Σκηνή από την Ιστορία Γάμου

«Ιστορία Γάμου»: Το αριστουργηματικό δράμα της χρονιάς με την Σκάρλετ Γιόχανσον

Αυτή την εβδομάδα, η Σκάρλετ Γιοχάνσον και ο Άνταμ Ντράιβερ αφηγούνται την «Ιστορία ενός γάμου», ο Έντουάρντ Νόρτον μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη με νουάρ ατμόσφαιρα ένα εκπληκτικό αστυνομικό μυθιστόρημα, τις «Σκιές του Μπρούκλιν», ενώ οι μικροί θεατές μπορούν να πανηγυρίζουν, αφού η αγαπημένη Frozen επιστρέφει σε νέες περιπέτειες.

Ιστορία Γάμου
(Marriage Story)
Σκηνοθεσία: Νόα Μπόμπακ
Παίζουν: Άνταμ Ντράιβερ, Σκάρλετ Γιοχάνσον, Λόρα Ντερν, Άλαν Άλντα

Περίληψη: Ο Τσάρλι και η Νικόλ είναι ένα ζευγάρι τριαντάρηδων καλλιτεχνών στη Νέα Υόρκη. Εκείνος είναι αυτοδημιούργητος θεατρικός σκηνοθέτης. Εκείνη είναι ηθοποιός και κορυφαία του θιάσου του, που για χάρη του, άφησε μια αμφίβολης ποιότητας καριέρα σαχλών νεανικών κομεντί στο Χόλιγουντ. Έχουν μαζί ένα παιδί, τον μικρό Χένρι, όμως μετά από δέκα χρόνια γάμου, αποφασίζουν ότι τελικά πρέπει να πάρουν διαζύγιο.
Ο υποψήφιος για Όσκαρ Νόα Μπόμπακ αφηγείται την ιστορία ενός διαζυγίου, καταγράφοντας ουσιαστικά την πορεία μιας σχέσης δυο ανθρώπων που αγαπήθηκαν πολύ.
Ο Τσάρλι είναι ένας ιδιοφυής θεατρικός σκηνοθέτης. Η σύζυγός του, η Νικόλ ,έχει εγκαταλείψει την κινηματογραφική της καριέρα για να τον ακολουθήσει στη Νέα Υόρκη. Είναι η μούσα του, πρωταγωνίστρια του θιάσου του και μητέρα του μικρού Χένρι. Εκείνη όμως αισθάνεται πάντα ότι βρίσκεται στη σκιά του συζύγου της, που αφοσιωμένος στο καλλιτεχνικό του όραμα, δεν λαμβάνει υπόψη του τις δικές της επιθυμίες. Έτσι αποφασίζει να επιστρέψει στο πατρικό της σπίτι, στο Λος Άντζελες, όπου μένει πλέον με την επίσης ηθοποιό μητέρα της, και να αποδεχτεί έναν ρόλο σε μια αμφίβολης ποιότητας τηλεοπτική σειρά.
Το διαζύγιο, παρά τις προσπάθειές τους να σώσουν τη σχέση τους, είναι μονόδρομος. Κι ενώ οι δυο τους επιθυμούν ένα ήπιο και χωρίς εντάσεις χωρισμό, οι δικηγόροι τους και το σύστημα τους ωθούν στα όριά τους.
Ο Μπόμπακ, όντας ο ίδιος παιδί χωρισμένων γονιών κι έχοντας βιώσει ένα οδυνηρό διαζύγιο, αξιοποιεί τις προσωπικές του εμπειρίες υπογράφοντας ένα γλυκόπικρο οικογενειακό δράμα, που, αν και προορίζεται για το Netflix, έχει γυριστεί με 35mm φιλμ.
Ακολουθώντας με την κάμερά του τους ήρωές του, καταγράφει τις εκφράσεις και τη σωματικότητά τους, τους παρακολουθεί σε ιδιωτικούς και δημόσιους χώρους, αναλύει την ψυχοσύνθεσή τους κυρίως μέσα από τις συμπεριφορές τους, ενώ ταυτόχρονα σχολιάζει εμμέσως τις αντιθέσεις της ανατολικής και δυτικής ακτής, αλλά και την τεράστια ποιοτική διαφορά ανάμεσα στην τέχνη και στο σύστημα των μεγάλων στούντιο.
Με εξαιρετικούς διαλόγους θεατρικής λογικής, και επενδύοντας σε μια αφοπλιστική αμεσότητα, ο Μπόμπακ ξαναλέει μια γνωστή ιστορία, που θυμίζει την αμερικάνικη εκδοχή των «Σκηνών από ένα γάμο» του Μπέργκμαν, ισορροπώντας επιδέξια ανάμεσα στο χιούμορ και τη συγκίνηση, χωρίς να εκβιάζει το συναίσθημα.
Έτσι προσεγγίζει με αντικειμενικότητα τις δυο πλευρές, ακόμα και τους δικηγόρους τους, που εδώ αν κι εκπρόσωποι ενός αδυσώπητου συστήματος, έχουν ένα ειλικρινές ανθρώπινο πρόσωπο και μια δική τους προσωπική ιστορία, και καταφέρνει να αποσπάσει εξαιρετικές ερμηνείες τόσο από το πρωταγωνιστικό του δίδυμο- Άνταμ Ντράιβερ και Σκάρλετ Γιόχανσον- όσο και από τους δευτερεύοντες χαρακτήρες.
Η μεγάλη διάρκεια της ταινίας βέβαια δημιουργεί συχνά την αίσθηση ότι κάποιες σκηνές θα μπορούσαν να είχαν απλώς παραλειφθεί ή έστω περιοριστεί. Όμως μέσα από αυτές τις καθημερινές στιγμές, ο Μπόμπακ φτιάχνει το πορτρέτο μιας σχέσης, δημιουργώντας μια μελαγχολική και ταυτόχρονα αισιόδοξη ατμόσφαιρα, με τους ήρωές του να συντρίβονται και να συνεχίζουν, αφήνοντας τον θεατή τελικά να αποφασίσει για το αν έπραξαν σωστά.

Οι σκιές του Μπρούκλιν
(Motherless Brooklyn)
Σενάριο/Σκηνοθεσία: Έντουαρτ Νόρτον
Παίζουν: Έντουαρτ Νόρτον, Μπρους Γουίλις, Γουίλεμ Νταφόε, Άλεκ Μπάλντουιν, Γκούγκου Μπάτα-Ρο, Μπόμπι Καναβάλε

Περίληψη: Νέα Υόρκη, 1957. Ο Λάιονελ Έσρογκ, ένας μοναχικός ιδιωτικός ντετέκτιβ με σύνδρομο Τουρέτ, αναλαμβάνει να διαλευκάνει τον φόνο του μέντορα και μοναδικού φίλου του, Φρανκ Μίνα. Έχοντας λιγοστά στοιχεία στη διάθεσή του, ο Λάιονελ ανακαλύπτει τα καλά φυλαγμένα μυστικά που κρατούν σε ισορροπία τη μοίρα ολόκληρης της πόλης.

Ο τρεις φορές υποψήφιος για Όσκαρ Έντουαρτ Νόρτον σκηνοθετεί, γράφει το σενάριο και πρωταγωνιστεί σε ένα αστυνομικό νουάρ, που εξερευνά την ιστορία της Νέας Υόρκη και τελικά ολόκληρης της Αμερικής.
Ο Λάιονελ Έσρονγκ είναι ένας άνθρωπος έξυπνος, που πάσχει από το σύνδρομο Τουρέτ, γεγονός που τον περιθωριοποιεί. Έχοντας μεγαλώσει σε ένα ορφανοτροφείο, γνωρίζει την αγάπη και την αποδοχή μέσα από το πρόσωπο του μέντορά του Φρανκ Μίνα, ο οποίος τον προσλαμβάνει στο γραφείο ιδιωτικών ερευνών, που διευθύνει και του μαθαίνει να χρησιμοποιεί το μυαλό του, ώστε να γίνει ντετέκτιβ.
Όταν όμως ο Φρανκ δολοφονείται, ο Λάιονελ αποφασίζει να βρει τον ένοχο. Έτσι ξεκινάει μια περιπλάνηση στις γειτονιές του Χάρλεμ και στα τζαζ μπαρ της εποχής του ‘50, που θα τον φέρουν αντιμέτωπο με τους μηχανισμούς εξουσίας, αλλά και τον πιο επικίνδυνο άνδρα της Νέας Υόρκης.
Βασισμένος στο ομώνυμο αστυνομικό μυθιστόρημα του Τζόναθαν Λέθεμ, ο Νόρτον, δύο δεκαετίες μετά από την τελευταία του σκηνοθετική δουλειά («Πιστά Ερωτευμένοι»»), φτιάχνει μια ταινία φόρο τιμής στο νουάρ, αξιοποιώντας τις πολιτικές διαστάσεις του βιβλίου.
Αν και η ιστορία του Λέθεμ εκτυλίσσεται στη δεκαετία του ΄90, ο Νόρτον μάς ταξιδεύει στα τέλη της δεκαετίας του ’50, τότε που η Νέα Υόρκη άλλαζε πρόσωπο και μεταμορφωνόταν σε μια κοσμοπολίτικη μεγαλούπολη. Κάτω όμως από τα λαμπερά φώτα, στις πιο σκοτεινές γωνιές της πόλης, επικρατούσε ο ρατσισμός, αλλά και η κοινωνική και οικονομική ανισότητα, πράγμα που εκμεταλλευόταν στο έπακρο η εξουσία. Έτσι μέσα από αυτή την ιστορική αναδρομή και με έμμεσες αναφορές στο σήμερα, ο Νόρτον περιγράφει τελικά μια οικεία κατάσταση.
Κρατώντας την αισθητική και την ατμόσφαιρα ενός κλασικού νουάρ, παίζει με τις σκιές, αφήνει τη μουσική να δημιουργεί συναισθήματα και οδηγεί έναν ανορθόδοξο ντετέκτιβ από τη μία να ανακαλύψει την αλήθεια και από την άλλη να συνειδητοποιήσει, γιατί ο ίδιος μένει στο περιθώριο μιας κοινωνίας που δεν τον αποδέχεται.
Γι’ αυτό, αν και σε ορισμένα σημεία, η σκηνοθεσία πλατειάζει όσον αφορά στην αφήγηση της πολιτικής διαπλοκής που καλείται τελικά να διαλευκάνει ο Λάιονελ, οι προθέσεις της είναι πάντα καθαρές και συνεπείς ως προς το στυλ που υπηρετεί.
Ο ίδιος ο Νόρτον στον πρωταγωνιστικό ρόλο δίνει ακόμα μια δουλεμένη στη λεπτομέρειά της ερμηνεία ενός ιδιόμορφου και «προβληματικού» χαρακτήρα, αφήνοντας όμως σε δεύτερη μοίρα τους υπόλοιπους ήρωες, που λειτουργούν συμπληρωματικά, έστω κι αν διατηρούν το ύφος ενός «σωστού» αστυνομικού φιλμ.

Φαντασία
Σκηνοθεσία: Αλέξης Καρδαράς
Παίζουν: Ρένα Μόρφη, Στέλιος Μάινας, Γιάννης Στάνκογλου, Βίκυ Παπαδοπούλου, Άννα Καλαϊτζίδου, Γιάννης Νταλιάνης, Καλλιρρόη Μυριαγκού, Ανδρέας Νάτσιος, Κώστας Ανταλόπουλος, Αντίνοος Αλμπάνης, Βασίλης Βασιλάκης, Μαριάννα Δημητρίου, Γιώργος Καφετζόπουλος

Περίληψη: Οκτώβριος 1993. Το ΠΑΣΟΚ έχει κερδίσει τις εκλογές, στην ελληνική τηλεόραση προβάλλεται το Ciao Antenna και στο πρόγραμμα του κατάμεστου Διογένης Παλλάς ακούγονται επιτυχίες όπως το «είμαι πολύ φερέγγυος, μείνε μαζί μου έγκυος». Μια νεαρή τραγουδίστρια, η Φωτεινή, με μοναδική φωνή καταφθάνει στην Αθήνα από την επαρχία για να τραγουδήσει στο μαγαζί ενός βετεράνου μπουζουξή τις «Χάντρες.» Ένας λαϊκό-ποπ τραγουδιστής, ο Νίκος Κόκκινος, θα την ερωτευτεί παράφορα. Η μοιραία σχέση τους θα ανατρέψει τις ζωές τους για πάντα.
Ο Αλέξης Καρδαράς μάς μεταφέρει στη δεκαετία του ΄90, τότε που τα μπουζούκια μεσουρανούσαν, μέσα από μια παθιασμένη ερωτική ιστορία.
Ενώ λοιπόν το ΠΑΣΟΚ έχει για ακόμα μια φορά κερδίσει την εξουσία, τα λαϊκά ποπ σουξεδάκια δίνουν και παίρνουν, κάνοντας τον ελληνικό λαό να σκορπάει περιουσίες στις πίστες. Μια νεαρή τραγουδίστρια με τη βοήθεια ενός παλιού φίλου του πατέρα της, του Βλάση Χρηστάκη, που τυχαίνει να είναι καταξιωμένος συνθέτης, αφήνει την επαρχία και καταφθάνει στην Αθήνα. Εκεί με τη συνδρομή του μέντορά της γίνεται πρώτο όνομα, ενώ ερωτεύεται τον Νίκο Κόκκινο, φίρμα του πενταγράμμου και παντρεμένο. Όμως η σχέση τους θα αναστατώσει τον περίγυρό τους και θα εξοργίσει τον Βλάση, που νιώθει ότι χάνει τη μούσα του.
Ο Καρδαράς στα χνάρια του « Αυτή η νύχτα μένει» του Νίκου Παναγιωτόπουλου μπαίνει στα παρασκήνια των λαμπερών νυχτερινών κέντρων και καταβάλει φιλότιμες προσπάθειες να αναπαραστήσει την ατμόσφαιρα της εποχής, σχολιάζοντας στην ουσία μια κοινωνικοπολιτική κατάσταση που οδήγησε τη χώρα στην κρίση.
Η παρουσία της πολιτικής εξουσίας στα σκυλάδικα, η φαντεζί εικόνα μιας παρακμιακής πραγματικότητας, το μίζερο star-system και οι μπανάλ επιτυχίες των πρωταγωνιστών συνθέτουν μια σατιρική εικόνα της Ελλάδας εκείνης της περιόδου. Από την άλλη όμως ο Καρδαράς θέλει να αφηγηθεί και μια προσωπική ιστορία, ένα οικογενειακό δράμα με στοιχεία ερωτικής δραμεντί, χωρίς να καταφέρνει να κρατήσει την ισορροπία ανάμεσα στα δύο.
Μην έχοντας μάλιστα ένα στιβαρό σενάριο, στο οποίο δύσκολα μπορεί να βρει κανείς έστω και μια σωστά δραματουργικά δομημένη σκηνή, αναλώνεται στη βιαστική καταγραφή γεγονότων και ανατροπών συνοδεία λαϊκών τραγουδιών, με αποτέλεσμα η ταινία να θυμίζει περισσότερο βιντεοκλίπ με υπόθεση, παρά μια ολοκληρωμένη κινηματογραφική πρόταση.

Η Ανιές με τα λόγια της Βαρντά
(Varda par Agnès / Varda by Agnes)
Σκηνοθεσία: Ανιές Βαρντά

Περίληψη: Η Ανιές Βαρντά, φωτογράφος, installation artist και πρωτοπόρος της Nouvelle Vague, αποτελεί θεσμό για το γαλλικό κινηματογράφο. Λίγο πριν από τον θάνατό της, κάθισε στην καρέκλα του σκηνοθέτη και χρησιμοποιώντας φωτογραφίες κι αποσπάσματα από τις ταινίες της, μίλησε η ίδια για το ανορθόδοξο έργο της.

Ένα masterclass για την τέχνη και τη ζωή από τη μεγάλη κυρία της Nouvelle Vague Ανιές Βαρντά.
Μια από τις πιο σημαντικές δημιουργούς της έβδομης τέχνης λίγο πριν από τον θάνατό της, χρησιμοποιώντας υλικό από το πλούσιο έργο της, έφτιαξε ένα προσωπικό ντοκιμαντέρ, όπου καταθέτει με ειλικρίνεια και σοφία τις θέσεις της.
Είτε μπροστά από την κάμερα, είτε πίσω από αυτήν, η Βαρντά διηγείται ιστορίες μέσα από εικόνες κι αποφεύγει τις συμβατικές μεθόδους αφήγησης. Έτσι στο πρώτο μέρος, αναφέρεται στην περίοδο από το 1954 έως το 2000, με την ίδια να πρωταγωνιστεί ενώ στο δεύτερο που αφορά στην περίοδο από το 2000 έως το 2018, αφήνει χώρο, ως μια γνήσια δημιουργός που αφουγκράζεται την εποχή της, στην ψηφιακή τεχνολογία να περιγράψει τον κόσμο που την περιβάλλει.
Μαζί με τους συνεργάτες της και ενώ παραμένει καθισμένη σε μια καρέκλα καθ’ όλη τη διάρκεια του ντοκιμαντέρ, η Βαρντά στέλνει το δικό της «αντίο», παραμένοντας δημιουργική γι’ αυτό και συγκινητική μέχρι τέλους. Το περίεργο είναι πως αυτή η σινεφίλ εξομολόγηση δεν αφορά μόνο τους ειδήμονες, αλλά μπορεί να επικοινωνήσει με τον κάθε θεατή ξεχωριστά, γιατί η Ανιές έχει τον δικό της τρόπο μπορεί να μεταφέρει ένα κομμάτι της ζωής σε κάθε της λέξη με τον ίδιο τρόπο που το κάνουν και οι ταινίες της.

Παίζονται ακόμα:
Ψυχρά και ανάποδαΙΙ
(Frozen II)
Σκηνοθεσία: Κρις Μπακ, Τζένιφερ Λι
Με τις φωνές των: Ιντίνα Μένζελ, Κρίστεν Μπελ, Τζόναθαν Γκροφ
Με τις φωνές των (στα ελληνικά): Βάσιας Ζαχαροπούλου, Σίας Κοσκινά, Πάνου Μουζουράκη, Φοίβου Ριμένα,, Τάμτα, Θανάση Κουρλαμπά κ.α


Περίληψη: Η Έλσα, που γεννήθηκε με μαγικές δυνάμεις μαζί με την Άννα, τον Κρίστοφ, τον Όλαφ και τον Σβεν, θα ξεκινήσει ένα επικίνδυνο και συναρπαστικό ταξίδι για να βρει την καταγωγή της και να σώσει για μια ακόμα φορά το βασίλειό της,

Η ταινία προβάλλεται μεταγλωττισμένη και με υποτίτλους

Το «Ψυχρά κι Ανάποδα» κυκλοφόρησε το 2013 και μας σύστησε δύο αξιαγάπητες αδελφές, έναν γοητευτικό βουνίσιο τύπο και έναν χιονάνθρωπο που αγαπούσε το καλοκαίρι. Έγινε η πιο επικερδής ταινία κινουμένων σχεδίων όλων των εποχών και κέρδισε το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας Κινουμένων Σχεδίων, ενώ το εμβληματικό τραγούδι « Let It Go», απέσπασε το Όσκαρ Καλύτερου Τραγουδιού.

Φέτος, έχει έρθει η ώρα να ανακαλύψουμε την πραγματική αποστολή της Έλσας, οπότε σύσσωμη η ομάδα της πρώτης ταινίας επιστρέφει σε μια επική, μυστηριώδη ιστορία που θα ταξιδέψει τους θεατές σε ένα σκοτεινό, μαγικό δάσος, περιτριγυρισμένο από ομίχλη, όπου τα τέσσερα στοιχεία της φύσης (γη, άνεμος, νερό, φωτιά) έχουν τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο. Εκεί, θα αποκαλυφθούν πολλά μυστικά και όλοι οι αγαπημένοι ήρωες θα αλλάξουν για πάντα.

Iuventa
(Ντοκιμαντέρ)
Σκηνοθεσία: Μικέλε Τσίνκουε


Περίληψη: Μέσα από μια εκστρατεία crowdfunding, μια ομάδα νέων αγοράζει το σκάφος «lUVENTA», (που το όνομά του σημαίνει νεότητα), και τον Ιούλιο του 2016 ξεκινά το πρόγραμμα έρευνας και διάσωσης στη Μεσόγειο. Μετά από έναν χρόνο λειτουργίας (στην οποία περισσότεροι από 14.000 άνθρωποι έχουν διασωθεί), το πλοίο έχει κατασχεθεί από τις ιταλικές αρχές στην Lampedusa και η ΜΚΟ βρίσκεται υπό διερεύνηση. Το ντοκιμαντέρ lUVENTA ακολουθεί τη ζωή των πρωταγωνιστών από την πρώτη αποστολή του σκάφους για περισσότερο από έναν χρόνο, μέχρι το ουτοπικό τους όνειρο να συγκρουστεί με την πραγματικότητα.

Το ντοκιμαντέρ του Μικέλε Τσίνκουε αφηγείται τα γεγονότα ενός κρίσιμου έτους στη ζωή μιας ομάδας νέων Ευρωπαίων, που συμμετέχουν στο ανθρωπιστικό έργο της ΜΚΟ Jugend Rettet, παρακολουθώντας τους από το πρώτο ταξίδι του πλοίου lUVENTA στη Μεσόγειο, μέχρι τις βαριές κατηγορίες που οδήγησαν έναν χρόνο μετά, στην προληπτική κατάσχεση του σκάφους στο πλαίσιο έρευνας σχετικά με την παράνομη μετανάστευση.
Η αφήγηση της ταινίας ξεκινά από την πρώτη αποστολή του luventa: από την αναχώρηση από το λιμάνι της Μάλτας, την επιστροφή του πλοίου στο λιμάνι της Βαλέτας μετά από δεκαπέντε ημέρες στη θάλασσα, οπότε και σώθηκαν πάνω από 2000 άτομα, μέχρι το Βερολίνο και την Ιταλία, όπου αμφισβητείται το μέλλον του Jugend Rettet.

Λόγω της νεαρής ηλικίας των πρωταγωνιστών, η ταινία είναι ένα είδος εκπαιδευτικής ιστορίας, καθώς μπροστά στη φρίκη της τραγωδίας που συμβαίνει στη Μεσόγειο, η συνειδητοποίηση της πολυπλοκότητας των κοινωνικοπολιτικών προβλημάτων που συνδέονται με το μεγάλο θέμα της μετανάστευσης, τους οδηγεί ν’ αναθεωρήσουν πολλά από όσα αρχικά πίστευαν , σε μία πορεία απώλειας της αθωότητας.