Μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς

«Η Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς»: Η πολυαναμενόμενη ταινία του Γιάννη Οικονομίδη κάνει πρεμιέρα

Αυτή την εβδομάδα, η Ελίζαμπεθ Μος έρχεται αντιμέτωπη με μια καινούργια εκδοχή του «Αόρατου Ανθρώπου», ο Μαρκ Ράφαλο βουτάει στα «Σκοτεινά νερά» μιας τεράστιας απάτης, ενώ ο Γιάννης Οικονομίδης μάς ταξιδεύει στην ελληνική επαρχία για να ακούσουμε την «Μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς».

Ο αόρατος άνθρωπος (The invisible man)

Σκηνοθεσία: Λι Γουάνελ

Παίζουν: Ελίζαμπεθ Μος, Άλντις Χοτζ, Στορμ Ρέιντ, Χάριετ Ντάιερ, Όλιβερ Τζάκσον – Κόεν

Περίληψη:

Η Σεσίλια κληρονομεί την τεράστια περιούσια του εκκεντρικού και κακοποιητικού συζύγου της, όταν εκείνος αυτοκτονεί. Από εκείνη τη στιγμή, όμως, μια αόρατη παρουσία στοιχειώνει τη ζωή της, κάνοντάς την να πιστεύει ότι έχει πέσει στην παγίδα του εμμονικού πρώην συντρόφου της.

Ο αόρατος άνθρωπος (The invisible man)

Η βραβευμένη με ΕΜΜΥ Ελίζαμπεθ Μος πρωταγωνιστεί σε μια τρομακτική ιστορία εμμονής, που εμπνέεται από το αρχετυπικό τέρας της Universal, τον «Αόρατο Άνθρωπο».

Παγιδευμένη σε μια βίαιη, κακοποιητική σχέση με έναν πλούσιο και ευφυή επιστήμονα, η Σεσίλια Κας καταφέρνει να αποδράσει μέσα στη νύχτα και να εξαφανιστεί, με τη βοήθεια της αδερφής της, ενός παιδικού της φίλου, και της μικρής του κόρης.

Όταν, όμως, ο βάναυσος πρώην σύντροφος της αυτοκτονεί και της αφήνει ως κληρονομιά ένα μεγάλο μέρος της τεράστιας περιουσίας του, εκείνη υποψιάζεται ότι πρόκειται για παγίδα. Σύντομα, μια σειρά από παράξενες συμπτώσεις θα αποβούν καταστροφικές για τις σχέσεις της Σεσίλια με τους ανθρώπους που αγαπάει. Γρήγορα τα πράγματα αρχίζουν να γίνονται ακόμα πιο βίαια. Όλοι πιστεύουν ότι η Σεσίλια έχει χάσει το μυαλό της, όμως, εκείνη είναι πεπεισμένη ότι μια αόρατη παρουσία ευθύνεται για όλα τα δεινά της και πως ο σύντροφός της δεν έχει πεθάνει, όπως όλοι πιστεύουν.

Ο Λι Γουάνελ («Upgrade», «Insidious: Chapter 3») στηρίζεται στη μυθολογία μια εμβληματικής φιγούρας του κινηματογραφικού τρόμου που βασίστηκε στο μυθιστόρημα του Χ.Τζ. Γουέλς και μέσα από μια σύγχρονη ιστορία φτιάχνει ένα πιασάρικο θρίλερ, που παίζει με το μυαλό του θεατή όπως ο «Αόρατος άνθρωπος» παίζει με την πνευματική ισορροπία της Σεσίλια.

Η ενδοοικογενειακή βία και η αόρατη απειλή που βιώνουν πολλές γυναίκες αποτελεί τον βασικό άξονα του Γουάνελ, που δημιουργεί μια ατμόσφαιρα διαρκούς απειλής, παίζοντας επιδέξια με το φως και τη σκιά, αν και δεν καταφέρνει να κινηθεί στον δρόμο ενός ρεαλιστικού κοινωνικού δράματος, όπως μάλλον ήθελε, καθώς η συμπεριφορά του βάναυσου συζύγου είναι απλώς συνέπεια μιας ψυχιατρικής διαταραχής.

Όμως, η γεμάτη πάθος ερμηνεία της Μος, που μακριά από τις ευκολίες των scream queens της μεγάλης οθόνης, παίζει με την διανοητική αστάθεια μιας γυναίκας που έχει βιώσει την κακοποίηση, αλλά και με την αποφασιστικότητα ενός ανθρώπου που νιώθει την αλήθεια, σώζει τον Γουάνελ και τον «Αόρατο Άνθρωπο», δίνοντάς του ένα σίγουρο προβάδισμα στο box- office.

Σκοτεινά Νερά (Dark Waters)

Σκηνοθεσία: Τοντ Χέινς

Παίζουν: Μάρκ Ράφαλο, Αν Χάθαγουέι, Τιμ Ρόμπινς, Μπιλ Καμπ, Βίκτορ Γκάρμπετ, Μέιρ Γουίνινγχαμ, Μπιλ Πούλμαν

Περίληψη:

Ένας μεγαλοδικηγόρος με ειδίκευση σε περιβαλλοντολογικά θέματα αποφασίζει να εκπροσωπήσει δύο αγρότες, που ισχυρίζονται ότι τα τοξικά απόβλητα της εταιρίας DuPont μολύνουν τον τοπικό ποταμό, με αποτέλεσμα την καταστροφή των γεωργικών εκτάσεων και τον θάνατο εκατοντάδων ζώων. Η απόφασή του αυτή θα θέσει σε δοκιμασία την καριέρα του, την υγεία του και τις οικογενειακές του σχέσεις.

Ο Τοντ Χέινς σκηνοθετεί τον Μαρκ Ράφαλο, μεταφέροντας στη μεγάλη οθόνη μια ιστορία περιβαλλοντολογικού ενδιαφέροντος, βασισμένη σε αληθινά γεγονότα.

Ο Ρομπ είναι μεγαλοδικηγόρος με ειδίκευση σε θέματα περιβάλλοντος και εκπροσωπεί μεγάλες φαρμακευτικές εταιρίες. Η καριέρα του βρίσκεται στην καλύτερη φάση της, όταν δύο αγρότες έρχονται σε επαφή μαζί του και ισχυρίζονται ότι ένα παράρτημα της εταιρίας DuPont, που πατεντάρισε τη χρήση του τεφλόν, αποβάλλει τοξικά απόβλητα στον τοπικό ποταμό, με αποτέλεσμα μια ανυπολόγιστη καταστροφή. Με σκοπό να τους βοηθήσει και να ανακαλύψει την αλήθεια, συντάσσει μια επιστολή διαμαρτυρίας, που σηματοδοτεί την έναρξη μιας δεκαπενταετούς διαμάχης.

Ο Τοντ Χέινς («Far From Heaven», «Carol») αξιοποιώντας το άρθρο της εφημερίδας των New York Times με τίτλο «The Lawyer Who Become DuPont’s Worst Nightmare» φτιάχνει μια ταινία- καταγγελία, εξισορροπώντας από τη μία σημαντικές πληροφορίες γύρω από ένα μεγάλο σκάνδαλο, που πολλοί δεν γνωρίζουν, και από τη άλλη την δραματική ένταση που οφείλει να έχει ένα έργο τέχνης.

Αποφεύγοντας τις φλυαρίες και τις ηθικολογίες, μέσα από τον κεντρικό του ήρωα -ο Μαρκ Ράφαλο σε μια συγκλονιστική ερμηνεία που αδίκως υποτιμήθηκε από τα βραβεία- έναν μάχιμο δικηγόρο, που αφιέρωσε τη ζωή του στο να ξεσκεπάσει μια μεγάλη και ισχυρή βιομηχανία που εξέθετε σε κίνδυνο την ανθρώπινη υγεία αλλά και τον πλανήτη, αποκαλύπτει τελικά ένα ολόκληρο σύστημα, που δεν σταματάει σε μια μόνο υπόθεση.

Βαθιά πολιτικός και ταυτόχρονα ανθρωποκεντρικός- ίσως σε σημεία περισσότερο μελοδραματικός από όσο ταιριάζει στο θέμα του- ο Χέινς προσφέρει ένα στιβαρό και καλοζυγισμένο δείγμα πολιτικού σινεμά, που χωρίς να υποκύπτει στον διδακτισμό και τη συνομωσιολογία, ευαισθητοποιεί και κινητοποιεί την κριτική σκέψη του θεατή.

Το Βαμμένο Πουλί (The Painted Bird)

Σκηνοθεσία: Βάκλαβ Μαρχούλ

Παίζουν: Πετρ Κότλαρ, Νίνα Σούνεβιτς, Στέλαν Σκάρσγκαρντ, Ούντο Κίερ, Χάρβεϊ Καϊτέλ

Περίληψη: Ανατολική Ευρώπη, τέλη Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ένα παιδί – δίχως όνομα – προσπαθεί να επιβιώσει μόνο του στην ύπαιθρο, ταξιδεύοντας από χωριό σε χωριό. Αντιμετωπίζει τις πιο σκληρές δοκιμασίες, διατηρώντας, όμως, την ελπίδα ζωντανή.

Ο Τσέχος σκηνοθέτης Βάκλαβ Μαρχούλ, υπογράφει την κινηματογραφική μεταφορά του κλασικού μυθιστορήματος «Το Βαμμένο Πουλί» του Γιέρζι Κοζίνσκι, που είχε προκαλέσει θυελλώδεις αντιδράσεις, οδηγώντας τον συγγραφέα στην αυτοκτονία.

Οι γονείς ενός εξάχρονου αγοριού το στέλνουν να ζήσει με τη θεία του στην επαρχία κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, προκειμένου να επιβιώσει του Oλοκαυτώματος. Όταν, όμως, η ηλικιωμένη γυναίκα που το φροντίζει πεθάνει, ο μικρός θα πρέπει να επιβιώσει σε μια αδυσώπητη εποχή.

Ο Κοζίνσκι όταν πρωτοκυκλοφόρησε το μυθιστόρημά του δήλωσε ότι επρόκειτο για μια αυτοβιογραφική ιστορία. Οι θηριωδίες, όμως, που περιγράφει, όχι μόνο από την πλευρά των Ναζί αλλά και των Συμμάχων, προκάλεσαν έντονη δυσαρέσκεια, γεγονός που επέφερε τον κοινωνικό αποκλεισμό του συγγραφέα, την επαγγελματική του παρακμή και τελικά την απόφαση να θέσει τέλος στη ζωή του. Οι Ανατολικοευρωπαίοι θεώρησαν πως οι αγριότητες που περιγράφει ο Πολωνο- εβραίος δημιουργός προσέβαλαν τον πολιτισμό τους και τον εξανάγκασαν τελικά να ανασκευάσει τις δηλώσεις του, λέγοντας ότι η όλη ιστορία δεν είναι αληθινή, αλλά εμπνευσμένη από τα προσωπικά του βιώματα.

Βασισμένος από τη μία στο ίδιο το βιβλίο που περιγράφει την αγριότητα του πολέμου και τη βία που μολύνει μια αθώα παιδική ψυχή, και από την άλλη στη μυθολογία που ακολουθεί τον συγγραφέα, ο Μαρχούλ υιοθετεί ένα ποιητικό, στυλιζαρισμένο, υπερρεαλιστικό ύφος που αποτυπώνει ρηξικέλευθα τη φρίκη και τις συνέπειες κάθε πολέμου.

Τολμηρός εικονοπλάστης, καταγράφει από τα πρώτα πλάνα πως ο θάνατος και ο παραλογισμός περικυκλώνουν τον αθώο πρωταγωνιστή που περνάει μέσα από βασανιστήρια, βιασμούς, αιμομιξίες και πολλά ακόμα δεινά, μέχρι να βρει τελικά τον πατέρα του, που έχει χαραγμένο στο μπράτσο τον ατιμωτικό αριθμό των στρατοπέδων συγκέντρωσης.

Χωρίς να δίνει δίκαιο σε καμία πλευρά, όπως ακριβώς δηλαδή έκανε και ο Κοζίνσκι, ο Τσέχος δημιουργός χρησιμοποιώντας το ασπρόμαυρο σινεμασκόπ των 35 mm καταγράφει τις σκοτεινές πλευρές της ανθρώπινης ύπαρξης, οδηγώντας τον θεατή σε μια τρίωρη κόλαση, που δεν μπορεί εύκολα κανείς να ξαναδεί, όμως είναι δύσκολο να ξεχάσει.

Έτσι υπογράφει μια από πιο σκληρές ταινίες, που έχουν γυριστεί ποτέ για τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, αποθεώνοντας την τέχνη του κινηματογράφου, που μπορεί να δει πέρα από το γεγονός, εισχωρώντας σε μια αλήθεια πολύ πιο οδυνηρή και τελικά πιο αληθινή από την πραγματικότητα. Το αν η ιστορία του Κοζίνσκι όντως έγινε ή όχι φαίνεται πως επηρεάζει τον Μαρχούλ που κινείται ανάμεσα στον ρεαλισμό και στον εφιάλτη, υπογράφοντας ένα κινηματογραφικό ποίημα απόλυτης βίας, που πρέπει να φτάσει στο τέλος του για να υπάρξει μια χαραμάδα αισιοδοξίας κι ελπίδας, ακριβώς όπως και ο Γολγοθάς του εκπληκτικού μικρού πρωταγωνιστή, που από αθώο παιδί σταδιακά μεταμορφώνεται σε ένα πλάσμα με άδειο βλέμμα.

Στα διάφορα επεισόδια θα δείτε επίσης γνωστούς ηθοποιούς, οι οποίοι επέλεξαν να συμμετέχουν σε μικρούς ρόλους, απλώς και μόνο για να είναι κομμάτια αυτού του πρότζεκτ, που αποθεώνει την κινηματογραφική μαγεία.

H μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς

Σκηνοθεσία: Γιάννης Οικονομίδης

Παίζουν: Βασίλης Μπισμπίκης, Βίκυ Παπαδοπούλου, Γιάννης Τσορτέκης, Στάθης Σταμουλακάτος, Βαγγέλης Μουρίκης, Γιώργος Γιαννόπουλος

Περίληψη: Σε μια μικρή πόλη της Ελλάδας, όταν το ερωτικό πάθος διασταυρώνεται με την απληστία για το χρήμα, τα πτώματα αρχίζουν να στοιβάζονται το ένα πάνω στο άλλο και η «Ωραία Κοιμωμένη» Όλγα δεν θα μάθει ποτέ από τι πραγματικά έχει γλιτώσει.

Ο Γιάννης Οικονομίδης στρέφεται στην κωμωδία διατηρώντας πάντα το προσωπικό του ύφος, μέσα από ένα βιτριολικό ελληνικό γουέστερν.

Μα νέα κι όμορφη γυναίκα, η Όλγα, σε μια επαρχιακή πόλη, που είναι η Λαμία, αν και δεν κατονομάζεται, εγκαταλείπει τον σύζυγό της, έναν ζάμπλουτο επιχειρηματία, και φεύγει με ένα πρώην λαϊκό τραγουδιστή και νυν ιδιοκτήτη νυχτερινού κέντρου. Όμως η Όλγα παίρνει μαζί της και ένα εκατομμύριο ευρώ... Ο πληγωμένος σύζυγος αναζητάει εκδίκηση, ο τσακισμένος από τον έρωτα εραστής προσπαθεί να βρει τη λύτρωση, μέχρι που στο παιχνίδι μπαίνουν οι μαμάδες τους, που αποφασίζουν να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους.

Βία σε όλες τις εκφάνσεις, βρισιές, εικόνες υπερβολής που αποτυπώνουν το παράλογο της ελληνικής πραγματικότητας είναι σταθερά μοτίβα στις ταινίες του Οικονομίδη, μόνο που εδώ όλα φιλτράρονται μέσα από την κωμωδία και τη σάτιρα. Ένα επαρχιακό γκανγκστερικό ιντερλούδιο με επιρροές από τους αδερφούς Κοέν, θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει την επιστροφή του Έλληνα σκηνοθέτη στη μεγάλη οθόνη, που τα έχει όλα: μαμάδες με ταπεράκια έτοιμες να σκοτώσουν για το σπλάχνο τους, καψούρες, πάθη, μίση, δολοφόνους με ευαισθησίες, αλήστου μνήμης ατάκες που θα σας κάνουν να γελάσετε με την καρδιά σας, ανατροπές και ίντριγκες, αλλά και χαρακτηριστικούς τύπους της ελληνικής κοινωνίας, που ενσαρκώνουν σταθεροί συνεργάτες του Οικονομίδη, αλλά και new entries, όπως οι κυρίες Βασιλική Καλλιμάνη και Σοφία Κουνιά, που ως μαμάδες των Βασίλη Μπισμπίκη και Γιάννη Τσορτέκη, κλέβουν τις εντυπώσεις.

Ο Φύλακας (The Warden/Sorkhpoust)

Σκηνοθεσία: Νιμά Τζαβιντί

Παίζουν: Ναβίντ Μοχαμαντζαντέχ , Παρινάζ Ιζαντυάρ, Μάνι Χαγχίχι

Περίληψη: Δεκαετία του 1960, Ιράν επί τελευταίου Σάχη. Στη μέση του πουθενά, σε μια φυλακή που εκκενώνεται για να κατεδαφιστεί, ο ταγματάρχης Γιαχέντ περιμένει την επικείμενη προαγωγή του. Σύντομα ωστόσο θα δει τα γαλόνια του να κινδυνεύουν, όταν ένας θανατοποινίτης κρατούμενος εξαφανίζεται μυστηριωδώς. Στο ανθρωποκυνηγητό που ακολουθεί, ο Γιαχέντ γοητεύεται από μια κοινωνική λειτουργό, η οποία συμμετέχει στην έρευνα, πεπεισμένη πως ο καταζητούμενος είναι αθώος.

Ένα αγωνιώδες θρίλερ από το Ιράν, που απομυθοποιεί την παντοδυναμία της εξουσίας.

Μια φυλακή που στέκει μόνη της σε ένα έρημο τοπίο κάπου στο Ιράν της δεκαετίας του ‘60-πρέπει να εκκενωθεί και οι κατάδικοι να μεταφερθούν σε νέο κτήριο. Ο ταγματάρχης Γιαχέντ, περιμένοντας την προαγωγή του, φροντίζει τις διαδικασίες, όταν ένας θανατοποινίτης κρατούμενος εξαφανίζεται. Ο Γιαχέντ κινεί θεούς και δαίμονες προκειμένου να βρει τον φυγά και να σώσει την επαγγελματική του φήμη, ενώ μια κοινωνική λειτουργός που είναι πεπεισμένη ότι ο κρατούμενος είναι αθώος και έχει πέσει θύμα συνομωσίας, τον γοητεύει.

Ο Νιμά Τζαβίντι εκμεταλλεύεται το εντυπωσιακό σκηνικό μιας εγκαταλελειμμένης φυλακής και περνάει με την κάμερά του μέσα από διαδρόμους που θυμίζουν μυθιστόρημα του Κάφκα, κελιά, αγχόνες και γραφεία, δημιουργώντας συμβολικές εικόνες, που στόχο έχουν την εξουσία. Ταυτόχρονα μέσα από μια υποβλητική ατμόσφαιρα που δυναμιτίζεται από μια εξαίσια μουσική, χτίζει λεπτό προς το λεπτό το σασπένς και δουλεύει με τους όρους μιας ταινίας δράσης, η οποία όμως εδώ συνοδεύεται από ένα καίριο πολιτικό σχόλιο.

Το πώς ο άνθρωπος κυριαρχεί πάνω στη ζωή, μπαίνει στο στόχαστρο της κριτικής του, μέσα από μια περίπτωση άδικης θανατικής καταδίκης, χωρίς όμως ο Τζαβίντι να περιορίζει τους προβληματισμούς του μόνο σε αυτή την περίπτωση.

Μετά τον Γάμο (After the Wedding)

Σκηνοθεσία: Μπαρτ Φρόιντλιχ Παίζουν: Τζούλιαν Μουρ, Μισέλ Γουίλιαμς, Μπίλι Κρούνταπ

Περίληψη:

Στα περίχωρα της ερειπωμένης, αρχαίας πόλης της Καλκούτα βρίσκεται ένα ορφανοτροφείο. Η Ίζαμπελ έχει δουλέψει σκληρά για να φροντίζει τα παιδιά που ζουν εκεί. Oύσα σε απελπιστική οικονομική ανάγκη για να κρατήσει το ορφανοτροφείο σε λειτουργία, έχει φαινομενικά βρει τον τέλειο ευεργέτη και πρέπει να ταξιδέψει στη Νέα Υόρκη, για να συναντήσει τη γυναίκα που προθυμοποιήθηκε να την βοηθήσει.

Ριμέικ της ταινίαςτης Σουζάνε Μπίερ (2006) με την Τζούλιαν Μουρ και τη Μισέλ Γουίλιαμς στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.

Μια Αμερικανίδα, η Ίζαμπελ, διευθύνει ένα ορφανοτροφείο στη Καλκούτα, έχοντας αφοσιωθεί ολόψυχα στα παιδιά. Η ίδια έχει μεγάλη άρνηση να επιστρέψει στην Αμερική, για άγνωστους λόγους. Το ορφανοτροφείο όμως αντιμετωπίζει σοβαρές οικονομικές δυσκολίες και κινδυνεύει να κλείσει, όταν ξαφνικά εμφανίζεται μια εκκεντρική ευεργέτης, η οποία βάζει μόνο έναν όρο προκειμένου να μεταβιβάσει στο Ίδρυμα ένα αξιοσέβαστο ποσό: να την επισκεφτεί η Ίζαμπελ. Μην έχοντας άλλη επιλογή, η δεύτερη πηγαίνει να συναντήσει τη μυστηριώδη επιχειρηματία, γεγονός που θα την φέρει αντιμέτωπη με το παρελθόν της, αφού εκεί θα συναντήσει τον πρώην μεγάλο έρωτα της ζωής της.

Μια μελοδραματική ιστορία, που θυμίζει σενάριο τηλεοπτικής σειράς, στα χέρια της ταλαντούχας Σκανδιναβής δημιουργού, είχε αποκτήσει συναισθηματικό υπόβαθρο, φτάνοντας να διεκδικεί το Όσκαρ Ξενόγλωσσης ταινίας. Ο Μπαρτ Φρόιντλιχ, ακολουθώντας τη μόδα του Χόλιγουντ να διασκευάζει καλές ευρωπαϊκές ταινίες, φαίνεται ότι διακρίνει το πρόβλημα του σεναρίου, όμως αλλάζοντας τα φύλα των κεντρικών χαρακτήρων - στην δική του εκδοχή έχουμε δυο γυναίκες - δεν καταφέρνει να αποφύγει την παγίδα της εύκολης συγκίνησης, αλλά και του σεναριακού χάους.

Έτσι αν και σκηνοθετικά αντιμετωπίζει πιο ορθολογικά αυτή την ακραία ιστορία, η ίδια της η δομή τον προδίδει και το τελικό αποτέλεσμα μοιάζει άνευρο και χωρίς δυναμική. Η Τζούλιαν Μουρ κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί, περιμένοντας στην ουσία την τελευταία της σκηνή για να ξεδιπλώσει την ερμηνευτική της γκάμα,σε αντίθεση με την Μισέλ Γουίλιαμς που περιφέρεται μελαγχολική και καταθλιπτική, καθ’ όλη τη διάρκεια, προδίδοντας ότι μάλλον δεν περνάει και πολύ καλά.

O Δρόμος της Επιστροφής (The Way Back)

Σκηνοθεσία: Γκάβιν Ο'Κόνορ

Παίζουν: Μπεν Άφλεκ, Αλ Μάντριγκαλ, Μικαέλ Γουάτκινς, Τζανίνα Γκάβανκαρ, Λούκας Κέιτ

Περίληψη:

Ο Τζακ Κάνινγχαμ, ένα πρώην μεγάλο μπασκετικό ταλέντο, βιώνει μία ανυπολόγιστη απώλεια και βυθίζεται στο αλκοόλ. Όταν του προτείνουν να προπονήσει μια πανεπιστημιακή ομάδα, θα ανακαλύψει ότι μπορεί να έχει μια δεύτερη ευκαιρία.

O Γκάβιν Ο'Κόνορ μετά από τον «Λογιστή» σκηνοθετεί ξανά τον Μπεν Αφλεκ σε μια ταινία για τη συγχώρεση και τις δεύτερες ευκαιρίες.

Ο Τζακ Κάνινγχαμ στο γυμνάσιο ήταν το παιδί -φαινόμενο στο μπάσκετ. Είχε μπροστά του μια πολλά υποσχόμενη καριέρα - κατάφερε μάλιστα να πάρει πλήρη υποτροφία για το πανεπιστήμιο- , όταν ξαφνικά, για άγνωστους λόγους, αποσύρεται από τα πάντα. Τον παίρνει η κάτω βόλτα, βιώνει μία ανυπολόγιστη απώλεια και «βυθίζεται» στο αλκοόλ, γεγονός που του κοστίζει τον γάμο του. Όταν του ζητείται να προπονήσει την ομάδα μπάσκετ του πανεπιστημίου του - που έχει πέσει πολύ σε σχέση με τις ένδοξες εποχές του- αποδέχεται την πρόταση, εκπλήσσοντας περισσότερο απ’ όλους τον εαυτό του. Καθώς οι παίκτες δένουν μεταξύ τους ως ομάδα και πετυχαίνουν τη μία νίκη μετά την άλλη, ο Τζακ αισθάνεται ότι ίσως έχει βρει τελικά έναν λόγο για να αντιμετωπίσει τους δαίμονές του. Όμως θα είναι αυτό αρκετό για να γεμίσει το κενό του, να θεραπεύσει τις βαθιές πληγές του παρελθόντος και να τον οδηγήσει στο δρόμο για τη λύτρωση;

Ο Άφλεκ, που έχει μόλις βγει από μια κλινική απεξάρτησης μετά από πολύχρονη μάχη με το αλκοόλ, είδε σε αυτό τον ρόλο ένα πολύ προσωπικό κι αυτοβιογραφικό του κομμάτι, γι’ αυτό και δίνει όλη την ψύχη του στον ήρωά του, χωρίς να φοβάται να τσαλακωθεί και να αποκαλύψει τον πόνο και την συντριβή ενός ανθρώπου, που αναζητάει μια νέα αρχή.

Φύγαμε (Onward)

Σκηνοθεσία: Νταν Σκάλνον

Με τις φωνές των ( στα ελληνικά): Ανδρέα Καρτσάτου, Δημήτρη Σάρλου, Σοφίας Τσάκα, Χρήστου Θάνου, Ζωής Ρηγοπούλου κ.α

Περίληψη:

Δύο αδέλφια-ξωτικά έχουν την ευκαιρία να φέρουν τον πατέρα τους ξανά στη ζωή για μία μέρα, χάρη σε ένα μαγικό ραβδί και ένα ξόρκι. Έτσι ξεκινάει μία απίθανη περιπέτεια, που τους αποκαλύπτει ότι υπάρχει ακόμα μαγεία εκεί έξω.

Μία πρωτότυπη περιπέτεια από την Pixar φέρνει τη μαγεία στη μεγάλη οθόνη και στη ζωή δύο νεαρών ξωτικών, που ζουν μία απρόβλεπτη, συγκινητική και ξεκαρδιστική περιπέτεια, χάρη σε ένα ξόρκι που πήγε στραβά.

Ο Ίαν είναι ένα ξωτικό, που έχει χάσει τον πατέρα του πριν γεννηθεί. Ανασφαλής και εσωστρεφής, λαχταρά να αποκτήσει αυτοπεποίθηση και δύναμη, σε αντίθεση με τον ατίθασο και χαοτικό μεγάλο αδελφό, τον Μπάρλεϊ, που όλο του προκαλεί προβλήματα.

Όταν ο Ίαν γίνεται δεκάξι χρόνων, η μαμά του του δίνει ένα δώρο που είχε αφήσει ο πατέρας του: ένα γράμμα μαζί με ένα μυστήριο ξόρκι, που του εξασφαλίζει μία μέρα ακόμα μαζί του. Ο Μπάρλεϊ αρπάζει την ευκαιρία, αφού πάντα πίστευε στη μαγεία, αλλά το ξόρκι δεν πάει καλά και τα δυο αδέρφια καταλήγουν να έχουν μόνο τα πόδια του μπαμπά τους. Τα ξωτικά έχουν στη διάθεσή τους μόνο 24 ώρες για να βρουν τρόπο να τον επαναφέρουν ολόκληρο, πριν εξαφανιστεί τελείως.E

Ένα δέντρο θυμάται (Ντοκιμαντέρ, 2018 )

Έρευνα – σενάριο – σκηνοθεσία: Κώστας Φόλλας

Περίληψη: Η ιστορία του Λίντιτσε, που οι Nαζί ισοπέδωσαν και εξαφάνισαν ως αντίποινα για τη δολοφονία του Ράινχαρντ Χάιντριχ.

Πολυβραβευμένο ντοκιμαντέρ του δημοσιογράφου Κώστα Φόλλα, που εξιστορεί τα όσα συνέβησαν στο μαρτυρικό Λίντιτσε, ένα μικρό χωριό της πάλαι ποτέ Τσεχοσλοβακίας, το όποιο είναι αδελφοποιημένο με το επίσης μαρτυρικό Δίστομο, καθώς καταστράφηκαν από τους Ναζί την ίδια ακριβώς ημερομηνία.

Οι Nαζί ισοπέδωσαν το Λίντιτσε ως αντίποινα για τη δολοφονία του επικεφαλής του Προτεκτοράτου Βοημίας και Μοραβίας, Ράινχαρντ Χάιντριχ, στην Πράγα το 1942. Ωστόσο, το μικρό τσεχικό χωριό, που πλήρωσε βαρύ φόρο αίματος, όχι μόνο δεν σβήστηκε από τον χάρτη, όπως επιθυμούσε ο Αδόλφος Χίτλερ, αλλά αντίθετα αποτελεί παγκόσμιο σύμβολο στον αγώνα κατά του φασισμού.

Το ντοκιμαντέρ περιλαμβάνει συνεντεύξεις επιζώντων και ιστορικών, όπως και πλούσιο αρχειακό υλικό, μεταξύ άλλων με την καταστροφή του χωριού, την οποία οι Γερμανοί κινηματογράφησαν.

Νέα Φρουρά

Σκηνοθεσία: Σεργκέι Γκεράσιμοφ

Παίζουν: Βλαντιμίρ Ιβάνοφ, Ινα Μακάροβα, Νόνα Μορντιούκοβα

Περίληψη: Η ιστορία μιας ομάδας νεαρών σε μια πόλη της ανατολικής Ουκρανίας, που οργανώνονται σε έναν πυρήνα αντίστασης κατά τον κατοχικών δυνάμεων.

Σοβιετική πολεμική ταινία του 1948, βασισμένη στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Αλεξάντρ Φαντέγεφ για τη μαζική εκτέλεση της κρατικής κομμουνιστικής οργάνωσης νέων.

Το 1941, μόλις οι γερμανοφασίστες κατακτητές είχαν καταλάβει την ουκρανική πόλη Κρασνοντόν, νεαροί πατριώτες συγκρότησαν την παράνομη οργάνωση «Νέα Φρουρά». Ο αγώνας της οργάνωσης αποτελεί μια από τις πιο ηρωικές και τραγικές σελίδες λαϊκού άθλου στα χρόνια του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου. Αφού τους κατέδωσαν οι προδότες, 73 νεαροί Νεοφρουροί, ύστερα από άγρια βασανιστήρια στην Γκεστάπο, εκτελέστηκαν το 1943.

Η διασκευή του μυθιστορήματος προοριζόταν αρχικά για το θέατρο, όπου κι ανέβηκε. Στη συνέχεια έγινε ταινία με το καστ να μετακομίζει στο Κράσνοντον που συνέβησαν τα γεγονότα, με τους νεαρούς πρωταγωνιστές να ζουν για όλο το διάστημα των γυρισμάτων στα σπίτια των οικογενειών που έχασαν τα παιδιά τους.