Η καινούργια ταινία του Γούντι Άλεν ανοίγει το Φεστιβάλ Σαν Σεμπαστιάν και έρχεται στην Ελλάδα
Ακόμα ένα κινηματογραφικό φεστιβάλ, αυτό του Σαν Σεμπαστιάν ετοιμάζεται να κάνει πρεμιέρα στις 18 Σεπτεμβρίου, και μάλιστα η επίσημη έναρξή του θα γίνει με τη νέα ταινία του Γούντι Άλεν «Rifkin’s Festival» (Το Φεστιβάλ του Ρίφκιν).
Τα γυρίσματα άλλωστε έγιναν το καλοκαίρι του 2019 στην πανέμορφη πόλη του ισπανικού βορρά -γνωστή και ως «βασίλισσα της Χώρας των Βάσκων», και παρά το γεγονός ότι δεν έχει βρει ακόμα διανομή στις ΗΠΑ, η ταινία έχει αρχίσει την διεθνή της πορεία. Στην Ελλάδα θα τη δούμε στις αίθουσες την 1η Οκτωβρίου.
Είναι η δεύτερη φορά που ταινία του Γούντι Αλεν ανοίγει το Φεστιβάλ. Η πρώτη ήταν το 2004, με το «Melinda and Melinda», όταν τιμήθηκε με το Βραβείο Donostia για τη συνολική προσφορά του στο σινεμά, ενώ στο Φεστιβάλ έχουν προβληθεί πολλές ταινίες του, μεταξύ των οποίων οι «Manhattan», «Zelig», «Match Point» και «Παράλογος Άνθρωπος».
Λίγα λόγια τα για την υπόθεση
Ο διανοούμενος Μορτ Ρίφκιν (Γουάλας Σον) συνοδεύει τη δημοσιογράφο σύζυγο του Σου (Τζίνα Γκέρσον) στο διάσημο ισπανικό Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σαν Σεμπαστιάν, ανησυχώντας για το ξεμυάλισμα της με τον νεαρό σκηνοθέτης Φιλίπ (Λουί Γκαρέλ). Στο πίσω μέρος του μυαλού του, ο Μορτ ελπίζει ότι η αλλαγή περιβάλλοντος θα δώσει σπίθα στο πρώτο του υπερφιλόδοξο μυθιστόρημα.
Όσο η Σου ασχολείται παθιασμένα με τον γοητευτικό Φιλίπ, ο Μορτ συναντά τη γλυκιά δρ. Ρόχας (Ελένα Ανάγια) και κάτι μέσα του αλλάζει. Μία διάθεση αναθεώρησης της ζωής μέσα από τη δύναμη του κλασικού σινεμά αναζωπυρώνει την ελπίδα του Μορτ για το μέλλον.
Γεμάτη σουρεαλιστικές και χιουμοριστικές στιγμές, η ταινία μπλέκει εξωπραγματικές καταστάσεις με ιστορίες αγάπης και ερωτικής απογοήτευσης υφαίνοντας έναν φόρο τιμής στη μεταμορφωτική επίδραση του σινεμά στη ζωή μας.
Τα μεγάλα ερωτήματα
Όντας σινεφίλ, η ταυτότητα του Μορτ και η αίσθηση του τι έχει σημασία στη ζωή έχει διαμορφωθεί από αυτά που είδε στα νεαρά του χρόνια, ειδικά οι ταινίες του Μπέργκμαν, του Φελίνι, του Μπουνιουέλ, του Τριφό, του Γκοντάρ κτλ. «Τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, ασχολήθηκαν πολύ με το νόημα της ζωής» λέει ο Σον. «Ο Μπέργκμαν είχε εμμονή με αυτό το ερώτημα. Η Ντόλτσε Βίτα του Φελίνι ήταν βουτηγμένη σε αυτό το ερώτημα. Νομίζω ότι μέσα από αυτές τις ταινίες ο Μορτ ένιωσε ότι αυτές είναι οι σημαντικές ερωτήσεις στη ζωή».
Ίσως επειδή συνεχώς παλεύει με αυτά τα ερωτήματα, ο Μορτ έλκεται από τις εκκλησίες, παρόλο που είναι κατεξοχήν ένας αγνωστικιστής με εβραϊκή ανατροφή. «Κάτι τον τραβάει εκεί, ίσως γιατί οι εκκλησίες έχουν παίξει σημαντικούς ρόλους σε αυτές τις ταινίες και νομίζει ότι θα βγάλει κάποιο συμπέρασμα πηγαίνοντας εκεί» λέει ο Σον.
Ο Άλεν πιστεύει ότι ο Μορτ θα ήθελε πραγματικά να είναι πιστός. «Η Θρησκεία, ο Θεός, το νόημα της ζωής ή η έλλειψη του, αυτά είναι στο μυαλό του Μορτ συνέχεια» λέει. «Γι’ αυτό όταν ένας δημιουργός σαν τον Φιλίπ κάνει ταινίες για πολιτικά θέματα όπως τον πόλεμο, παρόλο που αυτά είναι σημαντικά ζητήματα, για τον Μορτ είναι ασήμαντα. Ο Μορτ νιώθει, όπως δηλώνει στην ταινία, ότι ακόμα κι αν ζούσαμε σε έναν τέλειο κόσμο, αυτά τα ερωτήματα θα στοίχειωναν και θα τρομοκρατούσαν τους ανθρώπους».
Ο Μορτ έχει άποψη για τον έρωτα από τις γαλλικές ταινίες του Τριφό και του Γκοντάρ. «Νομίζω ότι ο Μορτ είναι επηρεασμένος από το γαλλικό σινεμά εξ ου και η σοβαρότητα για αυτή την πτυχή της ζωής, για την οποία ενδιαφέρεται παθιασμένα». Ο Άλεν βλέπει τις ευρωπαϊκές ταινίες αυτής της εποχής σαν πιο ώριμες σε θέματα έρωτα από αυτές του Χόλιγουντ. «Οι Ευρωπαίοι ήταν πιο ώριμοι σεξουαλικά στην οθόνη» λέει. «Ένα παντρεμένο ζευγάρι δεν κοιμόταν σε ξεχωριστά κρεβάτια. Στην Ευρώπη, αυτό θα ήταν για γέλια. Οι Ευρωπαίοι μας επηρέασαν και μετά οι Αμερικανοί σκηνοθέτες έκαναν ταινίες όπου γυναίκες και άντρες μπορούσαν να κοιμηθούν μαζί και στις χολιγουντιανές ταινίες η κατάληξη δεν ήταν απαραίτητα ευτυχής».
Όταν ο Μορτ προσπαθεί να αντιμετωπίσει τα ζητήματα της ζωής του, όπως η παρακμή του γάμου του και τα συναισθήματα που αναδύονται για τη Χο, τα κοιτάει μέσα από το φίλτρο των κλασικών ταινιών που αγαπά «Ο Μορτ είναι ένας χαρακτήρας που ονειρεύεται ξύπνιος, γιατί όταν βλέπεις μια ταινία είναι σαν να ονειρεύεσαι ξύπνιος» λέει η Ανάγια. «Νομίζω ότι όλοι προβάλλουμε στα όνειρα μας ό,τι θέλουμε να έχουμε, ό,τι θέλουμε να ζήσουμε ή να νιώσουμε. Ο Μορτ το κάνει μέσα από τις ταινίες». Οι ρεμβασμοί του Μορτ συχνά τον οδηγούν μακριά από την πραγματικότητα. «Υπάρχουν φανταστικές καταστάσεις» λέει ο Σον. «Κι όμως ο Μορτ πάντα συμπεριφέρεται πολύ πειστικά και φυσικά, με έναν τρόπο που δεν θα φερόταν κάποιος σε μία φανταστική συνθήκη που συμβαίνει σε μία πραγματική κατάσταση. Αλλά ο Μορτ μπορεί να είναι μόνο ο εαυτός του. Δεν μπορεί παρά να είναι ο εαυτός του, γιατί αυτό μόνο ξέρει».
Η ταινία ξεκινά σε ένα γραφείο ψυχαναλυτή και η όλη ιστορία ξετυλίγεται μέσα από τα μάτια του Μορτ καθώς κοιτάει πίσω σε ό,τι του έχει συμβεί, όχι μόνο στο ταξίδι του στο Σαν Σεμπαστιάν, αλλά και κατά τη διάρκεια ολόκληρης της ζωής του. Ο Μορτ λέει ιστορίες για τους γονείς του, τις πρώτες σχέσεις του με τις γυναίκες, τον γάμο του και τον αγώνα του να βρει ένα νόημα. Κατά μια έννοια, το κοινό παίρνει τον ρόλο του ψυχιάτρου, ακούγοντας τον Μορτ να συναρμολογεί τα κομμάτια του παζλ που τον κάνουν τόσο δυστυχισμένο στην αρχή της ταινίας και παρακολουθούν αν τελικά θα βρει ελπίδα. «Όταν ο Μορτ συναντά τη Χο, αποκτά νέα πνοή» καταλήγει ο Σον. «Ξυπνά και είναι αναγεννημένος. Δεν ήξερε ότι είχε ακόμα μέσα του τόσο ενθουσιασμό για κάτι, αλλά ανακαλύπτει ότι είχε».