«22 Ιουλίου»: Τα 72 λεπτά της βαρβαρότητας στην Ουτόγια της Νορβηγίας, σε ένα μονοπλάνο
Αυτή την εβδομάδα, ο Ρίτσαρντ Γουόνγκ υπογράφει με χιούμορ το remake της βελγικής ταινίας «Hasta La Vista», ο Αλμπέρτ Πινό στα χνάρια της ισπανικής παράδοσης των θρίλερ μάς οδηγεί στα μυστικά της «Οδού Μαλασάνια 32», ενώ η Μανέλ Λαμπιντί μάς ανεβάζει σε μια πολύχρωμη ταράτσα για να μας συστήσει μια ανατρεπτική εικόνα της σύγχρονης Τύνιδας.
Έλα όπως είσαι (Come As You Are)
Σκηνοθεσία: Ρίτσαρντ Γουόνγκ
Παίζουν: Γκραντ Ρόζενμεγιερ, Χέιντεν Ζίτο, Ράβι Πατέλ, Γκαμουρέι Σιντιμπέ, Ζανίν Γκαράφαλο
Περίληψη: Εμπνευσμένη από αληθινά γεγονότα, η ταινία ακολουθεί τρεις νεαρούς άνδρες με διαφορετικές αναπηρίες, που θα κάνουν ένα μεγάλο ταξίδι προς το Μόντρεαλ για να ζήσουν την πρώτη τους σεξουαλική εμπειρία. Η διαδρομή, γεμάτη εμπόδια και περιπέτειες, θα τους οδηγήσει στην ανεξαρτησία τους.
Μια παρέα νεαρών με διαφορετικές αναπηρίες ξεκινούν ένα ταξίδι προς το Μόντρεαλ, με στόχο να κάνουν έστω και για μια φορά έρωτα.
Ο Σκότι είναι ένας τετραπληγικός νεαρός άνδρας, όχι ιδιαίτερα κοινωνικός, που ζει με τη μητέρα του. Ποτέ δεν έχει κάνει σεξ στη ζωή του κι αυτός είναι ο κρυφός του πόθος. Όταν ανακαλύπτει στο Μόντρεαλ ένα πορνείο που εξειδικεύεται σε άτομα με αναπηρία, αποφασίζει να κάνει αυτό το μεγάλο ταξίδι για να λύσει το πρόβλημά του. Μόνο που δεν θα μπορέσει να ταξιδέψει μόνος του κι έτσι επιστρατεύει τον τυφλό Μο και τον Ματ, έναν πρώην μποξέρ σε αναπηρικό αμαξίδιο τον οποίο γνώρισε στο κέντρο αποκατάστασης. Αυτή η παράτολμη απόφαση δεν θα βρει σύμφωνους τους γονείς τους, οπότε εκείνοι προσλαμβάνουν μια νοσοκόμα, την Σαμ και μαζί περνούν οχτώ πολιτείες, προκειμένου να φτάσουν στον «παράδεισο» του Καναδά.
Η αληθινή ιστορία του Άστα Φίλποτ, που είχε κάνει το αντίστοιχο ταξίδι κάποτε από την Αγγλία στην Ισπανία, είχε εμπνεύσει τη βραβευμένη βέλγικη ταινία «Hasta La Vista» που κυκλοφόρησε το 2011. Τώρα ο γνωστός ως διευθυντής φωτογραφίας Ρίτσαρντ Γουόνγκ επιχειρεί ένα remake που με χιούμορ και απενοχοποιημένη διάθεση φέρνει στο προσκήνιο ένα θέμα που ελάχιστα έχει απασχολήσει όχι μόνο τον κινηματογράφο, αλλά και την κοινωνία εν γένει: την σεξουαλική επιθυμία και ζωή των ανθρώπων με αναπηρία. Δυστυχώς η ανώριμη και απαίδευτη κοινωνία μας, εξακολουθεί να μην ασχολείται με τις βασικές ανάγκες που έχουν τα Άτομα με αναπηρία, πόσο μάλλον τη σεξουαλική τους επιθυμία η οποία στις περισσότερες περιπτώσεις καταλήγει σε μια πολύπλοκη διαδικασία. Αυτά τα προβλήματα και ταυτόχρονα την ιστορία μιας δυνατής φιλίας τριών ανθρώπων που έχουν τη δίψα να ζήσουν κόντρα στην προσωπική τους ατυχία φέρνει στο φως ο Γουόνγκ, πατώντας στα χνάρια του βέλγικού πρωτότυπου.
Χωρίς μελοδραματισμούς, αλλά με τον ρεαλισμό που αγαπά το ανεξάρτητο σινεμά και μέσα από τρεις αληθινούς χαρακτήρες που έχουν πλεονεκτήματα κι ελαττώματα και δεν παρουσιάζονται ως κακόμοιροι ή άγιοι, απλώ επειδή έχουν μια αναπηρία, ο Γουόνγκ υπογράφει ένα γλυκόπικρο road movie, που δεν προκαλεί τον οίκτο του θεατή, αντίθετα τον γεμίζει με αισιοδοξία, και μιλάει για το σεξ ανοιχτά, σε μια εποχή που φαινομενικά μοιάζει απελευθερωμένη, τελικά όμως παραμένει βαθιά συντηρητική.
Ένα Ντιβάνι στην Τυνησία (Un Divan a Tunis/Arab Blues)
Σκηνοθεσία: Μανέλ Λαμπιντί
Παίζουν: Γκολσιφτέ Φαραχανί, Μαζίντ Μαστουρά, Αϊσα Μπεν Μιλντ, Φεργιέλ Χαμαρί, Χισέμ Γιακουμπί
Περίληψη: Μετά την επιστροφή στην πατρίδα της, την Τυνησία, η Σέλμα αρχίζει να υποδέχεται πελάτες ως ψυχαναλύτρια και έρχεται σε επαφή με μία σειρά από ιδιόρρυθμους θεραπευόμενους.
Στο κινηματογραφικό ντεμπούτο της, η Μανέλ Λαμπιντί μεταμορφώνει με χιούμορ μια ταράτσα στην Τυνησία του 21ου αιώνα, σε ένα μωσαϊκό αντιθέσεων, αντιφάσεων και πολιτισμικών συγκρούσεων.
Η Σέλμα, μια νεαρή γυναίκα που γεννήθηκε στην Τυνησία αλλά ανατράφηκε στη Γαλλία, όπου και σπούδασε ψυχανάλυση, επιστρέφει στα πάτρια εδάφη για αδιευκρίνιστους λόγους. Η Τυνησία πλέον μετά από την Αραβική Άνοιξη βρίσκεται σε αναβρασμό και οι άνθρωποι θέλουν να εκφραστούν, θέλουν να μιλήσουν για όλα όσα τους συνέβησαν. Εκείνη λοιπόν αποφασίζει να μετατρέψει μια ταράτσα σε ιατρείο και αρχίζει τις συνεδρίες. Μόνο που μια ανεξάρτητη γυναίκα που δουλεύει με ένα ντιβάνι είναι αφορμή πολλών παρεξηγήσεων: άλλοι θα τη θεωρήσουν πόρνη, άλλοι κατάσκοπο, πολλοί θα τη χλευάσουν, όμως εκείνη τελικά θα κερδίσει την εμπιστοσύνη τους, γιατί πολύ απλά ξέρει να ακούει. Όταν ένας έντιμος αστυνομικός ανακαλύψει πως δεν έχει επαγγελματική άδεια, τα πράγματα για τη Σέλμα θα δυσκολέψουν.
Η Λαμπιντί, αποφεύγοντας να μας αποκαλύψει πολλά για το παρελθόν της κεντρικής της ηρωίδας -δεν ξέρουμε τις σχέσεις της με την οικογένειά της, τους άνδρες, ακόμα και τα θρησκευτικά της πιστεύω- εστιάζει στην πορεία μιας γυναίκας, που προσπαθεί να κάνει κάτι διαφορετικό μέσα σε ένα συντηρητικό περιβάλλον. Από την άλλη, αποφεύγει να την μετατρέψει σε έναν «ιεραπόστολο» που έρχεται από τη δύση να κηρύξει τις «αρετές» του δυτικού πολιτισμού στους «βαρβάρους». Αντίθετα, η ηρωίδα της απλώς γίνεται η αφορμή για να ανακαλύψουν μια ανάγκη που ήδη υπήρχε και καταπιεζόταν λόγω των συνθηκών. Έτσι δημιουργεί μια χαριτωμένη τοιχογραφία χαρακτήρων, που ξεφεύγουν από τα στερεότυπα που έχουμε συνηθίσει για τον ισλαμικό κόσμο -εδώ λοιπόν θα δούμε ένα προοδευτικό ιμάμη, ανεξάρτητες γυναίκες, έναν crossdresser, κι έναν ευαίσθητο σκεπτόμενο αστυνομικό- και μας οδηγεί στο ντιβάνι της Σέλμα, εκεί δηλαδή που λαμβάνει χώρα και το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας.
Ο σωστός ρυθμός του μοντάζ που έχει κάνει ο βραβευμένος Γιώργος Λαμπρινός («Ξενία», «Μετά τον Χωρισμό»), αλλά και η εξαιρετική, υπαινικτική ερμηνεία της Ιρανής σταρ Γκολσιφτέ Φαραχανί (από το «Paterson» του Τζάρμους) βοηθούν στο έπακρο τη Λαμπιντί να αφηγηθεί την ιστορία της Σέλμας και μαζί της σύγχρονης Τυνησίας με ειλικρινή, αν και συχνά ανώδυνο τρόπο, στέλνοντας ένα μήνυμα αισιοδοξίας για την επόμενη μέρα.
22 Ιουλίου (Utøya 22. juli)
Σκηνοθεσία: Έρικ Πόουπ
Παίζουν: Άντρεα Μπέρτζεν, Αλεξάντερ Χόλμεν, Μπρέντε Φρίσταντ
Περίληψη: Στις 22 Ιουλίου του 2011, πάνω από 500 παιδιά δέχτηκαν επίθεση στην κατασκήνωση του νορβηγικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος σε ένα νησί έξω από το Όσλο από έναν ακροδεξιό, οπλισμένο με καραμπίνα τρομοκράτη. Νωρίτερα την ίδια μέρα, είχε βομβαρδίσει ένα κυβερνητικό κτίριο. Στη συνέχεια πήρε τον δρόμο για το νησί Ουτόγια. Η δεκαοχτάχρονη Kάγια και οι φίλοι της βρίσκονται στην κατασκήνωση και προσπαθούν να αφομοιώσουν την είδηση της βομβιστικής επίθεσης, όταν ξαφνικά, ακούγονται πυροβολισμοί στο.
Ο Έρικ Πόουπ («1000 Φορές Καληνύχτα», «The King's Choice», «Hawaii, Oslo») σκηνοθετεί την αιματηρή τρομοκρατική επίθεση του Άντερς Μπέρινγκ Μπράιβικ το 2011 στο νησί Ουτόγια της Νορβηγίας, συμμετέχοντας στο Επίσημο Διαγωνιστικό του 68ου Φεστιβάλ Βερολίνου.
Ήταν 22 Ιουλίου του 2011, όταν στο Όσλο στις 3.30 το μεσημέρι εκρήγνυται μια αυτοσχέδια βόμβα, σε παγιδευμένο αυτοκίνητο, σταθμευμένο έξω από το κυβερνητικό κτίριο, όπου στεγαζόταν το γραφείο του Πρωθυπουργού, Γιενς Στόλτενμπεργκ. Οκτώ άνθρωποι σκοτώνονται και 209 τραυματίζονται. Μόνο που κανείς δεν ήξερε ότι αυτός δεν ήταν παρά μόνο ένας αντιπερισπασμός.
Γιατί ο στόχος του ακροδεξιού τρομοκράτη Άντερς Μπέρινγκ Μπράιβικ ήταν άλλος. Δύο ώρες αργότερα, ντυμένος ως αστυνομικός και με πλαστή ταυτότητα περνάει στο νησί Ουτόγια, εκεί όπου βρίσκεται η κατασκήνωση του σοσιαλοδημοκρατικού κόμματος της Νορβηγίας.
Με την καραμπίνα που είχε παραγγείλει από το ίντερνετ, ο Μπράιβικ επί 72 λεπτά, εκτέλεσε εν ψυχρώ 69 έφηβους και τραυμάτισε πάνω από 200.
Με ένα αγωνιώδες μονοπλάνο 72 λεπτών και με τη λογική ενός doc-fiction, ο Πόoυπ ακολουθεί λεπτό προς λεπτό την πορεία της νεαρής Κάγια -πρόκειται για έναν πλασματικό χαρακτήρα, αν και το σενάριο βασίστηκε στις αφηγήσεις όχι όμως και στις ιστορίες των παιδιών- καταγράφοντας την εφιαλτική ατμόσφαιρα της ανελέητης επίθεσης και ταυτόχρονα την ολιγωρία των Αρχών, που καθυστέρησαν τραγικά πολύ ώρα μέχρι να δράσουν.
Επιλέγοντας να μην παρουσιάσει ποτέ την εικόνα του δράστη, παρά μόνο σε μια στιγμή και από πολύ μακριά, ο Πόουπ αφήνει κυρίως τους ήχους των πυροβολισμών (βρήκε μάλιστα τον ακριβή αριθμό) να δημιουργούν τον τρόμο και τον πανικό, ενώ εκείνος ζουμάρει στα πρόσωπα των ηρώων του, χορογραφεί με ένταση τις διαδρομές τους μέσα στο δάσος, και δημιουργεί μια παλέτα ποικίλων αντιδράσεων, που κινούνται από το κλάμα και την απόγνωση έως το νευρικό γέλιο.
Το γιατί συνέβη αυτό το μακελειό και κυρίως πώς η άνοδος των εξτρεμιστικών ιδεολογιών συμβάλλει στην αύξηση της βίας -ο δράστης ήταν ακροδεξιός που θεώρησε πως η πράξη του αυτή για την οποία δεν μετάνιωσε ήταν μια κίνηση αντίστασής του στο Εργατικό κόμμα- δεν διαφαίνονται πουθενά, παρά μονάχα στους τίτλους του τέλους, όμως το γεγονός ότι η νεαρή και ιδεαλίστρια Κάγια θέλει να γίνει βουλευτής, είναι μια έμμεση νύξη του Νορβηγού δημιουργού, πάνω σε ζητήματα πολιτικής ηθικής, όπως και το γεγονός ότι τα παιδιά προκειμένου να σωθούν από την λαίλαπα επιδεικνύουν αφάνταστη αλληλεγγύη και ομοψυχία.
Οδός Μαλασάνια 32 (Malasaña 32)
Σκηνοθεσία: Αλμπέρτ Πίντο
Παίζουν: Μπεγκόνα Βάργκας, Ιβάν Μάρκος, Μπέα Σεγκούρα
Περίληψη: Στα τέλη της δεκαετίας του '70, η οικογένεια Ολμέδο αγοράζει ένα παλιό διαμέρισμα στην Οδό Μαλασάνια 32, στη Μαδρίτη. Έτσι αφήνουν το χωριό τους για να αναζητήσουν μια καλύτερη ζωή στην πόλη. Όμως υπάρχει κάτι που οι Ολμέδο δεν γνωρίζουν: στο διαμέρισμα που αγόρασαν, δεν είναι μόνοι… Κάτι τους απειλεί και θα χρειαστεί να αμυνθούν μέχρι τέλους, για να σώσουν τις ζωές τους.
Ένα στοιχειωμένο σπίτι σε μια στοιχειωμένη Ισπανία στην μετά Φράνκο εποχή βασανίζουν μια οικογένεια που φτάνει στην πρωτεύουσα με πολλές ελπίδες.
Ξεκινώντας από μια χαρακτηριστική σκηνή τρόμου με υποβλητική ατμόσφαιρα, ο Αλμπέρτ Πινό («Matar a Dios») μάς μεταφέρει στο παρελθόν, στα χρόνια που δημιουργήθηκε ο θρύλος του σπιτιού της οδό Μαλασάνια 32. Στη συνέχεια βρισκόμαστε στη Μαδρίτη του 1972, που απολαμβάνει τη δημοκρατία μετά από την περίοδο του Φράνκο. Εκεί καταφτάνει η οικογένεια Ολμέδο με προσδοκίες, για να ανακαλύψει πως ο τρόμος και ο κίνδυνος είναι πανταχού παρόν.
Μεταφυσική και πολιτική αλληγορία συναντιούνται σε ένα καθαρόαιμο θρίλερ της ισπανικής σχολής που μπορεί μεν να μην μας «τρομάζει δυο φορές το λεπτό», όπως υπόσχεται το δελτίο τύπου του, παρόλα αυτά διαθέτει αρκετές αρετές.
Καταρχάς, ο Πινό, εύστοχα επιλέγει πολλά από τα τρομακτικά συμβάντα να λαμβάνουν χώρα υπό το φως του ήλιου, δημιουργώντας συνεχώς μια μόνιμη αίσθηση απειλής, ακόμα και μέσα στην καθημερινότητα των κατοίκων του περίεργου σπιτιού. Ο αστικός θρύλος στον οποίο βασίστηκε το σενάριο -στο συγκεκριμένο σπίτι λέγεται ότι ένας ράφτης αυτοκτόνησε αφού σκότωσε τα πέντε παιδιά του- και η Ισπανία που προσπαθεί να βρει ξανά τα πατήματά της μετά από μια δικτατορία στο μυαλό του Πινό συνδέονται, όμως συχνά αυτή η ταύτιση που επιχειρεί δεν βρίσκει γόνιμο έδαφος για να αναπτυχθεί.
Παρόλα αυτά με μια εξαιρετική σκηνογραφία και ακολουθώντας έναν αργό ρυθμό, που μας εισάγει στον τρόμο όπως τον νιώθουν οι ήρωες, αν και δεν αποφεύγει στερεοτυπικά jumpscares, ο Πινό καταφέρνει να φτιάξει ένα αξιοπρόσεκτο, αν και όχι πάντα πρωτότυπο θρίλερ, που θα ικανοποιήσει τους φαν του paranormal.
Το Κλαμπ των Χωρισμένων (Divorce Club)
Σκηνοθεσία: Μικαέλ Γιουν
Παίζουν: Αρνό Ντικρέ, Φρανσουά-Ξαβιέ Ντεμεζόν, Οντρέι Φλερό, Καρολίν Ανγκλάντ, Μικαέλ Γιουν
Περίληψη: Ένας πρόσφατα διαζευγμένος άντρας, συναντά τυχαία έναν παλιό του φίλο, ο οποίος επίσης έχει μόλις χωρίσει. Τότε αποφασίζουν να συγκατοικήσουν και να μετατρέψουν το σπίτι τους σε ένα κλαμπ εργένηδων.
Ο Μικάελ Γιουν επιστρέφει στη σκηνοθετική καρέκλα με μια κωμωδία που απέσπασε το Βραβείο Καλύτερης Ταινίας και Βραβείο Κριτικών στο Διεθνές Φεστιβάλ Κωμωδίας Alpes d’ Huez.
Μετά από πέντε χρόνια γάμου, ο Μπεν χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του, όταν ανακαλύπτει και μάλιστα με εξευτελιστικό τρόπο ότι η σύζυγός του τον απατά και θέλει να πάρουν διαζύγιο. Ενώ όλοι οι φίλοι τους μοιάζουν να παίρνουν το μέρος της και τον εγκαταλείπουν, ο Μπεν συναντάει τον Πάτρικ, παλιό του φίλο από το πανεπιστήμιο, που έχει επίσης χωρίσει πρόσφατα. Ο τελευταίος, ενώ παλεύει να ξεπεράσει το διαζύγιό του, τον προσκαλεί να μετακομίσει στο σπίτι του, μια πολυτελή βίλα με όλες τις ανέσεις. Αλλά οι δύο συγκάτοικοι σύντομα βρίσκουν παρέα: άλλους διαζευγμένους και εργένηδες που αναζητούν κι αυτοί καταφύγιο. Με το ένα πάρτι να διαδέχεται το άλλο, η βίλα μετατρέπεται σιγά-σιγά σε ένα VIP κλαμπ όπου, όλοι τους μπορούν να νιώσουν ελεύθεροι και να περάσουν καλά, χωρίς δεσμεύσεις. Όμως, όταν ο Μπεν συναντήσει την όμορφη Μαριόν, τα πράγματα αρχίζουν να περιπλέκονται…
Το σκεπτικό είναι του Γιουν μικροαστικό και απλοϊκό: το διαζύγιο θέλει καλοπέραση, η εργένικη ζωή είναι καλή, αλλά η ασφάλεια μιας σχέσης ακόμα καλύτερη. Σε αυτή τη λογική αναμειγνύει χοντροκοκομμένα αστεία με μια εσάνς γαλλικού ρομάντζου, πέφτει συχνά στην παγίδα των κακόγουστων σεξιστικών υπαινιγμών, αναμασάει όλα τα κλισέ και τα στερεότυπα, και τελικά παραδίδει μια τετριμμένη κωμωδία, που σε σημεία φλερτάρει έντονα με το κιτς.
Επανεκδόσεις
Η Κρυφή Γοητεία της Μπουρζουαζίας
Σκηνοθεσία: Λουίς Μπουνιουέλ
Παίζουν: Φερνάντο Ρέι, Στεφάν Οντράν, Ζαν-Πιερ Κασέλ, Μισέλ Πικολί, Ντελφίν Σεϊρίγκ
Περίληψη: Μια ομάδα ευκατάστατων αστών προσπαθεί να γευματίσει, αλλά διαρκώς διακόπτεται από μια σειρά αλλόκοτων, σουρεαλιστικών γεγονότων.
Η βιτριολική σάτιρα του Λουίς Μπουνιουέλ, που απέσπασε το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας το 1973, επιστρέφει στα θερινά.
Με αφορμή ένα δείπνο, που συνενώνει το ένστικτο του φαγητού με την κοινωνική ιεροτελεστία, ο Μπουνιουέλ και ο μόνιμος σεναριογράφος του, Ζαν-Κλοντ Καριέρ, συνθέτουν μια καυστική πολιτική αλληγορία, όπου πρέσβεις, κληρικοί, στρατιωτικοί, σύζυγοι, μοιχοί, υπηρέτες κι αφεντικά, διαπλέκονται, φτάνοντας έως την οριστική τους πτώση.
Όπως κάθε ταινία του Μπουνιούελ, έτσι και η «Κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας» αντιστέκεται σθεναρά σε κάθε απόπειρα μονοσήμαντης και περιοριστικής ερμηνείας της. Την εποχή που βγήκε, αντιμετωπίστηκε ως μια καταγγελτική σάτιρα κατά της αστικής τάξης. Υποτίθεται πως ο ίδιος ο Μπουνιουέλ με το έργο του καυτηρίαζε την εξαχρείωση των μπουρζουάδων, που το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν το φαγητό και το σεξ. Αλλά το πέρασμα του χρόνου έδειξε πως μια τέτοια ερμηνεία ήταν μονοσήμαντη. Κι αυτό γιατί ο μεγάλος σουρεαλιστής auteur δεν ήταν ούτε Γραμματεύς ούτε Φαρισαίος, και σε καμιά περίπτωση δε θα όρθωνε με αυστηρότητα το δάχτυλο για να καταγγείλει. Ένας εστέτ, όπως αυτός άλλωστε, δεν θα μπορούσε παρά να αναγνωρίσει και στην μπουρζουαζία μια διακριτική γοητεία. «Γνώρισα αξιαγάπητους αστούς. Πιστεύετε ότι όλα όσα έφερε η μπουρζουαζία είναι κακά; Όχι. Κάτι καλό θα πρέπει να ‘χει μείνει!» θα πει ο ίδιος σε μια συνέντευξη, για να συνεχίσει με θάρρος «Είμαι μπουρζουάς, αλλά κρυφός».
Ο αστυνόμος (Un Flic / The cop)
Σκηνοθεσία Ζαν Πιέρ Μελβίλ
Παίζουν: Αλέν ντελόν, Ρίτσαρντ Κρενά και Κατρίν Ντενέβ
Περίληψη: Ένας αστυνομικός συνδέεται ερωτικά με μία γυναίκα, η οποία είναι παντρεμένη μ’ έναν ιδιοκτήτη μπαρ, αλλά η δουλειά αυτή αποτελεί τη βιτρίνα για τις ληστείες που εκτελεί. Μετά από μία αριστοτεχνική ληστεία τρένου, αρχίζει η ανελέητη καταδίωξη.
Ένα αριστουργηματικό φιλμ νουάρ δια χειρός Ζαν Πιέρ Μελβίλ με τον γοητευτικό Αλέν Ντελόν επανακυκλοφορεί με νέες ψηφιακές κόπιες.
Μια συμμορία μετά την επιτυχή εκτέλεση μιας ληστείας σε τράπεζα ετοιμάζει μία ακόμα πιο εντυπωσιακή επίθεση σε τρένο. Μια γυναίκα μοιράζεται ανάμεσα στον κομψό και ευγενή αρχηγό της συμμορίας και στον όμορφο αστυνόμο που τον καταδιώκει, δημιουργώντας ένα γοητευτικό ερωτικό τρίγωνο.
H ταινία αποτελεί το κύκνειο άσμα, αλλά και το μέρος της «τριλογίας του υποκόσμου» του Ζαν Πιέρ Μελβίλ: («Ο δολοφόνος με το αγγελικό πρόσωπο», «Ο κόκκινος κύκλος») με πρωταγωνιστή πάντα τον Αλέν Ντελόν -στα δύο πρώτα στο ρόλο του παράνομου και καταζητούμενου, ενώ στο τρίτο, στον ρόλο του έντιμου αστυνομικού- όπου το νουάρ συναντάει την νιτσεϊκή φιλοσοφία και την απόλυτη κινηματογραφική ουσία.