Οι δύο γενιές του «Τζουράσικ Παρκ» συναντιούνται στη μεγάλη οθόνη
Αυτή την εβδομάδα, δύο γενιές συναντιούνται στο «Jurassic World», ο Όσκαρ Άιζακ γίνεται «Μετρητής Καρτών» υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Πολ Στρέιντερ, ο Φιλανδός Γιούχο Κουοσμάνεν της «Πιο ευτυχισμένης μέρας στη ζωή του Όλλι Μάκι» μάς ταξιδεύει στον «Αρκτικό Κύκλο», μέσα από μια τρυφερή ιστορία αγάπης, ενώ η απολαυστική Λορ Καλαμί πρωταγωνιστεί σε μια κωμωδία με παρτενέρ της έναν χαριτωμένο γάιδαρο.
Jurassic World: Κυριαρχία (Jurassic World: Dominion)
Σκηνοθεσία: Κόλιν Τρέβοροου
Παίζουν: Κρις Πρατ, Μπράις Ντάλας Χάουαρντ, Λόρα Ντερν, Τζεφ Γκόλντμπλουμ, Σαμ Νιλ
Περίληψη: H «Κυριαρχία» διαδραματίζεται τέσσερα χρόνια μετά από την καταστροφή της Νήσου Νούμπλαρ. Οι δεινόσαυροι τώρα ζουν και κυνηγούν μαζί με τους ανθρώπους σε όλο τον κόσμο. Αυτή η εύθραυστη ισορροπία θα αναμορφώσει το μέλλον και θα καθορίσει μια για πάντα, αν τα ανθρώπινα όντα θα παραμείνουν οι κορυφαίοι θηρευτές σε έναν πλανήτη, που μοιράζονται με τα πιο τρομακτικά πλάσματα της Iστορίας.
Η δεύτερη τριλογία του «Jurassic Park» franchise ολοκληρώνεται με μια θεαματική, πλην όμως θορυβώδη περιπέτεια, η οποία ενώνει τους πρωταγωνιστές της, Κρις Πρατ και Μπράις Ντάλας Χάουαρντ, με εκείνους της πρώτης, εμβληματικής ταινίας του 1993, δια χειρός Στίβεν Σπίλμπεργκ.
Όταν βγήκε η πρώτη ταινία «Jurassic Park» κανείς δεν περίμενε τον τεράστιο αντίκτυπο που θα είχε στην παγκόσμια ποπ κουλτούρα και στον κινηματογράφο. Για σχεδόν τρεις δεκαετίες, οι ταινίες του δημοφιλούςfranchise, βασισμένες σε χαρακτήρες που δημιούργησε ο συγγραφέας Μάικλ Κράιτον, έχουν με ένα τρόπο ξαναφέρει τους δεινόσαυρους στο προσκήνιο.
Μετά από ένα κατακλυσμιαίο γεγονός λοιπόν, που κατέστρεψε τη Νήσο Νούμπλαρ, οι δεινόσαυροι απελευθερώνονται στον ευρύτερο κόσμο. Οι άνθρωποι πια πρέπει να μάθουν να συμβιώνουν με τη φύση, για να μην τιμωρηθούν, όπως οι δεινόσαυροι. Δυο γενιές, οι χαρακτήρες της πρώτης ταινίας του Σπίλμπεργκ και οι ήρωες της τελευταίας ιστορίας του «Jurrasic World» συναντιούνται σε ένα άκρως απόρρητο μέρος, που βρίσκεται κάτω απ’ τον έλεγχο μιας μυστηριώδους και ισχυρής εταιρείας βιοτεχνολογίας, γνωστής ως Biosyn.
Για την κοινή γνώμη, η Biosyn φαίνεται πως είναι αφιερωμένη στην επίλυση της παγκόσμιας πείνας με τη δημιουργία καλλιεργειών μέσω μιας πρωτοποριακής γενετικής τροποποίησης. Η εταιρεία μάλιστα έχει εξασφαλίσει κι ένα συμβόλαιο για τη συλλογή δεινοσαύρων και τη μεταφορά τους στο καταφύγιό της, στην ασφαλή κοιλάδα για την περεταίρω μελέτη τους. Όμως, ο πραγματικός σκοπός της έρευνάς της δεν είναι τόσο αγαθός όσο φαίνεται. Όταν λοιπόν εμφανιστεί ένα είδος γιγαντιαίων ακρίδων και η μικρή Μέισι Λόκγουντ, την οποία ο Όουεν και η Κλερ έχουν υπό την προστασία τους, απαχθεί, τότε όλοι μαζί καλούνται να αναλάβουν δράση.
Το οικολογικό μήνυμα του «Jurrasic World» παραμένει με τη συνύπαρξη και τον σεβασμό ως μόνη λύση, μόνο που μετά από την πανδημία, εμπλουτίζεται με ακόμα μια επιστημονική άποψη που κυκλοφορεί από την αρχή του κορωνοϊού: ότι οι ιοί δηλαδή είναι αποτέλεσμα της καταστροφής του πλανήτη και της κακοδιαχείρισης των φυσικών πόρων από τον άνθρωπο.
Από εκεί και πέρα με διάθεση νοσταλγίας, ο αρχιτέκτονας του «Jurrasic World» Κόλιν Τρέβοροου πατάει στην παραδεδομένη συνταγή, προσπαθώντας ταυτόχρονα να φωτίσει τις προσωπικές ιστορίες παλιών και νέων ηρώων και να αποτυπώσει τη διαδρομή των σχέσεών τους. Το δέλεαρ όμως των δεινοσαύρων και των ψηφιακών εφέ είναι τεράστιο, οπότε τελικά υποκύπτει στον πειρασμό, φτιάχνοντας ένα επικό, φασαριόζικο sequel, που πέρα από τη νοσταλγική επανένωση δύο γενεών, δεν έχει και πολλά να προσφέρει.
Μετρητής καρτών (The Card Counter)
Σκηνοθεσία: Πολ Σρέιντερ
Παίζουν: Όσκαρ Αϊζακ, Τάι Σέρινταν, Τίφανι Χάντις
Περίληψη: Ο Γουίλιαμ Τελ είναι ένας τζογαδόρος και πρώην στρατιωτικός, ο οποίος, όντας στοιχειωμένος από αποφάσεις του παρελθόντος του, το μόνο που θέλει πλέον είναι να παίζει χαρτιά. Όταν τον πλησιάσει ένας νεαρός, ο Κερκ, ο οποίος ζητάει βοήθεια για να εκδικηθεί έναν κοινό εχθρό και των δύο, ο Τελ βλέπει μια ευκαιρία για λύτρωση.
Ο Πολ Στρέιντερ σκηνοθετεί τον Όσκαρ Άιζακ σε μια φλύαρη παραβολή για το προσωπικό και το συλλογικό τραύμα της Αμερικής.
Ο Γουίλ Τελ -που δεν είναι το πραγματικό του όνομα- έχει μανία με τον τζόγο. Μοναχικός και απόμακρος, δεν αντέχει οποιοδήποτε συναίσθημα, εκτός από το πάθος που του προκαλεί το παιχνίδι στη ρουλέτα. Γιατί ο Γουίλ είχε περάσει από τις φυλακές του Άμπου Γκράιπ στο Ιράκ και ο τζόγος είναι ο δικός του τρόπος να ξορκίσει τους δαίμονες του παρελθόντος. Μια μυστηριώδης γυναίκα, η Λα Λίντα που «αγοράζει» καλούς παίχτες για χάρη των πλούσιων πελατών της, τον προσεγγίζει, ενώ ταυτόχρονα ένας νεαρός άνδρας, ο Κερκ, του ζητάει τη βοήθειά του. Ο Κερκ είναι γιος ενός από τους συμβούλους ασφαλείας που μετέτρεψαν τον Γουίλ σε βασανιστή και κυρίαρχος στόχος του είναι να εκδικηθεί τον σκληρό πατέρα του, μόνο που για να πετύχει το σχέδιό του χρειάζεται έναν σύμμαχο. Οι δυο τους λοιπόν αποφασίζουν να κερδίσουν το «World Series of Poker» στο Λας Βέγκας. Όμως αποδεικνύεται ότι ο Κερκ είναι αδύνατον να συμπεριφερθεί έντιμα και αυτό παρασέρνει τον Τελ πίσω στο σκοτάδι.
Μπορεί ο Στρέιντερ να κατέταξε στην ταινία στο νούμερο ένα στη λίστα με τα καλύτερα φιλμ της χρονιάς, αλλά δυστυχώς ούτε η αυτοπεποίθηση του σκηνοθέτη, ούτε η εμπειρία του Μάρτιν Σκορσέζε, που το όνομά του στην παραγωγή προσθέτει πόντους, ούτε το ερμηνευτικό κύρος του εξαιρετικού Άιζακ σώζουν το όλο εγχείρημα. Γιατί μπορεί οι καταραμένοι ήρωες και ο κόσμος των λαμπερών καζίνο, που πίσω από τα φώτα τους κρύβουν πολλές σκιές, να ταιριάζουν στην αισθητική του Στρέιντερ, όμως γρήγορα το σενάριο ανοίγει πολλαπλά μέτωπα, που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει.
Αναμφίβολα, ο Αμερικανός δημιουργός έχει το θάρρος να μιλήσει για τη φρίκη του Άμπου Γκράιπ, αν και οι σκηνές εντός της φυλακής μοιάζουν περισσότερο με ένα εφιαλτικό βιντεοκλίπ, παρά με το κολαστήριο που είναι πραγματικά αυτό το μέρος. Επιπλέον, δεν καταφέρνει να εξισορροπήσει τον πολιτικό του σχολιασμό με το ψυχολογικό πορτρέτο ενός αμφιλεγόμενου αντιήρωα. Έτσι, αν και δεν δικαιολογεί τον μιλιταρισμό, απαλύνει το πρόβλημα, στρέφοντας το βλέμμα στο «απατηλό αμερικάνικο όνειρο», και μέσα σε όλα προσθέτει κι ένα revenge story, που περιπλέκει ακόμα περισσότερο τα πράγματα. Οπότε, τελικά η κάθαρση που αναζητάει ο Τελ, μοιάζει με μια βεβιασμένη λύση σε ένα χαοτικό σύμπαν σκέψεων και ιδεών, που ο στυλίστας Στρέιντερ δυσκολεύεται να διαχειριστεί.
Βαγόνι Αριθμός 6 (Hytti Νro 6 /Compartment No. 6)
Σκηνοθεσία: Γιούχο Κουοσμάνεν
Παίζουν: Σέιντι Χάαρλα
Περίληψη: Μια νέα γυναίκα, φοιτήτρια αρχαιολογίας από τη Φινλανδία, φεύγει από μια αινιγματική ερωτική σχέση στη Μόσχα, παίρνοντας το τρένο για το λιμάνι του Μουρμάνσκ, αναζητώντας τα περίφημα πετρογλυφικά που έχουν ανακαλυφθεί εκεί. Αναγκασμένη να μοιραστεί το μακρύ ταξίδι και το μικρό κουπέ με έναν Ρώσο μεταλλωρύχο, καθώς το τρένο προχωράει προς τον αρκτικό κύκλο, οι δυο τους συνειδητοποιούν ότι αυτό το απρόβλεπτο ταξίδι θα αλλάξει την οπτική τους στη ζωή.
Μια μελαγχολική ιστορία αγάπης από τον Γιούχο Κουοσμάνεν, που απέσπασε το Μεγάλο Βραβείο στις Κάννες και μια υποψηφιότητα ξενόγλωσσης Χρυσής Σφαίρας.
Η Λόρα είναι μια Φιλανδή φοιτήτρια αρχαιολογίας στο πανεπιστήμιο της Μόσχας, που ξεκινάει από τη ρωσική πρωτεύουσα με το τρένο για το Μούρμανσκ, ένα λιμάνι στον αρκτικό κύκλο, με σκοπό να δει από κοντά τα προϊστορικά πετρογλυφικά που βρίσκονται εκεί. Έχοντας αφήσει πίσω της μια περίεργη ερωτική σχέση με την Ιρίνα, φαίνεται να προτιμάει τη μοναξιά της, όμως ο θορυβώδης και απότομος συνεπιβάτης της στο βαγόνι 6, ο Λιόχα, ένας Ρώσος μεταλλωρύχος δεν έχει την ίδια άποψη. Ακραία αντίθετοι χαρακτήρες, αυτά τα δυο πλάσματα που έρχονται από διαφορετικούς κόσμους κατά τη διάρκεια του επεισοδιακού ταξιδιού τους, θα ανακαλύψουν πως οι διαφορές δεν μας χωρίζουν μόνο, αλλά συχνά μας ενώνουν και πως αν συμφιλιωθούμε τις αντιφάσεις -τις δικές μας και της ζωής- βρίσκουμε τον εαυτό μας και την αληθινή επικοινωνία με τους γύρω μας.
Όπως και στην αριστουργηματική «Πιο ευτυχισμένη μέρα στη ζωή του Όλλι Μάκι», ο Κουοσμάνεν τοποθετεί τη δράση του σε ένα παρελθόν, που δεν ορίζει επακριβώς, πάντως σε έναν κόσμο χωρίς κινητά, όπου όλοι καπνίζουν αρειμανίως μέσα στο τρένο, και κυρίως αντιπαραβάλλει την Ιστορία με τις μικρές, αλλά τόσο ξεχωριστές ανθρώπινες διαδρομές.
Η κάμερά του κινείται επιδέξια είτε εντός της αμαξοστοιχίας, με μια νοσταλγική διάθεση για τα ταξίδια και τους ρομαντικούς έρωτες που γεννιούνται από «ασήμαντες» τυχαίες στιγμές, ένα φευγαλέο άγγιγμα ή ένα λυτρωτικό γέλιο, είτε όταν κινηματογραφεί τον ανοιχτό ορίζοντα, οδηγώντας τους ήρωές του σε μια ουσιαστική σχέση. Γιατί ο ρομαντισμός του Φιλανδού δημιουργού δεν κρύβεται σε μοιραία πάθη, αλλά σε όλες εκείνες τις λεπτομέρειες, που καταγράφει με διακριτικό χιούμορ και μια ευαισθησία ικανή να ζεστάνει ακόμα και την παγωμένη ατμόσφαιρα του αρκτικού κύκλου.
Ο γάιδαρος, ο εραστής μου κι εγώ (Antoinette dans les Cevennes)
Σκηνοθεσία: Καρολίν Βινιάλ
Παίζουν: Λορ Καλαμί, Μπενζαμάν Λαβέρν, Ολίβια Κότ
Περίληψη: Μήνες τώρα, η Αντουανέτ περιμένει το καλοκαίρι για να περάσει μια ρομαντική εβδομάδα με τον εραστή της, Βλαντιμίρ. Τελευταία στιγμή όμως εκείνος ακυρώνει, καθώς η γυναίκα του έχει κανονίσει οικογενειακή εκδρομή στην οροσειρά Σεβέν με γάιδαρο. Εγκαταλειμμένη, η Αντουανέτ αποφασίζει να ακολουθήσει και αυτή το ίδιο μονοπάτι. Όταν φτάνει εκεί, ο Βλαντιμίρ πουθενά, μόνο κάποιος Πάτρικ –ένας ανυπάκουος γάιδαρος– που θα τη συνοδεύσει στο περίεργο ταξίδι της.
Μια χαριτωμένη κωμωδία με την απολαυστική Λορ Καλαμί, η οποία κέρδισε και Σεζάρ κωμικής ερμηνείας.
Η Αντουανέτ είναι δασκάλα, έχει πλάκα, αγαπάει τα παιδιά, μόνο που έχει ένα μεγάλο θέμα: διατηρεί σχέση με τον πατέρα μιας μαθήτριάς της, ο οποίος είναι φυσικά παντρεμένος. Λίγο πριν από τις διακοπές του καλοκαιριού κι ενώ νομίζει πως θα περάσει μαζί του μια ειδυλλιακή εβδομάδα, εκείνος της ανακοινώνει τελικά ότι πρέπει να φύγει με την οικογένειά του για το περιβόητο μονοπάτι του Ρόμπερτ Λούι Στίβενσον, δημιουργού του «Δρ. Τζέκιλ και κύριου Χάιντ», που έχει εμπνεύσει πολλούς πεζοπόρους και περιηγητές. Η Αντουανέτ όμως δεν το βάζει κάτω: αποφασίζει να ακολουθήσει και εκείνη την ίδια διαδρομή για να βρεθεί κοντά στον εραστή της και ό,τι ήθελε προκύψει. Μόνο που όταν φτάνει στην οροσειρά Σεβέν, θα διαπιστώσει πως η μοναδική της παρέα είναι ένας χαριτωμένος γάιδαρος, ονόματι Πατρίκ. Οι δυο τους ξεκινούν την περιπλάνησή τους, ενώ μια σειρά από απρόβλεπτα γεγονότα θα δείξουν στην Αντουανέτ τι πραγματικά χρειάζεται σε αυτή τη ζωή.
Η Καρολίν Βινιάλ («Les Autres Filles») επιστρέφει μετά από είκοσι δύο ολόκληρα χρόνια στο σινεμά με μια ανάλαφρη κομεντί γυναικείας χειραφέτησης, και με συμμάχους έναν πανέμορφο γάιδαρο και μια χαρισματική ηθοποιό, τη Λορ Καλαμί, που έγινε ευρέως γνωστή μέσα από το «Call my agent», φτιάχνει ένα αγροτικό παραμύθι για τις χαμένες αγάπες, που γίνονται τελικά η αφορμή να ανακαλύψεις τον εαυτό σου.
Η ιστορία της Βινιάλ είναι πολύ γαλλική: μια ερωτευμένη γυναίκα, πολύ πιθανοί εραστές, ένας υπολανθάνων ερωτισμός στα πάντα, ακόμα και σε ένα στραμπουλιγμένο πόδι, πνευματώδες χιούμορ και κλασικά κωμικά γκανγκ, που η Καλαμί ερμηνεύει με φινέτσα, γοητεία και απίστευτο ρυθμό. Η εκπληκτική της χημεία δε με τον τετράποδο συμπρωταγωνιστή της και τα όμορφα τοπία της γαλλικής υπαίθρου αποτελούν ιδανικό συνδυασμό για ένα καλοκαιρινό βράδυ.
Χαμένες ψευδαισθήσεις (Illusions Perdues)
Σκηνοθεσία: Ξαβιέ Τζιανολί
Παίζουν: Μπεντζαμάν Βουαζάν, Σεσίλ Ντε Φρανς, Βανσάν Λακόστ, Ξαβιέ Ντολάν, Ζαν Μπαλιμπάρ
Περίληψη: Ο Λουσιάν είναι ένας νέος και άσημος ποιητής της Γαλλίας του 19ου αιώνα. Έχει μεγάλες προσδοκίες και θέλει να προκαλέσει την τύχη του. Έτσι, αφήνει το πατρικό του σπίτι στην επαρχία για να κυνηγήσει τα όνειρά του στο Παρίσι. Σύντομα, θα βρεθεί χαμένος σε μια μεγάλη πόλη, όπου κυριαρχεί ο νόμος του κέρδους και της υποκρισίας.
Ο Ξαβιέ Τζιανολί διασκευάζει το κλασικό μυθιστόρημα του Ονόρε Ντε Μπαλζάκ, αποσπώντας επτά βραβεία Σεζάρ, ανάμεσα στα οποία και αυτό της καλύτερης ταινίας της χρονιάς.
Ο Λουσιάν ονειρεύεται να γίνει συγγραφέας. Κοφτερό μυαλό και λαμπερό πνεύμα αποφασίζει να εγκαταλείψει τη γενέτειρά του και να κυνηγήσει το όνειρό του στο Παρίσι του 19ου, όπου η μοναρχία βασιλεύει και πάλι. Άμα τη αφίξει του όμως στην πολύβουη πρωτεύουσα, θα βρεθεί να δουλεύει σε μια εφημερίδα, που ειδικεύεται στις ψευδείς ειδήσεις και τις πληρωμένες κριτικές παραστάσεων, κάνοντας τον κιτρινισμό όχι απλώς μόδα, αλλά τρόπο ζωής. Ο νεαρός Λουσιάν, θαμπωμένος από τη μεγάλη ζωή, θυσιάζει το όποιο ταλέντο στο κυνήγι του εύκολου κέρδους και μιας εφήμερης ευτυχίας, για να χάσει τελικά τον εαυτό του. Η σχέση του με μια νεαρή ηθοποιό, την Κοραλί, που του μαθαίνει τον έρωτα, θα τον οδηγήσει στα μεγάλα σαλόνια, μέχρι που τελικά ο ίδιος θα πέσει θύμα των ψεμάτων, που χρόνια είχε μάθει να διασπείρει.
Η διαφθορά των μέσων μαζικής ενημέρωσης και ο σαθρός κόσμος του θεάματος και της τέχνης, που αποθεώνει τη μετριότητα, υπηρετώντας μικροσυμφέροντα μπαίνουν στο στόχαστρο του Μπαλζάκ, που αποδεικνύεται απίστευτα διαχρονικός. Έτσι, ο Τζιανολί («Μαργκερίτ», «Το Όραμα»), εστιάζοντας στις ομοιότητες των δύο εποχών, μεταφέρει αυτό το κλασικό μυθιστόρημα με μια φαντεζί μεγαλοπρέπεια, που ταιριάζει απόλυτα σε έναν κόσμο, όπου το φαίνεσθαι έχει μεγαλύτερη σημασία από την αλήθεια.
Με κεντρικό πρωταγωνιστή μια voice over αφήγηση και ακολουθώντας την αισθητική του μαξιμαλιστικού ροκοκό, φτιάχνει ένα καλομελετημένο, πλην ακαδημαϊκό πορτρέτο μιας κοινωνίας, που δεν διαφέρει και τόσο από τη δική μας. Όμως η μεγάλη διάρκεια της ταινίας δεν λειτουργεί υπέρ του, καθώς τους βασικούς του άξονες και μαζί όλες τις πιθανές παραμέτρους τους τις έχει ήδη θίξει στο πρώτο μισό, ανακυκλώνοντας τελικά ίδια μοτίβα. Μόνο προς το φινάλε, βρίσκει ένα σεναριακό πάτημα για να εξελίξει τους χαρακτήρες του, πριν καταλήξει στο σοφό συμπέρασμα του Μπαλζάκ ότι η απομυθοποίηση είναι τελικά η μόνη πραγματική ελευθερία.
Σήμερα φτιάχνουμε τον κόσμο (Hoy se Arregla el Mundo/ Today we fix the world)
Σκηνοθεσία: Άριελ Βίνογκραντ
Παίζουν: Λεονάρντο Σμπαράλια, Μπεντζαμίν Οτέρο, Λούις Λούκε
Περίληψη: Ένας διάσημος τηλεοπτικός παρουσιαστής είναι νομικά αναγκασμένος να προσέχει τον γιο του, ενώ κατά τα άλλα η πατρότητα δεν βρίσκεται στις προτεραιότητές του. Η ζωή του όμως θα ανατραπεί πλήρως, όταν η πρώην σύζυγος και μητέρα του παιδιού του χάσει τη ζωή της, αφού λίγο πριν του εξομολογηθεί πως δεν είναι αυτός ο βιολογικός πατέρας του παιδιού.
Η νέα ταινία του Αργεντίνου Άριελ Βινογκράντ μετά από το «Κόλπο του αιώνα».
Ο Ντέιβιντ Σαμαράς, ο επονομαζόμενος και «Γκριέγκο», δηλαδή «ο «Έλληνας», είναι ο αδιαφιλονίκητος σταρ της αργεντίνικης τηλεόρασης. Η trash εκπομπή του με τον πιασάρικο τίτλο «Σήμερα φτιάχνουμε τον κόσμο» έχει τεράστια θεαματικότητα. Σε αυτή, υποτίθεται ότι καθημερινοί άνθρωποι εξομολογούνται στο φιλοθεάμον κοινό το οικογενειακό, ή ερωτικό τους πρόβλημα, το οποίο λύνεται με την παρέμβαση του παρουσιαστή. Στην πραγματικότητα βέβαια όλα είναι ψεύτικα, μιας και οι «προσκεκλημένοι» είναι ηθοποιοί, όπως άλλωστε και η ιδιωτική ζωή του Σαμαράς, που ενδιαφέρεται μόνο για τον τραπεζικό του λογαριασμό. Η μόνη σταθερή σχέση που έχει είναι με τον του γιο, τον Μπενίτο, όχι τόσο γιατί τον αγαπά και τον νοιάζεται, αλλά γιατί είναι υποχρεωμένος από τον νόμο. Η μητέρα όμως του εννιάχρονου αγοριού πεθαίνιε σε ένα ατύχημα και τότε εκείνος πρέπει να αναλάβει τη φροντίδα του. Μόνο που λίγο πριν έχει προλάβει να μάθει από εκείνη πως ο μικρός δεν είναι δικό του παιδί. Υπερβαίνοντας τον εαυτό του, ο Σαμαράς θα αποφασίσει να αποκαλύψει την αλήθεια στον μικρό και θα τον βοηθήσει να βρει τον αληθινό του πατέρα.
Ο Άριελ Βίνογκραντ στη λογική μιας περιπέτειας ενηλικίωσης, όπου παραδόξως δε μεγαλώνει ο ήδη σοβαρός Μπενίτο, αλλά ο ανώριμος Ντέιβιντ, προσεγγίζει την ιδιαίτερη σχέση πατέρα και γιου, εξισορροπώντας ανάμεσα στο χιούμορ και τη συγκίνηση.
Ο Άριελ Βίνογκραντ στη λογική μιας περιπέτειας ενηλικίωσης, όπου παραδόξως δεν μεγαλώνει ο ήδη σοβαρός Μπενίτο, αλλά ο ανώριμος Ντέιβιντ και προσεγγίζει την ιδιαίτερη σχέση πατέρα και γιου, εξισορροπώντας ανάμεσα στο χιούμορ και τη συγκίνηση, αν και δεν αποφεύγει τις κοινοτοπίες. Παρ’ όλα αυτά, η σκωπτική του διάθεση απέναντι στον απατηλό κόσμο της τηλεόρασης και στα ψέματα που αγαπούν οι μεγάλοι, απέναντι στα οποία ο Αργεντίνος δημιουργός αντιπαραβάλλει τον κόσμο των παιδιών, δημιουργούν μια διασκεδαστική κωμωδία, χωρίς μεγάλες εκπλήξεις.
Παρίσι, 13ο Διαμέρισμα (Paris, 13th District)
Σκηνοθεσία: Ζακ Οντιάρ
Παίζουν: Λουσί Ζανγκ, Μακίτα Σαμπά, Νοεμί Μερλάν, Τζένι Μπεθ
Περίληψη: Παρίσι, 13ο διαμέρισμα. Η Εμιλί γνωρίζει τον Καμίλ. Στον Καμίλ αρέσει η Νορά, η οποία συναντά την Αμπέρ. Τρία κορίτσια και ένα αγόρι. Είναι φίλοι, κάποιες φορές εραστές, συχνά και τα δύο. Τέσσερις νέοι επαναπροσδιορίζουν τι είναι ο έρωτας σήμερα.
Ο Ζακ Οντιάρ υπογράφει ένα ασπρόμαυρο νεανικό δράμα, βασισμένο στο graphic novel του Αντριάν Τομάιν.
Η Εμιλί εργάζεται ως πωλήτρια σε μια εταιρεία τηλεφωνίας και ζει στο διαμέρισμα της Κινέζας γιαγιάς της. Θα γνωρίσει τον Καμίλ, έναν δάσκαλο, που οι κακές συνθήκες εργασίας τον έχουν οδηγήσει να δουλεύει στο μεσιτικό γραφείο ενός φίλου όταν βάλει μια αγγελία για συγκάτοικο. Οι δυο τους θα ξεκινήσουν μια ερωτική σχέση, που θα λήξει άδοξα, παρά τη θέληση της Εμιλί. Στη συνέχεια, ο Καμίλ προσλαμβάνει τη Νορά, που έχει φτάσει στο Παρίσι με το όνειρο να συνεχίσει τις σπουδές της στο πανεπιστήμιο, και την ερωτεύεται. Μόνο που εκείνη προτιμάει τις νύχτες να κάνει παρέα μέσω του διαδικτύου με την Αμπέρ, μια σεξεργάτρια.
Οι ζωές τεσσάρων νέων ανθρώπων, οι καθημερινές τους ιστορίες, τα όνειρα και οι μοναξιές τους, η ανάγκη να επουλώσουν τα τραύματά τους και να βρουν την αγάπη διασταυρώνονται στην εργατική συνοικία του 13ου διαμερίσματος, που ονομάζεται «Ολυμπιάδες» (όπως είναι και ο πρωτότυπος τίτλος της ταινίας), εξαιτίας των πολυώροφων κτιρίων της.
Ο βραβευμένος με Χρυσό Φοίνικα Οντιάρ («Ο Προφήτης», «Dheepan») με τη συνδρομή της μοναδικής Σελίν Σιαμά («Το πορτρέτο μιας γυναίκας που φλέγεται») και της Λεά Μισιούς στο σενάριο μεταφέρει μέσα από καλαίσθητα ασπρόμαυρα πλάνα τις ερωτικές ανησυχίες μιας σύγχρονης Βαβέλ, αποτυπώνει με απλότητα και ποίηση τις σεξουαλικές αναζητήσεις μιας γενιάς που προσπαθεί να βρει τη θέση της στον κόσμο, καταγράφοντας πώς καθημερινά πρόσωπα μεταμορφώνονται σε ονειρικές φιγούρες, μέσα από την αγάπη, αλλά και την σεξουαλική επιθυμία. Ταυτόχρονα, χωρίς μεγαλοστομίες και διδακτισμούς συνθέτει μα μελαγχολική ελεγεία των σύγχρονων σχέσεων και κοινωνιών, αναδεικνύοντας μια παράδοξα γοητευτική και σκοτεινή πλευρά της «Πόλης του Φωτός».
Παίζεται ακόμα:
Το θολό ποτάμι του Μπάασιμ
Σκηνοθεσία: Θωμάς Σίδερης
Περίληψη: Η πορεία δέκα χρόνων του ανήλικου Κούρδου πρόσφυγα Ραφίκ Ντάγοντ, που αναζητά τον αδελφό του Μπαασίμ από τη Συρία μέχρι την Ουγγαρία.
Ντοκιμαντέρ του Θωμά Σίδερη.
Ο ανήλικος Κούρδος Ραφίκ Ντάγοντ αναζητά τον αδελφό του Μπαασίμ Ντάγοντ από τη Συρία μέχρι την Ουγγαρία, ακολουθώντας το βουβό ανθρώπινο ποτάμι των προσφύγων. Αφού διαφεύγει από το Κομπάνι, θα βρεθεί στο στρατόπεδο του Κιρκάν στην επαρχία Χατάι της Τουρκίας, στα σύνορα με τη Συρία. Στη συνέχεια, θα περιπλανηθεί στα εδάφη της Τουρκίας, θα μεταφερθεί στην Κωνσταντινούποληκαι από εκεί στην Αδριανούπολη, προκειμένου να περάσει κρυφά τον Έβρο. Στα σύνορα, θα συναντήσει τους διαβόητους διακινητές Εμρέ και Σεμίχ, που θα του υποσχεθούν το πέρασμα στην απέναντι όχθη και τη συνάντησή του με τον αδελφό του. Ο Ραφίκ θα συλληφθεί στην Ελλάδα, θα μεταφερθεί σε δομή προσφύγων της Θεσσαλονίκης, θα διασχίσει νύχτα τα βουνά της Αλβανίας, θα κοιμηθεί σε νεκροταφείο της Κροατίας, θα βρεθεί αντιμέτωπος με τους φρουρούς των συνόρων, τους ψηλούς φράχτες κατά μήκος της βαλκανικής διαδρομής και την αστυνομική βία σε όλες τις εκφάνσεις της. Το όνειρό του τελικά θα συντριβεί στον ηλεκτροφόρο φράχτη της Ουγγαρίας.
Ο Σίδερης καταγράφει την πορεία του Ραφίκ ως ένα οδοιπορικό ενηλικίωσης, αποτυπώνοντας το όριο της ζωής και του θανάτου. Το όνειρο της μετάβασης όμως στην Ευρώπη αρχίζει να ξεθωριάζει, όπως και τόσων άλλων παιδιών, και τη θέση του παίρνει ένας ακαθόριστος στόχος: «να πάω στην απέναντι όχθη», «να βρεθώ στην άλλη πλευρά του φράχτη», χωρίς κανείς πια να μπορεί να πει με βεβαιότητα τι υπάρχει στην απέναντι όχθη, ή στην άλλη πλευρά. Έτσι, ο ανυπεράσπιστος Ραφίκ, ολομόναχος σε έναν κόσμο βίας και εκμετάλλευσης, αναζητώντας τον αδελφό του στην Ευρώπη μοιάζει να αναζητά ένα βλέμμα που θα τον αγκαλιάσει και θα τον υπερασπιστεί, ή ίσως τα σημάδια ενός ανύπαρκτου θεού, καθώς διασχίζει τις γεωγραφικές συντεταγμένες.
Παρότι η ταινία ολοκληρώθηκε τυπικά το 2020, ο δημιουργός της συνέχιζε να δουλεύει πάνω στο θέμα της και σήμερα, δύο χρόνια μετά από την πρεμιέρα της και δέκα χρόνια μετά από το πρώτο γύρισμα στο Κιρκάν της Τουρκίας, παραδίδει την τελευταία εκδοχή της. Στο σενάριο του ντοκιμαντέρ μάλιστα συμμετέχει ο Helbestên Merwan Berekat, ένας από τους σημαντικότερους Κούρδους ποιητές και συγγραφείς.
Επαναπροβολή:
Η γκαρσονιέρα(The Apartment)
Σκηνοθεσία: Μπίλι Γουάιλντερ
Παίζουν: Τζακ Λέμον, Σίρλεϊ Μακ Λέιν, Φρεντ ΜακΜάρρεϋ, Τζακ Κρούσκεν
Περίληψη: Ο Μπαντ Μπάξτερ, υπάλληλος σε μια μεγάλη ασφαλιστική εταιρία, δανείζει στους ανωτέρους του το διαμέρισμά του για τις «διακριτικές» ερωτικές στιγμές τους. Τα πράγματα όμως θα περιπλακούν όταν συναντήσει τη Φραν, την ερωμένη του μεγάλου αφεντικού.
Το μελαγχολικό αριστούργημα του Μπίλι Γουάιλντερ, που κέρδισε πέντε Οσκαρ, κυκλοφορεί σε επανέκδοση.
Ο Μπάξτερ είναι ένας μοναχικός χαμηλόμισθος υπάλληλος μιας ασφαλιστικής εταιρίας στη Νέα Υόρκη. Προκειμένου να εξασφαλίσει την ανέλιξή του στην εταιρία, προσφέρει εναλλάξ κάποια απογεύματα τη γκαρσονιέρας του σε τέσσερις διαφορετικούςδιευθυντές για να στεγάσουν τις εξωσυζυγικές τους σχέσεις. Προσπαθώντας να κάνει πολύπλοκους υπολογισμούς για να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις τους που συχνά συμπίπτουν, αναπτύσσει και ο ίδιος ενδιαφέρον για την όμορφούλα Κιούμπελικ, η οποία χειρίζεται το ασανσέρ της εταιρίας. Οι γείτονέςτου όμως, ένας φιλήσυχος γιατρός και η σύζυγός του, σοκάρονται, θεωρώντας ότι ο Μπάξτερ είναι ένας αδιόρθωτος playboy, που κάθε βράδυ διασκεδάζει με άλλη γυναίκα. Εκείνος αποδέχεται στωικά τα επικριτικά τους σχόλια, μην τολμώντας να αποκαλύψει την αλήθεια. Αλλά όταν επιτέλους πάρει την πολυπόθητη προαγωγή και βρει το θάρρος να ζητήσει ραντεβού από την κοπέλα του ασανσέρ, θα τραβήξει άθελά του την κλωστή και θα αρχίσει το ξήλωμα του πουλόβερ, που τόσο προσεκτικά έπλεκε τόσο καιρό.
Έναν χρόνο μετά από τη συνεργασία τους στο αθάνατο «Μερικοί το Προτιμούν Καυτό», ο συγγραφέας-σκηνοθέτης-παραγωγός Μπίλι Γουάιλντερ, ο συν-σεναριογράφος I.A.Λ. Ντάιμοντ και ο Τζακ Λέμον ένωσαν ξανά τις δυνάμεις τους για ένα ακόμη διαμάντι της οθόνης, που έγινε κλασικό. Ωστόσο, 62 χρόνια, 5 Όσκαρ, 3 Χρυσές Σφαίρες και αμέτρητες διακρίσεις μετά, αυτή η λαμπρή κωμωδία δεν έχει χάσει τη λάμψη και το χιούμορ της.