουρκία και προσπαθούν να κάνουν ελεύθερα την πορεία του Οδυσσέα από την Τροία στην Ιθάκη.
Ανάμεσα στις κωμικές ατάκες, τις μιμήσεις και τις γευσιγνωσίες που μας έχουν συνηθίσει, οι δυο τους με εγκαθιδρυμένη πια μια καλή χημεία μεταξύ τους και υποδυόμενοι μια πιο θεατρική εκδοχή των πραγματικών τους εαυτών, εξερευνούν με δέος τον ελληνικό πολιτισμό, αλλά και τη σύγχρονη πραγματικότητα- δεν λείπει η αναφορά στο προσφυγικό ζήτημα-, σε εκπληκτικές τοποθεσίες όπως οι Δελφοί, η Αθήνα, η Επίδαυρος, η Ύδρα, το Σπήλαιο Διρού, η Πύλος, τα Στάγιρα, η Χαλκιδική κ.ά.
Δοκιμάζουν μερικά από τα καλύτερα πιάτα της ελληνικής κουζίνας, συναντιούνται με την ελληνική μουσική, μιλούν για φιλοσοφία, αναρωτιούνται για τη φύση του ηθοποιού, και ακολουθούν τα βήματα του ομηρικού ήρωα, όχι για να συναντήσουν την Πηνελόπη τους, αλλά για να βρουν το εαυτό τους και να συνειδητοποιήσουν το απρόβλεπτο που μπορεί ανά πάσα στιγμή να ανατρέψει μια τακτοποιημένη ζωή.
Ο Γουιντερμπότομ ακολουθεί το οδοιπορικό τους, αφήνοντάς τους να αυτοσχεδιάσουν, τους κινηματογραφεί σε μοναχικές στιγμές, που ατενίζουν ένα υπέροχο τοπίο, ή όταν στοχάζονται, συνδυάζοντας έτσι τη μοναξιά ενός εσωτερικού ταξιδιού με το βρετανικό φλέγμα και το χιούμορ των δύο πρωταγωνιστών.
Η Ελλάδα και οι ομορφιές της, ο πολιτισμός, η Ιστορία, η καλή της κουζίνα και φυσικά η θάλασσα κυριαρχούν σε κάθε πλάνο, ενώ ο Ρομπ και ο Στιβ απολαυστικοί, όπως πάντα, γίνονται οι ξεναγοί σε αυτό το ταξίδι, που θα σας κάνει να θέλετε να φύγετε αμέσως διακοπές.
Μέχρι ο γάμος να μας μεθύσει (Hasta Que la Boda nos Separe/ Wedding Unplanner)
Σκηνοθεσία: Ντάνι ντε λα Ορντέν
Παίζουν: Μπελέν Κουέστα, Άλεξ Γκαρσία, Σίλβια Αλόνσο
Περίληψη: Η Μαρίνα είναι τριάντα χρονών και μια πολύ πετυχημένη διοργανώτρια γάμων. Σε αντίθεση όμως με τους πελάτες της, εκείνη προτιμάει μια ζωή χωρίς δεσμεύσεις. Μέχρι τη νύχτα που ερωτεύεται τον Κάρλος. Το πρόβλημα στην ιστορία μας δεν είναι μόνο ότι ο Κάρλος ετοιμάζεται να παντρευτεί, αλλά ότι η αρραβωνιαστικιά του είναι παιδική φίλη της Μαρίνας. Τα ευτράπελα θα ξεκινήσουν όταν της ζητήσουν να είναι αυτή που θα οργανώσει τον γάμο τους.
Ο νέος σταρ του ισπανικού σινεμά Άλεξ Γκαρσία και η Μπελέν Κουέστα από το «Casa De Papel» σε μια καλοκαιρινή αισθηματική κωμωδία.
Η Μαρίνα μαζί με την καλύτερή της φίλη και την αλκοολική μητέρα της έχουν ένα γραφείο διοργανώσεων γάμων. Η ίδια δηλώνει ανεξάρτητη και αδέσμευτη, όταν όμως σε ένα γάμο από αυτούς που έχει αναλάβει γνωρίζει τον Κάρλος κάτι αρχίζει να αλλάζει μέσα της. Σύντομα όμως θα διαπιστώσει ότι ο εκλεκτός της καρδιάς της είναι αρραβωνιασμένος με μια πλούσια γόνο, που τυγχάνει να είναι και παλιά της συμμαθήτρια. Δυστυχώς, εκείνη θα αναγκαστεί να αναλάβει τον γάμο τους, μιας και το γραφείο της αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα.
Με κεντρικό άξονα ένα ερωτικό τρίγωνο και βασισμένος στο γαλλική «JourJ» (2017) της Ριμ Κερισί, ο Ντάνι ντε λα Ορντέν φτιάχνει μια αρκετά αναμενόμενη πλην όμως με ευχάριστες στιγμές ρομαντική κομεντί, εστιάζοντας κυρίως στις εμμονές της νέας γενιάς, που παλεύει να βρει τον έρωτα ανάμεσα στις επαγγελματικές της φιλοδοξίες και τις φοβίες. Επαναλαμβάνοντας γνωστά κλισέ, όπως αυτό του αφόρητου πεθερού, της γλυκιάς νύφης και του καταστροφικού κολλητού, δομεί ένα περιβάλλον μέσα στο οποίο αφήνει δύο αγαπημένους του ισπανικού κοινού, τον Άλεξ Γκαρσία και την Μπελέν Κουέστα, να φλερτάρουν, να τσακώνονται, να εκτοξεύουν χοντροκομμένα αστεία, να πέφτουν στις θάλασσες και τελικά να περνούν τα χίλια κύματα για να καταλήξουν σε ένα απολύτως προδιαγεγραμμένο φινάλε, που θυμίζει παλιά ελληνική ταινία.
Επανεκδόσεις:
Περσόνα (Persona)
Σκηνοθεσία: Ίνγκμαρ Μπέργκμαν
Παίζουν: Μπίμπι Άντερσον, Λιβ Ούλμαν
Περίληψη: Η Ελβίρα, διάσημη ηθοποιός, καταρρέει κατά τη διάρκεια μιας παράστασης και κλείνεται στη σιωπή της. Αποσύρεται σε ένα παραθαλάσσιο ησυχαστήριο με μόνη συντροφιά μια νοσοκόμα, την Άλμα. Τις επόμενες εβδομάδες, η Άλμα προσπαθεί να προσεγγίσει την ασθενή της, με σκοπό να τη θεραπεύσει από την ψυχική και σωματική της βύθιση. Σύντομα, μεταξύ των δυο γυναικών αναπτύσσεται μια βαθιά, υπαρξιακή επικοινωνία.
Μία αριστουργηματική μινιμαλιστική σπουδή πάνω στη γυναικεία φύση, την ψυχολογία της χαμένης ταυτότητας και την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης διά χειρός Ίνγκμαρ Μπέργκμαν.
Η ηθοποιός Ελίζαμπεθ Βόγκλερ, παντρεμένη και με έναν μικρό γιο, καταρρέει κατά τη διάρκεια μιας παράστασης της «Ηλέκτρας». Στη συνέχεια καταφεύγει στη σιωπή και απομονώνεται από τον υπόλοιπο κόσμο. Η νοσοκόμα που την περιποιείται, η Άλμα, τη συνοδεύει στο παραθαλάσσιο σπίτι της γιατρού της, για να βελτιωθούν οι συνθήκες ανάρρωσής της.
Η Άλμα προσπαθεί συνεχώς να διαλευκάνει ποιος είναι ο λόγος που η Ελίζαμπεθ έχει επιλέξει τη σιωπή (η οποία μετατρέπεται σιγά σιγά σε κατατονία), μιας και πιστεύει ότι διαθέτει ένα είδος «εσωτερικής δύναμης», που την έχει ωθήσει σε αυτή της την επιλογή.
Παρότι εντελώς αντίθετοι χαρακτήρες μια περίεργη όσμωση θα δημιουργηθεί ανάμεσα στις δύο γυναίκες. Επειδή ο γιατρός που παρακολουθούσε την Ελίζαμπεθ έχει απαγορεύσει τις επισκέψεις, η Άλμα μιλάει συνεχώς και της εξομολογείται όλα τα μυστικά της και τις μύχιες σκέψεις της. Σ’ αυτό το διάστημα, ανάμεσα στις δυο γυναίκες που μοιάζουν πολύ εμφανισιακά, αναπτύσσεται μια παράξενη σχέση, η οποία οδηγεί σταδιακά στη συγχώνευση των προσωπικοτήτων τους.
«Με το Περσόνα άγγιξα τα όρια στα οποία θα μπορούσε να φτάσει η διάνοιά μου», είχε δηλώσει ο ίδιος ο Μπέργκμαν, που εδώ πραγματικά καταφέρνει να διεισδύσει στη γυναικεία ψυχολογία, μέσα από ασπρόμαυρα πλάνα, τα οποία αποθεώνει καλλιτεχνικά για ακόμα μια φορά, ο μεγάλος διευθυντής φωτογραφίας και στενός συνεργάτης του Σουηδού σκηνοθέτη, Σβεν Νίκβις.
Με έντονα κοντινά που προκαλούν αμηχανία, γωνίες λήψης που αποπροσανατολίζουν, ονειρικές εικόνες και σκηνές φαντασίας, αλλά και δυο πρωταγωνίστριες που με τις ερμηνείες τους δημιουργούν δυο ακραία αλλά και τόσο όμοια δίπολα, ο Μπέργκμαν πραγματεύεται το δομικό αντικείμενο του έργου του: τον εσωτερικό εαυτό μας, αλλά πάνω απ’ όλα το προσωπικό του ταραχώδες όραμα.
Chinatown
Σκηνοθεσία: Ρόμαν Πολάνσκι
Παίζουν: Τζακ Νίκολσον, Φέι Ντάναγουεϊ, Τζον Χιούστον
Περίληψη: Ένας ιδιωτικός ντετέκτιβ προσλαμβάνεται από τη σύζυγο ενός επιχειρηματία για να εξιχνιάσει μια φαινομενικά απλή υπόθεση μοιχείας. Στην πορεία όμως, θα βρεθεί μέσα σε μια μυστηριώδη δίνη απληστίας, απάτης, διαφθοράς και δολοφονιών.
To αρχετυπικό φιλμ νουάρ του Ρομάν Πολάνσκι, που δικαίως θεωρείται μια από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών και ήταν υποψήφιο για 11 Όσκαρ (κέρδισε ένα τελικά, αυτό του καλύτερου πρωτότυπου σεναρίου για τον Ρόμπερτ Τάουν ) επιστρέφει στη μεγάλη οθόνη.
Στο Λος Άντζελες της δεκαετίας του '30, την περίοδο του πολέμου για το νερό στην Νότια Καλιφόρνια, ο Τζέικ Τζέι Τζέι Γκίτις, ένας ιδιωτικός ντετέκτιβ με ειδίκευση στις υποθέσεις μοιχείας, προσλαμβάνεται από μια γυναίκα που του συστήνεται ως Έβελιν Μόλρεϊ, για να παρακολουθήσει τον σύζυγο της, Χόλις, υπεύθυνο για την κατασκευή του συστήματος ύδρευσης της πόλης, για τον οποίο έχει υποψίες ότι διατηρεί εξωσυζυγικές σχέσεις.
Ο Γκίτις τον ακολουθεί και διαπιστώνει ότι όντως έχει ερωτικόδεσμό με μια νεαρή κοπέλα. Η υπόθεση όμως περιπλέκεται, όταν ανακαλύπτει ότι έχει προσληφθεί από άλλη γυναίκα, καθώς όταν επιστρέφει στο γραφείο του μετά την έρευνά του συναντά την πραγματική Έβελιν Μόλρεϊ που τον διαβεβαιώνει ότι δεν είχε καμιά πρόθεση να μάθει για τις εξωσυζυγικές σχέσεις του άνδρα της.
Όταν αργότερα ο κύριος Μόλρεϊ βρίσκεται νεκρός, ο Τζέικ διαπιστώνει ότι έχει εμπλακεί σε μια υπόθεση συνωμοσίας, που σχετίζεται με το σύστημα παροχής νερού στην πόλη του Λος Άντζελες. Συνεχίζοντας την έρευνα, ανακαλύπτει στοιχεία που τον οδηγούν στον πατέρα της Έβελιν, Νόα Κρος και πρώην επαγγελματικό συνέταιρο του Χόλις.
Η ταινία αποτελεί το τελευταίο σκηνοθετικό εγχείρημα του Ρόμαν Πολάνσκι στις Η.Π.Α. εφόσον επέστρεψε στην Ευρώπη το 1977 για να αποφύγει τις κυρώσεις για τις κατηγορίες για κακοποίηση ανήλικης.
Ο Ρόμπερτ Τάουνι δήλωσε ότι εμπνεύστηκε τον τίτλο της ταινίας από την ερώτηση: «Τι έκανες στην Τσάιναταουν;» που έκανε σε έναν Ούγγρο αστυνομικό, ο οποίος του απάντησε: «Το λιγότερο δυνατό.» Κι αυτό λόγω της χαοτικής κατάστασης που επικρατούσε στη συνοικία του Λος Άντζελες κατά τη δεκαετία του '30, γεγονός που καθιστούσε αδύνατη τη δραστική παρέμβαση της αστυνομίας, εφόσον δεν ήταν σίγουρο αν η ανάμειξή της μπορούσε να βοηθήσει.
Ο Τάουνι έγραψε το χαρακτήρα του Γκίτις έχοντας στο μυαλό του τον Τζακ Νίκολσον. Ο παραγωγός Ρόμπερτ Έβανς ήθελε να αναθέσει τη σκηνοθεσία της ταινίας στον Πολάνσκι, καθώς πίστευε ότι ο σκηνοθέτης θα οραματιζόταν τις Η.Π.Α. από την ευρωπαϊκή οπτική γωνία, που είναι πιο σκοτεινή και κυνική. Ο Πολάνσκι όμως που είχε εγκαταλείψει το Λος Άντζελες μετά από τη δολοφονία της συζύγου του, Σάρον Τέιτ, δίσταζε να επιστρέψει. Αποφάσισε τελικά να αναλάβει το εγχείρημα, όταν διάβασε το σενάριο του Τάουνι και διαπίστωσε την τελειότητά του.
Στη συνέχεια, διαφώνησε με τον Έβανς όσον αφορά στο τέλος της ταινίας. Ο Έβανς ήθελε να της δώσει αίσιο τέλος με τον Κρος να πεθαίνει και την Έβελιν να παραμένει ζωντανή. Ο Πολάνσκι ήταν όμως κάθετος. Υποστήριξε ότι το σενάριο της ταινίας είναι ξεχωριστό κι ότι δεν ήθελε να γυρίσει άλλο ένα θρίλερ, στο οποίο οι καλοί επιβιώνουν στο τέλος κι οι κακοί τιμωρούνται. Οι δύο άνδρες έμειναν σταθεροί στις απόψεις τους κι ο Πολάνσκι έγραψε ξανά το τέλος λίγες μέρες πριν γυριστεί η τελευταία σκηνή, που έχει μείνει στην Ιστορία του κινηματογράφου, αποδεικνύοντας ότι ο μεγάλος auteur είχε τελικά δίκιο.