Πώς μια σειρά του Netflix κατάφερε να ανοίξει ξανά μια ξεχασμένη αστυνομική υπόθεση
Οι εγκληματικές υποθέσεις που δεν έχουν καταλήξει σε καταδίκη των ενόχων συνήθως για τις οικογένειές των θυμάτων είναι επώδυνες και αφήνουν πάντα μια πληγή. Μια από αυτές είναι και η περίπτωση της Μέρι Έλεν Ντίνερ, που σε ηλικία δεκατεσσάρων χρόνων δέχτηκε επίθεση και στη συνέχεια δολοφονήθηκε βίαια από έναν άντρα ονόματι Λέστερ Γιούμπανκς.
Όλα αυτά συνέβησαν το 1965, όταν το κορίτσι μαζί με τη μικρότερη αδερφή της είχαν πάει σε ένα κοινόχρηστο πλυντήριο.
Όταν τα παιδιά ξέφυγαν από την επίβλεψη των γονιών τους, ο Γιούμπανκς επιτέθηκε με ένα τούβλο στη Μέρι Έλεν, αποπειράθηκε να τη βιάσει αλλά επειδή πρόβαλε εκείνη αντίσταση, τη σκότωσε μ’ ένα δυνατό χτύπημα. Η μικρότερη αδερφή της, ούσα παρούσα σε αυτό το φρικτό έγκλημα, σε όλη της ζωή αντιμετώπιζε ψυχολογικά προβλήματα και δεχόταν ιατρική βοήθεια.
Η απόφαση του δικαστηρίου το 1972, που καταδίκασε τον Γιούμπανκς σε ισόβια κάθειρξη ήτα μια κάποια δικαίωση για την οικογένεια. Όμως εκείνος το 1973, εκμεταλλευόμενος μια τιμητική άδεια από τις φυλακές την περίοδο των Χριστουγέννων, κατάφερε να αποδράσει. Έκτοτε τα ίχνη του χάθηκαν και η υπόθεση μπήκε στο αρχείο.
Μετά από σχεδόν πέντε δεκαετίες ένα επεισόδιο της σειράς «Unsolved Mysteries», που προβλήθηκε τον περασμένο Οκτώβριο στο Netflix - συγκεκριμένα το τρίτο του δεύτερου κύκλου- έστρεψε και πάλι στην προσοχή της κοινής γνώμης σε αυτή τη υπόθεση. Μάλιστα εκατοντάδες μάρτυρες και εθελοντές ερευνητές άρχισαν να ασχολούνται με το που βρίσκεται σήμερα ο Γιούμπανκς.
Οι ερευνητές στο ντοκιμαντέρ επισκέφτηκαν τον πατέρα του Γιούμπανκς, ο οποίος δήλωσε πως είναι πρόθυμος να ξεχάσει και να συγχωρήσει τον γιο του, και φυσικά αρνήθηκε πως είχε την οποιαδήποτε επαφή μαζί του. Εκείνοι όμως είναι πεπεισμένοι πως ο πατέρας γνωρίζει πολλά περισσότερα και σίγουρα είχε επικοινωνία με τον κατάδικο μέχρι το 2003.
Σύμφωνα με φωτογραφίες που έχει πλέον στην κατοχή της η αστυνομία, ο Λέστερ φαίνεται να ζει στην περιοχή του Λος Άντζελες, με διαφορετικό όνομα - εμφανίζεται μάλλον ως Νιλ Γιανγκ-αλλά κι εμφάνιση, διατηρεί έναν ευρύ κοινωνικό κύκλο, ενώ, σύμφωνα με το NBC, στο πρόσφατο παρελθόν έχει εργαστεί σε βιοτεχνία που κατασκευάζει στρώματα νερού, αλλά και ως επιστάτης σε νοσοκομείο.
Εμφανίστηκαν μάλιστα κάποια άτομα που δήλωσαν ότι ήταν πρώην συνάδελφοί του, καταθέτοντας φωτογραφίες στις οποίες εικονίζεται ο καταζητούμενος, ενώ η πρώην εργοδότριά του από το εργοστάσιο στρωμάτων δήλωσε πως τον προσέλαβε ως Νιλ Γιανγκ και ότι ήταν ένας άνδρας που μετακινούταν με ποδήλατο και είχε τη συνήθεια να φοράει πάντα άρωμα. Επίσης φαίνεται πως ο Γιούμπανκς διατηρούσε και μια μακροχρόνια σχέση με μια γυναίκα που λεγόταν Κέι.
Επίσης, ένας άνδρας εμφανίστηκε το 2019 υποστηρίζοντας ότι είναι γιος του καταζητούμενου και ότι η σύλληψή του ήταν αποτέλεσμα σεξουαλικής κακοποίησης. Ο ίδιος μάλιστα ζήτησε να το υποβληθεί σε εξετάσεις για να εξακριβωθεί η αλήθεια, όμως η πολιτεία δεν έδωσε την άδεια της γιατί τα προσωπικά στοιχεία δεν θεωρούνται νόμιμα στην έρευνα του εντοπισμού του.
Η επίσημη τοποθέτηση των Αρχών είναι ότι ο Λέστερ κατάφερε για τουλάχιστον 25 χρόνια να ζει σε διάφορα σημεία του Λος Άντζελες με διαφορετικό όνομα και αλλάζοντας δουλειές με τη βοήθεια «συγκεκριμένων ανθρώπων», φίλων ή συγγενών του. Το επόμενο βήμα είναι να εντοπίσουν τους ανθρώπους που τον βοήθησαν να κρύβεται, και να προχωρήσουν στη σύλληψή του. Σύμφωνα πάντως με τα μέχρι τώρα στοιχεία, ο Γιούμπανκς είναι ακόμα ζωντανός και πρέπει να κατοικεί στην ευρύτερη περιοχή της Πόλης των Αγγέλων. Μάλιστα οι αρχές έχουν εξαγγείλει και αμοιβή 50.000 δολαρίων για όποιον έχει ακριβείς πληροφορίες που θα βοηθήσουν στον εντοπισμό του δραπέτη.
Το σίγουρο πάντως είναι αυτή η υπόθεση θα έμενε ξεχασμένη σε κάποιο συρτάρι μιας υπηρεσίας, αν δεν υπήρχε η εν λόγω σειρά, που έκανε και πάλι το κοινό να ενδιαφερθεί για την κατάληξή της.
Ο βασικότερος λόγος είναι ότι η οικογένεια της Μέρι Έλεν που ακόμα ζει στη σκιά αυτής της τραγικής απώλειας, ευαισθητοποίησε τους τηλεθεατές, που αποφάσισαν να αναλάβουν ρόλο ντετέκτιβ και να αποδώσουν δικαιοσύνη.