Παράθυρο στη θάλασσα: Eνα ταξίδι ζωής στη Νίσυρο με έναν απροσδόκητο έρωτα
Αυτή την εβδομάδα, ο Αρμάντο Ιανούτσι μεταφέρει με σουρεαλιστική διάθεση το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα του Τσαρλς Ντίκενς «Ντέιβιντ Κόπερφιλντ», δύο καλοφτιαγμένες κομεντί, μία εξ Ιταλίας και μία από τη Γαλλία αποτελούν ιδανικές επιλογές για ένα βράδυ σε θερινό, ενώ ο Ιρανός Σιαμάκ Ετεμάντι που εδώ και χρόνια ζει στην Ελλάδα, με την « Παρί» του μάς ξεναγεί στις πιο σκοτεινές γειτονίες της Αθήνας.
Ο Διαφορετικός Κύριος Κόπερφιλντ(The Personal History of David Copperfield)
Σκηνοθεσία: Αρμάντο Ιανούτσι
Παίζουν: Ντεβ Πατέλ, Τίλντα Σουίντον, Χιου Λόρι, Πίτερ Καπάλντι
Περίληψη: Η πολυκύμαντη ζωή του Ντέιβιντ Κόπερφιλντ από την τρυφερή παιδική ηλικία, την εφηβεία μέχρι την ενηλικίωση και την περίοδο ωριμότητας δια χειρός Τσαρλς Ντίκενς. Ο Αρμάντο Ιανούτσι («Πόλεμος Εκτός Προγράμματος», «Ο Θάνατος του Στάλιν», «Veep») διασκευάζει το πλέον αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα του Τσαρλς Ντίκενς, στήνοντας ένα πολύχρωμο ευφάνταστο τσίρκο αλά Τέρι Γκίλιαμ.
Ο μικρός Ντέιβιντ Κόπερφιλντ μένει ορφανός από πολύ νωρίς και εξαιτίας του σκληρού πατριού του αναγκάζεται να εγκαταλείψει το σπίτι του και να περιπλανηθεί στη Βικτοριανή Αγγλία. Εκεί θα γνωρίσει συμπονετικούς αλλά και σκληρούς τύπους, που άλλοτε θα σταθούν στο πλευρό του κι άλλοτε θα του βάλουν ένα σωρό τρικλοποδιές, ακολουθώντας, όμως, πάντα το όνειρό του να γίνει συγγραφέας. Ο Ιανούτσι -που είναι μεγάλος θαυμαστής του Ντίκενς- αξιοποιεί με μοντέρνα προσέγγιση το σύμπαν του Βρετανού λογοτέχνη, φτιάχνοντας ένα πολύχρωμο παλίμψηστο με σουρεάλ τρέλα και ονειρική διάσταση, και τελικά υπογράφει μια ανορθόδοξη περιπέτεια ενηλικίωσης, που ακροβατεί ανάμεσα στο πραγματικό και το φαντασιακό όπως ακριβώς, δηλαδή, έκανε και ο Ντέιβιντ Κόπερφιλντ για να αντεπεξέρχεται στις δυσκολίες.
Από τη μία, η κοινωνική κριτική του 19ου αιώνα που μοιάζει τόσο με το σήμερα, και από την άλλη, το φανταστικό στοιχείο και το βιτριολικό χιούμορ του Ιανούτσι, καθώς και το γεγονός ότι επιλέγει ένα πολυσυλλεκτικό πολυεθνικό καστ, προσφέρει ένα οξυδερκές σχόλιο πάνω στη διαφορετικότητα και τη σύγχρονη Βρετανία. Ο Ντεβ Πατέλ στον καλύτερό του ρόλο μέχρι σήμερα, δίνει ενέργεια στον κεντρικό χαρακτήρα, και μαζί του ο Χιου Λόρι, ο Πίτερ Καπάλντι, η πάντα εντυπωσιακή Τίλντα Σουίντον και ο Μπεν Γουίσο που ερμηνεύει την ματαιοδοξία με έξυπνες υποκριτικές επιλογές υποστηρίζουν αυτό το παράδοξο και άκρως γοητευτικό freak show, που ταιριάζει τόσο πολύ στον κόσμο του Ντίκενς.
Όταν αρχίζει η νιότη (Gli anni piu belli/ The best Years)
Σκηνοθεσία: Γκαμπριέλε Μουτσίνο
Παίζουν: Πιερ Φραντσέσκο Φαβίνο, Μικαέλα Ραματσότι, Κιμ Ρόσι Στιούαρτ, Νικολέτα Ρομανόφ, Ιλάν Μουτσίνο
Περίληψη: Τρεις φίλοι και μία γυναίκα από το 1980 μέχρι σήμερα. Έρωτας, προδοσίες, ψευδαισθήσεις, απογοητεύσεις, αλλά και ελπίδα, καθώς περνάνε 40 χρόνια και η Ιταλία αλλάζει.
O Γκαμπριέλε Μουτσίνο («Το Κυνήγι τις Ευτυχία», «Επτά Ζωές») μέσα από την πορεία τεσσάρων ανθρώπων φτιάχνει μια τοιχογραφία της Ιταλίας, εμπνευσμένος από τον Έτορε Σκόλα και το « We All Loved Each Other So Much».
Τρεις νεαροί άντρες που έχουν μεγαλώσει μαζί και μια όμορφη κοπέλα, που έχει σχέση με έναν από αυτούς, ξεκινούν τη δεκαετία του ’80 στις γειτονιές της Ρώμης για να ανακαλύψουν τον κόσμο. Υπό τους ήχους της ντίσκο, ο Μουτσίνο τους ακολουθεί για σαράντα χρόνια και μαζί την κοινωνία της χώρας που συνεχώς αλλάζει, όπως κι εκείνοι. Έρωτες, προδοσίες, γάμοι, οικογένειες, αγάπη, χωρισμοί και επανενώσεις, όνειρα κι επιθυμίες, αποτυχίες και ματαιώσεις, ενώνονται σε ένα γαϊτανάκι άλλοτε με ειλικρίνεια και άλλοτε με μια διάθεση λαϊκής τηλενουβέλας, όπου πρωταγωνίστρια, τελικά, αναδεικνύεται η πόλη της Ρώμης.
Με σπιντάτη σκηνοθεσία, που συχνά, όμως, δεν αποφεύγει τις εύκολες λύσεις, και με την κάμερά του να ακολουθεί τις διαδρομές των τεσσάρων ηρώων του, ο Μουτσίνο αφήνει τα πρόσωπά του να μιλάνε direct στον φακό και να γίνονται οι ίδιοι αφηγητές, θέλοντας να αποδείξει ότι τελικά όλες αυτές οι ανώνυμες διηγήσεις αποτελούν ίσως την πιο ενδιαφέρουσα σελίδα της μεγάλης Ιστορίας.
Παρί
Σκηνοθεσία: Σιαμάκ Ετεμάντι
Σενάριο - Σκηνοθεσία: Σιαμάκ Ετεμάντι
Παίζουν: Μελίκα Φορουτάν, Σαμπάζ Νοσίρ, Αργύρης Πανταζάρας, Σοφία Κόκαλη, Λένα Κιτσοπούλου
Περίληψη: Όταν ο Μπάμπακ, ένας Ιρανός φοιτητής στην Ελλάδα, δεν εμφανιστεί στο αεροδρόμιο για να υποδεχθεί τους γονείς του, η μητέρα του, Παρί, θα ξεκινήσει μια αγωνιώδη προσπάθεια να τον βρει. Προερχόμενη από ένα συντηρητικό, θρησκευτικό περιβάλλον, με λιγοστές γνώσεις Αγγλικών, στο πρώτοτης ταξίδι εκτός Ιράν, η Παρί θα βρεθεί να τριγυρνά μόνη στις πιο σκοτεινές γωνιές μιας άγνωστης, απειλητικής, αλλά και γοητευτικής πόλης, θα φτάσει τα όριά της στα άκρα και θα ανακαλύψει τελικά τον ίδιο της τον εαυτό.
Ο Ελληνο-Ιρανός Σιαμάκ Ετεμάντι, που ζει πάνω από μια εικοσαετία στην Ελλάδα, υπογράφει μια δραματική περιπέτεια αναζήτησης στη σύγχρονη Αθήνα, που έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο 70ο Φεστιβάλ Βερολίνου, λαμβάνοντας εξαιρετικές κριτικές. Οι γονείς του Μπάμπακ ενός Ιρανού φοιτητή φτάνουν από την Τεχεράνη. Ο γιος τους, όμως, δεν εμφανίζεται στο αεροδρόμιο να τους παραλάβει και τότε εκείνοι μετά από την επιμονή της μητέρας, της Παρί, ξεκινούν να τον αναζητούν για να μάθουν ότι εδώ και καιρό έχει εγκαταλείψει τις σπουδές του στο Πολυτεχνείο. Σε αυτή την περιπλάνηση μέσα στη λαβυρινθώδη, όπως την κινηματογραφεί ο Ετεμάντι, Αθήνα, με τα λιγοστά αγγλικά της Παρί που αναλαμβάνει τον ρόλο του μεταφραστή θα μάθουν τι σημαίνει να ζει κανείς ξένος σε μια άλλη πατρίδα, για να αναρωτηθούν τι τελικά ψάχνει ο γιος τους –και μαζί όλοι όσοι αναζητούν μια καλύτερη ζωή στην ταραγμένη Δύση.
Ταυτόχρονα, η Παρί μια γυναίκα συνηθισμένη να ζει στη σκιά του άντρα της και να τηρεί ευλαβικά τους κανόνες και τους θρησκευτικούς περιορισμούς, θα ανακαλύψει τη δύναμη που κρύβει μέσα της αλλά και τη ζωή που τελικά θέλει να ζήσει.
Ατμοσφαιρικό και αγωνιώδες, με την underground ενέργεια της πόλης από τα Εξάρχεια έως το λιμάνι του Πειραιά, να ξεχειλίζει από κάθε πλάνο, και το βάρος της Ιστορίας να πέφτει πάνω στους ήρωες, το φιλμ του Ετεμάντι που γνωρίζει καλά τόσο την ελληνική όσο και την ιρανική κουλτούρα και πραγματικότητα είναι ένα σκοτεινό ποίημα γα την κάθαρση και την απώλεια και ταυτόχρονα το συγκλονιστικό πορτρέτο μιας γυναίκας που ανακαλύπτει έναν καινούργιο κόσμο και ταυτόχρονα τα όριά της.
Η σφιχτή σκηνοθεσία του Ετεμάντι που αποδεικνύει ότι έχει το ταλέντο να αφηγηθεί μια ιστορία αγγίζοντας πολλές πλευρές της, το απρόβλεπτο σενάριο και η καθηλωτική ερμηνεία της Γερμανο- Ιρανής Μελίκα Φορουτάν, συνιστούν ένα συναρπαστικό σκηνοθετικό ντεμπούτο που αξίζει την προσοχή σας.
Νέοι είστε και φαίνεστε (Les vieux Foureaux/ Tricky Old Dogs )
Σκηνοθεσία: Κριστόφ Ντιτιρόν
Παίζουν: Πιέρ Ρισάρ, Ρολάν Ζιρό, Άλις Πολ Έντι Μίτσελ
Περίληψη: Ο Πιερό, ο Μιμίλ και ο Αντουάν είναι τρεις παιδικοί φίλοι, που ξανασυναντιούνται με αφορμή την κηδεία της συζύγου του Αντουάν. Όταν όμως εκείνος βρίσκει κατά τύχη ένα γράμμα, που τον φέρνει σε κατάσταση υστερίας, παίρνει τους δρόμους, χωρίς να δώσει την παραμικρή εξήγηση στους φίλους του. Ένα θεότρελο ταξίδι, με αφετηρία τη γενέτειρά του, στη νοτιοδυτική Γαλλία, και τελικό προορισμό την Τοσκάνη, στην Ιταλία, έχει μόλις ξεκινήσει. Ο Πιερό, ο Μιμίλ και η Σοφί, η εγγονή του Αντουάν που βρίσκεται σε προχωρημένη εγκυμοσύνη, ρίχνονται στο κατόπι του, για να τον εμποδίσουν να διαπράξει ένα έγκλημα πάθους… με καθυστέρηση πενήντα ετών!
Το κόμικ «Les Vieux Fourneaux» του Ουιλφρίντ Λουπανό, που έχει συναρπάσει την Ευρώπη μεταφέρεται στη μεγάλη οθόνη με τρεις εκπληκτικούς κυρίους, που αποδεικνύουν ότι ο χρόνος δεν έχει σημασία, όταν η καρδιά μένει νέα.
Ο Πιερό, ο Αντουάν και ο Μιμίλ, έχουν αποφασίσει να γεράσουν με στυλ και να μη καταθέσουν τα όπλα. Έχουν πολλές κοινές αναμνήσεις , κοινούς συνδικαλιστικούς αγώνες αλλά κι ένα μεγάλο μυστικό που θα έρθει στο φως, όταν ξανασυναντηθούν στην κηδεία της γυναίκας του Αντουάν. Ο τελευταίος τυχαία ανακαλύπτει μια ερωτική επιστολή μέσα από την οποία μαθαίνει ότι η σύζυγός του είχε σχέσεις με το αφεντικό τους και αιώνιο εχθρό τους. Τότε αποφασίζει να βρει τον αντίζηλό του, που πλέον μένει στην Ιταλία, και να πάρει την εκδίκησή του. Ο Πιερό, ο Μιμίλ και μαζί η εγγονή του η Σοφί, μια μαριονετίστρια σε προχωρημένη εγκυμοσύνη τρέχουν στο κατόπι του για να αποφύγουν τα χειρότερα.
Μια αντισυμβατική κομεντί που προσπαθεί να γεφυρώσει το χάσμα των γενεών, τις κοινωνικές ανισότητες, να επουλώσει τις πληγές του παρελθόντος αλλά και της Ιστορίας, με τρυφερό τρόπο και χαριτωμένο χιούμορ. Η πάλη των εργασιακών δικαιωμάτων της δεκαετίας του ‘60, οι πληγές του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου και η σημερινή κρίση στοιχειώνουν τους ήρωες του «Les Vieux Fourneaux», που μέσα από ένα θεότρελο ταξίδι θα ανακαλύψουν την αξία της συγνώμης και της συγχώρεσης ταυτόχρονα.
Χρησιμοποιώντας το στοιχείο του κόμικ, ιδίως σε ό,τι αφορά στα φλας μπακ, όπου οι ήρωες μπαίνουν ουσιαστικά στο παρελθόν τους, αλλά και την γοητεία των μαριονετών που χειρίζεται η Σοφί, ο Κριστόφ Ντιτιρόν μπολιάζει μια ρεαλιστική κομεντί με ένα παραμυθένιο στοιχείο, δημιουργώντας μια γλυκόπικρη ατμόσφαιρα, για όσα πέρασαν, χωρίς μελοδραματικές νοσταλγίες.
Κι αν η λύση σε όλα τα προβλήματα δίνεται απλά, ίσως και απλοϊκά μερικές φορές, η ενέργεια των τριών πρωταγωνιστών που ξεπερνούν τους σκοπέλους της ηλικίας και λειτουργούν ως αιώνιοι έφηβοι, αποδεικνύει, τελικά, ότι η λαχταρά για τη ζωή είναι πάνω από κάθε διαφορά που πιθανόν μας χωρίζει.
Ο Γαμπρούλης Mας (Beaux Parents)
Σκηνοθεσία: Έκτορ Καμπέγιο Ρέγιες
Παίζουν: Ζοσιάν Μπαλασκό, Ντιντιέ Μπουρντόν, Μπρούνο Μπεναμπάρ
Περίληψη: Η Κολίν και ο Αντρέ έχουν μια απόλυτα αρμονική σχέση με την κόρη τους Γκαράνς και τον γαμπρό τους, Άρολντ. Όταν, όμως, η Γκαράνς χωρίζει με τον Άρολντ, απαιτεί από τους γονείς της να μην τον ξαναδούν ποτέ. Τα πεθερικά δεν μπορούν να το δεχτούν αυτό: άλλωστε εκείνη τον άφησε, όχι αυτοί! Τώρα θα χρειαστεί να κάνουν διπλή ζωή, ώστε να συνεχίσουν να βλέπουν τον πολυαγαπημένο τους γαμπρούλη, κρύβοντας την αλήθεια από την κόρη τους, η οποία δεν έχει σκοπό να τους αφήσει σε ησυχία.
Ένα βοντβίλ με ροκ πνεύμα, που ξεκίνησε από μια ιδέα του τραγουδοποιού Μπρούνο Μπεναμπάρ (ο οποίος παίζει και στην ταινία) και μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη από τον Έκτορ Καμπέγιο Ρέγιες («Μαμά, Γύρισα!»). Μπορεί η σχέση των πεθερικών με τους γαμπρούς και με τις νύφες τους να έχουν γίνει συχνά αντικείμενο κωμικών παρεξηγήσεων στον κινηματογράφο, όμως, αυτή τη φορά η αιτία δεν είναι η αντιπάθεια που τρέφει η μια πλευρά προς την άλλη, αλλά αντίθετα η βαθιά αγάπη. Πάνω σε αυτό το πρωτότυπο εύρημα, ο Ρέγιες αφηγείται την ιστορία ενός ζευγαριού που χωρίζει από μια ανόητη παρεξήγηση, όμως, οι γονείς της νύφης είναι αποφασισμένοι να σταθούν στο πλευρό του αγαπημένου τους γαμπρού και να προσπαθήσουν να τους τα ξαναφτιάξουν. Η κόρη τους, όμως, τους έχει απαγορεύσει οποιαδήποτε επικοινωνία με τον πρώην αγαπημένο της, οπότε εκείνοι με την κρυφή ελπίδα ότι κάποια στιγμή θα αποκτήσουν εγγονάκι, αποφασίζουν να ζήσουν μια διπλή ζωή.
Αν και η ελληνική μετάφραση του τίτλου παραπέμπει σε βιντεοκασέτα του ‘80, η κωμωδία του Ρέγιες έχει στυλ, χιούμορ και ταυτόχρονα συγκίνηση. Κομψά εκτελεσμένη από τους δημοφιλείς πρωταγωνιστές της, η ιστορία αυτής της τρυφερής οικογένειας που κάνει τα πάντα για την αγάπη, χρησιμοποιεί μεν τα κλισέ μιας καλής κωμωδίας με σωστό ρυθμό, προσφέρει δε μερικές απολαυστικές στιγμές, περιγράφοντας τη γενιά των σημερινών τριαντάρηδων και εξηντάρηδων που κάποτε υπήρξαν κι αυτοί νέοι, αποδεικνύοντας τελικά ότι όλοι μαζί μπορούν να καταλήξουν γύρω από ένα τραπέζι και να περάσουν καλά, πίνοντας ένα ποτήρι κρασί.
Παράθυρο στη Θάλασσα (Una Ventana al Mar / Window to the Sea
Σκηνοθεσία: Μιγκέλ Ανχελ Χιμένεθ
Παίζουν: Έμα Σουάρεζ, Ακύλλας Καραζήσης, Γκάιθκα Ουγκάρτε, Κατερίνα Ζαφειροπούλου, Κώστας Πέτρου και Αντώνης Καφετζόπουλος
Περίληψη: Αντιμέτωπη με συνταρακτικά νέα σχετικά με την υγεία της, η πενηνταπεντάχρονη Μαρία, αποφασίζει να ταξιδέψει από το Μπιλμπάο στην Ελλάδα, παραβλέποντας τις συμβουλές του γιου της και των γιατρών. Όταν φτάνει στη Νίσυρο, θα βυθιστεί στις κρυμμένες ομορφιές του νησιού, βρίσκοντας γαλήνη, αλλά και έναν απροσδόκητο έρωτα.
Η μεγάλη Ισπανίδα σταρ Έμα Σουαρέζ (η «Julieta» της ομώνυμης ταινίας του Αλμοδοβάρ) και ο Ακύλας Καραζήσης ζουν έναν μεγάλο έρωτα στη Νίσυρο, σε μια διεθνή συμπαραγωγή της ελληνικής Heretic με την ισπανική Kinoskopik. Η Μαρία, μια πενηνταπεντάχρονη γυναίκα, που αντιμέτωπη με μια δυσοίωνη πρόγνωση υγείας, κάνει ένα ταξίδι ζωής στα ελληνικά νησιά παρέα με τις φίλες της, παρά τις αντίθετες συμβουλές της οικογένειας και των γιατρών της. Στη Νίσυρο, η Μαρία θα βρει ομορφιά, γαλήνη και τελικά τον αληθινό έρωτα στο πρόσωπο του Στέφανου. Πολύ σύντομα θα κληθεί να αποφασίσει, αν θα επιστρέψει πίσω στην οικογένειά της στην Ισπανία ή αν θα συνεχίσει τη ζωή της στο νησί μαζί του, μέχρι το τέλος.
Εμπνευσμένη από αληθινά γεγονότα -ο σκηνοθέτης πέρασε ένα διάστημα στη Νίσυρο μετά από τον θάνατο της μητέρας του από καρκίνο το 2013- η ταινία, έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Μαϊάμι, κερδίζοντας κοινό και κριτικούς.
Μέσα από τη διαδρομή μιας γυναίκας που διεκδικεί το δικαίωμα να γράψει η ίδια το φινάλε της ιστορίας της, το «Παράθυρο στη θάλασσα», σύμφωνα με τα λόγια του δημιουργού του «θα μπορούσε να είναι μια ταινία για το θάνατο, αλλά δεν είναι. Είναι δυναμική, αισιόδοξη, φωτεινή, γεμάτη ζωή. Διάλεξα έτσι να διηγηθώ αυτή την ιστορία, κοιτώντας μπροστά».
Το κυνήγι του κλέφτη (To Catch a Thief)
Σκηνοθεσία: Άλφρεντ Χίτσκοκ
Παίζουν: Κάρι Γκραντ, Γκρέις Κέλι, Τζέσι Ρόϋς Λάντις
Περίληψη: Ένας απόμαχος κλέφτης κοσμημάτων πρέπει να αποδείξει την αθωότητά του , όταν κινεί αδίκως υποψίες πως έχει επιστρέψει στο παλιό του επάγγελμα.
Ένα κοσμοπολίτικο θρίλερ, που ο ίδιος ο Χίτσκοκ είχε χαρακτηρίσει ως η «ταινία που βλέπει κανείς στις διακοπές του», επιστρέφει σε νέες κόπιες.
Ένας ασύλληπτος λωποδύτης, ο Τζον Ρόμπι, παλιότερα γνωστός ως «Γάτος», που πλέον έχει αποσυρθεί από το επάγγελμα ερωτεύεται μια πλούσια Αμερικανίδα και, χωρίς να το καταλάβει, καταλήγει καταζητούμενος της αστυνομίας.
Όταν ένα νέο κύμα κλοπών, ξεσπά στα πολυτελή ξενοδοχεία της Γαλλικής Ριβιέρας, ο Ρόμπι θεωρείται ύποπτος και πρέπει να αποδείξει την αθωότητά του. Στο πρόσωπο της καλομαθημένης κληρονόμου Φράνσις βλέπει την ευκαιρία να παγιδεύσει τον πραγματικό κλέφτη, χρησιμοποιώντας ως δόλωμα τα εκθαμβωτικά κοσμήματα της μητέρας της. Το σχέδιό του ναυαγεί, η Φράνσις, όμως που πιστεύει ότι είναι αθώος, προσπαθεί να του αποδείξει την αγάπη της, βοηθώντας τον να δραπετεύσει.
Μια στιλάτη αισθηματική περιπέτεια, γυρισμένη στην Κυανή Ακτή με τους πιο όμορφους σταρ της εποχής, τον Κάρι Γκραντ και την πριγκιπική Γκρέις Κέλι, σε ένα ήπιο μυστήριο με άψογα στημένες σκηνές, σεξουαλικά υπονοούμενα, σαλόνια και παραλίες, παρεξηγήσεις κι εξομολογήσεις.
Πρόκειται, μάλιστα, για την τελευταία ταινία που η Γκρέις Κέλι γύρισε για λογαριασμό του Χίτσκοκ, καθώς η ηθοποιός παντρεύτηκε τον πρίγκιπα Ρενιέ του Μονακό. Χρόνια αργότερα ο Χίτσκοκ προσπάθησε να αναθέσει στην Πριγκίπισσα Γκρέις τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία «Μάρνι» (Marnie, 1964), αλλά εκείνη αναγκάστηκε να αρνηθεί, καθώς οι πολίτες του Μονακό αντέδρασαν αρνητικά στην ιδέα.
Οι Δώδεκα Ένορκοι (12 Angry Men)
Σκηνοθεσία:Σίντνεϊ Λιούμετ
Παίζουν: Χένρι Φόντα, Μάρτιν Μπάλσαμ, Λι Τζ.Κομπ, Τζακ Γουόρντεν
Περίληψη: Δώδεκα ένορκοι συνεδριάζουν για να εκδώσουν την απόφαση σε μια υπόθεση ανθρωποκτονίας. Κι ενώ όλοι οι υπόλοιποι είναι πεπεισμένοι πως ο νεαρός κατηγορούμενος είναι ένοχος, ένας από αυτούς προσπαθεί να τους πείσει να επανεξετάσουν τα στοιχεία. Το καλύτερο, ίσως, δικαστικό δράμα όλων των εποχών, που απέσπασε τη Χρυσή Άρκτο στο Φεστιβάλ Βερολίνου και τρεις υποψηφιότητες για Όσκαρ επιστρέφει στα θερινά. Η ταινία ξεκινάει σε μια αίθουσα ποινικού δικαστηρίου, όταν ο δικαστής με το τέλος της διαδικασίας, απευθύνεται στους δώδεκα ενόρκους και τους καλεί να συνεδριάσουν για να κρίνουν και να αποφασίσουν ομόφωνα την ενοχή ή όχι του κατηγορουμένου.
Οι ένορκοι καλούνται να κρίνουν για το μέλλον του ενός παραβατικού δεκαοχτάχρονου αγοριού, που σκότωσε τον πατέρα του, ο οποίος τον κακοποιούσε. Σε περίπτωση ενοχής, ποινή είναι η καταδίκη σε θάνατο. Οι δώδεκα ένορκοι είναι τυπικά παραδείγματα συνηθισμένων ανθρώπων. Οι περισσότεροι από αυτούς -συγκεκριμένα οι έντεκα- είναι ήδη πεπεισμένοι για την ενοχή του νεαρού και ευελπιστούν ότι σε λίγη ώρα θα έχουν ξεμπερδέψει.
Ένας, όμως, έχει ανακαλύψει κατά τη διάρκεια της δίκης, πολλά κενά στις καταθέσεις των μαρτύρων και πολλές αντιφάσεις. Έτσι ζητά από τους υπόλοιπους, χρόνο για να μπορέσει να τους εξηγήσει τις αμφιβολίες του. Σιγά σιγά, με πολλές δυσκολίες και αντιμετωπίζοντας την εμπάθεια, την κοροϊδία ακόμα και την εχθρότητα από τους περισσότερους, καταφέρνει να πείσει τον έναν μετά τον άλλο, για την ορθότητα των ισχυρισμών του και να τους οδηγήσει στην αθώωση του κατηγορουμένου λόγω «δικαιολογημένων αμφιβολιών».
Μέσα από διάφορες συζητήσεις μεταξύ τον ενόρκων ξεδιπλώνονται μπροστά μας δώδεκα διαφορετικές προσωπικότητες και η ταινία καταλήγει σε μια αποκάλυψη των αδυναμιών, των προκαταλήψεων και των προβλημάτων μιας ολόκληρης κοινωνία. Πόσο εύκολα μπορείς να αποφασίσεις να στείλεις στον θάνατο έναν άνθρωπο; Πόσο αδιάσειστες μπορούν να είναι κάποιες μαρτυρίες; Πόσο σημαντικό ρόλο παίζει η υποκειμενικότητα, οι προκαταλήψεις ακόμη και η ανευθυνότητα του καθενός από τους δώδεκα, είναι οι άξονες του Σίντνεϊ Λιούμετ σε αυτό το αψεγάδιαστο δικαστικό δράμα, που καθηλώνει από το πρώτο έως το τελευταίο λεπτό.
Για την ιστορία αξίζει να αναφερθεί πως η δικαστής του Supreme Court Justice των ΗΠΑ, Σόνια Σοτομαγιόρ, είχε δηλώσει πως επέλεξε να ασχοληθεί με τη Νομική, όταν είδε την ταινία για πρώτη φορά. Παρά τον θαυμασμό της για το έργο όμως, ξεκαθάρισε πως σε ένα πραγματικό δικαστήριο, δεν θα επιτρεπόταν ποτέ στους ενόρκους να αναιρέσουν τις μαρτυρίες και τις αποδείξεις του δικαστηρίου με απλές υποθέσεις, όπως έγινε στην ταινία.
Αλγέρι (Algiers)
Σκηνοθεσία: Τζον Κρόμγουελ
Παίζουν: Σαρλ Μπουαγιέ, Χέντι Λαμάρ
Περίληψη: Ένας διαβόητος Γάλλος κλέφτης κοσμημάτων κρύβεται στη δαιδαλώδη συνοικία Κάσμπα του Αλγερίου, όπου ζει ως αυτοεξόριστος. Όταν μια πανέμορφη Γαλλίδα τουρίστρια του θυμίσει τις πάλαι ποτέ ευτυχισμένες μέρες του στο Παρίσι, ο κλέφτης θα δελεαστεί να εγκαταλείψει την κρυψώνα του.
Ρομάντζο και μυστήριο που ενέπνευσε και τους σεναριογράφους της «Καζαμπλάνκα» διά χειρός του Τζον Κρόμγουελ, ενός εμβληματικού σκηνοθέτη της δεκαετίας του ’30, που μπήκε στο στόχαστρο του Μακάρθι. Η ιστορία διαδραματίζεται στο Αλγέρι, όπου δρα ο περίφημος ληστής Πεπέ λε Μόκο. Ο Πεπέ έχει το λημέρι του στους λαβύρινθους του Κάσμπαχ και καταφέρνει να ξεφεύγει από την αστυνομία που τον καταζητεί. Ο Γάλλος επιθεωρητής Ζανφιέρ τον έχει βάλει στο μάτι και συνεργάζεται με τον τοπικό επιθεωρητή Σλιμάν, ενώ είναι αποφασισμένος να τον συλλάβει οπωσδήποτε.
Ο Πεπέ γνωρίζεται με την όμορφη Γαλλίδα τουρίστρια Γκαμπί, η οποία περνάει τις διακοπές της στο Αλγέρι. Την ερωτεύεται και θέλει να την ακολουθήσει στο Παρίσι, αλλά η Αλγερινή ερωμένη του θα τον προδώσει στην αστυνομία.
Η ταινία αυτή, όπου έκανε το ντεμπούτο της η Χέντι Λαμάρ στο Χόλιγουντ, είναι επανέκδοση μιας γαλλικής ταινίας του ‘37 με τον τίτλο «Πέπε λε Μόκο», στην οποία πρωταγωνιστούσε ο Ζαν Γκαμπέν. Στην επανέκδοση χρησιμοποιήθηκαν πολλές σκηνές της πρωτότυπης, ιδίως αυτές που περιέχουν αυθεντικές εικόνες της Κάσμπα του Αλγερίου. Μετά από την επανέκδοση ακολούθησε και ένα μιούζικαλ το 1948 με πρωταγωνιστή τον Τόνι Μάρτιν. Η ταινία προτάθηκε το 1939 για βραβείο Όσκαρ σε τέσσερις κατηγορίες καλύτερου πρωταγωνιστή, καλύτερου γυναικείου β' ρόλου, καλύτερης φωτογραφίας και καλύτερου σκηνικού.