Aλ Καπόνε ή Μαντάμ Κιουρί; Οι δύο πολυσυζητημένες κινηματογραφικές αφίξεις της εβδομάδας
Αυτή την εβδομάδα, ο Τομ Χάρντι μεταμορφώνεται ολοκληρωτικά για τις ανάγκες του «Καπόνε», η Ρόζαμουντ Πάικ αναλαμβάνει τον ρόλο της Μαρί Κιουρί, η Μαρί Μονζ μπαίνει στις παράνομες λέσχες του Παρισιού παίζοντας «Παιχνίδια φωτιάς», ενώ ο Ιρανός Σάιντ Ρουστάι υπογράφει ένα αστυνομικό θρίλερ κατά της θανατικής ποινής. Σε επανέκδοση επίσης προβάλλονται το αριστουργηματικό «Μίσος» του Ματιέ Κασσοβίτς και η αντιπολεμική σάτιρα του Eρνστ Λιούμπιτς «Να ζει κανείς ή να μη ζει».
Καπόνε (Capone)
Σκηνοθεσία: Τζος Τρανκ
Παίζουν: Τομ Χάρντι, Λίντα Καρντελίνι, Τζακ Λόουντεν
Περίληψη: Έχοντας υπάρξει ο πιο αδίστακτος επιχειρηματίας και λαθρέμπορος του Σικάγο, ο Αλφόνς Καπόνε (γνωστός ως Αλ Καπόνε) ήταν ο πιο ισχυρός και διαβόητος μαφιόζος της Αμερικής. Η ταινία επικεντρώνεται στα τελευταία χρόνια της ζωής του, όπου έπειτα από δέκα χρόνια φυλάκισης, ο θρυλικός γκάνγκστερ παραφρονεί, καθώς οι μνήμες από το βίαιο παρελθόν του επιστρέφουν για να τον στοιχειώσουν.
Ο Τομ Χάρντι υποδύεται τον Αλ Καπόνε, σε μια ταινία που αφηγείται τις τελευταίες μέρες του διαβόητου εγκληματία.
Το Μεγάλο Αφεντικό του μαφίας κυριάρχησε την περίοδο της ποτοαπαγόρευσης, υπήρξε θρυλική μορφή του υποκόσμου, όμως μετά από την αποφυλάκισή του από το Αλκατράζ παρουσίασε συμπτώματα συφιλιδικής παράνοιας και η υγεία του επιδεινώθηκε σοβαρά. Έγινε έτσι ένα φάντασμα του παλιού εαυτού του, eνώ το ένοχο παρελθόν του τον βασάνιζε.
Αυτή την περίοδο επέλεξε ο Τζος Τρανκ («Chronicle», «Fantastic 4») να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη, εστιάζοντας σε μια λιγότερη γνωστή πλευρά του Καπόνε, προφανώς θέλοντας να καταγράψει πως η τιμωρία έρχεται μέσα από τις ενοχές κι όχι από εξωτερικούς παράγοντες. Έτσι κινηματογραφεί τις παραισθήσεις του ήρωά του με έναν εφιαλτικό τρόπο, που συχνά μπερδεύεται με την πραγματικότητα, όμως δυστυχώς ούτε το σενάριο εκμεταλλεύεται αυτή την ενδιαφέρουσα πλευρά του διάσημου γκάνγκστερ, ούτε ο ίδιος ο Τρανκ σκηνοθετικά καταφέρνει να δώσει ένταση και ρυθμό στην εξέλιξη της ιστορίας.
Επιπλέον, οι υπόλοιποι χαρακτήρες, το περιβάλλον δηλαδή του παρηκμασμένου αυτοκράτορα, μένει στη σκιά και τα ηνία αναλαμβάνει ο Τομ Χάρντι που με μια εντυπωσιακή μεταμόρφωση και μια καλά μελετημένη ερμηνεία κάνει τα πάντα για να δώσει στην ταινία υπόσταση. Όμως οι προσπάθειές του μένουν στο κενό, καθώς τίποτα άλλο δεν φαίνεται να λειτουργεί. Έτσι η ευκαιρία για μια διαφορετική βιογραφία χάνεται και το όλο εγχείρημα γρήγορα ξεθωριάζει. Θα δούμε πάντως αν όντως οι προβλέψεις επαληθευτούν και ο έμπειρος στους ρόλους μαφιόζων Χάρντι («Δίδυμοι Θρύλοι», «Peaky Blinders»), επιβραβευτεί από την Ακαδημία με μια υποψηφιότητα για το χρυσό αγαλματίδιο, που φαίνεται πως θέλει διακαώς.
Μαντάμ Κιουρί: Η Γυναίκα που Άλλαξε τον Κόσμο (Radioactive)
Σκηνοθεσία: Μαρζάν Σατραπί
Παίζουν: Ρόζαμουντ Πάικ, Σάμ Ράιλι, Άνια Τέιλορ-Τζόι, Ονερίν Μπαρνάρ, Σάιμον Ράσελ Μπιλ
Περίληψη: Παρίσι, 1893. Η Μαρί γνωρίζει τον συνάδελφο επιστήμονα Πιερ Κιουρί, και η γνωριμία καταλήγει σε γάμο. Οι δυο τους μεγαλώνουν δύο κόρες και ενώνουν τις γνώσεις τους, με κίνδυνο τη ζωής τους, για να αλλάξουν για πάντα το πρόσωπο της επιστήμης.
Η Ρόζαμουντ Πάικ ερμηνεύει τη γυναίκα που άλλαξε όχι μόνο την Ιστορία της επιστήμης, αλλά κατάφερε σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο να υπάρξει επί ίσοις όροις.
H ζωή της Μαρί Κιουρί, που γεννήθηκε στην Πολωνία και μαζί με τον σύζυγό της ανακάλυψε το ράδιο και το πολώνιο, μελέτησε τα φαινόμενα της ραδιενέργειας, έγινε η πρώτη γυναίκα καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο της Σορβόνης και τιμήθηκε δύο φορές με το Βραβείο Νόμπελ για τη Φυσική και τη Χημεία είναι λίγο πολύ γνωστά.
Η Ιρανή Μαρζάν Σατραπί (« Persepolis», «Κοτόπουλο με δαμάσκηνα») βασίζεται στο graphic novel της Λόρεν Ρέντνις, «Radioactive: Marie & Pierre Curie: A Tale of Love and Fallout», το οποίο επικεντρώνεται στη γνωριμία και στην ερωτική ιστορία της Μαρί με τον Πιέρ Κιουρί, μια σχέση που γεννήθηκε μέσα από το κοινό τους πάθος για την επιστήμη, τις ανακαλύψεις τους που κόστισαν στην ίδια την υγεία της, αλλά και τη σχέση που έκανε με έναν άνδρα νεότερό της μετά από τον θάνατο του συντρόφου της, γεγονός που προκάλεσε πληθώρα σχολίων στην επιστημονική κοινότητα.
Αντιπαραβάλλοντας την επαγγελματική της πορεία και την προσωπική της ζωή, η Σατραπί μέσα από flash forwards κι ακολουθώντας εν πολλοίς τον δρόμο μιας ακαδημαϊκής βιογραφίας, που θέλει να τα χωρέσει όλα σε μια ταινία, προσπαθεί να αναδείξει πώς κάθε επιτυχία της Κιουρί έγινε η αρχή της καταστροφής της, εστιάζοντας ταυτόχρονα στη θέση μιας γυναίκας που κατέκτησε μια ισχυρή θέση σε έναν χώρο, ο οποίος θεωρείται ανδρικό μονοπώλιο.
Χωρίς μεγάλες κπλήξεις, αλλά έχοντας για πρωταγωνίστρια την πληθωρική Ρόζαμουντ Πάικ, η Σατραπί τελικά καταφέρνει να δείξει τις δύο πλευρές μιας σημαντικής προσωπικότητας του εικοστού αιώνα, αν και δεν εκμεταλλεύεται όσο θα μπορούσε ούτε το δίπολο της επιστημονικής της ανακάλυψης που στη ζωή της Κιουρί υπήρξε καταλυτικό, ούτε το πρωτοπόρο πνεύμα της.
6.5 Εκτός ελέγχου (Metri Shesh Va Nim/Just 6.5)
Σκηνοθεσία: Σάιντ Ρουστάι
Παίζουν: Πείμαν Μοάντι, Ναβίντ Μοχαμαντζαντέχ, Φαρχαντ Ασλάνι, Παρινάζ Ιζαντιάρ
Περίληψη: Στο Ιράν σήμερα η κατοχή ναρκωτικών ουσιών τιμωρείται με τη θανατική ποινή. Παρ’ όλα αυτά σε μια χώρα 80 εκατομμυρίων υπάρχουν 6.5 εκατομμύρια χρήστες ναρκωτικών. Ο ντετέκτιβ Σαμάντ αναμετριέται σε μια σκληρή μάχη με έναν πανίσχυρο μεγαλέμπορο, προκειμένου να ανακαλύψει ποιος προμηθεύει τελικά αυτούς τους χρήστες.
Ο βραβευμένος Ιρανός σκηνοθέτης Σάιντ Ρουστάι («Life And a Day») υπογράφει μια αστυνομική περιπέτεια, που βάζει στο στόχαστρο τη λειτουργία των συστημάτων εξουσίας της Τεχεράνης.
Ένα από τα μεγάλα προβλήματα του Ιράν είναι τα ναρκωτικά. Οι εθισμένοι σήμερα ξεπερνούν τα 6.5 εκατομμύρια, αν και σύμφωνα με τον νόμο η κατοχή ναρκωτικών ουσιών τιμωρείται με θάνατο. Ένας αστυνομικός επιθεωρητής, o Σαμάντ, που αντιμετωπίζει οικογενειακά προβλήματα καθώς η σύζυγός του δεν αντέχει τη δουλειά του, αποφασίζει να βρει τους μεγαλέμπορους. Για να φτάσει στο «μεγάλο ψάρι» αποφασίζει να συλλάβει μερικές εκατοντάδες χρήστες που οι πληροφορίες τους θα τον βοηθήσουν. Όταν τελικά καταφέρνει να πιάσει τον μεγαλέμπορο που αναζητά, θα βρεθεί απέναντι σε ένα τρομακτικό πολιτικό αδιέξοδο.
Ξεκινώντας από τις φτωχογειτονιές της Τεχεράνης και τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης των πολιτών, με μια σειρά από εντυπωσιακά πλάνα καταδίωξης των ναρκομανών που θα χρησιμεύσουν ως δόλωμα για την αστυνομία, πλην όμως θα πληρώσουν με τη ζωή τους την εξάρτησή τους, ο ταλαντούχος Ρουστάι θέτει τις βάσεις για μια πολιτική ταινία με στοιχεία καταιγιστικής δράσης.
Ακολουθώντας τον ντετέκτιβ Σάμαντ και τις προσπάθειές του να εξαρθρώσει τους πραγματικούς ενόχους γι' αυτό το χάος, ο Ιρανός δημιουργός θέτει τελικά το ερώτημα για το ποιος έχει την ευθύνη, συνδυάζοντας αριστοτεχνικά στοιχεία του δυτικού - κυρίως του αμερικανικού- και του Ιρανικού σινεμά.
Το γεγονός ότι στο δεύτερο μισό αλλάζει τον αφηγηματικό του άξονα και αρχίζει να παρακολουθεί την ιστορία μέσα από τα μάτια όχι του Σάμαντ αλλά του κρατούμενού του, του επιτρέπει από τη μία να καταγράψει όλες τις παραμέτρους μιας αδυσώπητης κοινωνικής πραγματικότητας- πλην όμως συχνά τον οδηγεί σε έλλειψη οικονομίας. Οι καλές σκηνοθετικές του ιδέες όμως και κυρίως η συνέπειά του ως προς το μήνυμα που θέλει να περάσει τον βοηθούν στο να δημιουργήσει μια ασφυκτική ατμόσφαιρα, που καταλήγει σε ένα συγκλονιστικό φινάλε, κάνοντας τον θεατή να αναρωτηθεί σχετικά με το σύστημα και τον τρόπο που τελικά αυτό αποτυγχάνει.
Παιχνίδια Φωτιάς(Joueurs/ Treat Me Like Fire )
Σκηνοθεσία: Μαρί Μονζ
Παίζουν: Στέισι Μάρτιν, Ταχάρ Ραχίμ
Περίληψη: Η συνάντηση με τον Άμπελ, φέρνει τα πάνω, κάτω στη ζωή της Ελλά. Η ακατανίκητη έλξη της για αυτό τον τυχοδιώκτη εραστή, κάνει την Ελλά να ανακαλύψει τον κοσμοπολίτικο υπόκοσμο των παράνομων παιχνιδιών του Παρισιού, όπου η αδρεναλίνη και το χρήμα είναι οι υπέρτατες αξίες. Η δική τους ιστορία αγάπης ξεκινάει ως ένα απλό στοίχημα, για να μετατραπεί σε αχόρταγο πάθος.
Η Μαρί Μονζ στο σκηνοθετικό της ντεμπούτο μάς ξεναγεί στον σκοτεινό υπόκοσμο του τζόγου μέσα από μια παράδοξη ερωτική ιστορία.
Η Ελλά είναι μια μοναχική και συγκροτημένη γυναίκα, που εργάζεται στο μπιστρό του πατέρα της στο Παρίσι, περιμένοντας κάτι που θα τη βγάλει από την αποστειρωμένη καθημερινότητά της. Μια μέρα εμφανίζεται στο μαγαζί ο γοητευτικός Αμπέλ που της ζητάει δουλειά. Εκείνη τον προσλαμβάνει όμως το ίδιο βράδυ θα βρεθεί αντιμέτωπη με μια απειλή: ο Αμπέλ θα της αρπάξει την είσπραξη μέσα από τα χέρια κι εκείνη θα βρεθεί να τον κυνηγάει στην Πόλη του Φωτός. Μαζί θα βρεθούν σε μια λέσχη στοιχημάτων και έτσι η Ελλά θα ανακαλύψει την αδρεναλίνη του τζόγου αλλά και τον έρωτα.
Η Μονζ χρησιμοποιώντας ως αφετηρία τη γνωριμία δύο εντελώς διαφορετικών ανθρώπων, που τους χωρίζουν τεράστιες κοινωνικές διαφορές, καταγράφει τα στάδια της εξάρτησης από τον τζόγο, τη γοητεία που ασκεί στους παίκτες μιας και τους δίνει μια αίσθηση ελευθερίας, αλλά και την καταστροφή που προκαλεί σε όλα τα επίπεδα. Παράλληλα, η Γαλλίδα δημιουργός κινηματογραφεί με αισθησιασμό την ερωτική σχέση των κεντρικών ηρώων της, που καταλήγει σε μια οδυνηρή περιπλάνηση τόσο στο νυχτερινό Παρίσι όσο και στον ψυχισμό τους, καταφέρνοντας τελικά να μιλήσει για την αυτοκαταστροφική τάση που υπάρχει κάπου μέσα σε όλους και τις εμμονές που μας απελευθερώνουν και μας κατακρημνίζουν. Από ένα σημείο όμως και μετά η ένταση του πρώτου μέρους ξεθωριάζει, δίνοντας της θέση της σε ένα τετριμμένο ερωτικό ρομαντικό δράμα.
Κάνε Παιδιά να Δεις Καλό (Figli)
Σκηνοθεσία: Τζιουσέπε Μπονίτο
Παίζουν: Βαλέριο Μασταντρέα, Πάολα Κορτελέσι, Στέφανο Φρέσι
Περίληψη: Ένα δεύτερο παιδί έρχεται να ταράξει τις ισορροπίες μιας ευτυχισμένης ιταλικής οικογένειας. Εγωιστές παππούδες και γιαγιάδες, φίλοι στα πρόθυρα νευρικού κλονισμού και απίθανες baby-sitter μετατρέπουν τη ζωή του ζευγαριού σε κόλαση.
Μια πρωτότυπη κωμωδία, που μιλά με ειλικρίνεια και χιούμορ για τις σουρεαλιστικές στιγμές και τα σκαμπανεβάσματα της ζωής.
Η Σάρα και ο Νίκολα είναι παντρεμένοι και ερωτευμένοι. Έχουν μια εξάχρονη κόρη και μια ήρεμη ζωή. Η οικογένειά τους μεγαλώνει, όμως η γέννηση του δεύτερου τους παιδιού γρήγορα θα φέρει τα πάνω - κάτω και θα διαταράξει την οικογενειακή τους ισορροπία, μετατρέποντας την καθημερινότητα του ζευγαριού σε κόλαση. Θα καταφέρουν η Σάρα και ο Νίκολα να μείνουν ενωμένοι;
Σε σενάριο του πρόωρα χαμένου Ματία Τόρε, που ουσιαστικά κατέγραψε μια δική του εμπειρία, η ιστορία της Σάρα και του Νίκολα είναι η περιπέτεια δύο ερωτευμένων ανθρώπων που προσπαθούν για το καλύτερο σε μια εχθρική χώρα, και σε μια χαοτική στιγμή της Ιστορίας. ο Μπονίτο πατώντας στο στερεοτυπικό θέμα της ανατροφής των παιδιών και των συνεπειών που αυτό έχει στη ζωή ενός παντρεμένου ζευγαριού με ανάλαφρη διάθεση και έξυπνα κωμικά στοιχεία, ποντάρει απενοχοποιημένα σε μια ποιοτική διασκέδαση, που στηρίζουν με την ενεργεία τους οι Πάολα Κορτελέζι και Βαλέριο Μασταντρέα.
Επανεκδόσεις:
Το Μίσος [La Haine]
Σκηνοθεσία: Ματιέ Κασοβίτς
Παίζουν: Βανσέν Κασέλ, Ιμπέρ Κουντέ, Σαϊντ Ταγκμαουί, Μπενουά Μαζιμέλ
Περίληψη: Τρεις νεαροί μετανάστες θα προσπαθήσουν να πάρουν εκδίκηση για το φίλο τους που έπεσε θύμα αστυνομικής βίας. Περιφερόμενοι άσκοπα στις φτωχογειτονιές του Παρισιού με ένα κλεμμένο περίστροφο στα χέρια τους, θα ζήσουν ένα συνταρακτικό εικοσιτετράωρο, προσπαθώντας να πείσουν όσους δεν τους σέβονται ότι θα πρέπει να τους φοβούνται.
Το προφητικό αριστούργημα του Ματιέ Κασοβίτς, που πήρε Βραβείο καλύτερης Σκηνοθεσίας Φεστιβάλ Καννών 1995 και Βραβείο Σεζάρ Καλύτερης Ταινίας και Καλύτερου Μοντάζ, σήμερα μετά από τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ, μοιάζει πιο σύγχρονο από ποτέ.
Η ταινία ακολουθεί ένα εικοσιτετράωρο από τη ζωή τριών νεαρών, στα λαϊκά προάστια του Παρισίου, μία ημέρα ύστερα από βίαιες εξεγέρσεις.Ο Βινς ένας Εβραίος, ο Ουμπέρτ, ένας μποξέρ αφρικανικής καταγωγής και ο Σαΐντ, ένας Άραβας, έχουν μεγαλώσει στα πολυπολιτισμικά προάστια της γαλλικής πρωτεύουσας όπου ο ρατσισμός και η καταπιεστική δύναμη της αστυνομίας έχουν δημιουργήσει εντάσεις σε μία κρίσιμη χρονική περίοδο.
Ο τίτλος προέρχεται από την ατάκα του Ουμπέρτ: «La Haine attise la haine» («το Μίσος γεννάει μίσος») και ο Κασσοβίτς χρόνια πριν από τις ταραχές που σημειώθηκαν στη Γαλλία, καταγραφεί το αδιέξοδο και την καθημερινή βία των νέων, που ζουν στο κοινωνικό περιθώριο.
Μέσα από τα ασπρόμαυρα πλάνα του, κινηματογραφεί την αντίθεση των νεαρών ηρώων με το λουστραρισμένο πλούσιο κέντρο της «Πόλης του φωτός» και τελικά περιγράφει πώς μέσα από την αλληλεπίδραση αστυνομικής καταστολής και κοινωνικού αποκλεισμού στη σύγχρονη Γαλλία δημιουργούνται οι «τρομοκράτες», υπογράφοντας μια από τις πιο δυνατές πολιτικές ταινίες του ευρωπαϊκού σινεμά.
Να ζει κανείς ή να μη ζει; (To be or not to be?)
Σκηνοθεσία: Ερνστ Λιούμπιτς
Παίζουν: Κάρολ Λόμπαρντ, Τζακ Μπένι, Ρόμπερτ Στακ
Περίληψη: Την περίοδο της εισβολής των Γερμανών στην Πολωνία, μια ομάδα ηθοποιών εκμεταλλεύεται τις δυνατότητες της μεταμφίεσης και της υποκριτικής, προκειμένου να σταματήσει έναν προδότη, ο οποίος προτίθεται να καταδώσει τα ονόματα των αντιστασιακών στον εχθρό.
Αντιπολεμική κωμωδία του Ερνστ Λιούμπιτς, με την Κάρολ Λόμπαρντ, μεγάλη ηθοποιό της δεκαετίας του ’30 και σύζυγο του Κλαρκ Γκέιμπλ, που σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα μετά από τα γυρίσματα.
Αύγουστος 1939, παραμονές της εισβολής των Γερμανών στην Πολωνία. H Mαρία Τούρα και ο σύζυγός της, Tζόζεφ κάνουν πρόβες με τον θίασό τους στη Bαρσοβία για μια σάτιρα με τίτλο «Γκεστάπο». Η κυβέρνηση αποφασίζει την απαγόρευση της παράσταση , φοβούμενη ότι θα δυσαρεστηθεί ο Xίτλερ και τελικά ο θίασος ανεβάζει τον «Άμλετ» του Σαίξπηρ. H Mαρία όμως διατηρεί μια κρυφή ερωτική σχέση με τον εμφανίσιμο πιλότο Στανισλάβ. Όταν οι Ναζί εισβάλλουν στην Πολωνία, το ερωτικό τρίγωνο μεταλλάσσεται σε κατασκοπικό, με την κοινή αποστολή να σταματήσουν έναν προδότη, πριν αυτός καταδώσει ονόματα αντιστασιακών στην Γκεστάπο.
Η ταινία γυρίστηκε το 1942, εν καιρώ πολέμου και σήμερα αποτελεί μια από τις γνωστότερες αντιπολεμικές σάτιρες, αλλά κατά την προβολή της δεν έλαβε θετική υποδοχή από το κοινό. Ο πανικός και ο τρόμος που είχε εξαπλωθεί σε όλες τις γωνιές της υφηλίου είχε στερήσει από τους θεατές την αίσθηση του χιούμορ, καθώς ήταν μάλλον δύσκολο για τον ανθρώπινο νου να χωνέψει μια ταινία που διακωμωδεί μια τόσο καταστρεπτική λαίλαπα, όπως εκείνη του ναζισμού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο πατέρας του πρωταγωνιστή Τζακ Μπένι, που βγήκε σοκαρισμένος από το σινεμά όπου παίζονταν η ταινία, καθώς δεν άντεχε να βλέπει τον γιο του ντυμένο με τη στολή των Ναζί.
Με το πέρασμα των χρόνων ωστόσο η ταινία επανεκτιμήθηκε και πήρε στην ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου τη θέση που της άξιζε. Το 1983 μάλιστα θα γυριστεί ένα ριμέικ από τον Μελ Μπρουκς, σαφώς κατώτερο από το πρωτότυπο. Το 1996 η ταινία επιλέχθηκε να φυλαχθεί στο Εθνικό Αρχείο Κινηματογράφου των ΗΠΑ από τη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου, ως πολιτιστικά, ιστορικά και αισθητικά σημαντική, ενώ το 2000 το Ινστιτούτο Αμερικανικού Κινηματογράφου την κατέταξε στη λίστα με τις 50 καλύτερες κωμωδίες όλων των εποχών.